Απόηχοι του 1821 στον Αγώνα της ΕΟΚΑ
Ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο των διαχρονικών επιδράσεων της Επανάστασης του 1821 είναι ο απόηχος, οι προσλήψεις και η ιδεολογική χρήση του 1821, των ηρώων και των συμβάντων της εθνικής παλιγγενεσίας, στη διεξαγωγή, τη ρητορική και τα σύμβολα της «τελευταίας ελληνικής επανάστασης»: τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Με βάση πρόσφατο άρθρο μου (Πέτρος Παπαπολυβίου, «Στα βουνά για ένα νέο Εικοσιένα. Απόηχοι και προσλήψεις της Επανάστασης του 1821 στον αγώνα της ΕΟΚΑ», περ. Τετράδια, τεύχ. 76-78 (Φθινόπωρο – Χειμώνας 2021), σσ. 157-177) θα δούμε και εδώ ορισμένες από τις αναφορές στην ελληνική επανάσταση του 1821 στα «επίσημα κείμενα» της ΕΟΚΑ, τη χρήση ψευδωνύμων με ονόματα ηρώων της Επανάστασης, τον τρόπο εορτασμού της 25ης Μαρτίου στις φυλακές και στα κρατητήρια, την αίσθηση αναβίωσης του 1821 σε απομνημονεύματα των Κυπρίων αγωνιστών του 1955-1959.
Τα φυλλάδια
Η πρώτη δημόσια σύνδεση της ΕΟΚΑ με την επανάσταση του 1821 έγινε με τα φυλλάδια της οργάνωσης που ρίχθηκαν τη νύχτα της 31η5 Μαρτίου προ5 την 1η Απριλίου 1955 με την υπογραφή του «Αρχηγού Διγενή». Η πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ – προσκλητήριο στον απελευθερωτικό αγώνα, αναφερόταν στο 1821, εντάσσοντάς το στους αγώνες για την ελευθερία τού παρελθόντος, τη συνέχεια των οποίων διεκδικούσε το 1955:
(…) Αδελφοί Κύπριοι. Από τα βάθη των αιώνων μάς ατενίζουν όλοι εκείνοι οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν Ιστορίαν διά να διατηρήσουν την ελευθερίαν των: οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού έπους. Μας ατενίζουν οι αγωνισταί του 1821 οι οποίοι και μας εδίδαξαν ότι η απελευθέρωσις από τον ζυγόν δυνάστου αποκτάται πάντοτε με το αίμα. (…)
Συγκυριακές αναφορές στο 1821, στους ήρωες ή τα πολεμικά γεγονότα, γίνονταν σε αρκετά φυλλάδια της ΕΟΚΑ, της ΠΕΚΑ και της ΑΝΕ, ενώ άλλα κυκλοφόρησαν ειδικά για την επέτειο, την ημέρα της 25ης Μαρτίου, με αναφορές στο «νέον Εικοσιένα» της Κύπρου. Επίκληση στο 1821 και στις αντιξοότητες που κατάφερε να ξεπεράσει, γινόταν και σε φυλλάδια της ΕΟΚΑ σε κρίσιμες καμπές του Αγώνα του 1955. Σε ένα δισέλιδο φυλλάδιο, που κυκλοφόρησε στις κυπριακές πόλεις στις 16 Σεπτεμβρίου 1956, ύστερα από τον απαγχονισμό άλλων τριών αγωνιστών της ΕΟΚΑ, τονιζόταν ότι το τίμημα ι της ελευθερίας είναι βαρύ και γινόταν αναφορά στις δυσκολίες που αντιμετώπισε η επανάσταση του 1821 «ιδία κατά τα πρώτα έτη της», όταν χρειάστηκε να δαπανηθούν ιδιωτικές περιουσίες για τη συντήρηση «των ανταρτικών σωμάτων», ενώ «οι οδοστρωτήρες του Κιουταχή, του Δράμαλη, και του Ιμπραήμ, εδήωσαν το παν». Όπως αυτές οι δυσκολίες δεν έκαμψαν το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι τελικώς πέτυχαν την απελευθέρωση της Ελλάδας, και το φυλλάδιο ζητούσε από τους Κυπρίους, «γνησίους απογόνους εκείνων» και «κληρονόμους μιας τοιαύτης κληρονομίας» να φανούν καρτερικοί στις στερήσεις και στις απώλειες, όσες ζημιές κι αν υφίσταντο «από την σαδιστικήν μανίαν ενός αιμοσταγούς δυνάστου, όστις δηώνει, καταστρέφει το παν, ως άλλος Ιμπραήμ».
Συχνές αναφορές σε πτυχές και πρόσωπα την Επανάστασης του 1821 γίνονται στα δύο παράνομα πολυγραφημένα περιοδικά την ΑΝΕ, το Εγερτήριον Σάλπισμα, για τους μαθητές/τριες των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και την Αγωγή των Νέων, για τα παιδιά των Δημοτικών. Πέρα από τις μεμονωμένες αναφορές στην επανάσταση του 1821, στα 32 τεύχη του Εγερτηρίου Σαλπίσματος εντοπίζονται περισσότερα από τριάντα ειδικά άρθρα με τίτλους και θεματολογία από την ελληνική επανάσταση. Είναι άρθρα εγκυκλοπαιδικού – «φρονηματιστικού» ή επετειακού χαρακτήρα, συνήθως οξύτατα αντιβρετανικού, και σε ελάχιστες περιπτώσεις αποκλειστικά αντιτουρκικού. Μια μόνιμη «στήλη» του περιοδικού είχε τίτλο «Σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως», με θέματα ιστορικά γεγονότα, ήρωες και ηρωίδες της επανάστασης ή των προεπαναστατικών χρόνων, Κύπριους αγωνιστές όπως τον ιερολοχίτη Αγγελή Μιχαήλ και τον σύντροφο του Ρήγα Βελεστινλή, Ιωάννη Καρατζά, κ.ο.κ.. Άλλα άρθρα (του 1958) επανέρχονται στερεότυπα στην παράδοση της Πάργας από τους Βρετανούς στον Αλή πασά, το 1819, ή άλλα περιστατικά «αγγλικού μισελληνισμού» και «αγγλοτουρκικής συνεργασίας» στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 («Οι αιώνιοι εχθροί της Έλλάδος», «Ο μισελληνισμός των Άγγλων», «Η αγγλοτουρκική συνεργασία» «Οι μισέλληνες και φιλότουρκοι Βρεττανοί», κ.ο.κ) εξυπηρετώντας τις ιδεολογικές σκοπιμότητες της επικαιρότητας της εποχής. Αντίστοιχα, στα 15 τεύχη της Αγωγής των Νέων, εντοπίζονται οκτώ άρθρα στη σχετική «στήλη» με τίτλο «Σελίδες από την ελληνικήν επανάστασιν». Αφορούν περιστατικά ή μάχες της επανάστασης ή προσωπικότητες που συνδέονται με το 1821.
Η ορκωμοσία
Μια καίρια τελετουργία που υιοθέτησε η ΕΟΚΑ από την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821, και συγκεκριμένα από την προεπαναστατική «Φιλική Εταιρεία», ήταν η ορκωμοσία, επί Ευαγγελίου ή, συνηθέστερα, επί δερματόδετης έκδοσης της Καινής Διαθήκης. Την πρώτη ορκωμοσία, της «ομάδας των Αθηνών», στις 7 Μαρτίου του 1953, στην οποία παρευρέθηκε και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοποί Μακάριος, στο σπίτι του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής, Γεράσιμου Κονιδάρη, περιγράφει ο οικοδεσπότης (Γεράσιμος I. Κονιδάρης, Ιστορικοί αναμνήσεις από την προετοιμασίαν του Αγώνος διά την ελευθερίαν της Κύπρου και η 7η Μαρτίου 1953, Αθήνα 1964, σελ. 12).
(…) Την Κ[αινήν] Δ[ιαθήκην] έθεσα επί της τραπέζης, μεθ’ ο ηγέρθημεν πάντες διά να δώσωμεν τον όρκον, συνταγέντα κατά τα πρότυπα του μεγάλου αγώνος, κατά τρόπον δηλαδή ουχί απολύτως σαφή. Και ο μεν Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έθεσε την χείρα επί του στήθους ημείς δε επί του Ιερού Ευαγγελίου. Και τον μεν όρκον ανεγίγνωσκεν η Α. Μ. ο Αρχιεπίσκοπος, ημείς δε τον επαναλαμβάνομεν φράσιν προς φράσιν, εν βαθυτάτη συγκινήσει.
Στην Κύπρο, η διαδικασία της ορκωμοσίας των νέων μελών της ΕΟΚΑ, ειδικά όταν γινόταν στην παρουσία κληρικού, αναπαρήγαγε το πρότυπο του γνωστού πίνακα του Διονύσιου Τσόκου «Ο όρκος των Φιλικών». Μάλιστα, ένας από τους κύριους στρατολόγους της ΕΟΚΑ, ο ιερέας του ναού της Φανερωμένης παπαΣταύρος Παπαγαθαγγέλου, εκ των συνεξορίστων, κατόπιν, του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες, αναφέρει ότι όσοι επιλέγονταν προς μύηση, γονάτιζαν μπροστά από μια εικόνα του Χριστού, έβαζαν το χέρι τους στο Ευαγγέλιο και έδιναν τον όρκο, τον οποίο διάβαζε ο ιερέας που ήταν, στη δική του περίπτωση, και ο εξομολόγος πολλών αγωνιστών (Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου, Η μαρτυρία μου. Πώς έζησα την προπαρασκευή και τον αγώνα της ΕΟΚΑ, Λευκωσία 1995, σσ. 271-272.)
Τα ψευδώνυμα
Ένα κεφάλαιο όπου αποτυπώνεται έντονα η σφραγίδα της Επανάστασης του 1821 στην οργάνωση και τα βήματα της ΕΟΚΑ, ήταν τα ψευδώνυμα των Κυπρίων αγωνιστών και αγωνιστριών του 1955. Στην εξαιρετική ερευνητική εργασία του Κωνσταντίνου Π. Κωνσταντινίδη (Ψευδώνυμα και κωδικοί ΕΟΚΑ 1955-1959, Λευκωσία 2011), όπου αποθησαυρίστηκαν όλα τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιήθηκαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ, επιβεβαιώθηκε ότι οι κύριες πηγές άντλησης των ψευδωνύμων ήταν: Η Επανάσταση και τα ονόματα των αγωνιστών του 1821, οι θεοί και οι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, οι Μακεδονομάχοι του 1904-1908, η αρχαία και βυζαντινή ιστορία, κ.ο.κ.. Με αυτόν τον τρόπο, οι Κύπριοι αγωνιστές, νέοι και αγροτόπαιδα στην πλειοψηφία τους, μετέχοντας στον αγώνα της ΕΟΚΑ για την ελευθερία και την ένωση με την Ελλάδα αξιώνονταν να φέρουν «λαμπρά και μεγάλα ονόματα» και να υπογράφουν με αυτά. Μια πρόχειρη σταχυολόγηση είναι ενδεικτική: Ανδρούτσος, Αρματολός Βάγιας, Βάλβης, Βλαχάβας, Βούλγαρης, Βύρων, Γάτσος Γκούρας (και Γκούραινα), Γρίβας, Αθανάσιος Διάκος, Δέσπω, Δήμος Δίκαιος, Ζαΐμης, Θύμιος, Κανάρης, Καποδίστριας, Καραϊσκάκης, Κατσαντώνης, Κατσώνης, Καψάλης, Κίτσος, Κολοκοτρώνης, Κοραής, Λάμπρος, Λασκαρίνα, Λιάκος, Λόντος, Μακρυγιάννης, Μαντώ, Ματρόζος, Μαυροβουνιώτης, Μήτρος, Μιαούλης, Μπαταριάς, Μπότσαρης, Μπούμπουλης, Μπουμπουλίνα, Νικηταράς, Νοταράς, Νότης, Ξάνθος, Πανουργιάς, Παπανικολής, Παπαφλέσσας, Πετρόμπεης, Πιπίνος, Πλαπούτας, Σαχτούρης, Σκουφάς, Σουλιώτισσα, Τζαβέλλας, Τομπάζης, Τσακάλωφ, Τσαμαδός Υψηλάντης, Φαβιέρος, Φεραίος, Φιλήμων, Φλέσσας, Φώτος, κ,ά.. Αντίστοιχα, για τοποθεσίες ή κρησφύγετα, χρησιμοποιήθηκαν κωδικοί όπως Γραβιά, Κούγκι, Μεσολόγγι και Σούλι.
Πέρα από τα γνωστά ονόματα αγωνιστών του 1821 είναι εμφανής η τάση για ονοματοδοσία με μικρά ονόματα Σουλιωτών (ή Σουλιωτισσών) αγωνιστών, γεγονός που οφείλεται στην ευρύτατη διάδοση και απήχηση των σχετικών λαϊκών θεατρικών έργων στην κυπριακή ύπαιθρο, , των αντίστοιχων δημοτικών τραγουδιών, αλλά και των ιδιαίτερα δημοφιλών ελληνικών «ηθογραφικών» κινηματογραφικών ταινιών του μεσοπολέμου.
Ως προς την επιλογή του ονόματος και το «βάπτισμα» των αγωνιστών, τα υψηλόβαθμα στελέχη επέλεγαν οι ίδιοι το ψευδώνυμό τους. Αντίθετα, ειδικά στους νέους αντάρτες, η διαδικασία ήταν διαφορετική. Ο Αυγουστής Ευσταθίου, ο τελευταίος σύντροφος του Γρηγόρη Αυξεντίου στη σπηλιά του Μαχαιρά, διηγείται ότι πήρε το ψευδώνυμο Ματρόζος τα Χριστούγεννα του 1955, από τον νεοφερμένο αντάρτη Νίκο Σπανό («Βελισσάριο»), που είχε διακόψει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών για να πάρει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα (Αυγουστής Ευσταθίου (επιμ. Ανδρέας Μακρίδης), Αυγουστής Ευσταθίου. Ο Ματρόζος της ΕΟΚΑ και της Κύπρου, Λευκωσία, 2012, σελ. 81):
Όλοι άρχισαν να σκέφτονται ποια ψευδώνυμα να μας δώσουν και τότε ο Βελισσάριος είπε: «Είναι δύο, ο Ματρόζος …» και έδειξε εμένα, «και ο Πιπίνος» και έδειξε τον Γ.Π. [κατόπιν συνεργάτης των αποικιακών αρχών]. Επρόκειτο για τα μικρά ονόματα ηρώων του 1821.
Στην ίδια (πολυάνθρωπη για τα δεδομένα του αντάρτικου της ΕΟΚΑ) χριστουγεννιάτικη σύναξη του 1955, που συνδυάστηκε με την αναδιοργάνωση των ανταρτικών ομάδων της περιοχής Πιτσιλιάς από τον Αυξεντίου, σε ένα σπάνιο γιορταστικό κλίμα ευφορίας, πήρε το νέο του ψευδώνυμο και ο Μπαταριάς, ο αντάρτης Χαράλαμπος Χριστοδούλου, γεννημένος στη μικρή ορεινή κοινότητα Σαράντι. Αφηγείται (Χαράλαμπος Μπαταριάς, ΕΟΚΑ. Οι θύμισες του Μπαταριά 1955-1959, Λευκωσία 2015, σς. 88-89):
Σαν έφθασε η σειρά μου, μου είπε [ο Αυξεντίου]. «Βότση εσένα τι ψευδώνυμο θέλεις να σου δώσω»; Βότσης ήτο το πρώτο μου ψευδώνυμο και του απάντησα «όποιο θέλεις μάστρε». Εν τω μεταξύ ο Αυξεντίου γνώριζε ότι έπαιζα βιολί. Τότε τον είδα να ταξιδεύει με το μυαλό του, με τη σκέψη κάπου μακριά, κάπου σε κάποιους χρόνους, και μετά από μια μικρή διακοπή γυρίζει και μου λέει, ενώ το βλέμμα του συνέχιζε να πλανιέται και ο νους του να ταξιδεύει κάπου. «Βρε, το εικοσιένα στο Μεσολόγγι υπήρχε ένας βιολιτζιής και λαϊκός τραγουδιστής που ονομαζόταν Μπαταριάς», και εκεί είπε και έναν στίχο του Μαλακάση για τον Μπαταριά τον βιολιτζιή του Μεσολογγίου (Παίξε καημένε Μπαταριά το ξακουστό κι αθάνατο βιολί σου) και γυρίζοντας πια εντελώς σε μένα το βλέμμα του μου είπε: «Βρε, επειδή παίζεις βιολί, αφήκες το βιολί και βγήκες στο βουνό και ρίχνεις μπαταριές, δηλαδή ττουφετσιές, γιατί η ττουφετσιά ονομάζεται και μπαταριά, να συνδυάσουμε τον Μπαταριά τον βιολιτζιή του Μεσολογγίου με την μπαταριά, την ττουφετσιά, και να σου δώσω το ψευδώνυμο Μπαταριάς, δέχεσαι βρε;» και ίου απάντησα «εντάξει μά- στρε».Έτσι πήρα το ψευδώνυμο Μπαταριάς, το οποίο μετά τον αγώνα προς τιμή του Αυξεντίου, που μου το έδωσε κάτω από αυτό τον ιστορικό τρόπο, αλλά και μετά τη θυσία του και τον ηρωικό θάνατό του, μετά από ένορκη δήλωση το καθιέρωσα ωε επώνυμό μου και υπογρά φομαι Χαράλαμπος Μπαταριάς.
Το 1821 ως πρότυπο
Αναφορές στον αγώνα του 1821, και ειδικότερα στην ελκυστική ζωή των κλεφτών της προεπαναστατικής περιόδου εντοπίζονται σε απομνημονεύματα ανταρτών της ΕΟΚΑ, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να ζήσουν «μιας ώρας ελεύθερη ζωή» στα βουνά του Τροόδους και του Πενταδακτύλου. Ο Γιώργος Μάτσης, που ενώθηκε με την ομάδα του Αυξεντίου την παραμονή των Χριστουγέννων του 1955, γράφει για την πρώτη του συνάντηση με τους αντάρτες (Γεώργιος Κυριάκου Μάτσης, Μεγάλες ώρες. Ζωντανές αναμνήσεις από τη συμμετοχή μου στον περίλαμπρο Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), Κύπρος 2008, σελ. 37):
Κάποια στιγμή που καθίσαμε να ξεκουραστούμε λίγο, ακούσαμε μέσα στο βουνό αντρικές φωνές να τραγουδούν τον «Γέρο του Μωριά». Η στιγμή εκείνη ήταν πολύ συγκινητική, επειδή μου θύμισε περιγραφές που είχα διαβάσει στα σχολικά βιβλία για την αντάρτικη ζωή των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821.
Παράλληλα, πολλά επαναστατικά τραγούδια που δημιουργήθηκαν κατά το 1955-1959 και έγιναν γνωστά από στόμα σε στόμα στις αντιβρετανικές διαδηλώσεις και στις άλλες μαζικές εκδηλώσεις των Ελλήνων Κυπρίων, είχαν ως έμπνευση την Επανάσταση του 1821. Γνωστότερο παράδειγμα ο πρώτος άτυπος (και δημοφιλής) ύμνος της ΕΟΚΑ («Είμαστε όλοι παιδιά της ΕΟΚΑ…»), με στιχουργούς τους καθηγητές του Ελληνικού Γυμνασίου Σολέας Ιωάννη Κατσούλη και Ιωάννη Μάσσο (απελαθέντες μαζί με άλλους δεκάδες Ελλαδίτες καθηγητές από την Κύπρο το 1956). Όπως αναφέρεται εκεί, στη δεύτερη στροφή:
Της Κύπρου παιδιά τιμημένα,
και με πίστη στη γλυκιά μας Παναγιά,
στα βουνά για ένα νέο Εικοσιένα,
για να ζήσουμε μιας ώρας Λευτεριά.
Στην αντίστοιχη ποίηση ξεχωρίζουν οι στίχοι Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο οποίος συνέχισε να γράφει ποιήματα και όταν ανέβηκε στο βουνό, τον Δεκέμβριο του 1955, εγκαταλείποντας τα θρανία του Γυμνασίου Πάφου. Στα ποιήματα του αντάρτικης περιόδου, οι λέξεις σκλάβος και κλέφτης εντοπίζονται συχνά. Ενδεικτικό παράδειγμα το «Δεν είμαι σκλάβος πια» (Γεωργία Παλληκαρίδου- Ποσπορή, Ο Ευαγόρας ο αδερφός μου… Αναφορά, Λάρνακα 2008, σελ. 330).
Τη σκλαβιά τη βαρέθηκα,
Μάνα, κλέφτης θα γίνω.
Της σκλαβιάς δηλητήριο,
Μάνα, ως πότε θα πίνω;
Ένα παράδειγμα: Ο Γρηγόρης Αυξεντίου και το 1821
Για τον Γρηγόρη Αυξεντίου οι αφηγήσεις των παλιών του συμμαθητών αναφέρουν ότι στα γυμνασιακά του χρόνια, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, στη δεκαετία του 1940, εκτός από την ποίηση του Σικελιανού και του Παλαμά, υπήρξε φανατικός αναγνώστης των ιστορικών Βιβλίων για την Επανάσταση του 1821. Από τα «Ματωμένα ράσα» και τον «Γέρο του Μοριά» του Σπόρου Μελά, μέχρι την «Ιστορία» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Και ως τελειόφοιτος του ανατέθηκε ο ρόλος του σφαγιασθέντος Αρχιεπισκόπου Κυπριανού στη θεατρική παράσταση της «9ης Ιουλίου 1821 εν Κύπρω» του Βασίλη Μιχαηλίδη, στις 27 Μαρτίου 1948, που άφησε εποχή στην Αμμόχωστο, σε δραματοποίηση του Κυριάκου Χατζηιωάννου και διδασκαλία του Ιωάννη Αναγνωστόπουλου.
Ο Αυξεντίου ως αντάρτης, στον Πενταδάκτυλο και στο Τρόοδος, συνέχισε να εμπνέεται από το 1821 και τους ήρωές του. Έχουν διασωθεί περιστατικά και φράσεις του που συνδέουν το 1821 με το 1955, με πιο γνωστά παραδείγματα την (προφητική) φράση του, προς τους μοναχούς της Μονής Μαχαιρά «εγώ το μοναστήρι θα το κάμω Κούγκι» (Αντρέας Καουρής, Γρηγόρης Αυξεντίου, τόμ. Β, Λευκωσία 2010, σσ. 364-365) και την προτροπή προς τους αντάρτες του «να μην περιμένουν αναγνώριση και μεγαλεία» μετά τον αγώνα, αλλά να έπαιρναν μαθήματα από όσα υπέφεραν οι αγωνιστές του 1821 μετά την Επανάσταση. (Ανάλογη πρόβλεψη αποδίδεται και στον Μάρκο Δράκο, μιαν άλλη κορυφαία μορφή του κυπριακού αντάρτικου.) Κατά τον βασικό βιογράφο του Αυξεντίου, τον Ανδρέα Καουρή, αγαπημένος του ήρωας, από τα παιδικά του χρόνια στη Λύση, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος τον συγκινούσε και στο αντάρτικο. Αφηγείται ο Αυγουστής Ευσταθίου (Αυγουστής Ευσταθίου, σσ. 82-83).
Κάποια νύχτα, αφού οργανωθήκαμε στο στιάδι, ο Αυξεντίου διάβαζε ένα παιδικό περιοδικό. Καθόμουν κοντά στον Γιώργο τον Μάτση και βλέπω ξαφνικά τον Μάστρο να δακρύζει. Έσπρωξα τον Μάτση στον ώμο και του είπα: «Ρε… “Ζήνωνα”, ρώτα τον Μάστρο μας γιατί εδάκρυσε». Μου απάντησε: «Ρώτα τον εσύ». Απευθύνθηκα στον Αυξεντίου και του είπα: «Μάστρε, γιατί κλαίεις, πες μας να κλάψουμε τζιαι μείς». Ως απάντηση μας διάβασε από το περιοδικό μιαν ιστορική δήλωση του Κολοκοτρώνη, ότι ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδας και ότι ο Θεός δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του. «Ναι βρε μισκήες», συνέχισε ο Μάστρος, «έβαλε την υπογραφή και για την Κύπρο ο Θεός, και ο Θεός δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του».
Οι εορτασμοί της 25ης Μαρτίου
Όπως ήταν φυσικό, ο εορτασμός των ελληνικών εθνικών επετείων πήρε ευρύτερες διαστάσεις στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, εξαιτίας των αποικιακών απαγορεύσεων και της απόδοσης τιμής από την πλευρά των αγωνιστών. Ειδικότερα το 1956 η επέτειος της επανάστασης του 1821 τιμήθηκε σε πολεμικό κλίμα, καθώς λίγες μέρες προηγουμένως (9 Μαρτίου 1956) οι βρετανικές αρχές είχαν απαγάγει και εξορίσει στις Σεϋχέλλες τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, τον ιερέα Σταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Προς αποφυγή εκτεταμένων επεισοδίων, και καθώς η 25η Μαρτίου 1956 ήταν Κυριακή, ο κυβερνήτης John Harding επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό (curfew) στις κυπριακές πόλεις και στις μεγάλες δημαρχευόμενες κωμοπόλεις από το απόγευμα της 24ης Μαρτίου, εντελώς κωμικό στις διαστάσεις του, καθώς έφτασε μέχρι την απαγόρευση των υπεραστικών τηλεφωνικών κλήσεων και το τριήμερο κλείσιμο του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας, με την αναστολή όλων των αεροπορικών πτήσεων. Επίσης, δεν έγιναν οι εκκλησιαστικές ακολουθίες ούτε κυκλοφόρησαν εφημερίδες.
Στις επόμενες χρονιές, το 1957 και το 1958, δεν επαναλήφθηκε η υπερβολική κυβερνητική αυστηρότητα στις 25 Μαρτίου, και οι επετειακές δοξολογίες έγιναν κανονικά. Σε ένα παράλληλο πεδίο, και όσο αυξάνονταν βαθμιαία οι κρατούμενοι από τις φυλακίσεις και τις προσωποκρατήσεις, οι έγκλειστοι αγωνιστές επιδίωκαν να γιορτάζουν κάθε χρόνο την εθνική επέτειο, αψηφώντας τις απαγορεύσεις ή ακόμη επιδιώκοντας τη σύγκρουση. Έτσι, η 25η Μαρτίου τιμήθηκε το 1956 με δοξολογία από τους τέσσερις εξόριστους των Σεϋχελλών στην απομόνωση του Ινδικού Ωκεανού (Βαρβάρα Παπασταύρου Κορωνιωτάκη, Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου. Από την Κύπρο στις Σεϋχέλλες. Χρονικό εξορίας. (Με ανέκδοτες επιστολές του Παπασταύρου), Λευκωσία 2014, σελ. 56), με «γιορτούλα», απαγγελίες και τραγούδια από τους δέκα βαρυποινίτες αγωνιστές των Φυλακών Wakefield της Αγγλίας, το 1958 (Ρένος Θ. Κυριακίδης, Τετράδια των Φυλακών, Λευκωσία 2013, σελ. 315) και στην πτέρυγα των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας όπου κρατούνταν οι αγωνίστριες της ΕΟΚΑ, το 1957. Οι φυλακισμένες, που ανάμεσά τους βρίσκονταν ηγετικά στελέχη της ΕΟΚΑ, όπως οι αδελφές Ουρανία και Λούλα Κοκκίνου και η Ελενίτσα Σεραφείμ, αλλά και νεαρές μαθήτριες του Γυμνασίου, έραψαν μια αυτοσχέδια ελληνική σημαία, έφτιαξαν βωμό και στεφάνι, και ετοίμασαν πρόγραμμα «με σκετς, τραγούδια και χορούς» (Ελενίτσα Σεραφείμ – Λοΐζου, Ο απελευθερωτικός Αγώνας της Κύπρου, 1955- 1959. Όπως τον έζησε μια τομεάρχις, Λευκωσία 2005, σσ. 209-210).
Η 25η Μαρτίου γιορταζόταν με λαμπρότητα στα Κρατητήρια, όπου κρατούνταν εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι χωρίς δίκη, με τον νόμο περί προσωποκράτησης του Ιουλίου 1955. Στα Κρατητήρια της Πύλας, τα μεγαλύτερα μαζί με τα αντίστοιχα της Κοκκινοτριμιθιάς, ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1957 είχε προετοιμαστεί με κάθε λεπτομέρεια. Γράφει στο ημερολόγιό του ο εκ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής των κρατουμένων, δικηγόρος Ρένος Λυσιώτης (Το ημερολόγιο του D.Ρ. 743, Λευκωσία 2012, σσ. 101-103).
25 Μαρτίου. Ξημέρωσε και φέτος η αθάνατη επέτειος. Χαράματα, μόλις ξεπρόβαλε στον ορίζοντα κατακόκκινη η σφαίρα του ήλιου, χαιρετάμε τη μέρα της Ελληνικής Επανάστασης ψάλλοντας το εωθινό και παρελαύνοντας στις αυλές των Κομπάουντς μας. Προπορεύονται η λεβέντικη φουστανέλλα κι η τιμημένη βράκα κι ακολουθούνε οι άλλοι με γαλανόλευκες κονκάρδες, ενώ ελληνικές σημαίες κυματίζουν στην αύρα του πρωινού έξω από τις παράγκες.
Για μέρες τώρα ετοιμαζόμαστε. Πρόβες για βηματισμό ετοιμασίες για σημαίες και συνθήματα. Σαν περνάμε μπροστά από τη σημαία της Πατρίδας, τα κεφάλια στρέφονται σε χαιρετισμό τιμής και τα στήθια φουσκώνουν περήφανα.
Λίγο πιο ύστερα κάνουμε τη δοξολογία. Ο Πανίκκος Τζιωρτζής στέφει με δάφνη τη Στήλη των Ηρώων που έχουμε ετοιμάσει. Κι ο Γιαννάκης χαιρετίζει με λόγια συγκινητικά κείνους που πέσανε για την Πατρίδα. Τα εμβατήρια και τα θούρια αντηχούν στον αιθέρα. Οι ιαχές Ε-ΝΩ-ΣΗ, ΜΑ-ΚΑ-ΡΙ- ΟΣ, ΔΙ-ΓΕ-ΝΗΣ φέρνουν ρίγη στην καρδιά.
Ο Σαλάτας σέρνει λεβέντικα τον χορό. Σαν να ξαναζούν και πάλι οι αρματολοί κι οι κλέφτες σε μια σύγχρονη εποχή, που ‘ναι αντάξια του ’21 σε ηρωισμό και αυτοθυσία. (…)
Του Πέτρου Παπαπολυβίου
Δημοσιεύτηκε στο δεύτερο αφιερωματικό τεύχος της εφημερίδας «ο Φιλελεύθερος» με τίτλο «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Το τίμημα και η συμβολή της Κύπρου», Χορηγός: C.A. Papaellinas, σσ. 68-73.