Ζωηφόρος Παράδοση
π. Ἀντώνιου Χαραλάμπους
θεολόγου
Μιλώντας γιά τήν παράδοση, συνήθως ἔρχεται στό μυαλό μας ἡ εἰκόνα τοῦ χωριοῦ καί κυρίως τά ἤθη καί τά ἔθιμά του. Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ἔχει ὅμως μία πολύ εὐρύτερη καί βαθύτερη σημασία. Παράδοση εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς, πού παραλάβαμε ἀπό τούς Πατέρες μας καί παραδίδουμε κατόπιν στά δικά μας παιδιά. Ἕνας τρόπος ζωῆς, πού συνδέεται μέ τόν τόπο μας καί περιλαμβάνει τήν ὀρθόδοξη πίστη, τή γλῶσσα, τά ἤθη καί τά ἔθιμα, τή μουσική, τούς χορούς, τήν ἀρχιτεκτονική, τά πάντα. Ἡ παράδοση δέν εἶναι μία στείρα ἐπιστροφή στό παρελθόν, ἀλλά «εἶναι τρόπος, στάση, ὕφος καί ἦθος ζωῆς· εἶναι ζωντανή μνήμη, πρόσληψη ἐμπειρίας, ταπεινότητας, ἁπλότητας καί προτίμησης τοῦ ἱεροῦ καί ὡραίου» (π. Μωυσῆ Ἁγιορείτη). Ἡ παράδοσή μας ἀποτελεῖ ταυτόχρονα μεγάλη εὐλογία καί τεράστιο χρέος. Γι’ αὐτό τήν χαρακτηρίζουμε ὡς ζωηφόρο παράδοση, γιατί μέσω αὐτῆς μᾶς μεταγγίζεται ἡ ὄντως καί ἀληθινή ζωή, ὁ θεάνθρωπος Χριστός.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή δική μας σωτηρία, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε καί μᾶς δώρισε τή ζωή Τοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς παράδοσης, καί ἡ πίστη σ’ Αὐτον τόν θεμέλιο λίθο τῆς ζωῆς μας. Αὐτό γίνεται ὁλοφάνερο στή ζωή τῶν κοινοτήτων-χωριῶν μας, ὅπου ἡ ἐκκλησία-ναός βρίσκεται στό κέντρο τοῦ χωριοῦ κι ἐκεῖ διαδραματίζονται ὅλα τά κοινωνικά γεγονότα (γάμοι, βαπτίσεις, γιορτές, κηδεῖες). Κατ’ ἀντίστοιχο τρόπο, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας γίνεται τό κέντρο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Χωρίς τή μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὑπόλοιπες ἐκφράσεις τῆς παράδοσης (ἤθη καί ἔθιμα, μουσική, χορός, φαγητά κ.α.) καταντοῦν φολκλόρ καί δέν δίνουν νόημα ζωῆς στόν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Ἡ παράδοση, ὅπως βιώθηκε ἀπό τούς Πατέρες μας καί παραδόθηκε σέ μας, διαςώζει τόν κοινοτικό, ἀσκητικό-ἡσυχαστικό καί εὐχαριστιακό χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτά τά τρία χαρακτηριστικά ἀξίζει νά ποῦμε λίγα λόγια:
α) κοινοτισμός – στήν πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων οἱ χριστιανοί εἶχαν τά πάντα κοινά καί ζοῦσαν ὡς ἀδέλφια, ὡς μία ἐν Χριστῷ οἰκογένεια, ὅπως μαρτυρεῖται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «ὅλοι οἱ πιστοί ἦταν ἀφοσιωμένοι στή διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καί στή μεταξύ τους κοινωνία, στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί στίς προσευχῆς. Ἕνα δέος τούς κατεῖχε ὅλους ὅσοι ἔβλεπαν πολλά ἐκπληκτικά θαύματα νά γίνονται μέσω τῶν Ἀποστόλων. Ὅλοι οἱ πιστοί ζοῦσαν σέ ἕνα τόπο καί εἶχαν τά πάντα κοινά· πουλοῦσαν ἀκόμα καί τά κτήματα καί τά ὑπάρχοντά τους, καί μοίραζαν τά χρήματα σέ ὅλους, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν μέ ὁμοψυχία στόν ναό, τελοῦσαν τή θεία Εὐχαριστία σέ σπίτια, τρώγοντας τήν τροφή τους γεμάτοι χαρά καί μέ ἁπλότητα στήν καρδιά. Δοξολογοῦσαν τόν Θεό, κι ὅλος ὁ λαός τούς ἐκτιμοῦσε. Καί ὁ Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στήν Ἐκκλησία αὐτούς πού σώζονταν» (Πράξ. β’, 42-47). Αὐτός ὁ κοινοτικός τρόπος ζωῆς διατηρεῖται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στά κοινόβια μοναστήρια καί τίς ἐνοριακές κοινότητες μέσα στόν κόσμο. Μέσω τῶν μοναστηριῶν καί τῶν ἐνοριακῶν κοινοτήτων διατηρήσαμε ὡς ἑλληνισμός τήν ταυτότητά μας κατά τά δίσεκτα χρόνια της σκλαβιᾶς. Εἶναι γι’ αὐτό πού στήν Κύπρο μετά τήν τουρκική εἰσβολή τοῦ ’74, ἡ πρώτη ἔγνοια τῶν προσφύγων μόλις κατάφεραν νά ὀρθοποδήσουν, ἦταν νά κτίσουν ἐκκλησίες καί νά ὀργανωθοῦν ξανά σέ ἐνοριακές κοινότητες, γιά νά συνεχίσουν τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο ζωής[1].
β) ἄσκηση-ἡσυχασμός – ὁ ἐκκλησιαστικός τρόπος ζωῆς (ἑορτές, ἀκολουθίες, νηστεῖες, ἄσκηση καί προσευχή) γίνεται τό κέντρο τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων μέσω τῆς πίστης στόν ἀληθινό Τριαδικό Θεό καί τῆς τήρησης τῶν θείων ἐντολῶν. Ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες του, θέτοντας ὡς νόμο τῆς ζωῆς τοῦ τόν νόμο τοῦ εὐαγγελίου, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ· μ’ αὐτό τόν τρόπο, ζώντας μέ μετάνοια καί προσευχή, γίνεται δεκτικός της χάρης τοῦ Θεοῦ καί φωτίζεται καί ἁγιάζεται ἡ ὕπαρξή του ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀσκητικός-ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τό πλαίσιο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὁλοκλήρωσης καί τοῦ ἁγιασμοῦ του.
γ) Εὐχαριστία–κεντρό της ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ Θεία Λειτουργία, πού ὀνομάζεται καί Εὐχαριστία. Στή Θεία Λειτουργία ὁ λαός τοῦ Θεοῦ κοινωνεῖ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί γίνεται κατ’ ἀλήθειαν Σῶμα Χριστοῦ, Ἐκκλησία. Ἡ Θεία Λειτουργία συμπυκνώνει ὅλη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας· σ’ αὐτήν συναντῶνται ὅλη ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας: τά πρόσωπα τῆς πίστης μας, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης (Χριστός, Παναγία, Ἅγιοι, Ἄγγελοι, Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, ζῶντες καί κεκοιμημένοι), τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ τέχνες (ὑμνογραφία, μουσική, ναοδομία κ.λπ.). Ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία ὁλοκληρώνει καί ἁγιάζει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού γίνεται μέ αὐτό τόν τρόπο λειτουργική-εὐχαριστιακή.
Μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ὕπαρξη ἀτομική, πού ζεῖ μόνο γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά ὕπαρξη αἰώνια – πρόσωπο, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένο πού καλεῖται νά γίνει κατοικητήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς ὑπογραμμίζει ἡ παρουσία τῶν ἁγίων στήν Ἐκκλησία. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔχει ἀναδείξει πλῆθος ἁγίων, καί δίκαια χαρακτηρίζεται νῆσος Ἁγίων. Πάρα πολλές κοινότητες τῆς Κύπρου ἔχουν ἀναδείξει τούς δικούς τους ἁγίους, πού ἀποτελοῦν τό καύχημα καί τήν προστασία τους. Ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τούς ἀποστόλους Βαρνάβα καί Παῦλο, τόν Μέγα Ἐπιφάνιο, τόν ἅγιο Δημητριανό Κυθρέας, τόν ὅσιο Νεόφυτο τόν Ἔγκλειστο, τούς 13 ὁσιομάρτυρες τῆς Καντάρας, τούς νεομάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας καθώς καί τόν σύγχρονό μας ἅγιο Φιλούμενο. Μαζί μ’ αὐτούς βέβαια μνημονεύουμε καί τούς ἥρωες τοῦ τόπου μας, πού ἔδωσαν τή ζωή τους γιά τήν ἐλευθερία τῆς Κύπρου μας καί τό παράδειγμά τους ἀποτελεῖ ὁδοδείκτη καί γιά τή δική μας ζωή. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἅγιοι καί οἱ ἥρωες τοῦ τόπου μας ἀναδεικνύουν τήν παράδοσή μας ὡς ἁγιοτόκο καί ἡρωοτόκο.
Συνοψίζοντας, καλούμαστε ὡς Ἕλληνες τῆς Κύπρου, σ’ αὐτό τό μεταίχμιο τῆς ἱστορίας μας -50 χρόνια μετά τήν τουρκική εἰσβολή- νά ζοῦμε τήν παράδοση τοῦ τόπου μας, νά τήν βιώνουμε ὡς μία μεγάλη εὐλογία τοῦ ζῶντος Θεοῦ σέ μᾶς, γιά νά μπορέσουμε ἀκολούθως νά τήν μεταδώσουμε ἀκέραια καί στίς ἑπόμενες γενιές «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας».
[1]Ὑπάρχουν μαρτυρίες ἀπό τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ Στροβόλου, στόν προσφυγικό συνοικισμό Ἄσπρες, ὅτι τον καιρό τῆς ἀνέγερσης τοῦ ναοῦ κάποιοι πρόσφυγες ἡλικιωμένοι κάθε τέλος τοῦ μήνα παρέδιναν στήν ἐπιτροπή ἀνέγερσης ὁλόκληρο τό «τσέκι» (επιταγή) τῆς σύνταξής τους, ἔχοντας τόν πόθο νά συνεισφέρουν κι αὐτοί στό κτίσιμο τοῦ ναοῦ, ὅπως ἔκαναν καί οἱ πρόγονοί τους στίς κατεχόμενες κοινότητες.
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 59 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2024), σελ. 695-697.