Ομιλία στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Λαμπρὴ πανήγυρη ἐπιτελοῦμε, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί! Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ καὶ γεραίρει τὸ θεῖο γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ κι ἐμεῖς συναθροισθήκαμε στὸν ναὸ τοῦτο, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν μεταμορφωθέντα Κύριό μας μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους, τοὺς ἀγγέλους, ὅλη τὴν ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια Ἐκκλησία, ψάλλοντες καὶ ἀκροώμενοι τοὺς ὡραιότατους καὶ θεολογικώτατους ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ἂς ἐντρυφήσουμε ὅμως γιὰ λίγο στὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, ἐπικαλούμενοι τὸν φωτισμὸ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ἔλαμψε πλούσια σήμερα, γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅσο βαθύτερα μποροῦμε τὸ ὑψηλότατο νόημα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, γιὰ νὰ ἀποκομίσουμε καὶ τὴν ἀνάλογη ψυχικὴ ὠφέλεια.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, στὴν περικοπὴ ποὺ μόλις ἀκούσαμε, περιγράφει τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ὡς ἑξῆς: «Ὕστερα ἀπὸ ἕξι ἡμέρες, παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βουνό (τὸ ὄρος Θαβώρ). Ἐκεῖ, μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, ἐνῷ τὰ ἐνδύματά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, νὰ συνομιλοῦν μαζί Του. Τότε ὁ Πέτρος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: ‘‘Κύριε, καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ. Ἂν θέλεις, ἂς κάνουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία.’’ Ἐνῷ δὲ αὐτὸς μιλοῦσε, ἕνα σύννεφο φωτεινὸ τοὺς σκέπασε καὶ μία φωνὴ ἀπὸ τὸ σύννεφο ἀκούστηκε νὰ λέγει: ‘‘Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι. Σ᾿ Αὐτὸν νὰ ὑπακούετε.’’»
῞Εξι μέρες μετὰ ἀπὸ ποιό γεγονὸς ἔγινε ἡ Μεταμόρφωση; Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ γιὰ ὅσα θὰ ποῦμε στὴ συνέχεια. Πρὶν ἀπὸ ἕξι μέρες, ὅταν εἶχαν βρεθεῖ στὰ μέρη τῆς πόλης Καισάρειας στὴν Παλαιστίνη, εἶχε ἐρωτήσει τοὺς μαθητές Του ὁ Κύριος, γιὰ ποιόν τὸν θεωρούσανε οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τους. Κι αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν πώς, ἄλλοι λέγανε ὅτι ἦταν ὁ Πρόδρομος καὶ εἶχε ἀναστηθεῖ, ἄλλοι πὼς ἦταν ὁ Ἠλίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Προφῆτες καὶ ξανάρθε στὴ γῆ. Κι ὅταν τοὺς ρώτησε τὴ δική τους γνώμη, ἀμέσως ὁ θερμότερος τῶν ἄλλων Πέτρος, ποὺ συνήθως, ὅπως κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει, προπηδοῦσε τῶν ἄλλων μαθητῶν στὶς ἀπαντήσεις, εἶπε: Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτής, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Κύριος τὸν μακάρισε, διότι εἶχε μιλήσει μὲ ἔμπνευση τοῦ οὐράνιου Πατέρα Του! Κι ἀμέσως ἄρχισε νὰ τοὺς προμηνύει τὸ σταυρικό του πάθος στὰ Ἱεροσόλυμα, κι ἀκόμη ὅτι πρέπει ὅλοι οἱ γνήσιοι μαθητές Του νὰ σηκώνουν τὸν σταυρό του ὁ καθένας καὶ ἔτσι νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, μὲ αὐταπάρνηση. Καὶ κατέληξε: «Ἀληθινὰ σᾶς λέω, ὑπάρχουν ἐδῶ ὁρισμένοι ἀπὸ σᾶς, ποὺ δὲν θὰ πεθάνουνε, πρὶν μὲ ἰδοῦν νὰ ἔρχομαι ὡς αἰώνιος καὶ ἀληθινὸς βασιλέας.»
Ἡ Μεταμόρφωση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπου ἐμφανίστηκε στοὺς τρεῖς ἀπ᾽ ἐκείνους τοὺς μαθητές Του στὴ δόξα Του πλέον, ὡς βασιλέας, ἀστράπτοντας δοξασμένος σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ γιατί ἐπέλεξε ὁ Κύριος τοὺς τρεῖς ἐκείνους μαθητές; «Ἐπειδή», ὅπως ἐπισημαίνει τὸ στόμα τῆς Χάριτος, ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «αὐτοὶ ὑπερεῖχαν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς στὴν ἀρετή. Καὶ ὁ μὲν Πέτρος φανέρωνε τὴν ὑπεροχὴ μὲ τὸ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ σφοδρά, ὁ δὲ Ἰωάννης μὲ τὸ νὰ ἀγαπόταν ἀπ᾽τὸν Κύριο ἰδιαίτερα, καὶ ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν ἀπόκριση ποὺ ἔδωσε μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη, λέγοντας ὅτι μποροῦσαν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο (τοῦ μαρτυρίου).»
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι, καθὼς εἶναι παντοῦ παρὼν ὁ Βασιλέας Χριστός, ἔτσι εἶναι παντοῦ καὶ ἡ Βασιλεία Του. Ὥστε τὸ νὰ ἔρχεται ἡ Βασιλεία Του δὲν σημαίνει ὅτι φθάνει ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀλλὰ ὅτι φανερώνεται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ δὲ ἡ δύναμη δὲν δίδεται σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ μόνο σὲ ὅσους βρίσκονται μαζὶ μὲ τὸν Κύριο καὶ στηρίζονται δυνατὰ στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν.
Ἡ λέξη μετα-μορφώνομαι σημαίνει, παίρνω ἄλλη μορφή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μεταμορφώθηκε, ὄχι λαμβάνοντας στὴν πραγματικότητα ἄλλη μορφή, ἀλλὰ ἀποκαλύπτοντας στοὺς Μαθητές του ὅ,τι πράγματι ἦταν, ἀφοῦ τοὺς ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ πνευματικὰ τυφλοὺς τοὺς κατέστησε νὰ βλέπουν. Ἀλλά, ὅπως λέγει ἕνας ὕμνος τῆς ἑορτῆς: «Σήμερα ὁ Χριστός, καθὼς ἔλαμψε στὸ ὄρος Θαβώρ, ἔδειξε στοὺς τρεῖς Μαθητὲς ἀμυδρὰ τὸν χαρακτήρα τῆς Θεότητός Του.» Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἀπεκάλυψε ἀμυδρὰ τὴ δόξα τῆς Θεότητος, κι ὄχι πλήρως: Τοὺς ἔδειξε, λέγει, τὴν ἀθέατη δόξα τῆς Θεότητος, ὄχι ὅση ἦταν στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ὅση μποροῦσαν νὰ ἰδοῦν οἱ Μαθητές. Δὲν τὴν ἀπεκάλυψε σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της, ὥστε νὰ μὴν ἀποθάνουν βλέποντάς την. Καὶ ὅπως ἐκφραστικώτατα θεολογεῖ ἀσματικὰ ἕνα ἄλλο τροπάριο τῆς ἑορτῆς: «Τὸ προήλιον σέλας Χριστός…μικρὸν ὑποκρύψας τῆς σαρκὸς τὸ πρόσλημμα, μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐμφαίνων τοῦ ἀρχετύπου κάλλους τὴν εὐπρέπειαν, καὶ ταύτην οὐχ ὁλόκληρον τὸ μὲν πληροφορῶν αὐτούς, τὸ δὲ καὶ φειδόμενος, μήπως σὺν τῇ ὁράσει καὶ τὸ ζῆν ἀπολέσωσιν, ἀλλ᾽ ὡς ἠδύναντο χωρεῖν τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς περιφέροντες.» Διότι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κτίσμα, ἔχει ὅρια κτιστά. Μετέχει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ Δόξα τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀλλὰ ὡς ἕνα ὅριο, ὅσο μπορεῖ! Μὰ κι ἐκεῖνο ποὺ γεύεται, ὅσο δίνει στὸν καθένα κατὰ τὸν ἀγῶνα του ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, τὸν γεμίζει, τὸν θεώνει κατὰ Χάρη. Ὅπως τότε καὶ τὸν Πέτρο, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, ποὺ αἰσθανόταν ἀπὸ τὴ μετοχὴ σ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Κυρίου, ἤθελε νὰ παραμείνει γιὰ πάντα στὸ Θαβώρ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἤθελε νὰ στήσει τρεῖς σκηνὲς ἐκεῖ, γιὰ τὸν Κύριο καὶ τοὺς ἐμφανισθέντες δύο Προφῆτες.
Καὶ οἱ τρεῖς Εὐαγγελιστές, ποὺ ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, γράφουν ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος. Αὐτὸ τὸ γράφουν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι γιὰ νὰ θεωρήσουμε ὡς αἰσθητὸ τὸ Φῶς, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ Χριστός, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ φυσικὸς ἥλιος γιὰ ὅσους ζοῦνε αἰσθητὰ καὶ βλέπουν μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστὸς γιὰ ὅσους ζοῦνε πνευματικὰ καὶ βλέπουν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ μέγας αὐτὸς Θεολόγος τοῦ Θαβωρίου Φωτός, ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἔλαβε χώρα τὴν ὥρα, ποὺ ὁ Κύριος προσευχόταν. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι πρόξενος τῆς μακαρίας ἐκείνης θέας εἶναι ἡ προσευχή, καὶ ὅτι πλησιάζοντας τὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς, ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ὁ Χριστὸς προσευχόμενος στὸ ὄρος Θαβὼρ ὑποδεικνύει πῶς θὰ ἔλθει στοὺς Ἁγίους ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο φάνηκαν στὴ Μεταμόρφωση οἱ Προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας νὰ συνομιλοῦν μὲ τὸν Χριστό; Γιὰ πέντε αἰτίες, ἑρμηνεύουν σχετικὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας: Πρῶτον, γιὰ νὰ δειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κύριος καὶ τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν. Δεύτερο, ὅτι κυριεύει καὶ ζώντων καὶ νεκρῶν. Διότι ὁ Ἠλίας καὶ Προφήτης εἶναι καὶ ἀκόμη ζεῖ, δὲν γεύθηκε τὸν θάνατο, ὁ δὲ Μωυσῆς εἶναι νομοθέτης καὶ ἔχει ἀποθάνει. Τρίτο, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι δὲν εἶναι οὔτε ἀντίθετος στὸν παλαιὸ Νόμο, οὔτε καὶ ἀντίθεος. Τέταρτο, γιὰ νὰ διαλύσει τὴν ὑπόνοια αὐτῶν, ποὺ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, ποὺ τὸν θεωροῦσαν ὅτι ἦταν ὁ Ἠλίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς Προφῆτες. Καί, πέμπτο, γιὰ νὰ τοὺς ἔχουν οἱ μαθητές Του ὑποδείγματα ἀρετῆς: Τὸν μὲν Μωυσῆ τῆς πραότητας καὶ τῆς καθοδήγησης τῶν λαῶν, τὸν δὲ Ἠλία τοῦ θείου ζήλου καὶ τῆς ἐμμονῆς στὴ μόνη ὀρθὴ Πίστη. Καὶ πῶς τοὺς ἀναγνώρισαν οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, ὅτι ἐκεῖνοι ἦταν πράγματι ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας; Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ δύναμη ἐκείνου τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κανένα πρᾶγμα δὲν παραμένει κρυμμένο, ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐτὸ ὅλα φανερώνονται, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶχε καὶ ἕνα ἀκόμη βαθὺ λόγο: Νὰ προετοιμάσει τοὺς ἀτελεῖς ἀκόμη τότε μαθητές, ὥστε, ὅταν θὰ ἔβλεπαν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν Διδάσκαλό τους ἄκρως τεταπεινωμένο στὸν Σταυρό, νὰ μὴν ὀλιγοπιστήσουν, ἀλλὰ νὰ κατανοήσουν ὅτι ὑπέμεινε τὸ Πάθος ἑκούσια ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες Θεάνθρωπος, ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης. Κι ἀκόμη, γιὰ νὰ τὸν κηρύξουν μετὰ τὴν ἀνάσταση ὡς τὸν ἀληθινὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας μαρτύρησε γι᾽ αὐτὸν στὸ Θαβώρ.
Τὰ νοήματα τοῦτα συνοψίζει θεολογικώτατα καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, τὸ ὁποῖο, σὲ μετάφραση, λέγει: « Μεταμορφώθηκες πάνω στὸ ὄρος, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ ὅσο ἦταν χωρητικοὶ (ὅσο ἦταν δυνατὸ) οἱ μαθητές σου εἶδαν τὴν (ἄκτιστη) δόξα σου (καί τοῦτο) ὥστε, ὅταν θὰ σὲ ἔβλεπαν σταυρωμένο, νὰ κατανοήσουν ὅτι τὸ Πάθος σου ἦταν ἑκούσιο, νὰ κηρύξουν δὲ στὸν κόσμο ὅτι ἐσύ εἶσαι ἀληθινὰ τὸ ἀπαύγασμα (ὁ Υἱὸς) τοῦ ἄναρχου Θεοῦ Πατέρα.» Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θέτοντας ὡς προοπτικὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ κάθε πιστοῦ τὴ μετοχὴ σ᾽αὐτὸ τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ Φῶς τῆς Θεότητος, δηλαδὴ τὴ θέωση, καθόρισε νὰ διαβάζεται καθημερινὰ τὸ Κοντάκιο τοῦτο στὴ λεγόμενη Ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν.
Καθὼς ἑορτάζουμε τὴν ἁγία ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, ἂς ἐνηχηθοῦμε ἀκόμη ἕνα ὡραιότατο σημερινὸ ὕμνο, προσκλητήριο σὲ νοερὲς ἀναβάσεις: «Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε νοητὰ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀρετὴ στὸ ὄρος τὸ ἅγιο τῆς Μεταμορφώσεως. Ἂς σταθοῦμε ἐπάνω σ᾿ αὐτό, ὡσὰν νὰ εἴμαστε στὴν πόλη τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἂς ἰδοῦμε μὲ τὴν νοερὴ ὅραση τὴ μία Τριαδικὴ Θεότητα, ἡ ὁποία ἀπαστράπτει στὸν Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὴν δόξα τῆς Μεταμορφώσεώς Του.» Καὶ ὁ μέγας ἡσυχαστὴς Γρηγόριος μᾶς προτρέπει, ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μυστήριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, νὰ βαδίσουμε πρὸς τὴ λάμψη τοῦ θείου Φωτός. Ἀφοῦ ἀγαπήσουμε τὸ κάλλος τῆς ἀναλλοίωτης θείας δόξης, νὰ καθαρίσουμε τὸ σῶμα καὶ τὴν διάνοια ἀπὸ τοὺς γήινους μολυσμούς, περιφρονώντας τὶς πρόσκαιρες ἡδονές, ποὺ τὸ μόνο ποὺ προξενοῦν εἶναι τὴν ἀπώλεια τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, τὴν θλίψη, τὴν αἰώνια ὀδύνη.
Κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ὁ Πατὴρ μᾶς προέτρεψε νὰ ὑπακούουμε καὶ νὰ πειθαρχοῦμε στὰ λόγια τοῦ ἀγαπητοῦ Του Υἱοῦ. Ἐὰν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἔτσι ἀγωνιζόμαστε, νὰ τηροῦμε τὸ θέλημά Του, μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἀγάπη, μὲ μετάνοια καὶ Μυστηριακὴ ζωὴ καὶ προσευχή, μὲ ἐφαρμογὴ τῶν χριστομίμητων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, θὰ κάνουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἄξιους κοινωνοὺς τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως καὶ μετόχους τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ