«Την κοινήν Ανάστασιν προ του Σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός»

«Την κοινήν Ανάστασιν προ του Σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός»

Χριστόδουλος Γ. Παχουλίδης

Φίλoι του Χριστού υπήρξαν ο Λάζαρος και οι δύο αδελφές του, η Μάρθα και η Μαρία. Αρκετές φορές φιλοξένησαν στην οικία τους Αυτόν και τους μαθητές Του, εκεί στο μικρό χωριό της Βηθανίας της Ιουδαίας, που βρισκόταν δύο Ρωμαϊκά μίλια από τα Ιεροσόλυμα, στους ανατολικούς πρόποδες του όρους των Ελαιών (Λουκ. ι΄ 38-40 και Ιω. ιβ΄ 2-3).

Ο Λάζαρος, άνθρωπος και αυτός χοϊκός, ασθένησε λίγες μέρες προ του  σωτηρίου Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η ασθένειά του  επιδεινώθηκε και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία, προ του φάσματος του θανάτου του, αποτάθηκαν προς τον αγαπημένο φίλο και Διδάσκαλό τους, Αυτόν  που τόσα θαύματα επιτέλεσε, κατά την επίσημη τριετή επί της γης παρουσία του στα μέρη εκείνα της Παλαιστίνης. Ο Χριστός τις ημέρες εκείνες έτυχε να βρίσκεται στην περιοχή της Γαλιλαίας. Του έστειλαν μήνυμα με δικό τους αγγελιοφόρο και τον καλούσαν να έλθει γρήγορα, να θεραπεύσει το βαριά ασθενούντα φίλο Του Λάζαρο.

Ο Κύριος, για να αποδείξει στους ανθρώπους ότι είναι κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου, διεμήνυσε προς τις αδελφές του Λαζάρου ότι: «Αύτη η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο Υιός του Θεού δι’ αυτής» (Ιω. ια΄ 4). Έμεινε εκεί ακόμη δύο μέρες, μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος. Ακολούθως, είπε στους μαθητές Του: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται∙ αλλά πορεύσωμαι ίνα εξυπνίσω αυτόν» (Ιω. ιά, 11). Εννοούσε βέβαια, το βαρύ ύπνο του θανάτου. Όταν ακούσθηκε στην οικία του Λαζάρου,  ότι ο Χριστός έφθανε στη Βηθανία, η Μάρθα έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Όταν συναντήθηκαν του είπε: «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει∙  αλλά και νυν οίδα οτι όσα αν αιτήση τον Θεόν δώσει σοι ο Θεός» (Ιω. ια΄ 21-22). Ο Κύριος της είπε: «Αναστήσεται ο αδελφός σουΕγώ ειμί η ανάστασις καί η ζωή» (Ιω. ια΄ 25). Η Μάρθα μετά ταύτα, έτρεξε προς την οικία, και ανήγγειλε την άφιξη του Κυρίου στη Μαρία, που και αυτή έτρεξε κλαίουσα να τον προϋπαντήσει και του είπε όσα και η Μάρθα προηγουμένως. Ο Κύριος, όταν είδε τις αδελφές του Λαζάρου και τον κόσμο που τις συνόδευε να κλαίγουν, προς στιγμή δάκρυσε από συμπάθεια. Αμέσως, είπε να τον οδηγήσουν εκεί που εναποτέθηκε το λείψανο του τεθνεώτος Λαζάρου. Όταν δε, συνοδευόμενος από το πλήθος, που ήλθε να παρηγορήσει τη Μάρθα και τη Μαρία, έφθασε στο μνημείο, διέταξε να σηκώσουν το λίθο από τη θύρα του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Οι παρεστώτες σήκωσαν το λίθο, παρά τις αντιρρήσεις της Μάρθας, ότι «Κύριε ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί» (Κύριε θα βρωμά, γιατί είναι τεσσάρων ημερών νεκρός).

Ο Κύριος, αφού ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανό, ευχαρίστησε το Θεό Πατέρα, ότι Τού ήκουσε, και ότι πάντοτε Του ακούει και προσέθεσε, ότι είπε αυτά για το πλήθος που ήταν εκεί: «… Αλλά διά τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας». Ακολούθως φώναξε με φωνή μεγάλη: Λάζαρε έβγα έξω. Και βγήκε αναστημένος ο τεταρταίος νεκρός, ο Λάζαρος, όπως ήταν περιτυλιγμένος με τα νεκρικά του σάβανα, σώμα, χέρια, πόδια, πρόσωπο. Τότε δε ο Κύριος είπε προς τους παρευρισκομένους: «Λύσατέ τον και αφήσατέ τον μόνο, χωρίς βοηθό, να μεταβεί στο σπίτι του». Μετά από το θαύμα αυτό, πολλοί από το πλήθος που ήταν εκεί, πίστευσαν στο Χριστό.

Επειδή δε, η άρχουσα ιερατική τάξη των Ιουδαίων (Αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρισαίοι), ζητούσαν να φονεύσουν το Λάζαρο, για να μην είναι ένα ζωντανό θαύμα, πού θα παρουσιάζει τη θεότητα του Κυρίου, όπως θεσπέσια ψάλλει ο  άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην θ΄ Ωδή του Κανόνος, «Εκ τάφου τεταρταίον Λάζαρον εγείρας, της τριημέρου Χριστέ, Σου Εγέρσεως, παναληθέστατον πάσι δεικνύεις μάρτυρα», ο Λάζαρος, φοβούμενος την κακία του Ιουδαϊκού  Συνεδρίου, κυρίως των τότε Αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, έφυγε για να σωθεί στην Κύπρο, όπου σύμφωνα με την παράδοση, έφθασε στην πόλη Κίτιο (σημερινή πόλη Λάρνακα), όπου αργότερα κατέστη και Επίσκοπος αυτής της πόλης, από τους Θεοκήρυκες Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα. Τελεύτησε δε το 63 μ.Χ. και ετάφη εκεί. Ο τάφος του έφερε επιγραφή «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος Χριστού». Το 890 μ.Χ., ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων ο Σοφός μετακόμισε το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη. Τότε αναμφίβολα εποίησε και τα ιδιόμελα του εσπερινού της ακολουθίας του Αγίου Λαζάρου: «Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν κτλ.» (Ωρολόγιον το Μέγα, Αποστολική Διακονία, 1952, σελ. 419-420).

Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύουμε ακράδαντα «στην κοινήν Ανάστασιν». Στο σύμβολο της πίστης μας, το «Πιστεύω», ομολογούμε: «… Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Ας προετοιμαζόμαστε με έργα αγαθά, μετάνοια, ταπείνωση, αγάπη, ελεημοσύνη, εξομολόγηση, θεία κοινωνία. Να είμαστε έτοιμοι, καθημερινά, έναντι του Θεού. Δε γνωρίζουμε την ώρα που θα μας καλέσει ο Κύριος κοντά Του. Πρέπει λοιπόν να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, ώστε να «μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», αλλά να αξιωθούμε να ζήσουμε την αιώνια ζωή, κοντά στο Χριστό. ΑΜΗΝ.

 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 24.04.2021

Print Friendly, PDF & Email

Share this post