Μητροπολίτου Πάφου Γεωργίου: Παρουσίαση τοῦ Γ΄ τόμου τῆς Πατρολογίας τοῦ Καθηγητοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου

Μητροπολίτου Πάφου Γεωργίου: Παρουσίαση τοῦ Γ΄ τόμου τῆς Πατρολογίας τοῦ Καθηγητοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου

 Παρουσίαση τοῦ Γ΄ τόμου τῆς Πατρολογίας

τοῦ Καθηγητοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου

Λευκωσία 3.2.2011

 

Τοῦ Μητροπολίτου Πάφου Γεωργίου

Παρόλο ποὺ πέρασαν χρόνια πολλὰ ἀπὸ τότε ποὺ διάβασα, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση, μάλιστα,  τῶν ἐξετάσεων, τὸν πρῶτο τόμο τῆς Πατρολογίας τοῦ καθηγητοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου, θυμᾶμαι ἀρκετὲς παραγράφους ἀπὸ στήθους, τὶς ὁποῖες καὶ χρησιμοποιῶ συχνά. Μ’ ἐντυπωσίασε ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τοῦ λόγου του, ἡ εὔληπτη παρουσίαση τῶν γεγονότων, ἡ δραματικὴ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἡ προσεκτικὴ διείσδυση στὴ σκέψη τῶν παρουσιαζομένων προσώπων.

Τὸν παρακολούθησα ἔκτοτε μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στὶς ὁμιλίες καὶ ἐκδόσεις τῶν ἔργων του, καὶ ὁμολογῶ ὅτι ὠφελήθηκα τὰ μέγιστα ἀπὸ αὐτόν. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ κυριότερος λόγος ποὺ ἀποδέκτηκα, τὴν πρόταση νὰ πῶ σήμερα λίγα λόγια γιὰ τὸν τρίτο τόμο τῆς Πατρολογίας του. Δὲν λέω ὅτι θὰ τὸν παρουσιάσω γιατί κάτι τέτοιο εἶναι ἀνέφικτο στὰ χρονικὰ ὅρια ποὺ ἔχουν τεθεῖ. Ἕνας τόμος 923 σελίδων, μὲ ἀναφορὰ σὲ 186 μείζονες καὶ ἐλάσσονες συγγραφεῖς, Συνόδους, ἢ ἀνώνυμα ἔργα, μὲ ἀναλυτικὴ παρουσίαση τῆς ζωῆς καὶ ἰδίως τοῦ ἔργου συγγραφέων, ἀλλὰ καὶ Συνόδων, μὲ τὴ θεματικὴ πολλαπλότητα ποὺ αὐτὸ συνεπάγεται, μὲ χιλιάδες βιβλιογραφικὰ λήμματα, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ παρουσιαστεῖ. Ἔχω σαφῆ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἁπλῶς θὰ γίνει συνοπτικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὸν ἐξαίρετο αὐτὸ τόμο, τῶν ἐκδόσεων Γρηγόρη, ποὺ κυοφορήθηκε γιὰ 20 χρόνια, μὲ πολλὲς ὠδῖνες, ὅπως κάθε ἐπιστημονικὸ ἔργο,  καὶ ποὺ δόθηκε στὴ δημοσιότητα τὸ 2010.

Στὸν πέμπτο αἰῶνα, μὲ τὸν ὁποῖο ἀσχολεῖται ὁ Γ΄ τόμος τῆς Πατρολογίας τοῦ Στ. Παπαδόπουλου, ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ἐλεύθερα, σ’ ἀντίθεση μὲ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ τέταρτου. Κι ἀκόμα, σ’ ἀντίθεση μὲ τὸν Δ΄ αἰῶνα, λιγοστεύουν οἱ χρονικὲς περίοδοι κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ κρατοῦντες προστατεύουν τοὺς κακοδόξους. Ἐντείνονται ὅμως οἱ συζητήσεις κι ἡ ἀναταραχὴ γιὰ θεολογικὰ καὶ δογματικὰ ζητήματα, κυρίως τὸ Χριστολογικό. Δύο Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ τρίτη καὶ ἡ τέταρτη, ἀποτελοῦν τοὺς πυρῆνες γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ἡ θεολογία πλείστων συγγραφέων τοῦ Ἐ΄ αἰῶνα. Πέραν, ὅμως, ἀπὸ τὰ δογματικὰ καὶ ἀντιαιρετικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἦταν ἀναγκαῖα γιὰ νὰ δώσουν ἀπαντήσεις στὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ἐμπεδώσουν ὅσα ἡ Ἐκκλησία κατοχύρωσε στοὺς προηγούμενους αἰῶνες, παρουσιάστηκε τὴν περίοδο αὐτὴ μεγάλη παραγωγὴ ἑρμηνευτικῶν, ποιητικῶν καὶ ἁγιολογικῶν κειμένων γιὰ τὶς ποιμαντικὲς καὶ λατρευτικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ κανονιστικῶν καὶ συνοδικῶν κειμένων διὰ τῶν ὁποίων ρυθμιζόταν ἡ τάξη καὶ ἡ διάρθρωση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ λόγοι συνέτειναν ὥστε ἡ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία τὸν Ἐ΄ αἰῶνα νὰ εἶναι καὶ ποσοτικὰ μεγαλύτερη καὶ θεματικὰ εὐρύτερη τῶν ἄλλων αἰώνων.

Στὸν Γ΄ τόμο τῆς Πατρολογίας του, ὁ συγγραφέας, παρουσιάζει κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, στοὺς ὁποίους περιλαμβάνει ἐκτὸς τῶν Ἑλλήνων καὶ Λατίνους, Ἀρμενίους, Πέρσες καὶ ἄλλους. Χαρακτηριστικό του τόμου εἶναι ἡ ἀναλυτικὴ παρουσίαση τῆς ἀναζήτησης ἀλλὰ καὶ ἡ περιγραφὴ αὐτῆς τῆς ἴδιας της δογματικῆς ἀλήθειας. Δὲν πρόκειται γιὰ μία ἁπλὴ ἱστορικὴ παρουσίαση προσώπων καὶ γεγονότων. Ἔχουμε στὴν πραγματικότητα καὶ ἱστορία τῶν δογμάτων.

Σαφὴς διαχωρισμὸς τοῦ βιβλίου σὲ ἑνότητες, νομίζω, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Τὰ πλεῖστα προβλήματα, ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν Ἐκκλησία, συναντῶνται καθόλη τὴ διάρκεια τοῦ αἰῶνα. Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίασης τῶν συγγραφέων κατὰ τὴ χρονολογικὴ σειρὰ τοῦ θανάτου τους, δὲν προδικάζει καὶ τὴν ἴδια σειρὰ ὡς πρὸς τὸ χρόνο τῆς δράσης τους, ἢ τῆς ἐμπλοκῆς τους σὲ κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Ἐντελῶς ὑποκειμενικά, καὶ γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς ἀποψινῆς ἀναφορᾶς, θὰ χώριζα τὸν τόμο σὲ πέντε ἀνισομερεῖς, ἀπὸ κάθε ἄποψη, ἑνότητες:

 

α) Στοὺς συγγραφεῖς καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἐκτίθενται πρὶν   

     ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

β) Στὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

γ) Στοὺς μετὰ τὴν τρίτη καὶ πρὶν τὴν τέταρτη Οἰκουμενικὴ

    Σύνοδο παρουσιαζομένους συγγραφεῖς.

δ) Στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ

ε) Στοὺς μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο συγγραφεῖς.

 

α) Στὸ πρῶτο μέρος, ἀπὸ τὰ 51 κεφάλαια – λήμματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἰσάριθμους συγγραφεῖς, συνόδους, ἢ ἀνώνυμα ἔργα, κυριαρχοῦν λόγω καὶ τῆς ἐκτενέστερης παρουσίασής τους ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ Αὐγουστίνος Ἰππῶνος.

Στὸν Χρυσόστομο ἀναφέρεται ὁ συγγραφέας ἀναλυτικά. Τόσο στὸ καθαρὰ θεολογικὸ ἔργο τοῦ ὅσο καὶ στὸ ποιμαντικό. Μαζί του ἀσχολήθηκε, ὅπως ἀναφέρει στὸν πρόλογό του, καὶ προηγουμένως, σὲ δύο αὐτοτελεῖς τόμους. Ἀπηχώντας ὄχι μόνο τὸν δικό του, ἀλλὰ καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν γιὰ τὸν Χρυσόστομο, σημειώνει ὁ συγγραφεύς:

«Ἡ ἀγωνία τῶν ἑρμηνευτῶν νὰ ἐντάξουν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο σὲ σχολές, ἢ ρεύματα, ἢ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ἀσχολήθηκε μὲ κρίσιμα θεολογικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς, φαίνεται μάταιη. Ἦταν πολὺ μεγάλος καὶ φωτισμένος γιὰ νὰ δουλωθεῖ σὲ σχολὲς καὶ πολὺ εὐσυνείδητο ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ σιωπήσει ἐνώπιον τῶν θεολογικῶν προβλημάτων. Ἔτσι ἔναντι τῶν σχολῶν γίνεται ἐκλεκτικός, ἐνῷ …υἱοθετεῖ καὶ βιώνει ἀπόλυτα ὁλόκληρη τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅποτε, προσευχόμενος καὶ ἐρευνώντας, θεολογεῖ καὶ ἑρμηνεύει ὀρθά».

Ἐντυπωσιάζει, στὸ πρῶτο αὐτὸ μέρος, καὶ ἡ ξεκάθαρη θεολογικὴ σκέψη τοῦ Σεβηριανοῦ Γαβάλων, ποὺ παρόλο πολέμιος τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχει τὴν ἴδια θεολογία μ’ αὐτόν. Μεταφέρω ἕνα ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὸ βιβλίο, ποὺ περιγράφει τὶς θέσεις τοῦ Σεβηριανοῦ: «…Ἡ ὅλη οἰκονομία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου δὲν ἀποτελεῖ σκέψη καὶ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ποὺ συνέβησαν χρονικά, μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων… Ὅλα, ὅσα ἐν χρόνῳ συνέβησαν, ὑπῆρξαν στὴ θεία βουλὴ προαιώνια, ἀϊδίως»(183). Καὶ λίγο παρακάτω ἀναφέρει πὼς «ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀναγκαία, διότι ἔπρεπε νὰ λειτουργήσει ὡς ‘‘μεσίτης’’. Κατὰ τὸν Σεβηριανόν, «ὁ  μεσίτης ἐὰν μὴ ἔχῃ συγγένειαν πρὸς τὰ μεσιτευόμενα, μεσίτης εἶναι οὐ δύναται»

Στὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας παρακολουθοῦμε τὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια ἔκφρασης τῆς ὀρθῆς πίστης ποὺ ὁδηγεῖ, ὅμως, σὲ ἀποκλίσεις. Ἡ καταδίκη του ἀπὸ τὴν Ἐ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, δήλ. 125 χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, μοῦ θύμισε ἐκεῖνο ποὺ ὁ σεβαστὸς καθηγητὴς μᾶς ἔλεγε γιὰ τὸν Ὠριγένη: Ἡ Ἐκκλησία στέκει μὲ συμπάθεια καὶ κατανόηση στὸν ἐρευνητή. Προσπαθεῖ, ὅμως, νὰ προστατεύσει, ἀπὸ τὶς κακοδοξίες του, τοὺς πιστούς. Γι’ αὐτὸ κι ἡ καταδίκη γίνεται ὅταν, καὶ ἐφ’ ὅσον, παρουσιαστεῖ αὐτὸς ὁ κίνδυνος.

Παρόμοια στάση τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε, στὸν ἐξεταζόμενο τόμο, καὶ γιὰ τὸν Αὐγουστίνο, τὸν μέγιστο Ἐκκλησιαστικὸ Πατέρα τῆς Δύσεως. Παρόλο ποὺ δὲν θεολογεῖ πάντοτε ὀρθά, καὶ οἱ παρεκκλίσεις τοῦ ὁδήγησαν τὴ Δύση στὸ Filioque  καὶ τὸν ἴδιο στὸν ἀπόλυτο προορισμό, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δὲν τὸν καταδίκασε, ἀλλὰ ἀντίθετα, ἀκόμα καὶ ἡ ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ μετὰ τὸ Σχίσμα,  τὸν κατέταξε καὶ στὸ ἁγιολόγιό της, ἐκτιμώντας τὸ συνολικὸ ἔργο του, γιατί ὄντας ἄγνωστος γενικὰ στὴν Ἀνατολή, δὲν κινδύνευαν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὶς παρεκκλίσεις του.

β) Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται στὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὶς αἰτίες καὶ ἀφορμὲς σύγκλησης, στὶς ἐργασίες καὶ ἀποφάσεις της. Αἰχμὴ καὶ ἀκραῖο σημεῖο τῶν χριστολογικῶν παρεκκλίσεων, ποὺ ὁδήγησαν στὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς παρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου. Ἡ Σύνοδος ἐπικύρωσε τὴ θεολογία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ καταδίκασε τὸν Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως. Γίνεται λεπτομερὴς ἀναφορὰ στὶς δυσκολίες καὶ διαβουλεύσεις ποὺ κατέληξαν τὸ 433, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν «ἔκθεση πίστεως τῶν διαλλαγῶν», τὸν ὄρο δήλ. τῆς Συνόδου, στὴν ὁποία διακηρύσσεται: «…κατὰ ταύτην, τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν, ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἐνώσαι σεαυτῶ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν…» (387).   

Δύο ἄλλα σπουδαῖα θέματα θίγονται ἐπίσης, στὸ μέρος αὐτό: Ἡ ἀπόρριψη τῆς ἀξίωσης τοῦ πάπα Ρώμης γιὰ ἀναγνώριση σ’ αὐτὸν ἑνὸς πρωτείου ἐξουσίας καὶ ἡ προϋπόθεση ἀναγνώρισης μίας Συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς. Διαβάζουμε στὴ σελίδα 401: «Ἡ Σύνοδος ποὺ αὐτοαποκλήθηκε οἰκουμενική, δὲν ὑπῆρξε ἀριθμητικὰ οἰκουμενική, διότι δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλὰ οὔτε καὶ καθαυτὸ ἀντιπροσωπευτικὴ ἤτανε… Οἱ ἀποφάσεις της, ὅμως, ἐπειδὴ ἐξέφραζαν τὴν ἀλήθεια, ἀνέδειξαν τὴ Σύνοδο Οἰκουμενική».

Ἀναφορὰ γίνεται καὶ στοὺς κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ 8ος, ποὺ «ἐξασφαλίζει τὴν αὐτοτέλειαν» (αὐτοκέφαλό) της Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ τὴν «ἀνεξαρτησίαν τῶν Ἐκκλησιῶν», δήλ. τὴν διοικητικὴ ἀνεξαρτησία κάθε ‘‘ἐπαρχίας’’. (σέλ. 383).

γ) Στὸ γ΄ μέρος τοῦ τόμου κυριαρχεῖ ἡ μορφὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Σημεῖα ἀναφορᾶς, ὅμως, στὴν ὅλη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων ἀποτελοῦν καὶ οἱ Προκλὸς καὶ Φλαβιανὸς Κωνσταντινουπόλεως.

Μεγάλο μέρος τῆς θεολογίας τοῦ Κυρίλλου, ὡς πρὸς τὸ χριστολογικὸ πρόβλημα, εἶχε ἐκτεθεῖ προηγουμένως, κατὰ τὴν ἐξέταση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ κυρίως στὴν Β΄ ἐπιστολή του πρὸς Νεστόριο βασίστηκε ἡ Σύνοδος. Ἐδῶ, ὅμως, ἐκτίθεται ἀναλυτικὰ ἡ ὅλη θεολογική του προσπάθεια πού, παρὰ τὶς κάποιες παρανοήσεις, ὁδηγεῖ στὴν πολυσήμαντη διατύπωση γιὰ τὸν Χριστόν: «εἰς ἢν ὁ ἐν ἀμφοίν», πολὺ συγγενικὴ πρὸς τὸν ὄρο τῆς Χαλκηδόνος.

Ἐκτίθεται διὰ μακρῶν καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου γύρω ἀπὸ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκτενὴς ἀναφορὰ γίνεται καὶ στὴν ἀνασκευὴ ἐκ μέρους τοῦ Κυρίλλου τῶν ἀξιώσεων, γιὰ οἱασδήποτε μορφῆς, πρωτεῖον στὸν Πάπα.

Ὁ Προκλὸς εἶναι ὁ ἀμεσότερος καὶ ἀκριβέστερος πρόδρομος τοῦ ὄρου τῆς Χαλκηδόνος. Ὁ Κύριλλος καλλιέργησε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ διάκριση φύσεως καὶ ὑποστάσεως, πρᾶγμα ποὺ ἀποκρυστάλλωσε καὶ ξεκαθάρισε ὁ Προκλός.

Στὸν Φλαβιανὸ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 448, τῆς ὁποίας προήδρευσε, ἔχουμε ἀκόμα ἕνα βῆμα πρὸς τὸν ὄρο τῆς Χαλκηδόνος. Λέγεται, γιὰ πρώτη φορὰ ἐν συνόδῳ, τὸ «ἐν μιᾷ ὑποστάσει».

δ) Τὸ τέταρτο μέρος τῆς τεχνητῆς διαίρεσης τοῦ παρουσιαζόμενου τόμου ἀναφέρεται στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Στυλιανὸ Παπαδόπουλο, «ἀποτελεῖ μέγα θεολογικὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔθεσε τὸ στέρεο καὶ ἀπαραβίαστο, πλέον, θεμέλιό της Χριστολογίας». Πρόκειται, κατὰ τὸν σεβαστὸ συγγραφέα, γιὰ ἐπίτευγμα τὸ ὁποῖο προετοίμαζαν ἀγωνιωδῶς μείζονες καὶ ἐλάσσονες θεολόγοι – Πατέρες, τουλάχιστον ἐπὶ ἕνα αἰῶνα» (633). Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς λέξεως «ὑπόστασις» ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴ θεολογία διότι ἔγινε λυδία λίθος τῆς Χριστολογίας. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ λήφθηκε ἀπὸ τὴ φιλοσοφία ἀλλὰ ἀνασημασιοδοτήθηκε. Ἔτσι ἡ φιλοσοφία βοηθᾷ τὴν θεολογία, ἀλλ’ ὡς θεραπαινίς. Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου ὁμολογεῖ ξεκάθαρα «ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστὸν υἱόν, κύριον μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν – ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, γνωριζόμενον», καὶ θέτει τέρμα σὲ μονοφυσιτικές, μονοφυσιτίζουσες καὶ ἀπολλιναρίζουσες ἀναζητήσεις.

ε) Στὸ πέμπτο καὶ τελευταῖο μέρος της, κατ’ ἐμέ, διαιρέσεως τοῦ τόμου, παρακολουθοῦμε ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ τὸν ἀπόηχο καὶ τοὺς τριγμοὺς ποὺ προκάλεσε ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνος καὶ ἡ αὐθεντικότητα τῆς ἀλήθειας ποὺ αὐτὴ ἐξέφραζε. Ἀπὸ τὰ 76 κεφάλαια – λήμματα ποὺ παρατίθενται ἐπισημαίνω τὰ ἀναφερόμενα στὸν Νεστόριο, τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Εὐτυχῆ. Περιγράφεται ἡ ἀστοχία τους στὴν ἀνεύρεση καὶ διατύπωση τῆς ἀλήθειας, τὸ ὅλο ἔργο τους, καθὼς καὶ ἡ καταδίκη τους.

Σχετικὰ ἐκτενὴς ἀναφορὰ γίνεται καὶ στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης Λέοντα τὸν Ἅ΄, τὸν Μέγα, τὸν ὀργανωτὴ καὶ προβολέα τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Θεωρεῖ ὅτι «αὐτός, ὅπως ὁ Πέτρος, δῆθεν, εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἐπίσκοπος – κυβερνήτης ὅλης της Ἐκκλησίας, αὐτὸς ἔχει τὴν κατ’ ἐξοχὴν ἱεροσύνη καὶ αὐτὸς παρέχει τὴ θεία χάρη στοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους» (722-723). Στὸ ἔργο δίνονται καὶ οἱ ἀντιδράσεις τῆς Ἀνατολῆς σ’ αὐτὴ τὴν ἀξίωση, καθὼς καὶ ἡ ἀντίδραση τῆς Ρώμης στὸν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔδινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἴδια τιμὴ ποὺ ἀπολάμβανε ἡ Ρώμη.

 

Πολὺ συνοπτικὴ ἦταν ἡ διαδρομή μας στὸν πολυσέλιδο καὶ πολυσήμαντο  Γ΄ τόμο τῆς Πατρολογίας τοῦ Καθηγητοῦ Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου. Κάποιες γενικότερες ἐπισημάνσεις, ὅμως, θὰ ’θελα ἔστω καὶ τηλεγραφικὰ νὰ σημειώσω. Στὸ ἔργο παρακολουθοῦμε:

Τὴν ἐμφάνιση τῶν ἀφορμῶν καὶ τὴ δημιουργία τῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴ σταδιακὴ ἀπομάκρυνση Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως: ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο μὲ τὸ Filioque καὶ τὸν ἀπόλυτο προορισμό, μέχρι τὸν Λέοντα τὸν Ἃ΄ μὲ τὸ Πέτρειο πρωτεῖο.

Τὴ σταδιακὴ ὡρίμανση τῆς γλωσσικῆς διατύπωσης τοῦ δόγματος. Τὸ βλέπουμε κυρίως στὸ Χριστολογικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα. Στὸν Ἀστέριο Ἀμασείας π.χ., παρουσιάζεται ἡ διάκριση τῆς τιμῆς στοὺς μάρτυρες καὶ τῆς προσκύνησης στὸ Θεό, πρᾶγμα ποὺ θὰ τονιστεῖ καὶ θὰ διασαφηνισθεῖ στοὺς μετέπειτα αἰῶνες.

Τὴν ζωὴ τοῦ μοναχισμοῦ τὸν Ἐ΄ αἰῶνα, στὶς διάφορες περιοχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Βλέπουμε στοιχεῖα στὸν Ἰωάννη Κασσιανό, στὸν Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη, στὸν Μᾶρκο τὸν Ἀσκητὴ κ.α.  

Τὴν ἐνασχόληση καὶ προσφορὰ ὁρισμένων μειζόνων συγραφέων σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς (Θεολογία, ἑρμηνευτική, ποιμαντικὴ κλπ) ὅπως π.χ. στὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ στὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.

Τὴν ἐπέμβαση τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Παρακολουθήσαμε καὶ πλεονεκτήματα καὶ μειονεκτήματα, ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα τῶν προσώπων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθή, ἢ ὄχι, πίστη τους.

Τὸν τονισμό, ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς, τῆς σπουδαιότητας τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ φιλοσοφίας στὴ διατύπωση τῶν Χριστιανικῶν ὅρων καὶ ἀληθειῶν. Ὄροι, ὅπως νήψις, κένωσις, θέωσις κλπ. παραμένουν μέχρι σήμερα ἀμετάφραστοι, ὡς λέξεις, καὶ ἀνερμήνευτοι, ὡς ἔννοιες κι ἐμπειρίες, στὶς ἄλλες γλῶσσες τοῦ κόσμου. Ἐπαληθεύεται ἐκεῖνο πού, πολὺ ἀργότερα, ὁ Κωνσταντῖνος  Παπαρρηγόπουλος ἔγραψε στὴν περίφημη Ἱστορία του: «Τὰ πάντα εἶχαν παρασκευασθεῖ, ἶνα διὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης λαλήση τὸ Ἅγιον Πνεῦμα».

Ἀφοῦ συγχαρῶ καὶ πάλιν τὸν καθηγητὴ Στυλιανὸ Παπαδόπουλο, γιὰ τὸ μνημειῶδες ἔργο του, καὶ ἀφοῦ εὐχηθῶ ὅπως ὁ Θεὸς τοῦ χαρίσει χρόνια πολλά, ἐν ὑγείᾳ, ὥστε νὰ μᾶς δώσει κι ἄλλα ἰσάξια ἔργα, θὰ ἤθελα νὰ καταλήξω μὲ ἕνα μήνυμα πού, νομίζω,  προκύπτει ἀβίαστα ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ παρουσιαζόμενου βιβλίου.

Ἡ ἐποχὴ μᾶς εἶναι ἀναμφίβολα, ἐποχὴ μοναδικῶν εὐκαιριῶν καὶ μεγάλων προσδοκιῶν. Ζητᾷ, ὅμως, χειραγώγηση στὸν πνευματικὸ τομέα. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται διαχρονικὰ νὰ προσφέρει στὴν κοινωνία ὅ,τι τῆς λείπει. Τὸν Ἐ΄ αἰῶνα πρόσφερε τὸν δογματικὸ λόγο της, διασαφήνισε τὴν σώζουσα ἀλήθεια. Στοὺς προηγούμενους αἰῶνες, τοὺς αἰῶνες τῶν διωγμῶν, χάρισε τὴν εὐθαρσῆ ὁμολογία της καὶ  τὶς ἑκατόμβες τῶν θυμάτων της. Σήμερα καλεῖται νὰ προσφέρει τὸ ἦθος τῆς βιωμένης ἀλήθειας, τῆς ἀλήθειας ποὺ ὁριοθετήθηκε προηγουμένως, νὰ παρουσιάσει τὴ μυστικὴ (μυστηριακὴ) ζωή της. Ἐμεῖς καλούμαστε νὰ πραγματώσουμε αὐτὸ τὸν σκοπό. Ἔχουμε πρὸς τοῦτο,  ὅλοι, ἄλλοι ὡς ποιμένες, ἄλλοι ὡς Πανεπιστημιακοί, ἢ ἄλλοι, διδάσκαλοι, εὐθύνη ἀπέναντι στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. 

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post