“7 Δεκεμβρίου 1974, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Κύπρο. Διδάγματα για το παρόν.”

“7 Δεκεμβρίου 1974, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Κύπρο. Διδάγματα για το παρόν.”

7 Δεκεμβρίου 1974, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Κύπρο.

Διδάγματα για το παρόν.

Ομιλία σε εκδήλωση του ΠΕΑΜ στη Λευκωσία.Τρίτη 8/12/2015

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου.

 

      Μέσα στη μακραίωνη ιστορία του Ελληνισμού, η 7η Δεκεμβρίου 1974, δεν είναι μονάχα ένας ευδιάκριτος σταθμός. Είναι προ πάντων ένα σύμβολο. Σύμβολο εθνικής αρετής και αξιοπρέπειας. Πίστης σε αξίες και θέλησης για ευόδωση και ολοκλήρωση του αγώνα.

          Είναι αδύνατο όποιος δεν έζησε την ημέρα εκείνη να καταλάβει το μεγαλείο της. Γι’αυτό και θα αφιερώσω λίγο χρόνο για να θυμίσω εκείνη τη μυσταγωγία, με μύστη και μυσταγωγό τον Εθνάρχη Μακάριο. Εκατόν σαράντα σκληρές μέρες, από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 15ης Ιουλίου που άφηνε την Κύπρο χωρίς την προστατευτική παρουσία του Εθνάρχη της, έσβησαν μπροστά στην 7η Δεκεμβρίου 1974, την οποία εξαϋλωνε η σεπτή παρουσία Εκείνου. Ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου μέσα στο οποίο ελικνίζετο ο Κυπριακός λαός και επαρηγορείτο η τραυματισμένη του ψυχή στις ατέλειωτες εφιαλτικές μέρες που προηγήθηκαν.

      Βγαίνοντας από το κατεστραμμένο από τους εθνικάφρονες γραφείο του, στον εξώστη της Αρχιεπισκοπής, έμοιαζε ο Μακάριος με τον μαρμαρωμένο βασιλιά που ερχόταν από τα βάθη της Ιστορίας και εισερχόταν στον ναό του εθνικού λυγμού και σπαραγμού, του πόνου και του παραπόνου. Του λυγμού και του σπαραγμού για τους νεκρούς και αγνοούμενους˙ του ανείπωτου πόνου για τα αντίσκηνα και τα συσσίτια˙ του παραπόνου για τον εθνικό εξευτελισμό. Ερχόταν για να συνεχίσει την μεγάλη λειτουργία που ξεκίνησε χρόνια πολλά πριν και που διεκόπη την αποφράδα εκείνη μέρα του Ιουλίου.

          Όλο εκείνο το πλήθος, που συγκεντρώθηκε τότε στην Αρχιεπισκοπή, στους γύρω δρόμους και στις στέγες των σπιτιών, αγνοώντας, ή μάλλον θέλοντας να αγνοεί τις νέες πραγματικότητες, τον έβλεπε σαν τον λευκοφόρο άγγελο του τάφου του Χριστού, που θα κήρυσσε, όπως και εκείνος τότε στις Μυροφόρες, την ανάσταση. Πάνω από τα άτεγκτα γεγονότα, που καταγράφει και επεξεργάζεται η λογική, υπάρχει και το συναίσθημα, που θερμαίνει και εμψυχώνει ένα λαό και στις κρίσιμες ώρες τον σπρώχνει στην πάλη για φυσική και εθνική επιβίωση. Και ο Μακάριος τότε ήταν για τον λαό του η ενσάρκωση των ιδανικών της πίστης και της πατρίδας που δεν ετάφησαν κάτω από τα ερείπια που άφησε η προδοσία. Τον έβλεπαν σαν άνοιξη ύστερα από μια μακροχρόνια βαρυχειμωνιά. Σαν ήλιο που ανέτελλε ύστερα από τη φοβερή εκείνη δύση του Ιουλίου, σαν γλυκοχάραμα εωθινό που έφερνε τέλος στην απογοήτευση και στην ανασφάλεια.

          Όσο εκινείτο από το ένα άκρο του εξώστη στο άλλο για να χαιρετήσει το πλήθος, κάτω από τις παρατεταμένες ιαχές και τα χειροκροτήματα του λαού, ένοιωθες, χωρίς καμιά δυσκολία, ότι ποτέ άνθρωπος δεν βρέθηκε σε τραγικότερη θέση. Εκείνα τα μάτια, που μέχρι πριν λίγους μήνες αγκάλιαζαν την ήμερη γη, τα όμορφα ακρογιάλια, τους εύφορους κάμπους, τους εργατικούς ανθρώπους, κατάντησαν τώρα πηγές δακρύων. Προσπαθούσε να μη διαψεύσει τον εμψυχωτικό τόνο της ομιλίας του με κάποιο λυγμό που να του ξέφευγε, παρόλο που ό,τι έβλεπε, και περισσότερο ό,τι διαισθανόταν, δικαιολογούσαν θρήνο και κλαυθμό και οδυρμό πολύ. Ως υπόκρουση των λόγων του ακούονταν, ευκρινώς, οι λυγμοί του πλήθους, παρά τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες άλλων. Λαός και ηγέτης συντονίζονταν˙ συνιστούσαν μιαν ενιαία οντότητα, ένα αδιάσπαστο σύνολο.

        Με την παρουσία αλλά και τον εμψυχωτικό λόγο του έδωσε τότε ο Μακάριος κουράγιο στους αδικημένους, ενέπνευσε περηφάνεια στους ταπεινωμένους, έδωσε στους Έλληνες ελπίδα. Ο πόνος μετεβλήθη σε πείσμα για αγώνα, σε συναίσθηση της οφειλής για ανατροπή των τετελεσμένων της βίας, σε διάθεση αμνήστευσης, όχι λήθης, της προδοσίας και πορείας προς τα εμπρός.

         Παρελάμβανε ένα κράτος υπό διάλυση μετά την προδοσία της Χούντας και την εισβολή της Τουρκίας. Εκαλείτο να διαχειριστεί τα συντρίμμια του πολέμου, την αλαζονεία των Τούρκων, τη δυσπιστία των αμετανόητων της ΕΟΚΑ Β΄, τις μεθοδεύσεις των «συμμάχων». Καταλάβαινε ότι χρειαζόταν πρωτ’απ’όλα σύνεση για να  αποφευχθούν οι ακρότητες και να κρατηθεί το μέτρον. Απαιτείτο μετριοπάθεια για να περισταλεί η παραφορά. Υπήρχε ανάγκη γρηγορούσας συνείδησης για να γίνει αντιληπτή η ευθύνη. Από την άλλη ήξερε πως η προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες δεν είναι μόνο αξίωμα της βιολογίας αλλά και ύψιστη αρετή ενός εθνικού ηγέτη με μόνιμο κριτήριο την επιβίωση του λαού του και το ξεπέρασμα των κινδύνων. Γι’αυτό και εκείνη η ομιλία του ήταν ταυτόχρονα πρόγραμμα και κήρυγμα και εξομολόγηση και υποθήκη˙ διδάγματα για το μέλλον.

    Προσφέρει πρώτα κλάδο ελαίας διακηρύσσοντας έμπρακτα πως όταν κινδυνεύει η πατρίδα όλα τα άλλα παραμερίζονται. Κοινοποιεί, ύστερα, την πρόθεσή του να επισκεφθεί όλους τους καταυλισμούς για να στηρίξει με την παρουσία του τους πρόσφυγες, να παρηγορήσει χήρες και ορφανά του πολέμου, να εμψυχώσει γονείς και συγγενείς των αγνοουμένων. Εξαγγέλλει, κατόπιν, πρόθεση για λήψη μέτρων για την επιβίωση του λαού σε συνθήκες υποφερτής προσωρινότητας μέχρι τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την επιστροφή στις εστίες τους.

    Και πράγματι! Από την άλλη μέρα επισκέπτεται, κατώδυνος την ψυχήν, όλους τους καταυλισμούς των προσφύγων. Σε κάθε έναν από αυτούς αφήνει και ένα μέρος της καρδιάς του, μέχρις ότου ό,τι απέμεινε δεν μπόρεσε να τον κρατήσει στη ζωή και τον οδήγησε, πριν κλείσει τα 64 του χρόνια, στον τάφο. Μετατρέπει την Κύπρο σ’ένα απέραντο εργοτάξιο, μέσα στο οποίο χωνεύτηκε ως ένα βαθμό ο πόνος και το πένθος του ξεριζωμού. Και όλα αυτά μ’ένα κράτος χωρίς σοβαρές υποδομές, οικονομικά εξαντλημένο και με μιαν διεθνή βοήθεια πολύτιμη μεν, αλλά φειδωλή και συχνά δεσμευτική.

        Παράλληλα, βλέποντας ξεκάθαρα τους στόχους της Τουρκίας, δεν παρέλειπε σε κάθε προσφερόμενη περίπτωση να προτρέπει για αντίσταση, κηρύσσοντας ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή τον μακροχρόνιο αγώνα. Με τη νέα εμπειρία της ζωής του μπόρεσε να βγει έξω από τον χρόνο που προσδιορίζει ασφυκτικά το μήκος μιας ανθρώπινης ζωής και να αντιμετωπίσει το εθνικό πρόβλημα με το χρονόμετρο της αιωνιότητας. Συνειδητοποίησε ότι ο Ελληνισμός πορεύεται με τη δυναμική του ιστορικού βάθους, ανεξάρτητα από το μήκος της πορείας, με την ελπίδα, πάντοτε, για προσπέλαση σε χρόνους ευχερείς. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις υποθηκεύουν το μέλλον κι η ενδοτικότητα οδηγεί στην υποτέλεια και στην παρακμή. Δεν ήταν για τον Μακάριο άγνωστος και απαράδεκτος ο συμβιβασμός. Απαράδεκτη ήταν η μετάφραση του συμβιβασμού σε πλήρη υποταγή που, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, θα υπονόμευε τα θεμέλια του μέλλοντος της Κύπρου. Σ’ όσους επείγονταν για λύση και αδιαφορούσαν για το περιεχόμενό της έλεγε: «… Η μόνη προσφερομένη σύντομος λύσις είναι η αναγνώρισις και αποδοχή της ντε φάκτο καταστάσεως. Ποία όμως η ωφέλεια εκ της τοιαύτης συντομίας; Μήπως δια να αποφευχθή η Τουρκοποίησις των κατεχομένων εδαφών μας; Αλλά θα γίνη τότε τη συγκαταθέσει μας και διά της υπογραφής μας. Μήπως διά να αισθανώμεθα ασφαλείς εις το υπόλοιπον τμήμα της νήσου; Πιστεύω, αντιθέτως, ότι η νομιμοποίησις των τετελεσμένων γεγονότων θα διεγείρη την Τουρκικήν βουλιμίαν και θα ενθαρρύνη τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας εις την Κύπρον…»(Σαφής προειδοποίηση που δεν την ακολουθήσαμε. Δεχθήκαμε σχεδόν όλες τις απαιτήσεις της Τουρκίας και εκείνη συνεχώς προβάλλει άλλες). Οι μεγαλύτεροι θυμούμαστε πως θέλοντας ο Μακάριος να επισπεύσει τη λύση του προβλήματός μας μ’ έναν έντιμο συμβιβασμό, έδωσε πίστη στις υποσχέσεις των Αμερικανών ότι θα πίεζαν αποτελεσματικά την Τουρκία και δέχτηκε να αρχίσουν συνομιλίες, με συγκεκριμένους όρους, με τον εκπρόσωπο της κατοχής. Αντελήφθη αμέσως, όμως, ότι η Τουρκία επεδίωκε τον διάλογο για να θέτει νέες διεκδικήσεις και για να αποκοιμίσει τον διεθνή παράγοντα που είχε ακόμα έντονη τη θύμηση των φρικαλεοτήτων της εισβολής. Κατάλαβε πως η Τουρκία εξελάμβανε κάθε παραχώρηση ως αδυναμία και έτσι ενθαρρυνόταν να επανέρχεται δριμύτερη με νέες διεκδικήσεις. Γι’αυτό και διακήρυξε ξεκάθαρα, ότι ένας αγώνας απελευθέρωσης δεν διεξάγεται με συνεχείς υποχωρήσεις ούτε και με θωπείες προς τον κατακτητή. Στην τελευταία ομιλία του προς τον λαό στις 20 Ιουλίου 1977, λίγες μέρες πριν τον αδόκητο θάνατό του, άφησε την υποθήκη για μακροχρόνιο αγώνα, μέχρι που να δημιουργηθούν οι συνθήκες που να αναγκάζουν την Τουρκία να συγκατανεύσει σε λύση που δεν θα υποθήκευε το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.

Πόσο τον ακούσαμε; Πόσο παραμείναμε στις θέσεις και τις υποδείξεις του;

          Λάθη και παραλείψεις έγιναν έκτοτε πολλά. Άλλοτε από τις πιέσεις των ξένων και τις κακές εκτιμήσεις της δικής μας πλευράς και άλλοτε από μιαν ανεξήγητη ευκαμψία κάποιων ηγετών μας προς τα κελεύσματα της Τουρκίας και των ξένων. Μέγιστο λάθος, θα συμφωνείτε, ήταν η αποδοχή, το 1990, της λεγόμενης «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» ως της μορφής της επιδιωκόμενης λύσης. Μιας λύσης κάτω από την ομπρέλα της οποίας περιλαμβάνονται όλες οι διαχρονικές διεκδικήσεις της Τουρκίας. Μιας λύσης που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό του Ελληνισμού της Κύπρου από τη γη των πατέρων του. Και το χειρότερο, κάναμε την επιδίωξη αυτής της εκτρωματικής λύσης λάβαρο του αγώνα μας. Μπορούσε ο Μακάριος να δεχθεί ποτέ τέτοια λύση; Ασφαλέστατα όχι. Ούτε εκείνος, ούτε ο Σπύρος Κυπριανού, που τον διαδέχτηκε στην Προεδρία του κράτους, δέχτηκαν ποτέ κάτι τέτοιο. Όσοι επιμένουν να του φορτώνουν την αποδοχή της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ψεύδονται ασύστολα. Τους διαψεύδουν τα κείμενα. Ο όρος αυτός μπήκε στις επιδιώξεις μας από το 1990, όταν εμφανίστηκαν «πρόεδροι λύσης». Η κατρακύλα των υποχωρήσεων δεν έχει από τότε σταματημό.

Σιγά – σιγά προσεγγίσαμε τις θέσεις των Τούρκων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι προβάλλουν συνεχώς νέες αξιώσεις. Απαλλάξαμε την Τουρκία από την ευθύνη της κατοχής, το έγκλημα του εποικισμού, τους φόνους τόσων πολιτών, την ομηρία του τόπου μας, αφού την κρατήσαμε μακρυά από τις συνομιλίες ως ένα τρίτο, ξένο, παρατηρητή.. Και τ’ αποτέλεσμα; Αντιστρέφουν τους όρους, αποδίδοντας σ’ εμάς αδιαλλαξία και απροθυμία επίλυσης του προβλήματος και προβάλλουν αξιώσεις διάλυσης της Κρατικής μας οντότητος, του κυριότερου στηρίγματος του αγώνα μας.

          Παρήγορη παρένθεση της νοοτροπίας των συνεχών υποχωρήσεων που κάποιοι καλλιέργησαν στον λαό ήταν η απόρριψη του σχεδίου Ανάν το 2004. Η αρνητική τοποθέτηση του Κυπριακού Ελληνισμού έναντι του σχεδίου Ανάν έδωσε το στίγμα της εθνικής αλλά και της απλής ανθρώπινης αξιοπρέπειάς μας.

      Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν ήταν ξεκάθαρο ότι σήμαινε και την απόρριψη εκ μέρους του Κυπριακού Ελληνισμού και όλων των υποχωρήσεων που έγιναν εκ μέρους της πλευράς μας μέχρι τότε και που κωδικοποιούνταν σ’αυτό. Κι ήταν ένα σαφές μήνυμα προς την ηγεσία και την Κυβέρνησή μας ότι θα’πρεπε να επιδιώξουν επανατοποθέτηση του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής.

      Δυστυχώς δεν αξιοποιήσαμε και δεν διαχειριστήκαμε σωστά την ετυμηγορία του λαού. Η ομοβροντία των επικρίσεων από το σύνολο, σχεδόν, των Κυβερνήσεων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και άλλων χωρών, καθώς και της αντιπολίτευσης στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά και από τη συμπολίτευση στην Κύπρο που άρχισε να εργάζεται για να «τσιμεντώσει το ναι», δημιούργησαν ένα πλέγμα φοβίας στην Κυβέρνηση που την οδήγησε σε απολογία, μάλλον, παρά σε πρωτοβουλία για καλή διαχείριση του ΟΧΙ. Αντί της επιδίωξης της πολιτικής της διεθνοποίησης του Κυπριακού, επιστρέψαμε στις διακοινοτικές συνομιλίες. Εγκλωβιστήκαμε και πάλιν στις επιδιώξεις της Τουρκίας και των συμμάχων της. Οι διακοινοτικές συνομιλίες, από τη φύση τους, περιορίζουν το πρόβλημα στο επίπεδο των δυο κοινοτήτων και ανατρέπουν τον διακρατικό χαρακτήρα που έχει η διεθνοποίηση. Την Κύπρο δεν την κατέχει η άλλη κοινότητα του νησιού, οι Τουρκοκύπριοι. Την κατέχει η Τουρκία. Με τις διακοινοτικές συνομιλίες η Τουρκία εμφανίζεται αποστασιοποιημένη. Απαλλάσσεται και της ενοχής για την εισβολή και την κατοχή αλλά και της ευθύνης για αποκατάσταση της νομιμότητας.

          Οι διακοινοτικές συνομιλίες βολεύουν, εκτός από την Τουρκία, και τους ξένους. Για τις μεγάλες δυνάμεις, και κάθε τρίτο, οι συνομιλίες αυτές είναι το τέλειο άλλοθι που τους απαλλάσσει από την πίεση για υποστήριξη του δικαίου. Αφού τα δυο μέρη συνομιλούν, διατείνονται, θα οδηγηθούν κάποια μέρα σε κάποια λύση.

     Ορρωδήσαμε μπροστά στις δυσκολίες και παρασυρθήκαμε, δυστυχώς, στην ευκολία των διακοινοτικών συνομιλιών. Στρουθοκαμηλίσαμε ακόμα μια φορά. Παραβλέψαμε το πρόβλημα κι αφεθήκαμε στα χέρια της Τουρκίας και των συμμάχων της. Η διεθνής κοινότητα δεν θυμάται τι έγινε το 1974. Για να υπενθυμιστεί αυτό το γεγονός, της κατάφωρης παραβίασης κάθε αρχής δικαίου, χρειάζονται αγώνες. Κι εδώ χωλαίνουμε. Οι εύκολοι τρόποι, όμως, δεν μπορούν να μας εξασφαλίσουν τη λύση που επιθυμούμε και η οποία θα διασφαλίζει την παραμονή μας στη γη των πατέρων μας.

       Έκτοτε πηλοβατούμε στον βάλτο των διακοινοτικών συνομιλιών. Φαίνεται πως δεν έχουμε συναίσθηση της κατάστασης. Ούτε και καταλάβαμε τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Γιατί αν συναισθανόμασταν τον βρόγχο που ετοιμάζει για μας, θα προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να τον αποφύγουμε. Άλλαξαν στ’αλήθεια σήμερα, οι μόνιμες επιδιώξεις της Τουρκίας σε σχέση με την Κύπρο;

     Γράφει ο Περικλής Νεάρχου ότι λίγο μετά την εισβολή, αντιπροσωπεία Τουρκοκυπρίων επεσκέφθη τον πρωθυπουργό της εισβολής, Ετζεβίτ, και του ζήτησε να ανακηρύξει επισήμως τη διχοτόμηση, όπως ήταν ο Τουρκικός στόχος μέχρι τότε. Ο Ετζεβίτ τους απάντησε ότι μετά την εισβολή, που είχε κάνει πράξη τη διχοτόμηση, δεν συνέφερε πλέον στην Τουρκική πλευρά η διχοτόμηση. Τους είπε ότι μια λύση χωριστού κράτους και συνομοσπονδίας, υπό την εγγύηση της Τουρκίας, θα εξασφάλιζε καλύτερα τα Τουρκικά συμφέροντα, εφόσον η Τουρκική πλευρά θα είχε «ίσο» λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και ταυτόχρονα θα επιτυγχανόταν γεωπολιτική έξωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο. Συμπλήρωνε επί πλέον: «Μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτή την προοπτική για τον έλεγχο στο μέλλον ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία»(Π.Νεάρχου, «Η Ελλάδα σε κίνδυνο»,σελ.170).

         Μεθοδεύουν έκτοτε, οι Τούρκοι, σταθερά και απροκάλυπτα την επίτευξη του τελικού στόχου τους. Προβάλλουν τώρα, ως ενδιάμεσο σταθμό, τη λύση «δύο ίσων κρατών», με «ίση» κυριαρχία, με τη μορφή μιας διζωνικής ομοσπονδίας με «πολιτική ισότητα» που ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με συγκεκαλυμμένη συνομοσπονδία δύο ισοκυρίαρχων κρατών. Διεκδικούν επίσης δικαιώματα εγγυήτριας δύναμης και παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο στο διηνεκές. Όσοι, λοιπόν, από τους ηγέτες μας, επισείουν τον κίνδυνο της διχοτόμησης, αν δεν κάμουμε κι άλλες υποχωρήσεις, πλανώνται οι ίδιοι, ή θέλουν να παραπλανήσουν τον λαό.

          Μέσα σ’αυτά τα πλαίσια του μόνιμου στόχου της, η  Τουρκία αρνείται επίμονα, παρά το ότι θέλει να προωθήσει την ενταξιακή της πορεία προς την Ευρώπη, όχι μόνο να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο αλλά και να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να ανοίξει τα αεροδρόμια και τα λιμάνια της σε Κυπριακά αεροπλάνα ή πλοία. Και εμείς ανεξήγητα συναινούμε στις αποφάσεις των άλλων χωρών μελών της Ε.Ε., για προώθηση της ένταξής της, έστω και αν οι Τούρκοι παρουσιάζουν την Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσα.

        Απόδειξη της απομάκρυνσής μας από το μέτρο και την πολιτική κρίση του Μακαρίου απετέλεσε και η φρενίτιδα που κατέλαβε τους πλείστους των ηγετών μας και μέρος του λαού, με την ανάδειξη στην ηγεσία των κατεχομένων του Ακκιντζί. Προηγήθηκε κάτι ανάλογο πριν χρόνια με τον Ταλάτ. Συνειδητά-θα’ταν χειρότερα τα πράγματα ως προς το επίπεδό μας αν συνέβαινε το αντίθετο- η πλευρά μας τον αναβάθμισε περιμένοντας, αφελώς, πρόοδο στις συνομιλίες. Τώρα που οι ψευδαισθήσεις διαλύθηκαν και ο ίδιος απέβαλε το επικοινωνιακό προσωπείο του, επανερχόμαστε να μετρούμε ζημιές και υποχωρήσεις. Εξάλλου, ποιών δικών μας  πολιτικός φίλος είναι ο Ακκιντζί; Των Ελληνοκυπρίων υποστηρικτών του σχεδίου Ανάν. Αν με το σχέδιο Ανάν επεδιώκετο η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ομηρία της Κύπρου, κι αν με την απόρριψή του εμείς, τουλάχιστον, ισχυριζόμαστε ότι διατηρήσαμε μιαν έπαλξη αγώνα για σωτηρία της Κύπρου, τι ελπίδες θα εδικαιολογούμασταν να είχαμε από την επικράτηση των υποστηρικτών του;

Νομίζω πως είναι ξεκάθαροι και οι βραχυπρόθεσμοι και οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της Τουρκίας. Βραχυπρόθεσμοι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με όλα τα συνεπακόλουθά της, όπως ήδη περιγράφηκε. Κι ο μακροπρόθεσμος ένας και μοναδικός: Η Τουρκοποίηση της Κύπρου˙ η εκδίωξη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του λαού μας και η προσάρτηση της Κύπρου στην Τουρκία. Πολλές τεθλασμένες διαδρομές-δυνατές πορείες, ανάλογα με τις περιστάσεις-με έναν τελικό στόχο: Την Τουρκοποίηση της Κύπρου.

      Πώς όμως αντιδρούμε; Δυστυχώς όχι μόνο χωρίς πρόγραμμα, όχι μόνο ερασιτεχνικά, αλλά και χωρίς συναίσθηση του κινδύνου. Ξεχάσαμε και τον Μακάριο και τις υποθήκες του. Γι’αυτό και υποβοηθούμε στην υλοποίηση των τουρκικών σχεδιασμών: Κατακλύζουμε καθημερινά τα κατεχόμενα˙τις αγορές, τα καζίνα, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, ακόμα και τα κλεμμένα δικά μας, ενισχύοντας την κατοχή. Πολλοί ταξιδεύουν από το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου, δίνοντας υπόσταση στο ψευδοκράτος. Άλλοι πουλούν τις περιουσίες τους στο ψευδοκράτος, υποβοηθώντας την Τουρκία στην υλοποίηση του στόχου της.

    Το πόσο εμείς υπνώττουμε, ή εθελοτυφλούμε, ενώ τα σχέδια της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα, ακόμα και για τους ξένους, φαίνεται από το εξής περιστατικό, που όσες φορές κι αν το αφηγηθώ, ανατριχιάζω στην αφήγησή του: Ο προηγούμενος Πατριάρχης Αντιοχείας, ο μ. Ιγνάτιος, λόγω των πολλών δυσκολιών που αντιμετώπιζε το ποίμνιό του στη Συρία, σκεφτόταν ότι κάποτε θα αναγκαζόταν να φύγει από τη Δαμασκό όπου είχε μεταφέρει την έδρα του, μετά την κατάληψη της Αντιόχειας(στην περιοχή της Αλεξανδρέττας) από τους Τούρκους. Έλεγε, λοιπόν, πριν από 15 περίπου χρόνια στον τότε Μητροπολίτη Πάφου, τον σημερινό Αρχιεπίσκοπο, ότι  σκέψη του, παλαιότερα, ήταν να μεταφέρει την έδρα του στην Κύπρο. Τώρα, όμως, έλεγε, φοβάμαι ότι θα σας διώξουν πριν από μας. Εκείνος έβλεπε από τότε, πριν 15 χρόνια, και τους σχεδιασμούς και την πολιτική των Τούρκων. Εμείς εξακολουθούμε να υπνώττουμε. Απόδειξη αυτής της αφασίας στην οποία περιήλθαμε, είναι και το γεγονός πως ουδέποτε κατηγγείλαμε τον αριθμό των ψηφοφόρων κάθε φορά που γίνονται οι λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα. Κάθε φορά ο αριθμός αυξάνεται με την προσθήκη και άλλων εποίκων. Με τη σιωπή μας αναγνωρίζουμε τη νομιμότητα των εποίκων, έστω κι αν ύπουλα ενεργώντας η Τουρκία, δεν τους παρουσιάζει όλους αυτή τη στιγμή.

          Ανησυχητικό στοιχείο για την ισοπέδωση της συνείδησης μας είναι και οι συχνές επισκέψεις ηγετών μας στα κατεχόμενα για πολιτιστικές εκδηλώσεις με τις οποίες εξισώνεται το Κράτος με την κατοχή και το ψευδοκράτος, καθώς και ο περιορισμός των διεκδικήσεων μας στο άνοιγμα οδοφραγμάτων. Να πηγαίνουμε κάτω από τους δοτούς όρους του κατακτητή στην κατεχόμενη γη μας και να εμπεδώνουμε στη συνείδησή μας ότι «μπορούμε να ζήσουμε και με την κατοχή».

Και ακόμα δεν ακούστηκε κανένας από τους αυστηρούς δήθεν χριστιανούς μας, που διαμαρτύρονται καθημερινά ότι τάχα ο Πατριάρχης συμπροσευχήθηκε με τον Πάπα ή χριστιανούς άλλου δόγματος, να διαμαρτυρηθεί για την παρουσία μουφτή ή άλλων μουσουλμάνων στις λειτουργίες στις κατεχόμενες εκκλησίες μας που προβάλλουν την «φιλελεύθερη» Τουρκία στο εξωτερικό.

       Είναι ξεκάθαρο πως μαζί με την ηθική πώρωση κάποιων, που οδήγησε τον τόπο στην οικονομική εξαθλίωση και στη χρεωκοπία, υπάρχει και η εθνική πώρωση άλλων, που είναι χειρότερη της πρώτης.

      Η επιστροφή του Μακαρίου στις 7 Δεκεμβρίου 1974 και η αποκατάσταση με τον τρόπο αυτό της Δημοκρατίας στην Κύπρο δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

   Τα απομεινάρια της ΕΟΚΑ Β΄ και της Χούντας, που κυκλοφορούσαν ελεύθερα με τον οπλισμό τους, βυσσοδομούσαν ακόμα εναντίον του Εθνάρχη, παρά την καταστροφή που επεσώρευσαν στον τόπο. Αυτοί που διαχειρίζονταν την εξουσία έλεγαν ότι αν ήθελε ο Μακάριος να επιστρέψει μπορούσε να είναι υποψήφιος, σε μελλοντικές εκλογές, παραβλέποντας ότι ήταν ο εκλελεγμένος νόμιμος πρόεδρος του κράτους. Όλοι θυμούμαστε πως ούτε η Κυβέρνηση Καραμανλή έβλεπε με ενθουσιασμό την επιστροφή Μακαρίου, γι’αυτό άλλωστε και καθυστέρησε τόσο πολύ.

     Αν έγινε κατορθωτή η επάνοδος του Μακαρίου ήταν γιατί η συντριπτική πλειοψηφία του λαού το απαιτούσε επιτακτικά. Ο λαός του Μακαρίου ήταν αποφασισμένος ακόμα και για επανάσταση για να επαναφέρει στην ηγεσία του αγώνα τον φυσικό του ηγέτη. Και ήταν έτοιμος, αυτός ο λαός, όχι μόνο να στηρίξει τον Μακάριο αλλά και να τον ακολουθήσει στο δύσκολο δρόμο για την απελευθέρωση του τόπου. Αυτή η ευθύνη βαρύνει και σήμερα εμάς, τον λαό του Μακαρίου.

    Θα πρέπει χωρίς άλλη καθυστέρηση να ευαισθητοποιηθούμε και να πιέσουμε, ώστε λαός και ηγεσία να ανανήψουμε. Να απαγκιστρωθούμε πάση θυσία από τις διακοινοτικές συνομιλίες που με τον τρόπο που γίνονται, εδώ και 41 χρόνια, οδηγούν στην Τουρκοποίηση του τόπου μας. Να επαναφέρουμε το πρόβλημά μας στις σωστές του διαστάσεις, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Να δείξουμε εθνική αξιοπρέπεια και νά’μαστε έτοιμοι για οικονομικές και άλλες θυσίες. Χρειάζεται, ασφαλώς, προσπάθεια μεγάλη. Έχουμε, όμως, άμα θελήσουμε, τις δυνατότητες. Είμαστε δυο κράτη-Ελλάδα και Κύπρος-(ίσως δεν εκτιμήσαμε όσο πρέπει την κρατική μας υπόσταση), έχουμε τεράστιο αριθμό επιστημόνων, αποδήμους σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας. Μπορούμε να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο γιατί δεν ζητούμε τίποτα περισσότερο από εκείνα που όλοι οι άλλοι απολαμβάνουν: Ζητούμε, στον 21ο αιώνα, κατοχύρωση των ανθρωπίνων μας δικαιωμάτων, την ελευθερία της πατρίδας μας. Αν δεν ενεργοποιηθούμε, αν παραμείνουμε στη σημερινή νωχέλεια και στον αλόγιστο εφησυχασμό, σε λίγο θα’μαστε, φοβούμαι, ως Ελληνισμός, παρελθοντική αναφορά για την Κύπρο. Και δεν το αξίζουμε, πραγματικά. Έχουμε χρέος και προς τους προγόνους μας και προς τα παιδιά μας και προς τον αείμνηστο ηγέτη μας, τον Εθνάρχη Μακάριο που με οδύνη αναπολούμε σήμερα. Και να μην ξεχνούμε: Ο Θεός βοηθά εκείνους που θέλουν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Δεν βοηθά ποτέ τους άτολμους και τους μοιρολάτρες.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post