«Νερὰ τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας, καὶ τῆς Αἰγύπτου, ἀγαπημένα τῶν πατρίδων μας νερά»

«Νερὰ τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας, καὶ τῆς Αἰγύπτου, ἀγαπημένα τῶν πατρίδων μας νερά»

Νίκου Ὀρφανίδη

Φιλολόγου – Λογοτέχνη

Σκέφτομαι ἐκείνους τοὺς στίχους τοῦ Κωσταντίνου Π. Καβάφη «νερὰ τῆς Κύπρου, τῆς Συρίας, καὶ τῆς Αἰγύπτου, ἀγαπημένα τῶν πατρίδων μας νερὰ» κι ἐκεῖνο τὸν κρυμμένο καημό του, καὶ μαζὶ τὸν καημὸ τοῦ ἐξόριστου Ἑλληνισμοῦ, ποὺ διαπερνᾶ τὸ ποίημα «Ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα.» Ἔτσι βιώνουμε, χρόνια τώρα, αὐτὸν τὸν καημὸ τῆς ἐξορίας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σ’ αὐτὸ τὸ ἔσχατο, πλέον, ὅριο τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ παρέμεινε ἡ Κύπρος, ἔτσι ἐπίμονα, σὲ πεῖσμα τῶν καιρῶν, κι ἂς ξέρουμε κι ἐκεῖνο τὸ ἄλλο τοῦ Καβάφη: «Καὶ τὴν Κοινὴν Ἑλληνικὴ Λαλιά /ὣς μέσα στὴν Βακτριανὴ τὴν πήγαμεν/ὣς τοὺς Ἰνδούς», στὸ ποίημα «Στὰ 200 π. Χ», ἔτσι ἀμέσως σχεδὸν μετὰ τὸ τέλος καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Μικρασίας.

Αὐτὰ σκέφτομαι χρόνια τώρα, ἤμαστε παιδάκια καὶ τώρα φεύγουμε ἀπὸ τὴ ζωή, πάντοτε μὲ ἐκείνη τὴ στυφὴ γεύση στὸ στόμα, ἔτσι ἀναχωροῦμε κάθε φορὰ μὲ ἕνα καημὸ καὶ μιὰ νοσταλγία πηγαίνοντας στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε πάντοτε ψιθυρίζοντας, θλιμμένοι καὶ πονεμένοι, ξανὰ καὶ ξανά: «Τουλάχιστον στὴν θάλασσά μας πλέουμε»

Δὲν ξέρω τί νὰ γράψω πιά, παρακολουθώντας τὰ χρόνια νὰ φεύγουν, μὲ τὸν καημό μας νὰ μᾶς τρώει, μὲ ἐκείνη τὴν ἐπαναλαμβανόμενη ἐγκατάλειψη, ὅπως τὶς μέρες τοῦ ’74, ἐκεῖ στὴν πυροβολαρχία, τότε ποὺ κοιτάζαμε τὸν οὐρανό, μήπως καὶ φτάσουν τὰ Ἑλληνικὰ ἀεροπλάνα.

Εἴμαστε ἕνας λαὸς πονεμένος, καθὼς βιώνουμε μέσα στοὺς αἰῶνες αὐτὴ τὴν ἐξορία, μόνοι καὶ ἔρημοι, κοιτάζοντας τὰ σπίτια μας νὰ ἔχουν πιὰ ἀποδημήσει στὸν οὐρανό, μὲ ἐκείνη τὴν οἴηση τῶν κατακτητῶν, τὴν ὑπεροψία καὶ τὴ μέθη, αὐτὸ ποὺ διέκρινε κάποτε καὶ τὸν βασιλέα Δαρεῖο, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε ξανὰ καὶ πάλι τὸν Καβάφη· τὸν βασιλέα Δαρεῖο, ποὺ τὸν πῆρε καὶ τὸν σήκωσε ἡ Ἱστορία, ὅπως θὰ ἀφανίσει καὶ τοὺς ἄθλιους ποὺ πατοῦν μὲ τόση οἴηση καὶ ὑπεροψία καὶ μέθη τὴν πατρίδα μας.

Αὐτὰ σκέφτομαι ξανὰ καὶ ξανά, μέρες ποὺ εἶναι, ἀκούοντας ἤ προσπαθώντας νὰ ἀφουγκραστῶ τὴ βαρύγδουπη σιωπὴ τῶν πολιτικῶν, ἔτσι ὅπως ἀπέμειναν νὰ φλυαροῦν καὶ κάποτε νὰ φωνασκοῦν, ἀδύναμοι νὰ ἀντιληφθοῦν τὰ μυστικὰ νοήματα τῆς Ἱστορίας. Ὅμως ἡ Ἱστορία πάντοτε παραμονεύει κι ὅσο κι ἂν θέλουμε νὰ τῆς ξεφύγουμε, κάποτε θὰ τὴν βροῦμε μπροστά μας.

Τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ τοὺς ἐπιλήσμονες. Ὅλους τοὺς ἐπιλήσμονες, ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὰ μηνύματα τῶν καιρῶν. Μαζὶ καὶ τὸν καημό μας, τὸν καημὸ τοῦ κατατρεγμένου καὶ σφαγιασμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου Ἑλληνισμοῦ τῆς Κύπρου, ποὺ πορεύεται στοὺς δρόμους τῆς Ἱστορίας ἔτσι μοναχικά, πάντοτε μὲ ἕνα πεῖσμα, ἔτσι ὅπως ἔγραψε κι ὁ Μόντης:

«Χρόνια σκλαβκιὲς ἀτελείωτες

Τὸν πάτσον τζιαὶ τὸν κλῶτσον τους

Ἐμεῖς τζιαμαί, ἐλιὲς τζιαὶ τερατσιές

πάνω στὸν ρότσον τους.»

Ἢ ὅπως ἔγραψε κι ὁ Ἀνδρέας Παστελλᾶς, γράφοντας γιὰ τὸν κόσμο τῆς Κύπρου στὸ ποίημα «Ὁ σκαντζόχοιρος ποὺ ἐπέζησε»:

«Ἐκεῖ ποὺ ὅλοι τὸν εἶχαν ξεγραμμένο

τὸν εὔχονταν γιὰ ξεγραμμένο

ἐρχόταν μόνος.

Μέσα ἀπὸ λοιμούς, λυγμούς

ἰσοπεδώσεις

ἐκχερσώσεις

ἐπιχωματώσεις

ἀργὰ διέσχιζε τὸ δρόμο κουτσαίνοντας.

Λάτρεις κρανοφόροι τοῦ μετάλλου τὸν παραμόνευαν.

Μελανηφόροι πεφυσιωμένοι ἐπιβήτορες τῶν μηχανῶν

ἐπίβουλοι τὸν περίμεναν

βαθιὰ μέσα τους πονώντας γιὰ τὴ χαμένη ἡδονή

Νάτον θὰ πέσει!

Μέσα σὲ πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τόν

περίμεναν.

Ἐκεῖνος προχωροῦσε ἀνέγγιχτος

μὲ χείλι μισάνοιχτο

γκριμάτσα πόνου ἢ χαμόγελο

κάπνιζε τὸ τσιγάρο του

φρενοβλαβής, ἴσως, καὶ περήφανος.»          

Αὐτά, καταθέτοντας ξανὰ τὸν καημὸ ποὺ μᾶς ἀκολουθεῖ στοὺς δρόμους τῆς Ἱστορίας.

 

*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 606-607.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post