Επιμνημόσυνος λόγος κ. Πέτρου Παπαπολυβίου στο Εθνικό Μνημόσυνο των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821 στον Ιερό Ναό Παναγίας Χρυσελεούσας (10/7/2022)

Επιμνημόσυνος λόγος κ. Πέτρου Παπαπολυβίου στο Εθνικό Μνημόσυνο των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821 στον Ιερό Ναό Παναγίας Χρυσελεούσας (10/7/2022)

Η 9η Ιουλίου του 1821

Πέτρος Παπαπολυβίου
Αναπλ. καθηγητής
Πανεπιστήμιο Κύπρου

Στρόβολος, 10-7-2022

 

Θεοφιλέστατε,
Κύριε Δήμαρχε Στροβόλου

Μνημονεύουμε σήμερα την 9η Ιουλίου 1821 και τους μάρτυρές της, Αρχιερείς, λοιπούς κληρικούς και λαϊκούς. Μια μέρα που υπήρξε, σύμφωνα με τον πρώτο ιστορικό της, τον Γεώργιο Κηπιάδη, «το φρικωδέστερον των θεαμάτων, αφ’ όσα η πολυτλήμων Κύπρος είδεν από της υπό των Τούρκων αλώσεώς της».

Κεντρικό πρόσωπο της ημέρας, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1810 Κυπριανός, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της μακραίωνης ιστορίας του νησιού μας. Ο Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στον Στρόβολο. Σε παιδική ηλικία, υποθέτουμε δέκα-δώδεκα ετών, όπως συνηθιζόταν, έγινε δεκτός ως δόκιμος στη Μονή Μαχαιρά, με την οποία οι κάτοικοι του Στρόβολου διατηρούσαν πολλές σχέσεις.

Ένα πρώτο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τον Κυπριανό από τους υπόλοιπους σύγχρονους συμπατριώτες του, ήταν η βαθειά του καλλιέργεια και παιδεία. Πήρε τα πρώτα βασικά στοιχεία της μόρφωσής του στη μονή Μαχαιρά και στο Ελληνομουσείο της Λευκωσίας. Μεγάλος σταθμός στη ζωή του ήταν η μετάβασή του στη Μολδοβλαχία και η παραμονή του εκεί για μια περίπου εικοσαετία, στο διάστημα 1783-1802. Την περίοδο που βρισκόταν ο Κυπριανός στο Ιάσιο, οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αποτελούσαν κυψέλη των ελληνικών γραμμάτων. Εκεί, ο Μαχαιριώτης μοναχός, την επαύριον της γαλλικής επανάστασης, θα έρθει σε επαφή με τις νέες ιδέες, θα αποκτήσει γερή μόρφωση, θα μελετήσει σε σπουδαίες βιβλιοθήκες και πιθανότατα, θα γνωρίσει από κοντά μεγάλες μορφές του νεοελληνικού διαφωτισμού όταν, την ίδια περίοδο, ο Ρήγας Βελεστινλής ζούσε ακόμη στο Βουκουρέστι.

Επιστρέφοντας στην Κύπρο το 1802 ο Κυπριανός χειροθετήθηκε σε Οικονόμο και σταδιακά καθιερώθηκε στα εκκλησιαστικά και πολιτικά πράγματα του τόπου. Από το 1804 εγκαταστάθηκε στην Αρχιεπισκοπή με επιθυμία του γηραιού, πλέον, Χρυσάνθου, αρχιεπισκόπου από το 1867, και διαδραμάτισε σωτήριο ρόλο στις στάσεις του 1804 και του 1806 στην ταραγμένη δεκαετία του 1800, που ολοκληρώθηκε με τον αποκεφαλισμό το Μάρτιο του 1809 του δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Ο Κυπριανός απέδειξε τις σπάνιες διοικητικές, διπλωματικές και οργανωτικές του ικανότητες που τον χαρακτήριζαν και μερικά χρόνια αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου 1810, συντάχθηκε το υπόμνημα χειροτονίας του σε Αρχιεπίσκοπο. Είχε προηγηθεί, λίγους μήνες προηγουμένως, η εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και η κοίμησή του, στις αρχές του Φθινοπώρου στην Εύβοια.

Τον Ιανουάριο του 1812 ο Κυπριανός, δεκατέσσερις μήνες μετά την άνοδό του στον θρόνο της αποστολικής εκκλησίας της Κύπρου συνέταξε την ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, ένα κείμενο που περιλαμβάνεται στις σπουδαιότερες πηγές του νεοελληνικού διαφωτισμού στο νησί μας, ένα ελπιδοφόρο κήρυγμα αποτίναξης του σκότους της δουλείας και της αμάθειας. Έγραφε εκεί ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου σε μια παράγραφο που αποδείχθηκε προφητική: «Θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ πατρίδος είπεν ένας εκ των επτά της Ελλάδος σοφών, καθότι οι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζόμενοι, και υπό Θεού στεφανούνται και παρά τοις ανθρώποις εγκωμιάζονται.» Ήταν άραγε απλή σύμπτωση ότι η πρώτη επαναστατική προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, τον Φεβρουάριο του 1821, άρχιζε με το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»;

Η προσφορά και το ενδιαφέρον του Κυπριανού για το ποίμνιό του δεν σταμάτησε εδώ: Ενίσχυσε οικονομικά και την Ελληνική Σχολή Λεμεσού, δώρισε σε πολλούς ναούς του νησιού βιβλία, εκκλησιαστικά αντικείμενα και εικόνες. Από τα αντίδωρα στη γενέτειρά του, ξεχωρίζει η γενναιόδωρη συμβολή του στην ανακαίνιση και επέκταση του ιστορικού κεντρικού ναού του Στροβόλου, της Παναγίας της Χρυσελεούσας, όπου σήμερα τιμούμε τη μνήμη του, το 1817, η ίδρυση σχολείου, η υδροδότηση της περιοχής και η ανέγερση του ναού του Αγίου Γεωργίου.

Ο Κυπριανός το 1821 απέδειξε ότι όσα έλεγε το 1812 δεν ήταν απλή ρητορεία. Τα επαναστατικά κηρύγματα της Φιλικής Εταιρείας βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο νησί και αρκετοί Έλληνες Κύπριοι έγιναν μέλη της ενώ ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός σύμφωνα με το «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών, τον Οκτώβριο του 1820 υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή… και να βοηθήση αναλόγως τη φήμη της νήσου εκείνης, την οποίαν έχουσι το προνόμιον οι  Κύπριοι να διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους… αλλά και να σκεφθή, πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς.  

Ο Κυπριανός ήταν ο μόνος ανώτερος κληρικός του ορθόδοξου κόσμου που αναφερόταν ονομαστικά στο τελικό απελευθερωτικό Σχέδιο της Εταιρείας, γεγονός που δείχνει τη σημασία που έδιναν οι Φιλικοί στην Κύπρο. Βεβαίως, ο Κυπριανός είχε επίγνωση των κινδύνων για τη ζωή του και για το ποίμνιό του, καθώς η τύχη όποιας επαναστατικής εξέγερσης ήταν προδιαγραμμένη. Εξάλλου, όπως ακριβώς και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και σε όλη την οθωμανοκρατούμενη Ανατολή, στην Κύπρο οι ορθόδοξοι ιεράρχες είχαν μεν περιβληθεί πολιτική ισχύ και κύρος, αλλά η ζωή τους παρέμενε πάντοτε, έρμαιο στις μεταβαλλόμενες διαθέσεις των Σουλτάνων και των τοπικών διοικητών.

Το μαρτύριο της 9ης Ιουλίου στο οποίο υποβλήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, που οδηγήθηκε στην αγχόνη στην πλατεία Σεραγίου, η καρατόμηση των Μητροπολιτών Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κηρυνείας Λαυρεντίου, και ο θάνατος δεκάδων άλλων κληρικών και λαϊκών (ανάμεσά τους και ο Στροβολιώτης πρόκριτος Χατζησάββας, ο «Σάββας ο προσκυνητής») ήταν το αποκορύφωμα του φόρου αίματος του κυπριακού Ελληνισμού στη διάρκεια των τριών αιώνων της πρώτης Τουρκοκρατίας και είχε βαρύτατες συνέπειες. Οι σφαγές, οι νέοι μαζικοί εξισλαμισμοί, οι δηώσεις περιουσιών, ο αναγκαστικός εκπατρισμός εκατοντάδων Κυπρίων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη πέρασαν στο συλλογικό υποσυνείδητο ως «ο καιρός της καταδρομής».

Όμως, μέσα σε αυτή τη φρίκη, ο σπόρος της ιδέας της ελευθερίας, του μεγαλύτερου πανανθρώπινου ιδανικού του νεότερου κόσμου, καρποφορούσε ποτισμένος στο αίμα των μαρτύρων της 9ης Ιουλίου. Τον Δεκέμβριο του 1821, με προκήρυξη των Κυπρίων που κατέφυγαν στην Ευρώπη, καταγγέλθηκαν οι σφαγές, και απευθύνθηκε έκκληση στις κυβερνήσεις των χριστιανικών λαών να βοηθήσουν τον αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου. Σε μια παράγραφο καταγράφηκε ίσως η πρώτη νύξη στην κυπριακή ιστορία για την ένωση της Κύπρου με τον υπόλοιπο Ελληνισμό, αφού τονιζόταν ότι οι τραγικές σκηνές του Ιουλίου του 1821 είχαν ισχυροποιήσει ηθικά τους εθνικούς πόθους των νησιωτών. Διαβάζω: Νομίζομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον να μη γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν τους αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνας θέλομεν προσπαθήσει διά την ελευθερίαν της ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας νήσου Κύπρου.  

Οι σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821 μένουν μέχρι σήμερα ζωντανές στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων Κυπρίων. Το 1872-1873, στη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης του ναού της Παναγίας της Φανερωμένης έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του Κυπριανού, των άλλων αρχιερέων και των λαϊκών σε κενοτάφιο δίπλα από την Αγία Τράπεζα. Ακολούθησαν, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού το 1909, στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής, το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη για την 9η Ιουλίου, το δημοφιλές θεατρικό έργο «Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ», μια νέα προτομή του Κυπριανού στον εύανδρο Στρόβολο, τον Απρίλιο του 1930 και η ανέγερση του μεγαλοπρεπούς Μαυσωλείου των Εθνομαρτύρων στον περίβολο της Φανερωμένης, στις 9 Ιουλίου του 1930. Όλα αυτά μαζί με το ετήσιο στεφάνωμα των προτομών του Κυπριανού και του Μαυσωλείου και με την καθιέρωση του μνημοσύνου που τελείται σήμερα, αποτέλεσαν μια ισχυρή βιωματική εμπειρία, βαθειά ριζωμένη σε όλους τους Έλληνες Κυπρίους. Παράλληλα, η πένα του μεγάλου διαλεκτικού Κύπριου ποιητή, Βασίλη Μιχαηλίδη, έβαλε στο στόμα του Κυπριανού τους γνωστούς στίχους οι οποίοι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες των έντονων αλυτρωτικών αγώνων που ακολούθησαν, αλλά και σήμερα, στα χρόνια της ημικατοχής, πέρασαν στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων της Κύπρου ως μια ελπιδοφόρα απάντηση εσχατολογικής υφής και παραμυθίας για τις σφαγές του 1821 αλλά και για τη «νομοτελειακή» λήξη της μακραίωνης δουλείας:

Η ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαρη του κόσμου

Κανένας δεν ευρέθηκεν για να την εξαλείψη

Κανένας γιατί σσέπει την που τα ύψη ο Θεός της

Η ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψη.

 

Σας ευχαριστώ

Print Friendly, PDF & Email

Share this post