Αντιφώνηση Μακαριωτάτου κατά το Συλλείτουργο στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής (18 Απριλίου 2010)

Αντιφώνηση Μακαριωτάτου κατά το Συλλείτουργο στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής (18 Απριλίου 2010)

ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗ ΤΗΣ Α.Μ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΗΣ Α.Θ.Π. ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ
ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΒΑΛΟΥΚΛΗ.

Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικὲ Πατριάρχα κ.κ. Βαρθολομαῖε,

Μέσα στὴν ἀναστάσιμη περίοδο, ποὺ καταυγάζεται ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς, τὸ προελθὸν ἐκ τοῦ θεοδέγμονος τάφου, «ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε» στὴ θεοδόξαστη αὐτὴν Πόλη, τὴν ἔνδοξη Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ δώσουμε τὴ μαρτυρία τῆς ἑνότητος καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀκαταλύτου ἀγάπης μας.

 Καὶ ἤδη, «τὴν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσαντες», κατὰ τὴν ἱερὰ αὐτὴ συλλειτουργία μας, ὁμολογήσαμε τὴν σῴζουσαν κοινὴν πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀξιωθέντες τοῦ Δείπνου τοῦ Κυρίου τοῦ Μυστικοῦ, καὶ εὐχηθέντες «ἐκτυπώτερον Αὐτοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Του», ἐκφράζουμε τὶς ὁλοκάρδιες εὐχαριστίες μας γιὰ τοὺς θερμοὺς λόγους τῆς ἀγάπης Σας.

 Κάθε Θεία Λειτουργία, ὅπου καί ἂν τελεῖται, σὲ μεγαλοπρεπεῖς καθεδρικοὺς ναοὺς ἢ σὲ φτωχὲς καλύβες, καὶ σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς, ἔχει τὸ ἴδιο μυστικὸ μεγαλεῖο. Ὅταν ὅμως λειτουργεῖ κανεὶς στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἱστορικὴ καὶ περίπυστη Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ, αὐθόρμητα ἡ σκέψη του στρέφεται πίσω καὶ ἀγκαλιάζει τὸ παρελθόν. Συνομιλεῖ μὲ τοὺς αἰῶνες, συναγάλλεται μὲ τοὺς εὐκλεεῖς προγόνους του, αὐτοὺς ποὺ χρημάτισαν δαδοῦχοι τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἔθνους.

 Σήμερα κορυφώνονται στὸν χῶρο τοῦτο τὰ ἔντονα συναισθήματα ποὺ μᾶς κατακλύζουν ἀπὸ προχθές, ποὺ πατήσαμε τὰ ἱερὰ χώματα τῆς Βασιλεύουσας πόλης τῆς καρδιᾶς μας.

Καί, πράγματι, Παναγιώτατε! Ἡ ἐπίσκεψή μας ἐδῶ δὲν συγκρίνεται μὲ ὁποιαδήποτε ἐπίσκεψή μας σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη Ἐκκλησία. Οὔτε καὶ ὁ Προκαθήμενος ὁποιασδήποτε ἄλλης Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὸ μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπό Σας καὶ τὴν πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὰ συναισθήματα, ποὺ κατακλύζουν ἐμᾶς σήμερα. Κοινὴ ἐθνικὴ φύτρα, ὑπερχιλιετὲς κοινὸν ἔνδοξο παρελθόν, κοινοὶ ἀκολουθήσαντες ἀσέληνοι αἰῶνες δουλείας, περιπέτειες καὶ παθήματα καὶ κοινὲς ἰδιοτροπίες τῆς Ἱστορίας, δημιουργοῦν μέσα μας μίαν ἰδιάζουσα κατάσταση.

Ἤλθαμε, σήμερα, ὡς προσκυνηταὶ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τοῦ Πρωτοκλήτου μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἱδρυτοῦ καὶ προστάτου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἤλθαμε νὰ χαιρετήσουμε, ἐν εὐλαβείᾳ, Ἐσᾶς, τὸν διάδοχο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Φωτίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, τὴν «ζῶσαν καὶ ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ», τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖον τὸν αἴροντα τὸν σταυρὸν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ποιμνίου Του, καὶ νὰ ζητήσουμε τὶς θεοπειθεῖς εὐχές Σας.

 Ἤλθαμε ταπεινοὶ προσκυνηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν «εἰς Ἔφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδίκειαν» (Ἀποκ. 1,11), τῶν ὁποίων, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, «ἐκινήθη ἡ λυχνία ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς» (πρβλ. Ἀποκ. 2,5).

 Ἤλθαμε νὰ χαιρετήσουμε τοὺς «ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς», τὰ σώματα τῶν ὁποίων λιπαίνουν τοὺς τόπους τῶν ὀνείρων μας, τοὺς Χριστιανοὺς «Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ἀσίας καὶ Βιθυνίας» (Α΄ Πέτρ. 1,1).

 Ἤλθαμε νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ κλάψουμε στὴν Ἁγία Σοφία, στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Νὰ ψηλαφήσουμε τὰ πάθη τῆς Φυλῆς μας, νὰ ὑποκλιθοῦμε στοὺς λίγους, ποὺ ἐναπέμειναν ἐδῶ, σ’ αὐτοὺς ποὺ ὅρισαν στὴ ζωή τους νὰ φυλάσσουν Θερμοπύλες.

 Ἤλθαμε νὰ ἐκφράσουμε τὴ βεβαιότητα καὶ τὴν πίστη μας ὅτι, παρὰ τὶς περιπέτειες τῆς Ἱστορίας καὶ τὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν, θὰ ἀνατείλουν καλύτερες μέρες καὶ γιὰ τὸν σεβάσμιο αὐτὸ θεσμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους τὸν ὑπηρετοῦν. Οἱ δρόμοι ποὺ ἐπιλέγει ὁ Θεὸς καὶ οἱ νόμοι ποὺ χρησιμοποιεῖ, οὔτε ταυτίζονται, οὔτε καὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς δικούς μας. «Οὐ γὰρ εἰσὶν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν» (Ἠσ.55,8), λέγει ὁ Θεός. Οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες καὶ τὰ σχέδιά Του ἀπρόσιτα στὴ λογική μας. Ὁ Θεὸς «δύναται καὶ ἐκ τῶν λίθων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματθ. 3,9). Δύναται «ἀναγαγεῖν ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν Του» (Ἰεζ. 37,13), ἀπὸ μία σπίθα νὰ ἀνάψει πυρκαγιές.

Μᾶς διαβεβαιώνει πρὸς τοῦτο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδικὴ γιορτὴ τῶν Μυροφόρων, ποὺ ἐπιτελοῦμε σήμερα. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ τρανότερη ἀπόδειξη ὅτι «μείζων ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Πρβλ. Α΄ Ἰω. 4,4). Καί ὅτι οἱ δοκιμασίες τῶν ἀνθρώπων εἶναι προσωρινές. Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι πρόσκαιρη. Ὅπως τελικὴ ἔκβαση τοῦ θείου πάθους ἦταν ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος, ἔτσι θὰ συμβεῖ καὶ μ’ ἐμᾶς καὶ μὲ τὴν ἱερὰν αὐτὴν καθέδρα καὶ τὸν ἐνταῦθα λαὸν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Κυπριακὸ λαό. Ἡ ἑορτὴ τῶν Μυροφόρων, ἀπὸ τὴν ἄλλη, διαμηνύει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη λογική, ποὺ μελετᾷ τοὺς συσχετισμοὺς δυνάμεων καὶ τὰ διαπλεκόμενα συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ οὔτε καὶ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ Μυροφόρες ἦλθαν πρὸς τὸν τάφο, παραμερίζοντας τὶς ἀντιρρήσεις τῆς λογικῆς. Ἡ λογικὴ ἔλεγε ὅτι τὸ ἐγχείρημα ἦταν ἀδύνατο. Ὁ λίθος τοῦ μνημείου τεράστιος, οἱ φύλακες παρόντες, ὁ φόβος παντοῦ. Καὶ ὅμως ὁ λίθος ἐκυλίσθη, ὁ τάφος ἀνεῴχθη, ὁ Χριστὸς ἠγέρθη. Ἡ Ἀνάσταση ἀνέτειλεν ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ τοὺς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Καὶ ἐμεῖς βιώνουμε, τώρα, τὴν ταπείνωση, τὸν φόβο γιὰ τὸ μέλλον, τοὺς ποικίλους περιορισμούς. Πιστεύοντας, ὅμως, στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὑπερβαίνουμε τὰ ἐμπόδια, ποὺ θέτει ἡ λογική μας καὶ προσβλέπουμε μὲ αἰσιοδοξία στὸ μέλλον.

 Παναγιώτατε, «ἐν τῷ ναῷ τούτῳ ἑστῶτες», σήμερον, «ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν». Αἰσθανόμαστε συμπροσευχομένους εὐσεβεῖς Βασιλεῖς, εὐλαβεῖς Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς, πλῆθος μαρτύρων καὶ ἀσκητῶν, οἱ ὁποῖοι, ἄλλοι «ἐν μαρτυρίῳ», ἄλλοι «ἐν μαρτυρίᾳ», καὶ ἄλλοι «ταῖς τῶν δακρύων αὐτῶν ροαῖς καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς» ἐκαλλιέργησαν πνευματικὰ τὸ ἔδαφος τῆς περιοχῆς καὶ ἔδωσαν «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα».

 Ἐνωτιζόμαστε, ἀπὸ προχθές, φωνὲς ἀπὸ τὸ παρελθόν. Συγκλονιζόμαστε ἀπὸ ἱερὲς ἐνθυμήσεις. Νιώθουμε ρῖγος ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἱστορικῶν ἀναμνήσεων. Ψηλαφοῦμε τὴν ἄμαχον προστασίαν τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, ἐφαπλουμένην ἐπὶ τὴν Πόλιν καὶ τὸν λαό της. Βλέπουμε τοὺς Θεοφόρους Πατέρας νὰ συνέρχονται «θεαρχίῳ νεύματι» στὴν Πόλιν αὐτή, στὴ γειτονικὴ Χαλκηδόνα καὶ εἰς τάς μακρύτερον κειμένας Νίκαιαν καὶ Ἔφεσον, νὰ ἀπελαύνουν «τοὺς βαρεῖς καὶ λοιμώδεις λύκους», νὰ ἐκθέτουν «ὅρον θεοδίδακτον» καὶ νὰ ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.

 Γιὰ τὴν εὐκαιρία πού μᾶς δίνετε γιὰ ὅλα  αὐτά, Παναγιώτατε, τόσο ἐμεῖς, ὅσο καὶ ἡ συνοδεία μας, Σᾶς εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα.

 Εἶναι φυσικό, κατὰ τὶς στιγμὲς αὐτὲς τῆς μέγιστης πνευματικῆς συγκίνησης, τώρα ποὺ μὲ τὴν ἱερουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας γευθήκαμε τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο «τὴν ζωὴν ἡμῶν συγκροτεῖ καὶ ταύτην καὶ τὴν μέλλουσαν», τώρα ποὺ διὰ τοῦ Χριστοῦ γίναμε «ἕν, ἐν ἀλλήλοις», εἶναι φυσικό, ἐπαναλαμβάνουμε, νὰ φέρουμε στὴ μνήμη μας καὶ νὰ ἐκθέσουμε, ἐν συντομίᾳ, τοὺς ἱστορικοὺς δεσμοὺς ποὺ ἀνέκαθεν συνδέουν τὶς Ἐκκλησίες μας.

 Στὴν Κύπρο, ὅπως γνωρίζετε, Παναγιώτατε, τελεσιουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱερουργεῖται τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀδιάκοπα, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ μέχρι καὶ σήμερα. Στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μας ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη καὶ σωτηρία, ποὺ κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, συνεπικουρούμενοι καὶ ἀπὸ τὸν Μᾶρκον, τὸ 45 μ.Χ., βρῆκαν ἀπ’ ἀρχῆς γόνιμο ἔδαφος καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς «ἄμπελος εὐκληματοῦσα», κάλυψε κάθε σπιθαμὴ τοῦ ἐδάφους της. Γιὰ δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, πολλὲς φορὲς μέσα ἀπὸ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, πρόσφερε, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρει, τοὺς καρποὺς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ δράσης της.

 Παρὰ τὸ μικρὸ μέγεθός της, ἡ Ἐκκλησία μας βρέθηκε πάντα παροῦσα στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα. Πῆρε μέρος σ’ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ διέπρεψε ἐπ’ ἁγιότητι καὶ ἀρετῇ. Ἔδωσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Βαρνάβα, καί ἄλλους πολλοὺς ἁγίους, παγχριστιανικῆς ἐμβέλειας, ὅπως εἶναι ὁ Σπυρίδων ὁ Τριμυθοῦντος, ὁ Ἐπιφάνιος ὁ Κωνσταντίας, ὁ Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὁ Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Ὅλοι αὐτοὶ συναγάλλονται σήμερα μαζὶ μὲ τοὺς κατ’ ἐξοχὴν ἁγίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, τὸν Στάχυν, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τὸν Φώτιο, τὸν Ταράσιο, τὸν Γερμανὸ καὶ τόσους ἄλλους, ὁρῶντες τὴν πρώτην ἐπίσημη ἐπίσκεψη Προκαθημένου τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

 Μακριὰ ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα, καί ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο ἐθνικὸ κορμό, ἡ Κύπρος συνάντησε πολλὲς περιπέτειες στὴν ἱστορικὴ πορεία της. Καί ἡ Ἐκκλησία μας, περιβεβλημένη μὲ εἰδικὰ αὐτοκρατορικὰ προνόμια, γιὰ αἰῶνες ἐβάστασε, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ βαστάζει, τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ πληρώματός της. Τὸ βάρος τῆς σημερινῆς ἐπαχθοῦς δουλείας μας μόνον Ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ ἀντιληφθεῖτε πλήρως.

 Ἐν ἡμέραις θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔτεινε πρὸς τὴν Κυπριακὴ Ἐκκλησία, πάντοτε, χεῖρα βοηθείας. Ἂν σὲ ἄλλους λαοὺς μετέδωσε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ σὲ ἄλλους πρόσφερε ἀλφάβητο, τέχνες καὶ πολιτισμό, σὲ μᾶς πρόσφερε, πολλάκις, ἀνακούφιση καὶ προστασία, γιὰ κάποιο διάστημα, μάλιστα, καὶ φιλοξενία ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ μας στὴν περιοχὴ τοῦ Ἑλλησπόντου, στὴ Νέα Ἰουστινιανούπολη. Εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα αὐτὰ βαθύτατα.

 Ἡ προσφορὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ αὐτοῦ Θρόνου πού, ὡς λυχνία, μεταδίδει, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως καὶ Ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου, «τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακράν» τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας, εἶναι ἀνυπολόγιστη. Ἡ ἀκριβὴς διατύπωση τῶν δογμάτων, ἀπὸ τοῦ Χριστολογικοῦ μέχρι καὶ τοῦ δόγματος περὶ διακρίσεως θείας Οὐσίας καὶ θείων Ἐνεργειῶν, εἶναι ἔργο δικό του. Μὰ καὶ ἡ ἀνάπτυξη καὶ διαφύλαξη τῆς λειτουργικῆς τάξης, ποὺ ἔχει κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης «τὸ τῶν θείων ἀπ’ ἀρχῆς παραδόσεων ἀπαράθραυστον», πάλιν ἀπὸ τὸν πάνσεπτο αὐτὸν Θρόνο ἐπετεύχθη. Καί ἡ διάσωση τοῦ Γένους μας, σὲ ὧρες χαλεπές, στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία ὀφείλεται, ἡ ὁποία ἀπέβη γι’ αὐτὸ ἡ ὄρνις ἡ ἐπισυνάγουσα «τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τάς πτέρυγας» (Ματθ. 23,37).

 Δὲν ἀγνοοῦμε, Παναγιώτατε, τὸ ἔργο ποὺ καὶ στὸν σημερινὸ κόσμο, μὲ τὰ πολλὰ ἐξειδικευμένα προβλήματα, ἐπιτελεῖ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Οὔτε καὶ μᾶς διαφεύγει τὸ πολυσήμαντο ἔργο ποὺ Ἐσεῖς προσωπικὰ ἐπιτελεῖτε, ἐργαζόμενος μέρα καὶ νύκτα, σὲ πλείστους ὅσους τομεῖς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου.

 Ἐκτιμοῦμε τὴ μεγάλη προσπάθειά Σας γιὰ ἀναθέρμανση καὶ πρόοδο τῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες, καθὼς καὶ τὴν ἐνεργὸ ἀνάμειξή Σας στὶς προσπάθειες καταλλαγῆς καὶ συνεννόησης τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀνήκουν σὲ διαφορετικὲς θρησκεῖες.

 Στὸ σύγχρονο κόσμο, τὸ στίγμα τοῦ ὁποίου, παρὰ τὴν τεράστια πρόοδο σὲ πολλοὺς τομεῖς τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Τεχνολογίας, προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν ὑποχώρηση τῶν ἀξιῶν καὶ τὴ συνεχῶς αὐξανόμενη εἰδωλοποίηση παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ εὐθύνη μας, ὡς Ποιμένων, γίνεται ἀκόμη πιὸ μεγάλη. Ὀφείλουμε νὰ πορευθοῦμε «ἔμπροσθεν τοῦ ποιμνίου», παρέχοντας τὸν ἑαυτό μας «ἐν λόγοις καὶ ἔργοις», παράδειγμα πρὸς μίμηση. Θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας εὐνοημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μᾶς παρέχεται νὰ συζητήσουμε μαζί Σας, Παναγιώτατε, τὰ κρίσιμα αὐτὰ προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν καὶ τοὺς πιστοὺς τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

 Μὲ τέτοια αἰσθήματα ἤλθαμε στὴ θεοφρούρητη Πόλη Σας, Παναγιώτατε. Καὶ μὲ τέτοια αἰσθήματα ἀγάπης καὶ τιμῆς Σᾶς περιβάλλουμε. Παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ χαρίζει σ’ Ἐσᾶς μὲν προσωπικά, σταθερὰν ὑγεία καὶ ἀκμὴ δυνάμεων, στὴ δὲ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὐστάθεια, γρήγορη ἀπαλλαγή ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ τὶς δυσκολίες καὶ κάθε εὐλογία, ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ὅλης Ὀρθοδοξίας. Σᾶς μεταφέρουμε τὴν υἱϊκὴ ἀγάπη καὶ τὸν ἀπέραντο σεβασμὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τοῦ κλήρου καὶ ὁλόκληρου τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναμένει, ὅποτε Ἐσεῖς κρίνετε τὸν χρόνο κατάλληλο, νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖτε καὶ νὰ τὸν εὐλογήσετε.

 Δεχθεῖτε, ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα τῆς μεγάλης ἀγάπης καὶ ἐκτίμησής μας, πρὸς τὸ πρόσωπό Σας, τὸ συμβολικὸ αὐτὸ δῶρο, ὡς ἀγαθὴ ἀνάμνηση τῆς εἰρηνικῆς ἐπίσκεψής μας ἐδῶ, μετὰ τῆς τιμίας συνοδείας μας.

 

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

18 Ἀπριλίου 2010.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post