Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Γιὰ νὰ μπορέσει ἕνας λαὸς νὰ ἐπιβιώσει μετὰ ἀπὸ τέσσερεις αἰῶνες σκλαβιᾶς, πρέπει νὰ διαθέτει ἰσχυρὲς πνευματικὲς ἀντιστάσεις καὶ νὰ βιώνει ζωντανὰ τὴ βοήθεια καὶ τὴ Χάρη τοῦ Παναγάθου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὲς τὶς πνευματικὲς ἀντιστάσεις καὶ χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ σχεδὸν τετρακόσια χρόνια ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ποὺ ἔζησε ὁ Ἑλληνισμὸς θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ ὁλοκληρωτικὸ ἀφανισμὸ ἢ ἔστω σὲ ἀπώλεια τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ταυτότητός του. Τὴν πνευματικὴ ἀντίσταση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπέδειξε μὲ τὸν πλέον περίτρανο τρόπο τὸ πλῆθος τῶν νεομαρτύρων, ποὺ προτίμησαν νὰ θυσιάσουν τὴν ἐπίγεια ζωή τους, γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους στὸν ἀληθινὸ Θεό. Τὴν ἀπέδειξε, ἐπίσης, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνίσχυσε στὸ μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ καὶ ὁ μεγάλος ἀριθμὸς φωτισμένων Διδασκάλων τοῦ Γένους ποὺ ἔδρασαν σ’ αὐτὰ τὰ δύσκολα καὶ σκοτεινὰ χρόνια.
Ἀνάμεσα στοὺς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ποὺ ἔδρασαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ξεχωρίζουν οἱ φιλοκαλικοὶ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν γνωστοὶ στὴν Ἱστορία μὲ τὸ ὄνομα Κολλυβάδες. Ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων Πατέρων τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας ὑπῆρξε χωρὶς ἀμφιβολία ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑπῆρξε ἕνας μοναδικὸς ἐκλαϊκευτὴς τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε εἰς βάθος μὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς θεολογίας καὶ μᾶς ἄφησε ἕνα ὀγκωδέστατο συγγραφικὸ ἔργο, ποὺ δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ συλλάβει μὲ τὸ μυαλὸ πῶς μπόρεσε νὰ τὸ φέρει εἰς πέρας μέσα σὲ τόσο δύσκολες ἱστορικὲς συνθῆκες. Ὑπῆρξε, ἐπίσης, ἕνας σπάνιος συνδυασμὸς πολυγραφωτάτου συγγραφέως καὶ μεγάλου ἀσκητοῦ. Κρατοῦσε μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι τὸ κομποσχοίνι καὶ μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸν κάλαμο, ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστὸς λόγιος Μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἕνας ἐκ τῶν σημαντικοτέρων βιογράφων του.
Ἡ μεγαλύτερη ἀρετὴ τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ Πατρὸς καὶ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε ἡ μεγάλη του ταπείνωση. Ἦταν τέτοια ἡ ταπείνωσή του, πού, ἐνῶ ὁλοκλήρωνε πολύχρονη κοπιαστικὴ ἐργασία, δὲν ἤθελε νὰ φαίνεται ὅτι ἦταν δική του ἐργασία. Προτιμοῦσε νὰ φαίνεται ὡς ἐργασία ἄλλων. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι ἀπὸ μόνο του ἀρκετὸ νὰ μᾶς ἀποδείξει, ὅτι ὁ Ἅγ. Νικόδημος εἶχε ὄντως πνεῦμα Θεοῦ. Ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντιμετώπισε κι αὐτὸς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του πάμπολλους πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες, τὶς ὁποίες ὑπέμεινε ἀγόγγυστα. Ὁ μεγαλύτερός του πειρασμὸς ἦταν οἱ ἀναρίθμητες συκοφαντίες καὶ κατηγορίες ποὺ ἐκτοξεύθηκαν εἰς βάρος του, κατηγορίες ἀκόμη καὶ ἐπὶ κακοδοξίᾳ.
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γεννήθηκε στὴν ἁγιοτόκο Νάξο τὸ σωτήριο ἔτος 1749 καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος. Διαθέτοντας μοναδικὰ φυσικὰ χαρίσματα (ὀξύνοια, μοναδικὴ μνήμη καὶ φιλομάθεια) διδάχθηκε τόσο τὴ θύραθεν παιδεία ὅσο καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα ἐν πρώτοις στὴ σχολὴ τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος τῆς Νάξου καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. Σ’ αὐτὴν τὴ Σχολὴ φοίτησε γιὰ πέντε χρόνια καὶ εἶχε συμφοιτητές του τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες Κων/πόλεως Νεόφυτο τὸν Ζ’ καὶ Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Ε’. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία κυριαρχεῖτο ἀπὸ δύο βασικὰ θρησκευτικὰ ρεύματα, τὸ προτεσταντικὸ καὶ τὸ ρωμαιοκαθολικό, ὁ Ἅγ. Νικόδημος ἐξετίμησε τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, τοὺς ὁποίους ἀνέδειξε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του μὲ τὸ ὀγκωδέστατο συγγραφικό του ἔργο.
Μὲ τὴν ἄρτια καὶ πολύπλευρη μόρφωση ποὺ ἀπέκτησε θὰ μποροῦσε, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς τῆς Σμύρνης, νὰ ἀκολουθήσει ἀκαδημαϊκὴ καριέρα καὶ νὰ διαπρέψει. Ὡστόσο, τὸν κέρδισε ἡ ἡσυχαστικὴ ζωή. Καθοριστικὴ ὑπῆρξε πρὸς τοῦτο ἡ γνωριμία του μὲ ἁγιορεῖτες Κολλυβάδες Πατέρες, κυρίως, ὅμως, ἡ ἀδελφική του σχέση μὲ τὸν Ἅγ. Μακάριο Νοταρᾶ, πρώην Μητροπολίτη Κορίνθου. Μὲ τὸν Ἅγ. Μακάριο συναντήθηκε στὴν Ὕδρα καὶ συμφώνησαν ν’ ἀγωνιστοῦν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὸν φωτισμὸ τοῦ ὑποδούλου γένους. Ἔχοντας λάβει ὁριστικά, λοιπόν, τὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν παραπέρα πορεία τῆς ζωῆς του, ἀνεχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν (1775) καὶ ἐγκατεβίωσε στὴν ἀσκηκτικὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὅπου κατὰ τὴ μοναχική του κουρὰ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νικόδημος. Στὴ Μονὴ Διονυσίου εἶχε τὴ μεγάλη εὐλογία νὰ ἔχει στὴ διάθεσή του μιὰ πλουσιώτατη Βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία διέθετε πλῆθος ἀνεκδότων χειρογράφων. Τὸ 1777 ἐπεσκέφθη τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴ Μονὴ Διονυσίου ὁ Ἅγ. Μακάριος Νοταρᾶς καὶ ἔλαβαν ἀπὸ κοινοῦ τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ προχωρήσουν σὲ ἐκδόσεις βιβλίων, γιὰ νὰ στηρίξουν πνευματικὰ τὸ ὑπόδουλο γένος. Ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὴ «Φιλοκαλία» καὶ τὸν «Εὐεργετινό». Ὁ Ἅγ. Μακάριος παρέδωσε στὸν Ἅγ. Νικόδημο τὰ χειρόγραφα αὐτῶν τῶν δύο μοναδικῆς ἀξίας συλλογῶν κειμένων, μὲ σκοπὸ νὰ τὰ διορθώσει καὶ νὰ τὰ ἐκδώσει.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χειρόγραφα τῆς «Φιλοκαλίας» καὶ τοῦ «Εὐεργετινοῦ» ὁ Ἅγ. Μακάριος ἔδωσε στὸν Ἅγ. Νικόδημο καὶ χειρόγραφο μὲ τὸ κείμενο «Περὶ συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως», ὥστε νὰ τὸ συμπληρώσει καὶ νὰ τὸ ἑτοιμάσει γιὰ ἔκδοση. Τὸ ἀρχικὸ βιβλίο ἦταν 173 σελίδες καὶ μὲ τὶς συμπληρώσεις τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου ἔφθασε τὶς 343. Ἡ ἔκδοση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ προεκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο μεταξὺ τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Παρ’ ὅλους, ὅμως, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ σκάνδαλα, ποὺ συνόδευσαν τὴν ἔκδοση τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου, ἡ ἐπίδραση ποὺ ἔκτοτε ἄσκησε στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε τεράστια. Ἔγινε ἀφορμὴ νὰ σταματήσει μιὰ κάκιστη καὶ πλανεμένη συνήθεια ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς συχνότητος τῆς Θείας Κοινωνίας, μιὰ πλανεμένη συνήθεια ποὺ δυστυχῶς μέχρι τὶς μέρες μας ἔχει τὰ κατάλοιπά της.
Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀποτυχημένη προσπάθεια νὰ ταξιδέψει στὴ Μολδοβλαχία καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴ Θάσο, ὁ Ἅγ. Νικόδημος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴν ἐρημικὴ Καψάλα. Ἐνῶ εἶχε ἤδη φθάσει σὲ πνευματικὰ ὕψη, ἐπιθυμοῦσε παρὰ ταῦτα νὰ βρίσκεται σὲ ὑποταγὴ σὲ κάποιον Γέροντα, ὥστε νὰ ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἦταν καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς μιὰ ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς βαθειᾶς ταπεινώσεώς του. Ἀναζητώντας πιὸ ἡσυχαστικὸ μέρος, ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντά του γιὰ τὸ ἐρημονήσι Σκυροπούλα, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Ἦταν τότε σὲ ἡλικία μόλις 32 ἐτῶν. Κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή του συνέγραψε τὸ «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον» κατόπιν προτροπῆς τοῦ ἐξαδέλφου του Ἐπισκόπου Εὐρίπου Ἱεροθέου. Αὐτὸ τὸ βιβλίο, ποὺ ἀποτελεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα βοήθημα μαζί του, παρὰ μονάχα τὴν ἀνεξάντλητη μνήμη καὶ τὶς πολύπλευρες γνώσεις του, ἀποδεικνύει πέραν πάσης ἀμφιβολίας τὴν ἁγιότητά του.
Στὴ Σκυροπούλα παρέμεινε μόνο γιὰ ἕνα χρόνο. Ἀκολούθως ἐπέστρεψε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔγινε ἡ κουρά του σὲ μεγαλόσχημο μοναχό. Κατὰ τὸ ἔτος 1784 τὸν ἐπεσκέφθη καὶ πάλιν ὁ Ἅγ. Μακάριος Νοταρᾶς, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεψε αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ μεταφέρει στὴν καθομιλουμένη τὰ ἔργα τοῦ Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Ἑτοίμασε ἀκόμη γιὰ ἔκδοση τὸ «Θεοτοκάριον», μιὰ συλλογὴ ἀπὸ 62 Κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκου μελουργηθέντες ἀπὸ 22 μελωδούς. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Νικόδημος ἦταν ἄριστος ὑμνογράφος. Ἐνῶ, ὅμως, ἐμελούργησε πολλοὺς Κανόνες (14) στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, κινούμενος ἀπὸ βαθειὰ ταπείνωση δὲν συμπεριέλαβε στὸ «Θεοτοκάριόν» του κανέναν ἀπὸ αὐτούς.
Ἕνα ἄλλο σύγγραμμα τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο πέρασε μεγάλες περιπέτειες, εἶναι τὸ περίφημο «Πηδάλιον», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο κώδικα τῶν Ἱερῶν Κανόνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ «Πηδάλιον» δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ κωδικοποίηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Μετὰ ἀπὸ κάθε Ἱερὸ Κανόνα ἀκολουθεῖ παράφρασή του ἐπὶ τὸ ἁπλούστερον, καθὼς καὶ ἡ λεγομένη «Συμφωνία», ὅπου γίνεται ἐπεξήγηση τοῦ Κανόνος μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων. Ὅλη αὐτὴ ἡ ὀγκώδης ἐργασία ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Ἅγ. Νικόδημο, ὁ ὁποῖος γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἀπὸ μεγάλη ταπείνωση δέχθηκε νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἱερομονάχου Ἀγαπίου καὶ μάλιστα νὰ μπεῖ πρῶτο. Οἱ «Συμφωνίες» τοῦ «Πηδαλίου» ἀναδεικνύουν τὸν Ἅγ. Νικόδημο μέγα κανονολόγο, ἐνῶ οἱ ὑποσημειώσεις, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ μισὸ βιβλίο, φανερώνουν τὴν πολυμάθειά του.
Τὸ συγγραφικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου δὲν ἔχει τέλος: «Ἀόρατος Πόλεμος», «Γυμνάσματα πνευματικά», «Ἐξομολογητάριον», Ἑρμηνεία τῶν 14 ἐπιστολῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου, Ἑρμηνεία τῶν 7 Καθολικῶν ἐπιστολῶν, Ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου, Ἑρμηνεία τῆς στιχολογίας τῶν 9 ὠδῶν («Κῆπος Χαρίτων»), Βίοι Ἁγίων («Νέον Ἐκλόγιον» καὶ «Νέον Μαρτυρολόγιον»), «Χριστοήθεια τῶν Χριστιανῶν», διόρθωση τοῦ Συναξαριστοῦ τῶν δώδεκα μηνῶν, Ἑρμηνεία τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καὶ τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν («Ἑορτοδρόμιον»), Ἑρμηνεία τῶν 75 Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου («Νέα Κλίμαξ») κ.ο.κ. Θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανείς, ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἀσχολεῖτο μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ τὴ συγγραφὴ καὶ τὶς ἐκδόσεις. Ὁ Ἅγ. Νικόδημος, ὅμως, ἦταν μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἕνας μεγάλος ἀσκητής.
Κοντὰ σ’ ὅλα τοῦτα ἀφιέρωνε καὶ ἀρκετὸ χρόνο, γιὰ νὰ κατηχήσει ἀλλοδόξους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸ βάπτισμα ἢ νὰ διδάξει ἐξωμότες Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια ἢ ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο. Στὸ «Νέον Μαρτυρολόγιόν» του καταγράφει τὸ μαρτύριο 85 γνωστῶν Νεομαρτύρων τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ κύριο σκοπὸ νὰ ἀνάψει στὶς καρδιὲς ὅσων ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ τὸν ἔνθεο ζῆλο νὰ ἀποπλύνουν τὴν ἄρνησή τους μὲ τὸ ἴδιό τους τὸ αἷμα. Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὑπῆρξε, κατὰ ταῦτα, τόσο ἀμέσως ὅσο καὶ ἐμμέσως ἀλείπτης Μαρτύρων. Κατήχησε, ἐπὶ παραδείγματι, καὶ προέτρεψε πρὸς τὸ μαρτύριο τὸν Ἅγ. Κωνσταντῖνο τὸν Ὑδραῖο. Ἀλλὰ καὶ πόσοι ἄλλοι θὰ ἐπέλεξαν τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ ἀποπλύνουν τὴν ἄρνηση τῆς πίστης τους στὸν Χριστό, ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Νεομαρτύρων ποὺ κατέγραψε ὁ Ἅγ. Νικόδημος;
Οἱ συνεχεῖς σκληροὶ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου καὶ ὁ τεράστιος κόπος ποὺ κατέβαλλε, γιὰ νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἀσύλληπτο συγγραφικό του ἔργο, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα ν’ ἀρχίσει νὰ κάμπτεται ἡ ὑγεία του. Ἡ κάμψη τῆς ὑγείας του ἄρχισε ἀπὸ τὰ 57 του χρόνια. Ἀναγκάστηκε, ὡς ἐκ τούτου, νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ Καψάλα καὶ νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυὲς καὶ συγκεκριμένα στοὺς Σκουρταίους, τῶν ὁποίων δέχθηκε τὶς πρόθυμες περιποιήσεις. Τὰ ὅποια προβλήματα τῆς ὑγείας του δὲν ἔθεσαν τέρμα στὸ συγγραφικό του ἔργο, τὸ ὁποῖο συνεχίστηκε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν 14η Ἰουλίου τοῦ 1809 σὲ ἡλικία 60 χρόνων, ἀφήνοντας ὡς παρακαταθήκη τὸ ἀσύλληπτο σὲ ὄγκο καὶ ποιότητα συγγραφικὸ καὶ ἐκδοτικό του ἔργο.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Παράκληση. Ἑξαμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ», τεῦχος 108 (2021), σ. 26-28)