Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης ο εκ Φαράσων της Καππαδοκίας
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ μικρασιαστικὴ γῆ ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἁγιοτόκος γῆ. Τὰ χώματά της εἶναι ποτισμένα μὲ τὰ αἵματα πλήθους Μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ δάκρυα πλήθους Ὁσίων. Αὐτὸ ἰσχύει ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὴ γῆ τῆς Καππαδοκίας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, μιλώντας εἰδικώτερα γιὰ τὴν Καππαδοκία, ὅτι ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα ξεκινᾶ μὲ τοὺς μεγάλους Καππαδόκες Πατέρες μιὰ ἀσκητικὴ παράδοση, μιὰ ἁλυσίδα ἁγιότητος, ἡ ὁποία φθάνει μέχρι καὶ τοὺς χρόνους τῆς Μικρασιαστικῆς Καταστροφῆς στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος μὲ τὸν Ἅγ. Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη. Ὁ τελευταῖος κρίκος αὐτῆς τῆς ἁλυσίδας θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ὁ Ἅγ. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τὸν ὁποῖο ἄφησε στὸ πόδι του, ὅπως ὁ ἴδιος δήλωσε, ὁ Ἅγ. Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης.
Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη ὑπόθεση νὰ σκιαγραφήσει κανεὶς μὲ μερικὲς ἑκατοντάδες λέξεις ἕναν τόσο μεγάλο σύγχρονο Ἅγιο. Θὰ προσπαθήσουμε, ὡστόσο, νὰ κάνουμε ἕνα σχεδίασμα τοῦ βίου τοῦ Ἁγ. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὑπενθυμίζοντας ὅτι ἀνάμεσα στὰ πάρα πολλὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ γι’ αὐτὸν ξεχωρίζουν ὡς τὰ σημαντικότερα καὶ τὰ πλέον ἀξιόπιστα συγγράμματα δύο σπουδαῖες βιογραφίες του: τὸ βιβλίο «Βίος Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου» τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαὰκ καὶ τὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης» τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἅγ. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος ἀσκητὴς τοῦ 20ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος διεξήγαγε ὑπερφυσικοὺς ὄντως σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, τοὺς ὁποίους συναντοῦμε στὰ Συναξάρια τῶν μεγάλων παλαιῶν ἀσκητῶν. Ἀξιώθηκε νὰ ζήσει πολλὲς καὶ μοναδικὲς θεοπτικὲς ἐμπειρίες. Τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, καὶ μάλιστα ἤδη ἀπὸ τὴν εὐαίσθητη ἐφηβική του ἡλικία. Τοῦ ἐμφανίστηκαν, ἐπίσης, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἅγιοι, ὅπως ἡ Ἁγ. Εὐφημία, ἡ Ἁγ. Αἰκατερίνη, ὁ Ἅγ. Βλάσιος, ὁ Ἅγ. Παντελεήμων, ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός, ὁ Ἅγ. Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης κ.ο.κ. Κοντὰ στὰ πολλὰ χαρίσματα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ ἔλαβε καὶ τὸ μεγάλο, ἀλλὰ καὶ σπάνιο γιὰ ἕναν ἀσκητή, χάρισμα νὰ παρηγορεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, χωρὶς καθόλου νὰ χαλαρώσει τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα, ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς στηρίζει καὶ νὰ τοὺς παρηγορεῖ. Οἱ ὧρες τῆς ξεκούρασης καὶ τοῦ ὕπνου καθ’ ὅλη του τὴ ζωή, εἰδικώτερα ὅμως κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες τῆς ζωῆς του, ἦταν ὄντως ἐλάχιστες.
Ὁ Ἅγ. Παΐσιος γεννήθηκε τὸ 1924, δύο μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἀνείπωτη τραγωδία τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, τὰ ὁποῖα ὑπάγονταν στὴν ἱστορικὴ Μητρόπολη Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Οἱ Φαρασιῶτες συνέχιζαν τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Καππαδοκίας, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω, χωρὶς καμιὰ διακοπὴ μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνος. Εἶχαν μεγάλη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἀκμαῖο ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγ. Παϊσίου ὀνομαζόταν Πρόδρομος καὶ ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί του, ἐνῶ ἡ εὐλαβεστάτη μητέρα του ὀνομαζόταν Εὐλογία καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ Ἁγ. Ἀρσενίου. Ὁ Ἅγ. Παΐσιος ἦταν τὸ ὄγδοο παιδὶ ἀπὸ τὰ δέκα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας. Ἀμέσως μετὰ τὴ γέννησή του, ἔφθασε στὰ Φάρασα ἡ δραματικὴ ἀγγελία περὶ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἄρα καὶ τῶν Φαράσων, ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς πατρογονικές τους ἑστίες καὶ νὰ πᾶνε ὑποχρεωτικὰ στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ἅγ. Ἀρσένιος θέλησε νὰ βαπτίσει ὅλα τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ πρὶν τὴν ἀναχώρησή τους γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Στὸν Ἅγ. Παΐσιο, ποὺ ἦταν μόλις δεκατριῶν ἡμερῶν βρέφος, ἔδωσε τὸ δικό του ὄνομα καὶ ὄχι τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ, ὅπως ἤθελαν οἱ γονεῖς του, λέγοντάς τους προφητικά: «Ἐσεῖς καλὰ θέλετε νὰ ἀφήσετε ἄνθρωπο στὸ πόδι τοῦ παπποῦ, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω καλόγερο στὸ πόδι μου;»
Μιὰ ἑβδομάδα μετά, παραμονὴ τῆς μεγάλης Θεομητορικῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, οἱ Φαρασιῶτες ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα, περπατώντας μιὰ ἀπόσταση 150 χιλιομέτρων μέχρι νὰ φθάσουν στὸ λιμάνι τῆς Μερσίνας. Στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ἔφθασαν ἕνα μήνα μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τὰ Φάρασα, στὶς 14 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Ὁ πρῶτος τόπος διαμονῆς τους μετὰ τὸν Πειραιᾶ ἦταν τὸ κάστρο τῆς Κέρκυρας, ὅπου στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους κοιμήθηκε ὁ Ἅγ. Ἀρσένιος. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγ. Παϊσίου ἐγκαταστάθηκε τελικὰ στὴν Κόνιτσα, ὅπου ὁ Ἅγιος ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια. Ὅταν τελείωσε τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ὁ δάσκαλός του συνέστησε στοὺς γονεῖς του νὰ τὸν στείλουν στὸ Γυμνάσιο λόγῳ τῆς μεγάλης ἔφεσής του στὰ γράμματα. Ὁ ἴδιος, ὅμως, προτίμησε νὰ γίνει μαραγκός, ὅπως ἦταν στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἔλεγε δὲ ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ὅτι θὰ γίνει καλόγερος. Μεγάλη ἐπίδραση στὴν ἀνατροφή του ἄσκησε χωρὶς ἀμφιβολία τὸ παράδειγμα τῆς μητέρας του, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγ. Ἀρσενίου. Ἕναν μεγάλο πειρασμὸ πέρασε στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν, ὅταν κάποιος φίλος τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ ἀνέπτυξε τὴ θεωρία τοῦ Δαρβίνου καὶ ἐνέσπειρε μέσα του ἀμφιβολίες. Μετὰ ἀπὸ πολλὴ καὶ ἔμπονη προσευχὴ ἀξιώθηκε τῆς πρώτης του θεοπτικῆς ἐμπειρίας. Τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μέσα σὲ ἄφθονο φῶς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰω. ια’ 25).
Στὴν πρώτη νεανική του ἡλικία ἔζησε τὰ δραματικὰ γεγονότα τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, τῆς γερμανικῆς κατοχῆς καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἀδελφοκτόνου ἐμφυλίου πολέμου. Μάλιστα τὸ 1948, μεσοῦντος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, κλήθηκε νὰ ὑπηρετήσει τὴ στρατιωτική του θητεία. Τὸ μόνο ποὺ ζήτησε τότε μὲ πολλὴ ζέση ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ ἦταν νὰ μὴν ἀναγκαστεῖ νὰ σκοτώσει ἄνθρωπο. Καὶ ὄντως ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν βοήθησε καὶ κατετάγη στὶς Διαβιβάσεις καὶ ἔτσι ἀπέφυγε τὴν ἔνοπλη συμμετοχὴ στὸν πόλεμο. Ἀργότερα πολλὲς φορὲς συνέκρινε τὸ ἔργο τοῦ διαβιβαστῆ μὲ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ, λέγοντας ὅτι καὶ ὁ μοναχὸς μὲ τὴν προσευχή του στέλνει σήματα στὸν Θεό. Δικαίως, λοιπόν, ἀνακηρύχθηκε προστάτης Ἅγιος τῶν Διαβιβάσεων. Τὸ 1950 ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατὸ καί, ἀφοῦ πρώτα τακτοποίησε τὴ μικρότερή του ἀδελφή, ἦταν πλέον καθ’ ὅλα ἕτοιμος ν’ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία.
Ἡ ἐπιλογή του γιὰ τὸν μοναχικὸ δρόμο ποὺ θ’ ἀκολουθοῦσε ἦταν ἐξ ὑπαρχῆς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Κατόπιν συμβουλῆς τοῦ Ἐπισκόπου Μιλητουπόλεως Ἱεροθέου ἐγκαταβίωσε ἀρχικά, τὸ ἔτος 1953, στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκέινη ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κοινόβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι λίγο ἀργότερα ἔπεσε στὰ χέρια ζηλωτῶν σχισματικῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς τὴν ἐλέγχουν μέχρι σήμερα. Στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου ἐκάρη μοναχὸς μὲ ρασοευχὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀβέρκιος. Τὸ 1956 ἐγκατεβίωσε στὴ Μονὴ Φιλοθέου, ποὺ ἦταν τότε ἰδιόρρυθμο Μοναστήρι, ὅπως τὰ πλεῖστα Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ ἔλαβε τὸ μικρὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα Παΐσιος πρὸς τιμὴν τοῦ Μητροπολίτου Καισαρείας Παϊσίου τοῦ Β’, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὰ Φάρασα. Τὸ 1958 μὲ ἐντολὴ τῆς ἰδίας τῆς Παναγίας μετέβη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου στὴν Κόνιτσα, τὴν ὁποία εἶχαν πυρπολήσει τὸ 1944 οἱ Γερμανοί. Ὅταν εἶχε κινδυνεύσει στὸν πόλεμο, ζήτησε τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας καὶ τῆς ὑποσχέθηκε ὅτι, ἐὰν σωζόταν, θὰ δούλευε γιὰ τρία χρόνια, γιὰ νὰ ξαναφτιάξει τὸ καμένο Μοναστήρι της. Ἡ μετάβασή του στὴν Κόνιστα, λοιπόν, ἀποσκοποῦσε στὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ τάματος. Μὲ τὴν ἐκεῖ παρουσία του, ὅμως, βοήθησε παράλληλα καὶ ὀγδόντα οἰκογένειες, ποὺ εἶχαν προσηλυτιστεῖ στὸν Προτεσταντισμὸ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔκανε ἐπίσης τὴν ἀνακομιδὴ τῶν Τιμίων Λειψάνων τοῦ Ἁγιου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου.
Ἔχοντας μεγάλο πόθο γιὰ σκληρότερους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ἀνεχώρησε τὸ ἔτος 1962 γιὰ τὸ θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὸ Ἀσκητήριο τῶν Ἁγ. Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης. Τὸ Ὄρος Σινᾶ τὸν ἀνέπαυσε, ἡ ἐπιδείνωση, ὅμως, τῆς ὑγείας του τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀγαπημένη ἔρημο τοῦ Σινᾶ καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸ 1964 στὸ Ἅγιον ῎Ορος. Ὁ πρῶτος τόπος ἀσκήσεώς του, μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἦταν ἡ Kαλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων στὴν Ἰβηριτικὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Τὸ 1966 ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ μεγάλο σχῆμα μὲ ἀνάδοχο τὸν φημισμένο γιὰ τὴν ἁγιότητά του Ρῶσο Γέροντα παπα-Τύχωνα. Τὴν ἴδια χρονιὰ παρουσίασε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας μὲ τοὺς πνεύμονές του, νοσηλεύθηκε στὸ Νοσοκομεῖο Παπανικολάου στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὑπεβλήθη σὲ ἐγχείρηση, κατὰ τὴν ὁποία τοῦ ἀφαίρεσαν σχεδὸν ὁλόκληρο τὸν ἀριστερὸ πνεύμονα. Εὑρισκόμενος στὴ Θεσσαλονίκη συνδέθηκε μὲ ἀρκετὲς εὐλαβεῖς νέες κοπέλες, ποὺ εἶχαν τὸν πόθο νὰ γίνουν μοναχές. Μὲ τὶς δικές του συμβουλὲς καὶ τὴ δική του καθοδήγηση ἱδρύθηκε τὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ συνδεθεῖ ἄμεσα ἡ παραπέρα πορεία τοῦ Ἁγίου.
Ἐπανερχόμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐγκαταστάθηκε γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου στὰ ἐρημικὰ Κατουνάκια. Ἔζησε, ἐπίσης, γιὰ λίγο καιρὸ στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα, ὅπου προσέφερε τὴν πολύτιμη βοήθειά του γιὰ τὴν κοινοβιοποίηση καὶ τὴν ἀναδιοργάνωσή της. Ἀκολούθως, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ παπα-Τύχωνα τὸ 1968, ἔζησε γιὰ ἕντεκα χρόνια στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τὸ ἁγιασμένο Καλύβι τοῦ παπα-Τύχωνα. Ἡ φήμη του ἄρχισε ἤδη ν’ ἁπλώνεται παντοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἐπισκέπτονται συνεχῶς ἄνθρωποι ποὺ ζητοῦσαν τὶς συμβουλές του καὶ τὴ βοήθειά του. Ὅσο ὁ Ἅγιος παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τόσο οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν κοντά του ζητώντας πνευματικὴ βοήθεια καὶ παρηγοριά. Κατ’ αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς ζωῆς του ἀξιώθηκε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν πατρίδα του, τὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, καὶ ἀργότερα τὴ μακρινὴ Αὐστραλία μαζὶ μὲ τὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα π. Βασίλειο.
Ὁ τελευταῖος τόπος ἀσκήσεώς του ὑπῆρξε τὸ Κελλὶ τῆς Παναγούδας, ὅπου ἐγκαταστάθηκε τὸ 1977. «Παναγούδα» σημαίνει «Μικρὴ Παναγία». Τὸ συγκεκριμένο Κελλὶ ἦταν τὴ δεδομένη στιγμὴ τὸ καταλληλότερο γιὰ τὸν Ἅγιο, δεδομένου ὅτι εὑρίσκετο μόλις εἴκοσι λεπτὰ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὶς Καρυές, καὶ ἦταν σὲ σχετικὰ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τρία Μοναστήρια, τὶς Μονὲς Κουτλουμουσίου, Ἰβήρων καὶ Σταυρονικήτα. Οἱ περισσότεροι προσκυνητὲς ποὺ μετέβαιναν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ ἔπαιρναν τὸ διαμονητήριό τους ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στὶς Καρυές, περνοῦσαν πρώτα ἀπὸ τὸ Κελλὶ τῆς Παναγούδας, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ καὶ ν’ ἀκούσουν τὸν πνευματικὸ λόγο καὶ τὶς πνευματικὲς συμβουλὲς τοῦ Ἁγ. Παΐσίου καὶ μετὰ μετέβαιναν γιὰ φιλοξενία σὲ κάποιο Μοναστήρι. Τὸ βάρος τῆς φιλοξενίας ὅλων αὐτῶν τῶν προσκυνητῶν μοιραζόταν ἀνάμεσα στὰ τρία προαναφερθέντα Μοναστήρια. Ἀπὸ τὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ πρόχειρα ξύλινα παγκάκια καὶ ἀρκετὰ κούτσουρα, πέρασαν χιλιάδες ἄνθρωποι. Γιὰ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ἡ ἐπίσκεψη στὸν Ἅγ. Παΐσιο ἦταν ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς καὶ μιᾶς νέας πορείας στὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ κάποια στιγμὴ ἔμπονης προσευχῆς γιὰ τὸν κόσμο εἶχε ζητήσει ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ νὰ τοῦ δώσει καρκίνο. Καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοῦ ἔκανε τὸ «χατίρι». Ὅταν διαγνώστηκε μὲ καρκίνο, δέχθηκε τὸ νέο μὲ πολλὴ χαρά, γιατὶ θά ᾽φευγε σύντομα γιὰ τὸν οὐρανό. Ἀντιμετώπισε μὲ πολλὴ γενναιότητα τὴν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου καὶ τοὺς φρικτοὺς πόνους ποὺ αὐτὴ σήμαινε καὶ ταπεινὰ δέχθηκε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα τὴν ἀπαιτούμενη ἰατρικὴ φροντίδα. Ταυτοχρόνως συνέχιζε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα. Ὅταν πλέον ἔνοιωσε ὅτι οἱ δυνάμεις του τὸν ἐγκατέλειψαν, ζήτησε ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νὰ σταματήσουν τὶς ὅποιες θεραπεῖες καὶ ἀφέθηκε στὸ χέρι τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Παρὰ τὴ μεγάλη του ἐπιθυμία νὰ κοιμηθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, αὐτὸ δὲν κατέστη δυνατό, γιατὶ αὐτὸ ἦταν μᾶλλον τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ: νὰ κοιμηθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή. Οἱ ἄνθρωποι θὰ τὸν εἶχαν ἀνάγκη καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Στὶς 11 Ἰουλίου τοῦ 1994, ἡμέρα μνήμης τῆς Ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας τῆς πανευφήμου, κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ λίγο πρὶν τὸ μεσημέρι τῆς 12ης Ἰουλίου παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ἁγία του ψυχή. Ἡ κηδεία του ἔγινε μυστικά, ὅπως ἦταν ἡ ἐντολή του πρὸς τὶς ἀδελφὲς τοῦ Ἡσυχαστηρίου, καὶ ἀνακοινώθηκε τρεῖς μέρες μετά. Ἔκτοτε, ὅμως, ὁ τάφος του στὴ Σουρωτὴ ἔγινε σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ κάθε ὀρθόδοξο πιστό.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου «Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο», τεῦχος 52 (2022), σ. 112-117)