Τί εἶναι ὁ Πενταδάκτυλος;
Νίκης Τρακοσιῆ
Φιλολόγου
Ὁ Πενταδάκτυλος ἀναπνέει στόν δικό μου ρυθμό. Ἔγινε ἕνα μέ τούς δικούς μου παλμούς. Ἀνακατεύτηκε μέσα μου… Καί δέν μπορεῖς νά ξεχωρίσεις. Τόν Πενταδάκτυλο ἀπ’ τόν ἑαυτό μου, τόν ἑαυτό μου ἀπ’ τόν Πενταδάκτυλο.
Μία σχολική ἐκδήλωση-ἀφιέρωμα στόν Πενταδάκτυλο ἔδωσε ἀφορμή νά «ξυπνήσω» καί νά διερωτηθῶ, τί ἰσχύει καί γιά ποιούς, ἀπό ὅλα αὐτά πού ἀκούγονται σέ παρόμοιες ἐκδηλώσεις γιά ἀγῶνες, ἥρωες, χαμένες πατρίδες, προσφυγιά… Καθώς προχωρούσαμε στίς πρόβες μέ τούς μαθητές, μοῦ γεννήθηκε ἕνας προβληματισμός: πόσο συνειδητά συμμετέχουν τά παιδιά, μήπως ἐντελῶς μηχανικά τά ὁδηγοῦμε σέ μία «ἐπιτυχημένη» ἐκδήλωση, πού μπορεῖ νά μήν τήν κατανοοῦν στό βάθος; Καί ρώτησα: «παιδιά, τί εἶναι ὁ Πενταδάκτυλος;» Δέν πῆρα ἀπάντηση, εἶδα τά βλέμματά τους νά διερωτῶνται…
Βγήκαμε στό γήπεδο τοῦ σχολείου, ἀπ’ ὅπου ὁ Πενταδάκτυλος μᾶς κοίταζε κι ἐκεῖνος ἀπορημένος, γιατί τόσον καιρό δέν προσέξαμε πώς εἶναι ἐκεῖ, ἀπέναντι, τόσο κοντά καί ταυτόχρονα τόσο ἀπρόσιτος. (Τό περιστατικό εἶναι ἀληθινό).
Εἶναι ἕνα μεγάλο πρόβλημα
ὁ Πενταδάκτυλος, μητέρα.
Στό κάτω-κάτω τό Μόρφου δέν τό βλέπουμε, στό κάτω-κάτω τήν Κερύνεια δέν τήν βλέπουμε… ὅμως αὐτός εἶναι διαρκῶς ἐκεῖ ἀπέναντί μας, καί μᾶς κοιτάζει, καί μᾶς κοιτάζει μ’ ἕναν τρόπο (…)
Ἔτσι λέγει ὁ ποιητής, ἐκφράζοντας ὅσους διατηροῦν τή μνήμη καί τόν πόνο. Ὅμως, δέν εἶναι ἀρκετό πού ἡ μνήμη ὑπάρχει καί θλίβει τούς ἀνθρώπους πού ἔζησαν τή βαρβαρότητα τῆς εἰσβολῆς, πληγώθηκαν κατάβαθα γιά τή βία καί τίς τρομακτικές ἐμπειρίες, πού ἀκόμα δέν βρίσκουν τό κουράγιο νά ἐκφράσουν τόν βαθύτερο πόνο τους. Δέν ἀρκεῖ ὁ πόθος πού συντηροῦν γιά τήν ἐπιστροφή στόν τόπο τους ἄνθρωποι πού βρέθηκαν ξαφνικά τόσο μακριά ἀπό ὅ,τι ἀγαποῦσαν ὅ,τι δέθηκε μέ τά τρυφερά παιδικά καί νεανικά τους χρόνια.
Ἡ γριά γιαγιά μου ἡ ἑκατόχρονη
πιά δέν κοιμᾶται μέ τά παραμύθια.
Ὁλημερίς κοιτάζει κατά τόν βορρᾶ.
Μέ ἥλιο καί μέ βροχή
σέ τοῦτο τό τσαντίρι.
Τώρα κανείς βέβαια, δέν μένει σέ τσαντίρι, ὅμως ὅσοι ζοῦν μέ τή νοσταλγία, σάν παλάτι θυμοῦνται τό σπίτι τους στό τουρκοπατημένο χωριό τους. Ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα ἔκανε τόν Ὀδυσσέα νά παλεύει δέκα χρόνια μέ τή θάλασσα, μέ νεράιδες, θεούς καί ἡμίθεους, γιά να φτάσει νά δεῖ ἔστω καί «καπνόν ἀναθρώσκοντα» ἀπ’ τήν Ἰθάκη του. Γιατί ὁ Θεός «ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν» καί εἶναι ἔμφυτη ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα. Πολύ περισσότερη ἱερότητα ἀποκτᾶ αὐτή ἡ ἀγάπη, ὅταν ἐκφράζει καί τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς πίστης μας, ὅπως τόσο αὐθεντικά τήν ἐκφράζει ὁ Ψαλμός: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιῶν… πῶς ἄσωμεν τήν ὠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας;» Πῶς νά ἔψαλλαν ὕμνους στόν Θεό, στόν τόπο τῆς αἰχμαλωσίας, τόν γεμάτο εἴδωλα;
Θυμοῦμαι τόν γέρο Ἀντρέα, ἀπό χωριό τοῦ Πενταδακτύλου δύσβατο, πού εἶχε ἕνα σπίτι ὅλο κι ὅλο μία μεγάλη κάμαρη γιά ὅλους καί ὅλες τίς χρήσεις. Κάπου-κάπου τόν ἔβλεπα στό προσφυγικό του σπίτι, πού ἦταν σαφῶς καλύτερο καί βολικότερο, μία πού ἦταν πολύ δυσκίνητος, τυφλός καί μέ πολύ μειωμένη ἀκοή. Πάντα μέ ἀνυπομονησία ρωτοῦσε τό ἴδιο πράγμα: «Ἔχουμε κανένα νέο; Ἐν νά πᾶμε στούς τόπους μας;» Κι ἐγώ ἀπαντοῦσα περίπου τό ἴδιο: «Γίνονται συνομιλίες…». Ἡ λέξη «συνομιλίες» ἔμοιαζε κάτι πολύ ἐλπιδοφόρο καί ἀποτελεσματικό γιά τόν γέρο Ἀντρέα, πού ὅπως χιλιάδες ἄλλοι, πέθαναν μέ τόν καημό τοῦ γυρισμοῦ στόν τόπο τους, γιατί «πατρίδα τοῦ σπιτιοῦ μας ἡ αὐλή κι ἡ γλάστρα μέ βασιλικό, μέ γιούλι…».
Ὅμως, κάτι ἔγινε σ’ αὐτόν τόν τόπο καί ἔσπασε ἡ μνήμη καί ἡ παράδοση. Κάποιες φορές ρωτοῦσα τά παιδιά στήν τάξη, «ποιοί εἶστε πρόσφυγες;». Ἀμέσως διόρθωνα, γιατί καταλάβαινα ὅτι ἡ ἐρώτηση ἦταν ἀκατανόητη. «Ποιῶν οἱ γονεῖς, οἱ παπποῦδες εἶναι πρόσφυγες;». Λίγα παιδιά γνωρίζουν αὐτή τή «λεπτομέρεια» γιά τήν ἱστορία τῆς οἰκογένειάς τους. Εὐτυχῶς, κάποια εἶναι πολύ κατατοπισμένα καί μέ ζῆλο δηλώνουν ὅτι κατάγονται ἀπό κάποιο κατεχόμενο χωριό.
Ὅλοι θά ποῦμε, ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς φταίει, τά παιδιά δέν νοιάζονται… Φταῖνε πολλά πράγματα, ἀλλά κι ἐμεῖς. Θεωρήσαμε πολύ σημαντική ἐμπειρία γιά τά παιδιά τό νά πᾶνε μέ διάφορες «εὐκαιρίες» καί προγράμματα σέ ἄλλες χῶρες καί νά δοῦν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἐκεῖ. Κάθε συναναστροφή μέ ἀνθρώπους ἀπό «ἀνεπτυγμένες» χῶρες νομίζουμε ὅτι θά τούς δώσει τό ὑπόβαθρο γιά μελλοντικές ἐπιτυχίες. Ἦλθαν καί τά Μέσα Κοινωνικῆς Δικτύωσης καί Μαζικῆς Ἐνημέρωσης καί μαθαίνουμε ὅλα ὅσα συμβαίνουν ἀλλοῦ ἤ ὅσα ἐξωπραγματικά μᾶς σερβίρουν, πρίν μάθουμε ποιοί εἴμαστε καί αὐτά πού γίνονται στό σπίτι καί στόν τόπο μας.
Μπήκαμε πολύ εὔκολα στό πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποίησης. Σπεύδουμε νά μιμηθοῦμε ξένα ἔθιμα (ἴσως ἡ λέξη νά εἶναι λάθος, γιατί ἔθιμο εἶναι κάτι πού ἔχει ρίζες στό παρελθόν, ἔχει κάποια ἀξία). Σέ ἕνα τόπο μέ τέτοια ἱστορία, τόσο πλοῦτο πολιτισμοῦ, ἠθῶν καί ἐθίμων, δέν χρειαζόμαστε εἰσαγωγή κουλτούρας ἄλλων λαῶν. Μήπως ἔχουμε πέσει στήν παγίδα τῆς ἐκμετάλλευσης, καί τοῦ ἀποχρωματισμοῦ ἀπό ὅσους ἔχουν συμφέρον οἰκονομικό καί πολιτικό νά μᾶς κάνουν ἕνα λαό χωρίς σύνορα καί χωρίς μνήμη;
Ἀπό τόν τόπο μας, τό γνωρίζουμε, πέρασαν πολλοί κατακτητές και παραμένει πάντα ἑλκυστικός, πάντα στή θέση του τήν πολύ βολική γιά καθέναν πού θέλει νά ἐξορμᾶ γιά νέες κατακτήσεις τόπων καί λαῶν.
Ἦρθαν ντυμένοι «φίλοι»
Ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου…
Ἔφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
Ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου τά παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
Καί τά δῶρα τους ἄλλα δέν ἤτανε παρά μόνο σίδερο καί φωτιά.
Μόνο οἱ τρόποι καί τά μέσα ἄλλαξαν γιά τήν κάθε εἴδους «εἰσβολή» καί ἴσως ἐμεῖς δεχόμαστε τά ὕπουλα «δῶρα» τῶν δῆθεν φίλων μας, γιά νά ἀλλοιωνόμαστε ὡς λαός, νά πέφτουμε σέ λήθη, νά ζοῦμε τό παρόν τῆς ἄνεσης καί νά ξεχνοῦμε τά ἱερά καί τά ὅσια πού τόσες γενιές κατάφεραν νά συντηρήσουν μέ κόπο, στέρηση καί αἷμα; Πενήντα χρόνια εἶναι πολλά στήν προσωπική ζωή μας, ἀλλά γιά τήν ἱστορία καί γι’ αὐτούς πού σχεδιάζουν μακροχρόνια τούς ἐθνικούς στόχους τους, δέν εἶναι πολλά. Αὐτά τά σχέδια ὑφαίνονται σέ βάθος χρόνου. Ἄς μήν κοιμόμαστε μέ τήν ψευδαίσθηση ὅτι ὡς ἐδῶ ἦταν, τώρα βολεύτηκαν κι οἱ δύο πλευρές.
Θά πᾶνε οἱ νέοι νά σπουδάσουν, θά πᾶμε νά δοῦμε κι ἄλλους τόπους καί ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος μας, ἡ ρίζα καί τό χρέος μας.
Σ’ ὅλους τούς τόπους κι ἄν γυρνῶ,
Μόνον ἐτοῦτον ἀγαπῶ.
Ἐδῶ μας ἔβαλε ὁ Θεός, σ’ αὐτό τό πολύπαθο, ἀλλά Χριστιανικό Ὀρθόδοξο νησί καί αὐτό εἶναι ὁ πραγματικός μας θησαυρός. Κάθε ἄλλη παράδοση δέν ἔχει οὐσιαστική ἀξία κι εὔκολα ἀφήνεται, ἄν δέν στηρίζεται στόν μοναδικό θησαυρό τῆς πίστης μας. Ψάλλουμε μέ συγκίνηση «Τῇ Ὑπερμάχῳ…» ἀλλά διερωτόμαστε, τί ἄλλαξε ἀπό τότε; Ὄχι ἡ «Ὑπέρμαχος» πού ὑπερασπίζεται τίς «δικές» της πόλεις. Μήπως ἐμεῖς δέν αἰσθανόμαστε πόσο Τήν χρειαζόμαστε στό πλευρό μας, ὄχι μόνο γιά τά προσωπικά μας προβλήματα, ἀλλά καί γιά τήν πατρίδα μας, πού πρέπει νά κρατᾶ πρῶτα γερά τήν πίστη καί τήν ἀγάπη στόν Θεό καί ὕστερα κάθε ἄλλη πεποίθηση καί ἀγάπη;
Ἔχουμε μία ἱστορία πού βροντοφωνάζει, «ξυπνῆ-στε». Ἔχουμε τόσες «χαμένες πατρίδες» ἀναγνωρίζουμε τά λάθη πού διέπραξαν ἄλλοι πρίν ἀπό ἐμᾶς, «τίς δάφνες χρόνων. Τ’ ὄνειδος μία στιγμῆς». Τό λάθος τοῦ θρυλικοῦ μας ἥρωα Διγενῆ, πού ἔδωσε ἐμπιστοσύνη στόν ὕπουλο ἐχθρό, τόν Χάροντα, ἐπαναλαμβάνεται μέσα ἀπό συμπεριφορές «ἀφέλειας» μπροστά σέ στοχευμένες πολιτικές γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ἐχθρῶν μας.
Ἀλαβροπιᾶσ’ με Διενή,
νά σέ ἀλαβροπιάσω.
Ἀλαβροπιᾶν’ ὁ Διενής
καί σφικτοπιάν’ ὁ Χάρος.
Ξέρουμε πολύ καλά πώς δέν «μᾶς τούς ἔφερε ἡ ἀγαπημένη θάλασσα τῆς Κερύνειας» οὔτε θά «ἀνασηκώσει τήν πλάτη» καί νά τούς διώξει ὁ Πενταδάκτυλος». Ἐμεῖς νά κρατήσουμε τήν ἀντικατοχική συνείδηση καί ἀντί νά βλέπουμε τά συμφέροντα τοῦ παρόντος, νά σκεφτοῦμε τό μέλλον τοῦ τόπου καί τῶν παιδιῶν μας. Καί κυρίως, νά κρατήσουμε τήν πίστη στόν Θεό καί τήν «παράδοση» τῆς ἐπίκλησης τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ σέ κάθε κίνδυνο.
«…ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων μέ κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 608-611.