Ο επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής στη Σμύρνη του 1922
Πριν τραβηχτεί η ματωμένη αυλαία του φρικωδέστερου εγκλήματος γενοκτονίας στη Σμύρνη, στην τραγική πόλη ζούσαν 150 χιλιάδες Έλληνες, 80 χιλιάδες Τούρκοι, 12 χιλιάδες Αρμένιοι, 20 χιλιάδες Εβραίοι, 15 χιλιάδες Ευρωπαίοι. Στην πόλη ανθούσε το ελληνικό πολιτιστικό στοιχείο και άκμαζε το οικονομικό. Λειτουργούσαν 44 εκκλησίες, 10 σχολές, λαμπρά θέατρα, εκδίδονταν εφτά τουλάχιστον εφημερίδες, ευημερούσαν σωματεία, πνευματικά ιδρύματα, εμπορικοί οίκοι διεθνούς ακτινοβολίας. Όταν ενέσκηψε η συμφορά το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1922, άρχισε η συρροή ελληνικών κυμάτων πληθυσμών 30 χιλιάδων ημερησίως. Τόσο πυκνά ήταν τα πλήθη που συνέρρευσαν στην προκυμαία του Και, με την ελπίδα διαφυγής με πλοία, που όταν άρχισε ο σκοτωμός, οι νεκροί κρατιούνταν όρθιοι ( Κείμενα Χαουζπιάν σελ. 231).
Στο λιμάνι ήταν αγκυροβολημένα 21 ξένα πολεμικά πλοία και κανένα ελληνικό. Οι σφαγές, οι ομαδικοί βιασμοί, οι πυρπολήσεις των βιασμένων γυναικών και οι άλλες βιαιότητες εκτελούνταν μπροστά στα μάτια των πληρωμάτων των πλοίων. Τα αποτρόπαια εγκλήματα άρχισαν με διαταγή του Τούρκου διοικητή Νουρεντίν με υποβολείς τον Γερμανό στρατηγό φον Λίμαν Σάντερς που ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος είπε, όταν λέτε το όνομά του να πλένετε αμέσως το στόμα σας και του επίσης Γερμανού στρατηγού Σνέλεντροφ, αρχηγού του τουρκικού Γ.Ε.Σ. Τις πύλες της κόλασης άνοιξε ο Ταλαάτ πασάς υπουργός εσωτερικών με διαταγές από 29 Ιουλίου 1916 (αποκαλύψεις εφ. “Le Temps”). Στον μαύρο πίνακα της συνέργειας καταγράφονται τα ονόματα των δυο Γάλλων ναυάρχων Ντυμενίλ και Λεβαβασέρ, των Αμερικανών Μπρίστολ και του πλοιάρχου Χέμπορν, του ναυάρχου Κόλμπυ Τσέστερ και των τριών γιών του, που ανέλαβαν την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής 2.800 μιλίων από Εύξεινο – Μεσόγειο και από Άγκυρα- Μεσοποταμία, των κυβερνήσεων Αγγλίας- Γαλλίας που υπέγραψαν τη μυστική συμφωνία του Ιουλίου 1920, στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας για το μοίρασμα των πετρελαιοπαραγωγών εδαφών της Τουρκίας και των Άγγλων και Γάλλων μεγιστάνων που ανέλαβαν ηλεκτρική παραγωγή, σιδηροδρόμους, πετρέλαια κ.ά. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Σοβιετικοί, απέκοψαν την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση του ελληνικού στρατού και βοήθησαν τον Κεμάλ.
Στις 27 Αυγούστου του 1922, στη σκηνή του δράματος της Σμύρνης εξελίσσονταν φοβερά γεγονότα. Ήταν το προανάκρουσμα της επερχόμενης συμφοράς. Το μούγκρισμα της λαίλαπας ακουγόταν συνεχώς και πιο έντονο. Η καταιγίδα του αίματος, η τελευταία πράξη της τραγωδίας,έφτανε εφιαλτική. Το σκηνικό της φρίκης στηνόταν με κύριο πλάνο την εικόνα του πανικόβλητου κόσμου, δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων, που κυκλοφορούσαν αλλόφρονες στους δρόμους, στις πλατείες και κατά κύματα ατέλειωτα απλώνονταν προς την παραλία, προς την τεράστια προκυμαία της Σμύρνης, την προκυμαία του Και.
Σύμφωνα με αναφορά της M.Hosepian, οι Αμερικανοί υπολόγιζαν ότι κατάφθαναν στην πόλη κάθε μέρα 30.000 ξεριζωμένοι από τα ενδότερα της Μικρασίας κι ενώνονταν στον κύριο πληθυσμιακό όγκο του τρόμου που αποτελούσαν οι 150.000 Έλληνες πολίτες της Σμύρνης. Οι Τούρκοι δεν ξεπερνούσαν τις 80.000.
Οι έντρομοι Έλληνες εκείνων των ημερών και ιδιαίτερα του τελευταίου τετραημέρου του Αυγούστου, ήταν ένας τεράστιος, ατέλειωτος, μακάβριος χορός αρχαίας τραγωδίας. Κυκλοφορούσαν σκιές στους δρόμους, βουβές φάλαγγες ανημπόριας κι άκρας απελπισίας. Φτωχοί, καταδιωγμένοι, φοβισμένοι, θυρόδερναν ζητώντας ένα καταφύγιο, κάποιο άσυλο, μια στέγη για τα παιδιά, ένα κομμάτι ψωμί. Ήταν μια απέραντη λαοθάλασσα τρισάθλιων, απελπισμένων ικετών του ανθρώπινου ελέους. Ο ανθρώπινος πόνος απόγνωσης ήταν μια αφάνταστη καταιγιστική πλημμυρίδα που γέμιζε σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, θέατρα, εκκλησίες, δημόσια κτήρια. Και τότε, κατά την αναφορά του Μ. Ροδά, ενώ περνούσαν οι ώρες κι οι στιγμές, όλοι αντιλαμβάνονταν ότι το ελληνικό κράτος έπαυσε να υφίσταται στη Σμύρνη. Αρμοστεία και στρατιά αποτελούσαν τα ράκη της ελληνικής κυριαρχίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι άρχισαν να αναχωρούν τμηματικά. Οι αξιωματικοί έστελλαν τις οικογένειές τους προς τα νησιά και τον Πειραιά.
Τις σκηνές εκείνων των ημερονυκτίων περιέγραψαν πολλοί, δικοί μας και ξένοι. Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, γράφει ο Σπ. Λοβέρδος, μετέφερε σε πλοίο το αρχηγείο του! Η στρατιωτική εκκένωση ολοκληρώθηκε. Η πόλη έμεινε ανυπεράσπιστη (25 Αυγούστου).
Ο Χ. Ε. Αγγελομάτης αναφέρει: «Όλοι έσπευδαν προς την προκυμαίαν, με τη ιδέαν ότι θα εύρισκαν εκεί τα πλοία της σωτηρίας. Από κάθε δρόμο, από κάθε στενό, πρόβαλλαν στρατιώτες… Έφθαναν από το εσωτερικό σέρνοντας τα ματωμένα πόδια στο πλακόστρωτο, πολλοί άοπλοι, άλλοι όχι. Έπαιρναν το δρόμο της Ερυθραίας, που απείχε δεκάδες χιλιομέτρων.
Κι ο Αμερικανός πρόξενος George Horton (The blight of Asia, N.Y. 1926) διηγείται ότι οι Έλληνες στρατιώτες, που έφθαναν στην πόλη προχωρούσαν αμίλητοι σαν φαντάσματα, με το βλέμμα κρατημένο ίσια μπροστά τους χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, σαν άνθρωποι που περπατούν στον ύπνο τους!… Και στο βιβλίο του υπογραμμίζει πως το συναίσθημα που ένοιωθε ήταν η ντροπή γιατί ανήκε στο ανθρώπινο γένος!
Ο Χατζηανέστης εγκατέλειψε την πόλη. Το ίδιο κι ο αρμοστής ο Στεργιάδης, που ανέβηκε με βάρκα, στις 7 το απόγευμα στο αγγλικό πολεμικό Iron Duke, για να μην ξαναπατήσει πια σε ελληνικό έδαφος.
Ποιος ηγέτης έμεινε στη Σμύρνη; Ποιος στάθηκε στο κέντρο της λαοθάλασσας των απελπισμένων; Ένας. Ο δεσπότης της Σμύρνης. Ο εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Ο ποιμενάρχης που αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πλήρωμα της εκκλησίας του, έμεινε μέχρι το τέλος και μαρτύρησε φριχτά στα χέρια του αιμοβόρου κτήνους, που εισήλασε με μανία στην πανάρχαιη κοιτίδα του πολιτισμού.
Ο τραγικός Μητροπολίτης διέβλεψε το κακό που θα ξεσπούσε και με τον Αρμένιο Μητροπολίτη έστειλαν στον Αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας μήνυμα να μεσολαβήσει στην αγγλική κυβέρνηση για να εμποδιστεί η είσοδος των στρατευμάτων του Μουσταφά Κεμάλ – Ατατούρκ στην πόλη.
Στις 23 Αυγούστου ο Χρυσόστομος έγραψε στον Οικουμενικό Πατριάρχη πως δεν μπορούσε με χαρτί και μελάνι να περιγράψει την αφάνταστη κρίσιμη κι οδυνηρή κατάσταση κι αναρωτιόταν αν ήταν δυνατό να γίνει οτιδήποτε για τη δυνατή θεραπεία της καταστροφής. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ΙΕ΄ σελ. 234).
Ο εθνομάρτυρας στο τελευταίο δραματικό μήνυμά του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, στις 25 Αυγούστου 1922, έγραψε: «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικό κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικό Έθνος κατεβαίνει εις τον Άδην, από τον οποίον καμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και να το σώση». Τον εθνομάρτυρα παρέδωσε στον όχλο ο Νουρεντίν. Κι ο όχλος τον διαπόμπευσε. Του έβγαλαν τα μάτια, τον ακρωτηρίασαν και τον κατακρεούργησαν κατά την μαρτυρία εκείνου που τον πυροβόλησε και τον σκότωσε για να τερματίσει το μαρτύριό του!
Το πρωί της 27ης Αυγούστου, ήταν μέρα Σάββατο, κυκλοφόρησε η μαύρη φήμη πως οι Τούρκοι είχαν φτάσει στα προάστια. Τα έντρομα πλήθη κινήθηκαν προς την παραλία, στην προκυμαία του Και. Μπροστά η θάλασσα, πίσω ο Τούρκος. Και οι άνθρωποι αναζητούσαν μια βάρκα, ένα τρόπο να διαφύγουν τον επερχόμενο θάνατο. Κι όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ. Ροδά, στα λιμάνια της Μυτιλήνης και της Χίου, είχαν συγκεντρωθεί κάπου 50 εμπορικά ατμόπλοια, αγκυροβολημένα με διαταγή της κυβέρνησης.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
Σ’ ένα γενικό ημερολόγιο των γεγονότων θα μπορούσαν να καταγραφούν τα ακόλουθα:
Στις 10 το πρωί οι τουρκικές σημαίες υψώθηκαν στην τουρκική συνοικία.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου άρχισαν οι λεηλασίες. Ενώ προχωρούσε η νύκτα ακούστηκαν οι πρώτες γοερές κραυγές που επαναλήφθηκαν την αυγή.
Οι Τσέτες όρμησαν αφηνιασμένοι σε εκκλησίες των προαστίων Αγίας Τριάδας και Πετρωτών κι άρχισαν τις σφαγές και τις απαγωγές.
Στις 27 Αυγούστου τη διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο αιμοσταγής Νουρεντίν.
Από το βράδυ της Κυριακής το όργιο των σφαγών και των λεηλασιών πήρε διαστάσεις εφιάλτη.
Στους «Τάϊμς» Νέας Υόρκης δημοσιεύτηκε ότι δεν έμεινε σπίτι άθικτο. Παραβιάζονταν οι πόρτες, ατιμάζονταν οι γυναίκες, οι άντρες σφάζονταν, τα σπίτια λεηλατούνταν. Οι δρόμοι ήταν στρωμένοι από πτώματα φρικτά παραμορφωμένα. Η σφαγή, έγραφαν οι «Τάϊμς» N.Y. προσλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Τη νύκτα της Τρίτης, 30 Αυγούστου, χιλιάδες Αρμενίων σφάχτηκαν.
Για τις ελληνικές συνοικίες αναφέρεται από τον Αγγελομάτη: «και εκεί εσωρεύοντο τα πτώματα και η οργανωμένη λεηλασία επεξετείνετο. Από της νύκτας όμως της 31ης Αυγούστου, το έργον της καταστροφής δια πυρός και σιδήρου της Αρμενικής συνοικίας είχε τερματισθεί, οι Τούρκοι εστράφησαν εξ ολοκλήρου προς τας ελληνικάς».
Κατά τον Αγγελομάτη, 20.000 κατέφυγαν στο νεκροταφείο κοντά στον Πανιώνιο. «Οι Τούρκοι εισέδυσαν εις τον Πανιώνιον. Ελήστευαν, έσφαζαν και ακολούθως έσπευσαν να εισβάλουν εις το νεκροταφείον»…
Η πυρπόληση της Σμύρνης πραγματοποιήθηκε μέρα Τετάρτη, 31 Αυγούστου 1922,με σχέδιο του στρατιωτικού διοικητή Νουρεντίν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες οι φωτιές του εμπρησμού αναπηδούσαν από τη μια στην άλλη συνοικία ώστε να αποτελέσουν μια πύρινη αλυσίδα από την οποία δεν μπορούσαν να διαφύγουν παρά ελάχιστοι. Οι φλόγες αγκάλιασαν τις συνοικίες Αγίου Δημητρίου, Αγίου Νικολάου, Αγίου Κωνσταντίνου, που έγιναν παρανάλωμα του πυρός…
Την 1η Σεπτεμβρίου, ανταποκριτής αγγλικής εφημερίδας τηλεγράφησε: Η Σμύρνη καταστράφηκε από τεράστια πυρκαγιά που μαινόταν όλη τη νύκτα και σάρωσε όλη την πόλη εκεί, εκτός από την τουρκική συνοικία. Οι φλόγες εξακολουθούν να αγκαλιάζουν ολόκληρα χριστιανικά τμήματα της Σμύρνης. Η προκυμαία είναι πλημμυρισμένη από μυριάδες λαού που κατάφυγε εδώ για να αποφύγει το θάνατο από τους Τούρκους». (www.giannisspanos.com)
Ο Driault πληροφορεί: Χιλιάδες δυστυχισμένων υπάρξεων που μαζεύτηκαν κατά μήκος της προκυμαίας ρίχτηκαν στη θάλασσα. Σε μεγάλη απόσταση του λιμανιού εκατοντάδες πτωμάτων γέμισαν τη θάλασσα.
Οι Τούρκοι είχαν σχηματίσει ζώνες για να εμποδίσουν τον κόσμο να διαφεύγει από τις φλεγόμενες περιοχές. Μια τέτοια ζώνη θανάτου σχηματίστηκε στο Καρατάς.
Η διευθύντρια της Αμερικανικής Σχολής M. Mills και άλλοι ξένοι διαφόρων εθνικοτήτων είναι κατηγορηματικοί για το οργανωμένο όργιο των εμπρησμών από τον τουρκικό στρατό. Οι ίδιοι μαρτύρησαν ότι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πτώματα, ότι είδαν αμάξια φορτωμένα με πτώματα στο σιδηροδρομικό σταθμό Πούντας.( Μαρτυρίες: Μανσιέ, Σαρτιώ, Καρλιέ, Ντατριά και ευρύτερα : Χένρυ Μόρκεντάου, πρέσβη ΗΠΑ, Έρνεστ Χεμινγουέη, Ινστιτούτου Ιστορικών Μελετών «Ο Ξεριζωμός».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες Χρ. Σολομωνίδη, κάηκαν 43.000 ελληνικά σπίτια, 10.000 αρμενικά, 2.000 ξένων υπηκόων. Αποτεφρώθηκαν 5.000 καταστήματα. Στην έκταση που αποτεφρώθηκε κατοικούσαν 180.000 άνθρωποι!
Ο Μητροπολίτης Εφέσου, που παρασύρθηκε από το πλήθος στην προκυμαία, προέβη σε μια συγκλονιστική περιγραφή για τους άντρες και τις γυναίκες που προσπαθούσαν να διαφύγουν με βάρκες στα πολεμικά πλοία. Οι κεμαλικοί στρατιώτες απώθησαν ένα πλήθος από νέες και μεγαλύτερες γυναίκες για να τις κακοποιήσουν και τελικά να τις σκοτώσουν αμείλικτα. Ύστερα περιέλουσαν το πλήθος με πετρέλαιο και βενζίνη και το πυρπόλησαν…
Ενδεικτική της συμφοράς η μαρτυρία του Θ. Πετσάλη- Διομήδη ( Σελίδες Τραγωδίας του περιοδικού ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Μνήμη Μικράς Ασίας, τεύχος 1091, 6.50): «Χιλιάδες, μυριάδες χριστιανοί, είχαν πια σωριαστεί στις ακρογιαλιές της Μικρασίας, ελπίζοντας να σωθούν ας είναι και κολυμπώντας. Οι πρώτοι Τούρκοι είχαν φτάσει μπρος στη Σμύρνη. Δεν τους συγκρατούσε τίποτα. Χυθήκανε μέσα στην πολιτεία σφάζοντας, αρπάζοντας. Οι πρώτες φωτιές είχαν κιόλας ανάψει, κόρωναν… Μεσ’ την παραζάλη, μανάδες χάνουν τα παιδιά, ο άντρας τη γυναίκα. Οι ξένοι κάνουν ακόμα μιαν επαίσχυντη πράξη. Τα καράβια σαλπάρουν χωρίς να σώσουν από του Χάρου τα δόντια τους δύστυχους χριστιανούς που πηδάνε στο νερό παρακαλώντας, καλώντας «βοήθεια, βοήθεια». Κι αν πρόκανε κανένας και κρεμάστηκε από μια κουπαστή ή από καμιά σκάλα καραβιού, τους λύνουνε τα χέρια με το ζόρι, με τον κόπανο, ίσως με το μαχαίρι. Θηριωδίες θα πεις ανήκουστες. Φοβήθηκαν τάχα οι ξένοι καπεταναίοι να μη βουλιάξουν τα καράβια τους από το παραφόρτωμα.
Αντίκρυ η Σμύρνη καίγεται, τριζοβολάει μέσα στις φλόγες, πνίγεται στους καπνούς τους μαύρους. Το Και – η παραλία- πνιγμένη στον κόσμο που δέρνεται μ’ αλλοφροσύνη, ποιος να σωθεί. Οι φλόγες μανιάζουν δέκα – είκοσι το πολύ μέτρα πίσω τους. Μπροστά τους θάλασσα με τα ξέχειλα καράβια με τα τουμπανισμένα πτώματα που επιπλέουν, με τα βρώμικα νερά, να σωθούνε, να σωθούνε, να σωθούνε»…
Από «Τα Τετράδια» Ανζέλ Κουρτιάν : « Έτρεχα κι εγώ μαζί με όλους μη ξέροντας πού. Μερικοί έτρεξαν σε μια αποβάθρα. Και άρχισαν να πηδάνε μέσα σε μια μαούνα που ήταν εκεί. Η μαούνα γέμισε. Όχι άλλους θα βουλιάξουμε φώναζαν κι έκαναν κουπιά με τα χέρια τους ν’ απομακρυνθούν. Εμείς κοιτάζαμε. Μερικοί έλεγαν : Αυτοί γλύτωσαν το μαχαίρι, ίσως φτάσουν σε κανένα πλοίο να σωθούν. Ακούστηκε ένας τρομερός κρότος και η αποβάθρα υποχώρησε από το πολύ βάρος του κόσμου. Εκατοντάδες άνθρωποι έπεσαν στα βαθιά νερά. Η μαμά μας έμεινε εμβρόντητη , ενώ εμείς την τραβούσαμε πάνω. Το ένα της πόδι ήτανε στο κενό. Η θάλασσα κόχλαζε από χέρια και πόδια. Όσοι ήταν κοντά πιάστηκαν για να βγουν. Αλλά οι Τούρκοι δεν άργησαν να μαζεύονται πιο λυσσασμένοι. Άρχισαν να πυροβολούν μέσα στη θάλασσα όσους κολυμπούσαν. Σε ένα που είχε κατορθώσει να πιαστεί για να ανέβει με μια σπαθιά του έκοψαν και τα δυο χέρια που έμειναν σφιχτά γαντζωμένα, ενώ ο ίδιος με μάτια γεμάτα τρόμο χάθηκε στο νερό. Εμείς τρέχαμε να σωθούμε μέσα στον κόσμο που συνέχιζε το δρόμο του. Για μια στιγμή η Ρόζα φώναξε: Θεέ μου, κοιτάξτε τη μαούνα… Όσοι δεν ξέρανε κολύμπι, είχαν ανέβει κι από το βάρος έγειρε στη θάλασσα. Από τον κόσμο αυτό κανείς δεν γλύτωσε»… (Αποσπάσματα από ευρύτερη έρευνα για τη Μικρασιατική Καταστροφή). (www.giannisspanos.com)
Του Γιάννη Σπανού.
********************************************
Σμύρνη, εικόνες από τον εφιάλτη.
Του Γιάννη Σπανού.
Για τη Μικρασιατική Καταστροφή γράφτηκαν θρήνοι ατέλειωτοι που θα μεταδίδουν μυριόστομο το κλάμα των Ελλήνων στα χάη των αιώνων. Για το δράμα της θρυλικής Σμύρνης γράφτηκαν ιστορικά κείμενα που προκαλούν ιερή φρικίαση μέχρι σήμερα. Γράφει ο Κωνσταντίνος Πολίτης στη «Μικρά Ασία» για κείνη την κολασμένη νύχτα που κάηκε η Σμύρνη:
«Από τη Σμύρνη έφτανε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτιάς που αντανακλούσε στις προσόψεις των κτηρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που εχύνετο στη Σμύρνη… Ο καιρός ήταν συννεφιά και η ανταύγεια αυτή έφτανε στα σύννεφα, κοκκίνισε ο ουρανός, νόμιζες πως έφτασε η Δευτέρα Παρουσία και ότι θα πάρουν φωτιά οι ουρανοί. Το θέαμα ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικοπαίδων που ζητούσαν βοήθεια».
Η Σμύρνη μετατράπηκε σε μια κόλαση φωτιάς κι απόγνωσης. Σε κρανίου τόπο άκρας απελπισίας και τρόμου ανείπωτου. Κατά μυρμηγκιές οι κατατρεγμένοι, κουβαλώντας τα λείψανα της ζωής που πρόφτασαν ν’ αρπάξουν, κινούνταν προς την προκυμαία. Ήταν λαοθάλασσα ο Ελληνισμός της Ιωνίας, φουρτουνιασμένη, πανικόβλητη λαοθάλασσα, που τα κύματά της ορμούσαν προς το λιμάνι, αναζητώντας με σπαρακτικά κλάματα κι οδυρμούς μαζικούς, ελπίδα σωτηρίας. Φωνές, κραυγές, θρήνος χιλιάδων ανθρώπων ξεσηκώνονταν από τα σπίτια, τις στράτες, τις πλατείες, τις εκκλησίες, τα σχολεία, και μαζί προθανάτιοι ρόγχοι και μοιρολόγια, φόβος και φρίκη, σύνθεταν ένα μακάβριο ρέκβιεμ, μαρτυρία ανατριχιαστική του αφάνταστου κακού που σκορπούσε απ’ όπου περνούσε η ανελέητη τουρκική λαίλαπα.
Ιδού η μαρτυρία της Άννας Καραπέτσου, από τον Α΄ τόμο της «Εξόδου»:
«Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε μπόγους, βαλίτσες, τα πετούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδελφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό, της το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς ως την άλλη. Τι να κάνει; Το ‘βαλε σε μια ακρούλα. «Ζήσε κόρη μου, για τα’ άλλα σου παιδιά», είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει την ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα. Φωνές κι η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα πού να μ’ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου» λέει η μάνα μου. Πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «Τσικάρ παρά» λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, του το ‘δωσα. Μ’ αυτό γλύτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα το ένα παπούτσι μου. Πέταξα το άλλο στη θάλασσα. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι. Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν στη θάλασσα. Και παλληκάρια, πιο πολύ τα παλληκάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν τους πετούσαν ζεματιστό νερό για να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σαν πήγαινε κανείς να σωθεί τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν».
Από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 16ης Σεπτεμβρίου 1922, μεταφέρω στη δημοτική τη μαρτυρία ξένου διπλωμάτη:
«Ζήσαμε, κατά την εικοσιτετράωρη παραμονή μας στο λιμάνι της Σμύρνης, μέσα σε μια αποπνιχτική ατμόσφαιρα τρόμου. Οι τραγωδίες που ξετυλίγονταν λίγα μέτρα από μας, μας πίεζαν τα στήθη, μας έπνιγαν. Τα κύματα ξέβραζαν τριγύρω στο πλοίο μας επιπλέοντα πτώματα ανδρών και γυναικών γυμνών. Το πτώμα μιας γυναίκας γυμνής, με τρομακτικές πληγές στο σώμα της, με τα μαλλιά ξέμπλεκα, έπλεε πολλή ώρα κοντά μας στον «Λαμαρτίνο». Μια μυρωδιά πτωμάτων σε αποσύνθεση γέμιζε βαριά την ατμόσφαιρα. Αποβιβάστηκα στην πόλη γιατί έπρεπε να συναντήσω τις αρχές της χώρας μου, παρόλο που οι γύρω μου προσπαθούσαν να με αποτρέψουν. Οι δρόμοι της πόλης ήταν έρημοι, νεκροί κι ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί.
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ.
Πρώτη Δημοσίευση στην Ιστοσελίδα: 02/09/2014