Ὁ Ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ
Διακόνου Ἀνδρέα Ματέι
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ, γνωστός καί ὡς Παΐσιος ἁπό τό Νεάμτς (1722-1794), ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιό σημαντικούς πνευματικούς πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνα, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε ἕνα κίνημα πνευματικῆς ἀναγέννησης και ἀναζωογόνησης τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, βασισμένο στήν ἐπιστροφή στούς νηπτικούς Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας καί στήν πρακτική τῆς νοερᾶς ἤ καρδιακῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό τό κίνημα εἴχε εὐρεία πολιτιστική καί ἠθική ἀπήχηση τόσο στή Ρωσία ὅσο καί στίς Ρουμανικές Χῶρες.
Ἔνεκα τῆς βιοτῆς του, ἁγιοκατατάχθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας τό ἔτος 1988. Τήν 20ή Ἰουνίου 1992, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ἐντάχθη καί στό δικό της ἑορτολόγιο, μέ ἡμερομηνία μνήμης τήν 15η Νοεμβρίου. Τά ἱερά του λείψανα ἀνεκαλύφθησαν τήν 23η Σεπτεμβρίου 2013, σέ τάφο πού βρισκόταν στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, τῆς Μονῆς Νεάμτς καί τοποθετήθηκαν τήν 19η Μαΐου 2014 σέ λάρνακα πρός προσκύνηση. Στόν τάφο του εἶναι χαραγμένα στήν ρουμανική καί σλαβονική γλῶσσα τά ἑξῆς λόγια: «Ἐδῶ ἀναπαύεται ὁ μακάριος πατέρας μας, ὁ ἡγούμενος, μεγαλόσχημος καί ἀρχιμανδρίτης Παΐσιος, ὁ Μικρορώσιος (ἀπό την Μικρά Ρωσία), ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος ἀπό τό Ὄρος τοῦ Ἄθω στή Μολδαβία μέ 60 μαθητές, καί ἐδῶ συγκεντρώνοντας πλήθος ἀδελφῶν, ἀνανέωσε τήν κοινοβιακή ζωή, καί ἔτσι μετέβη πρός τόν Κύριο τό ἔτος 1794, 15 Νοεμβρίου, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ εὐσεβοῦς ἄρχοντος Μιχαήλ Σούτσου Βοεβόδα καί τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Ἰακώβου»[1].
Γιά τόν βίο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ὑπάρχουν πολλές πηγές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀναφέρουμε αὐτές πού γράφτηκαν ἀπό τόν μοναχό Βιτάλιο (στή ρουμανική), τόν ἱερομόναχο Μητροφάνη (στή ρωσική), τόν ἱερομόναχο Ἰσαάκ (στή ρουμανική) καί τόν Μητροπολίτη Γρηγόριο Dascălul (στή ρουμανική). Ἀναφέρουμε καί τό πρόσφατο σπουδαῖο ἔργο τό ὁποῖο ἐπανεκδόθηκε γιά τρίτη φορά το 2015 μέ τίτλο «Παΐσιος του Νεάμτς. Ἡ αὐτοβιογραφία καί οἱ βίοι ἑνός ἡγουμένου, συνοδευόμενοι ἀπό τις Μοναχικές Διατάξεις καί ἄλλα κείμενα», μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ π. Ioan I. Ică Jr.
Γεννήθηκε τήν 21η Δεκεμβρίου 1722 σέ λευιτική οἰκογένεια, στήν Πολτάβα τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία τότε βρισκόταν στήν τσαρική Ρωσία καί ὀνομαζόταν Μικρὴ Ρωσία. Στό βάπτισμα ἔλαβε τό ὄνομα Πέτρος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Πέτρο τοῦ Κιέβου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορταζόταν τήν 21η Δεκεμβρίου. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰωάννης, ἐφημέριος στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Πολτάβας καί ἡ μητέρα του Εἰρήνη. Ἦταν τό ἑνδέκατο ἀπό τά δώδεκα ἀδέλφια, μένοντας ὀρφανός ἀπό πατέρα σέ ἡλικία τεσσάρων ἐτῶν. Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι ἀπό μικρή ἡλικία διάβαζε τούς Πατέρες καί αὐτή ἡ ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων ἄναψε μέσα του τήν ἐπιθυμία νά ἐγκαταλείψει τά κοσμικά καί νά ἀκολουθήσει τόν μοναχικό βίο.
Ὅλα τά ἀδέλφια του εἶχαν πεθάνει πρίν ἐκεῖνος συμπληρώσει τήν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν. Μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα, ἡ μητέρα του ἐκάρη μοναχή σέ μία Μονή κοντά στήν Πολτάβα. Παρακολούθησε γιά τέσσερα χρόνια τόν πρώτο κύκλο σπουδῶν στήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Ἔζησε ἔπειτα σέ τρεῖς μονές τῆς Οὐκρανίας: Λιούμπετσκη, Μετβεντόβσκη (ὅπου ἔγινε ρασοφόρος καί ἔλαβε τό ὄνομα Πλάτων) καί Λαύρα Πετσέρσκ (τῶν Σπηλαίων) στό Κίεβο.
Σύμφωνα μέ ὁρισμένες βιογραφικές πηγές, λόγω τοῦ ὅτι δέν ἦταν ἰκανοποιημένος μέ ὅσα βρῆκε στίς μονές τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί λόγῳ τῶν πολιτικοεκκλησιαστικῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ τσάρου Πέτρου τοῦ Μεγάλου (1682-1725) καί τῶν πολιτικοστρατιωτικῶν ἐντάσεων μεταξύ Ρώσων καί Πολωνῶν γιά τήν κατάκτηση τῆς Οὐκρανίας και τέλος, λόγῳ τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ προσηλυτισμοῦ ἀπό τούς Πολωνούς, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν ἀποσύρθηκε μαζί μέ ἕναν φίλο του στή Βλαχία, στίς περιοχές τῆς Βράντσεας (ρουμ. Vrancea) καί τοῦ Μπουζάου (ρουμ. Buzău), ζώντας τρία χρόνια σέ ἠσυχία σέ τρία ἀσκητήρια: Νταλχαούτσι (ρουμ. Dălhăuți) – νομός Βράντσεα, Τραϊστένι (ρουμ. Trăisteni) – νομός Μπουζάου καί Κάρνουλ (ρουμ. Cârnul) – νομός Μπουζάου, τά ὁποῖα καθοδηγοῦνταν τότε, μαζί μέ ἄλλα δέκα ἀσκητήρια, ἀπό τόν μεγάλο πνευματικό ἄνθρωπο, τον ἡγούμενο Βασίλειο ἀπό τήν Ποϊάνα Μάρουλουι (ρουμ. Poiana Mărului). Στήν περιοχή αὐτή εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πολλοί Οὐκρανοί μοναχοί, ἀρκετά χρόνια νωρίτερα.
Σύμφωνα μέ τήν ἄμεση μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόβσκυ, ὁ ἡγούμενος Βασίλειος ἀπό τήν Ποϊάνα Μάρουλουι «ἦταν ἀπαράμιλλος καί ἀσύγκριτος μεταξύ ὅλων στήν κατανόηση τῶν θείων Γραφῶν, τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, στήν πνευματική διάκριση καί στήν τέλεια γνώση τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας. Ἡ φήμη γιά τήν διδασκαλία του καί τίς θεάρεστες ὁδηγίες του γιά τόν δρόμο τῆς σωτηρίας εἶχε διαδοθῆ παντοῦ»[2].
Ἡ Σκήτη Ποϊάνα Μάρουλουι προσέφερε ἐγκαταστάσεις γιά τήν ἀντιγραφή χειρογράφων καί μία καλή πατερική βιβλιοθήκη, καθιστώμενη κέντρο θρησκευτικοῦ πολιτισμοῦ καί σημείο ἀναφοράς γιά τά μοναστικά καθιδρύματα τῆς περιοχῆς. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος προτίμησε νά ζεῖ μοναχικά κοντά στό ἡσυχαστήριο τοῦ γέροντος Βασιλείου. Ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἡγουμένου Βασιλείου, μυήθηκε στήν καρδιακή προσευχή καί στίς ἄλλες πρακτικές τοῦ ἡσυχασμοῦ. Κατά τήν διάρκεια αὐτή ἔμαθε καί τήν ρουμανική γλῶσσα.
Ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰῶνα εἰσήχθησαν στίς ρουμανικές χῶρες ὁ ἡσυχασμός καί γενικά ἡ φιλοκαλική πνευματικότητα καί παρέμειναν ἀδιάκοπη πραγματικότητα ὅλους τούς ἐπόμενους αἰῶνες, χάρη στήν αὐτονομία ποὺ μπόρεσαν νά διατηρήσουν αὐτές οἱ χῶρες καί χάρη στίς στενές σχέσεις τους μέ τό Ἅγιον Ὄρος. Ἔνεκα αὐτῆς τῆς αὐτονομίας, τῆς ἀνάπτυξης τῆς μοναστικής ζωῆς, τῆς πλούσιας ἀντιγραφῆς χειρογράφων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητος καί ἀργότερα τῆς ἐκτύπωσης βιβλίων αὐτοῦ τοῦ περιεχομένου, ἐκ τῶν ὁποίων πολλά μπόρεσαν νά σταλοῦν καί στό ἐξωτερικό, μπόρεσε νά διατηρηθεῖ ἀδιάκοπα ἡ πνευματικότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων σ’ αὐτόν τόν μοναχισμό.
Στό πλαίσιο τῶν καλῶν σχέσεων τῶν δύο παραδουνάβιων ρουμανικῶν Ἡγεμονιῶν (Μολδαβία και Βλαχία) μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τῆς συνεχοῦς ροῆς μοναχῶν πρός ἀμφότερες τίς κατευθύνσεις, τό καλοκαίρι τοῦ 1746, σέ ἡλικία 24 ἐτῶν, ὁ νεαρός Πλάτων πορεύθη πρός τό Ὄρος Ἄθω, ὅπου παρέμεινε 17 χρόνια.
Στήν ἀρχή ἔζησε σέ ἕνα ἀπόμερο μέρος, ὀνομαζόμενο Κυπαρίσσι, ὅπου ζοῦσαν μοναχοί σλαβικῆς καταγωγῆς, τό ὁποῖο ἀνήκε στή Μονή Ἰβήρων. Τό 1750, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος ὁ πνευματικός του πατέρας, ὁ ηγούμενος Βασίλειος από τήν Ποϊάνα Μάρουλουι, ὁ ὁποῖος τόν ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς του τό ὄνομα Παΐσιος. Ἦταν 28 ἐτῶν. Ἀργότερα μετεκόμισε μέ ἄλλους μοναχούς στό κελλί τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τό ὁποῖο ἀνήκε στή Μονή Παντοκράτορος.
Τό 1758, σέ ἡλικία 36 ἐτῶν, ἔλαβε τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης στό Ὄρος Ἄθω. Εἶχε μία πνευματική ζωή τόσο ὑψηλή καί βαθιά, ὥστε προσέλκυσε ὑπό τήν καθοδήγησή του πολλούς μαθητές καί μοναχούς πού ζοῦσαν στά κελλιά καί τά ἡσυχαστήρια τῆς περιοχῆς. Αὐτό ὁδήγησε στήν αὔξηση τῆς μοναστικῆς κοινότητας καί ἔτσι ὑπήρξε ἡ ἀνάγκη ἀνέγερσης μιᾶς σκήτης: τήν σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὅπου καί ἔζησε μέ τούς μαθητές του.
Στό Ἅγιον Ὄρος ἔμαθε τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα ἀπό ἕναν ἀπό τούς μαθητές του, τόν Μακάριο Δάσκαλου (ρουμ. Dascălu), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Τρανσυλβανία καί εἶχε σπουδάσει τήν ἑλληνική γλῶσσα στήν Ἡγεμονική Ἀκαδημία κοντά στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στό Βουκουρέστι.
Μετά ἀπό 17 χρόνια ἐγκαταβίωσης στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποφάσισε νά μεταβεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στή Μολδαβία. Ὁ χώρος πού προσφερόταν στό Ὄρος Ἄθω δέν ἦταν ἐπαρκής γιά τήν ἀδελφότητά του. Ἐπίσης, ἡ προσπάθεια νά ἀποκτήσει τή Μονή Σίμωνος Πέτρας γιά τή μοναστική του κοινότητα ἀπέτυχε λόγῳ τῶν μεγάλων χρεῶν τῆς Μονῆς πρός τίς ὀθωμανικές ἀρχές.
Ἔχοντας ἀνάγκη μιᾶς μεγαλύτερης Μονῆς γιά τήν ἀδελφότητά του, τό 1763 ἐπέστρεψε στή Βλαχία, στή Σκήτη Βαρζαρέστι (ρουμ. Vărzărești), στήν περιοχή Μπουζάου. Δέν μπόρεσε νά μείνει πολύ καιρό ἐδῶ ἐπειδή ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος Β΄, μάλλον κατόπιν τῶν ἐπιμονῶν τοῦ Φαναριώτη ἡγεμόνα Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, ἀρνήθηκε στόν Παΐσιο τήν περαιτέρω παραμονή στά μοναστικά καθιδρύματα τῆς ἐπαρχίας του. Ἔτσι, κατευθύνθηκε στά βόρεια τῆς Μολδαβίας, ὅπου ὁ Μητροπολίτης Γαβριήλ Καλλιμάχης (ρουμ. Gavriil Callimanchi) τοῦ προσέφερε τή Mονή Δραγομίρνα (ρουμ. Dragomirna). Ἐδῶ ἔλαβε τό μεγάλο σχήμα ἀπό τόν φίλο του Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τόν ἐπισκέφθηκε στην Δραγομίρνα. Μέ τόν Ἀλέξιο ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶχε φύγει ἀπό τό Κίεβο γιά τή Βλαχία. Στή Δραγομίρνα ἔζησε γιά 12 χρόνια, ἐφαρμόζοντας ἕνα πρόγραμμα πνευματικῆς ἀνανέωσης, βασισμένο σέ 28 σημεῖα μέ κάποιες κύριες διατάξεις γιά τήν ἀδελφότητά του: κοινοβιακή ζωή, προσευχή, ὑπακοή, πενία, ταπείνωση, ἐργασία στό χωράφι ἤ στά ἐργαστήρια τῆς Μονῆς, καθημερινές ἀκολουθίες, φροντίδα τῶν ἀσθενῶν, ἐξομολόγηση, μετάφραση καί ἐξήγηση τῶν πατερικῶν κειμένων. Στή Δραγομίρνα ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν του ἔφτασε τούς 350.
Τό 1775, μετά τήν κατάληψη τοῦ βορείου τμήματος τῆς Μολδαβίας (Μπουκοβίνα) ἀπό τήν Αὐστροουγγρική Αὐτοκρατορία, ἡ μοναστική κοινότητα ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ ἡγουμένου Παϊσίου ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τή μονή Δραγομίρνα. Γιά τέσσερα χρόνια (1775-1779), οἱ μοναχοί ἔμειναν στή Μονή Σέκου.
Στή συνέχεια, ὁ ἡγούμενος Παΐσιος μετεκόμισε μέ ἕνα μέρος τῶν μοναχῶν στή μονή Νεάμτς, καθοδηγώντας τίς δύο κοινότητες μέχρι τόν θάνατό του, στίς 15 Νοεμβρίου 1794 (γιά 15 χρόνια).
Κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰῶνα, ἡ μονή Νεάμτς ἔγινε τό κέντρο τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἕνα διδασκαλεῖο ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί πνευματικοῦ πολιτισμοῦ γιά ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ἔφτασε περίπου τούς 700: Ρουμάνους τῆς Βλαχίας, τῆς Μολδαβίας καί τῆς Τρανσυλβανίας, Ρῶσους, Λευκορώσους, Οὐκρανούς, Ἕλληνες, Σέρβους, ἀκόμη καί ἐκχριστιανισμένους Ἑβραίους, διαμορφώνοντας μία πολυεθνική κοινότητα. Ἑκατοντάδες ἄλλοι μοναχοί ζοῦσαν στά μοναστήρια τῆς περιοχῆς. Ἐτσι, δημιουργήθηκε ἕνα πραγματικό κίνημα ἀνανεώσεως τῆς μοναστηριακῆς ζωῆς.
Ἡ ουσία τῆς πνευματικῆς ἀναζωογόνησης ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι θεμελίωσε τήν κοινοβιακή μοναχική ζωή πάνω σέ τρία κεντρικά στοιχεῖα: τήν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν μετάφραση τῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τήν καρδιακή ἤ νοερά προσευχή. Αὐτά τά στοιχεῖα εἶχαν βαθιές συνέπειες γιά τήν ὀργάνωση τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς καί τῆς προσωπικῆς ἄσκησης. Συνήθιζε νά λέει ὅτι ἄν μειωθεῖ ἡ δίψα γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή γιά τή μελέτη τῆς Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων, τότε ἡ ἀδιαφορία καί οἱ διαμάχες θά ἐμφανισθοῦν μεταξύ τῶν ἀδελφῶν, καί θά χαλαρώσει ὁ ζῆλος γιά τόν Κύριο.
Μία ἀπό τίς ξεχωριστές πτυχές τῆς μοναστικῆς κοινότητας ποὺ ἡγείτο ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἦταν τό πνευματικό πόνημα τῆς μετάφρασης τῶν πατερικῶν καί μεταπατερικῶν ἔργων ἀπό τήν ἑλληνική γλῶσσα στή σλαβονική καί ρουμανική γλῶσσα. Διασώζονται περίπου 300 χειρόγραφα ἀπό τήν ἐποχή του, ἐκ τῶν ὁποίων 53 εἶναι γραμμένα ἀπό τόν ἴδιο[3].
Τά πρωτότυπα χειρόγραφα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου διατηροῦνται κατά κύριο λόγο στή μονή Νεάμτς: 41 στή μονή Νεάμτς, 8 στή Ρωσία στήν Ἁγία Πετρούπολη, 2 στή Βιβλιοθήκη τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας, 1 στό Κισινάου (ρουμ. Chișinău, πρωτεύουσα τῆς σημερινῆς Μολδαβίας), στή βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Νέου Νεάμτς καί 1 στή Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Σέκου.
Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἔργα ποὺ μετέφρασε ὁ Ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ ἀπό τήν ἑλληνική στή σλαβονική γλῶσσα, στή Μονή Νεάμτς, ἦταν ἡ Φιλοκαλία. Αὐτή ἐκτυπώθηκε τό 1793, στήν Ἁγία Πετρούπολη. Διαδόθηκε σ’ ὅλη τή Ρωσία, σέ ἐκκλησιαστικούς καί πολιτιστικούς κύκλους. Τό 1857, ἐκδόθηκε ἡ δεύτερη ἔκδοση στή σλαβονική γλῶσσα ἀπό τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο Μπριαντσιανίνωφ καί ἀργότερα, τό 1867, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος τήν δημοσίευσε σέ ρωσική μετάφραση.
Κατά τήν ἡγουμενία τοῦ Παϊσίου, στή μονή Νεάμτς πραγματοποιήθηκε μετάφραση τῆς Φιλοκαλίας ἀπό τήν ἑλληνική στή ρουμανική γλῶσσα, ἀλλά αὐτή δέν ἐκτυπώθηκε, παραμένοντας χειρόγραφο.
Ὅσον ἀφορά τήν πρακτική τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὁ στάρετς (ἡγούμενος) Παΐσιος ἔγραψε δύο ἔργα: α) Σύγγραμμα περί τῆς νοερᾶς προσευχῆς (γράφτηκε ὡς ἀπάντηση πρός ἕνα φιλόσοφο Οὐκρανό μοναχό ποὺ ἀμφισβητοῦσε αὐτήν τήν πρακτική), στήν Δραγομίρνα τό 1770, καί β) Βεβαίωση/Υπεράσπιση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, στή Μονή Νεάμτς τό 1793.
Αὐτό ποὺ προσέφερε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στόν ρουμανικό μοναχισμό δέν εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τήν καρδιακή προσευχή τοῦ Ἰησοῦ — ἐφόσον αὐτή ἡ πρακτική (και γενικά ὁ ἠσυχασμός) ἦταν πάντοτε ζωντανή ἀνάμεσα στίς χιλιάδες τῶν ἡσυχαστῶν που ζούσαν στά βουνά τῶν ρουμανικῶν χωρῶν —, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή αὐτῆς τῆς προσευχῆς στήν κοινοβιακή ζωή. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, πέτυχε νά ἀναζωογονήσει τήν ἡσυχαστική πνευματικότητα καί, μέσω αὐτῆς, νά ἀναζωογονήσει καί τήν κοινοβιακή ζωή.
Ἕνα δεύτερο στοιχεῖο προσφορᾶς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ἦταν ἡ παρότρυνση ποὺ ἔδωσε στούς μαθητές του γιά τή μετάφραση τῶν φιλοκαλικῶν συγγραμμάτων ἀπό τήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἀλλά οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές τίς μεταφράσεις ἦταν μάλλον μία ἀναθεώρηση παλαιότερων μεταφράσεων ὑπό τό φῶς τῶν ἑλληνικῶν κειμένων, ἀναθεώρηση ποὺ συχνά γινόταν, ὅταν ἐπρόκειτο γιά παλαιές σλαβονικές μεταφράσεις, ὄχι μόνο μέ βάση τά ἑλληνικά κείμενα, ἀλλά καί μέ βάση τίς ὑπάρχουσες ρουμανικές μεταφράσεις. Ὁ ἴδιος ὁ Παΐσιος συμμετεῖχε σέ αὐτή τήν ἐργασία μετάφρασης. Στήν πραγματικότητα, ἡ συμβολή του δέν ἦταν τόσο μία ἀνανέωση ἤ ἐμβάθυνση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά περισσότερο μία πολιτιστική συνεισφορά, πολλαπλασιασμοῦ, ἀναθεώρησης καί διάδοσης τῶν πνευματικῶν συγγραμμάτων[4].
Διακ. Ἀνδρέας Ματέι, «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ», Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, αρ. 134 (Φθινόπωρο 2024), σ. 80-85.
[1] Valentina Pelin, Paisianismul în contextul cultural și spiritual sud-est și est european (secolele XVIII-XIX), Ἔκδ. Pontos, Chișinău 2014, σ. 50.
[2] „Autobiografia unui stareț”, στό Paisie de la Neamț. Autobiografia și viețile unui stareț urmate de Așezăminte și alte texte, γ΄ ἔκδοση, ἐμπλουτισμό, ἐπιμέλεια καί παρουσίαση ἀπό τόν Διάκονο π. Ioan I. Ică jr, Ἔκδ. Deisis, 2015, σ. 202
[3] Valentina Pelin, ὄ.π., σ. 79.
[4] Pr. Prof. Dumitru Stăniloae, Din istoria isihasmului în Ortodoxia română, στή Filocalia, vol. VIII, Ἔκδ. IBMBOR, București 1979, σ. 582.
Πρώτη ανάρτηση στην ιστοσελίδα 14 Νοεμβρίου 2024