«Ποτζεί» και «ποδά» είναι δύο λέξεις χαρακτηριστικά κυπριακές, που κολλάνε παντού. Τα τελευταία πέντε χρόνια κοντεύουν να γίνουν και νέος γεωγραφικός προσδιορισμός στην Κύπρο. Το «ποδά» (από δω) αφορά τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και το «ποτζεί» (από κει) την κατεχόμενη έκταση του νησιού. Είναι πολλοί Ελληνοκύπριοι που δεν θέλησαν, από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα, να περάσουν «ποτζεί». Δεν αντέχουν να δουν τη γενέθλια γη τους να δουλεύεται από άλλα χέρια, δεν αντέχουν να δουν το σπίτι τους ερημωμένο, λεηλατημένο ή κατοικημένο από νέους ενοίκους. Κάποιοι άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι η έναρξη των επισκέψεων, εκτός από μια προσπάθεια επικοινωνίας και επαφής με τους νυν κατοίκους της κατεχόμενης Κύπρου, είναι και η ανάγκη να ξαναδούν τους τόπους τους δικούς τους ή των παππούδων τους και να τους γνωρίσουν στα παιδιά τους. Και όποτε βρίσκουν ευκαιρία περνούν «ποτζεί», συνομιλούν, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, επιχειρούν να κατανοήσουν.
Πριν από δύο χρόνια έκανα τις πρώτες επισκέψεις στην κατεχόμενη Κύπρο, όχι ασφαλώς με τη φόρτιση του ανθρώπου που έχει ζήσει μια στρατιωτική εισβολή, έχει χάσει βίαια το βιος του και οι μνήμες του έγιναν βορά στη διεθνή πολιτική σκακιέρα, αλλά με την έντονη επιθυμία να γνωρίσω τόπους με πλούσια και παμπάλαιη ιστορία, αλλά και την περιέργεια να δω ιδίοις όμμασι πώς πέρασαν αυτά τα χρόνια πάνω από τη γη, τους ανθρώπους, τα μνημεία και να αντικρίσω τη συμπεριφορά των παλιών και των νέων κατοίκων, των εποίκων, που κανείς δεν μπορεί να πει πόσοι είναι πραγματικά και κάποιοι τους μετρούν ήδη κοντά στο εκατομμύριο.
Σε εκείνη την πρώτη επίσκεψη προορισμός ήταν η Κερύνεια. Αυτή τη φορά η διαδρομή ήταν μεγαλύτερη. Από τα χωριά της Μεσαορίας, ανατολικά προς Αμμόχωστο και βόρεια προς Καρπασία, ώς το τέρμα, το Ριζοκάρπασο και το μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα. Διαφορετικοί τόποι, διαφορετικές εικόνες, διαφορετικά συναισθήματα. Η Κερύνεια εξακολουθεί να είναι η ζωντανή, τουριστική πόλη, με το κάστρο να δεσπόζει στον κόλπο της, τα κότερα να συνωστίζονται στο λιμανάκι της και τα καζίνο να προσκαλούν παίκτες από παντού – και από την ελεύθερη Κύπρο. Εδώ ο αέρας μοιάζει πιο «κοσμοπολίτικος», πιο ανοικτός. Τα γκαρσόνια στις ψαροταβέρνες της παραλίας μάς ακούνε να μιλάμε και μας προσκαλούν στα ελληνικά – δείγμα ότι είναι Τουρκοκύπριοι. Μόνο το φωτισμένο Μπέλλα Πάις γυρίζει τον σημερινό επισκέπτη πολλά χρόνια πίσω, σε κάποιον από τους στίχους του Σεφέρη στα «Περίχωρα της Κερύνειας».
Στη Μεσαορία τα πράγματα αλλάζουν εντελώς. Βρισκόμαστε στην ενδοχώρα, σε αγροτική περιοχή, αγροτικές συνήθειες. Το τοπίο είναι ξερό, καλοκαιρινό, ο επαρχιακός δρόμος διακόπτεται από στρατόπεδα (ο στρατός κατοχής είναι πανταχού παρών στη Βόρεια Κύπρο), βενζινάδικα, υποτυπώδη εργοστάσια. Πού και πού ο δρόμος μάς βάζει μέσα σε χωριά. Μια συνηθισμένη καθημερινότητα και το μόνο που μας υπενθυμίζει πού βρισκόμαστε είναι οι μαντίλες των γυναικών και οι μιναρέδες των τζαμιών, που στέκονται σχεδόν αναιδείς δίπλα στις παλιές εκκλησίες των χωριών, οι οποίες είναι ερημωμένες, λεηλατημένες, πολλές σε κακή κατάσταση, χωρίς καμπάνες και χωρίς σταυρό. Πάλι έρχεται ο Σεφέρης στον νου: «Η γνωριμιά μου με την Κύπρο μου κόστισε, γιατί είδα από κοντά τι ομορφιές μπορούν να σκαρώσουν τα καμώματα των colonials και σε πόσο οδυνηρή σύγκρουση μπορεί να με φέρουν αυτά τα καμώματα με αισθήματα ριζωμένα από παλιά», έγραφε στον Γιώργο Θεοτοκά, το 1954.
Η εικόνα αντιστρέφεται στον Απόστολο Βαρνάβα, λίγο έξω από την Αμμόχωστο, που μοιάζει άψογα διατηρημένος και στον οποίο οι επισκέψεις των Ελληνοκυπρίων είναι συχνές. Κρατάμε στα χέρια μας έναν χάρτη που κυκλοφόρησε μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα και δεν κυκλοφορεί πλέον. Σε αυτόν σημειώνονται τα κατεχόμενα χωριά με τα ελληνικά και τα -νέα- τουρκικά ονόματά τους. Ετσι μπορούμε να καταλαβαίνουμε πού βρισκόμαστε, αφού βαδίζουμε σ’ έναν οικείο τοπίο που έχει όμως άγνωστες ονομασίες, σε μιαν άλλη γλώσσα. Στον παραλιακό δρόμο που οδηγεί προς το Μπογάζι και την Καρπασία η οικοδομική δραστηριότητα είναι σε υπερδιέγερση. Δίπλα στα υπερσύγχρονα παραθεριστικά συγκροτήματα που ξεφυτρώνουν το ένα δίπλα στο άλλο, εκεί που πέντε χρόνια πριν υπήρχαν μόνο χωράφια, ορθώνονται παραλιακά αναψυκτήρια αισθητικής περασμένων δεκαετιών.
Είναι διαρκής αυτή η εναλλαγή των εικόνων σε όλη την κατεχόμενη Κύπρο. Ολα συνυπάρχουν με όλα. Και στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Τα ακριβά αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα έξω από ετοιμόρροπα σπίτια. Οι φανατικοί μουσουλμάνοι μαζί με τους ευρωπαϊκού στυλ νεαρούς Τουρκοκύπριους. Τα επιδεικτικά πολυτελή σπίτια μαζί με τα καταρρέοντα αγροτόσπιτα και τις τενεκεδένιες καλύβες στην προέκτασή τους.
Οσο μπαίνουμε στη χερσόνησο της Καρπασίας, τα πράγματα ομογενοποιούνται, μπαίνουν σε άλλη διάσταση και σε άλλο χρόνο. Στα χωριά της περιοχής εγκατέστησαν τους Τουρκοκύπριους από την Τηλλυρία. Ηταν εγκλωβισμένοι μέχρι το 1976 στα χωριά τους, στα Κόκκινα. Οι περισσότεροι μιλούν θαυμάσια ελληνικά, φροντίζουν τον τόπο που ζουν, τον έχουν αναπτύξει, ο Αγιος Θέρισσος είναι η μόνη εκκλησία που είδαμε να έχει και σταυρό και καμπάνες. Στο ξύλινο τέμπλο της, το οποίο Κύριος γνωρίζει πού βρίσκεται, οι Ελληνοκύπριοι προσκυνητές που συνήθως φτάνουν εκεί τα Σαββατοκύριακα έχουν βάλει σύγχρονες εικόνες στη θέση εκείνων που λείπουν. Εκεί γνωρίσαμε την Τουρκοκύπρια γιατρό των Ελληνοκύπριων εγκλωβισμένων, τη Σονάι, που αφιέρωσε πολλά χρόνια της ζωής της να φροντίζει όσους επέλεξαν να παραμείνουν στο Ριζοκάρπασο, τη Γιαλλούσα και την Αγία Τριάδα. Η διαδρομή προς το τέρμα της Χερσονήσου, στο μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα, ακολουθεί έναν στενό, κακοσυντηρημένο επαρχιακό δρόμο. Τα χαρακτηριστικά κυπρέικα γαϊδούρια και τα κοπάδια με τους βοσκούς πλαισιώνουν την υποτυπώδη άσφαλτο από τις δυο πλευρές του δρόμου. Καθαρά αγροτικό το τοπίο.
Φτάνοντας προς το μοναστήρι, δεσπόζουν από μακριά δύο τουρκικές σημαίες. Οι επισκέπτες λίγοι, οι μικροπωλητές όμως στη θέση τους. Πουλάνε τα πάντα. Από εικονίτσες μέχρι κουρτίνες, κεντήματα, τραπεζομάντιλα, μαξιλάρια κ.λπ. Τίποτα όμως δεν μειώνει το δέος για το τοπίο και το μοναστήρι. Τίποτα δεν κάμπτει τη συγκίνηση για το ότι βρισκόμαστε σε μια ακόμα ψηφίδα του παλίμψηστου μιας μακραίωνης ιστορίας. Το μοναστήρι είναι φανερό ότι χρειάζεται άμεση συντήρηση. Πριν από πέντε χρόνια ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν κάποιες προσπάθειες αποκατάστασης και συντήρησης των χώρων του μοναστηριού, με μελέτη την οποία ανέλαβε η UNOPS από τον ΟΗΕ και ο Ιταλός καθηγητής γεωτεχνικής Τζόρτζιο Γκρότσι, οι οποίες όμως σταμάτησαν έπειτα από κινητοποιήσεις και αντιδράσεις των εγκλωβισμένων και βουλευτών της Κύπρου, που υποστήριζαν ότι οι εργασίες αποκατάστασης απειλούν την ενότητα και την ακεραιότητα του μνημείου.
Ελληνες και Τούρκοι επισκέπτες κατεβαίνουν μέχρι τη βρύση, πάνω στο κύμα σχεδόν, για να γεμίσουν τα παγούρια με αγίασμα. Στην είσοδο του μοναστηριού φτάνει μια παρέα μουσουλμάνων (οι γυναίκες φορούν μαντίλες) για να προσκυνήσουν. Οι σελίδες της Διδώς Σωτηρίου και της Μαρίας Ιορδανίδου ζωντανεύουν σ’ αυτήν την εικόνα. Τα ιερά μνημεία γίνονται για όλους ιερά.
Τελευταίος σταθμός, στον δρόμο της επιστροφής, η Αμμόχωστος. Σφύζουσα, τουριστική, πολύβουη. Μέχρις ενός σημείου. Μέχρι εκεί που αρχίζουν οι πράσινες λινάτσες της απρόσιτης περιοχής, των Βαρωσίων. Τουρκοκύπριοι, έποικοι και τουρίστες κολυμπούν στην παραλία και πάνω από τα κεφάλια τους κρέμονται, κουφάρια κυριολεκτικά, τα σπίτια και τα ξενοδοχεία στα Βαρώσια, έτσι όπως έμειναν στην εισβολή του 1974. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, μετρούν, με τον πιο σκληρό τρόπο, το τέλμα και το αδιέξοδο του Κυπριακού. Ηταν η πιο σκληρή εικόνα αυτής της διαδρομής, γιατί έκανε φανερή, με οδυνηρό τρόπο, μια παροιμία που πρωτάκουσα σε ένα από τα πρώτα μου ταξίδια στην Κύπρο, πολλά χρόνια πριν: «Ο άνθρωπος εν ο τόπος, και ο τόπος εν γέρημος».
Για να βγούμε στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου (για την ακρίβεια στις βρετανικές βάσεις) από το κέντρο της Αμμοχώστου χρειαζόμαστε μόλις 5 λεπτά. Αφήνουμε πίσω μας εικόνες γοητευτικές και έντονες, άλλες ρημαγμένες, άλλες με τον χρόνο σταματημένο, άλλες με νέα ζωή. Πάντως, έναν τόπο που παραμένει πληγή κι αγκάθι. Και ίσως η απάντηση βρίσκεται πάλι στην ποίηση, πάλι του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένη πολλά χρόνια πριν, με διορατικότητα και έγνοια: «Ο φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει./ Οχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε/ πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος/ είναι να βρούμε το μικρότερο κακό…» («Ο δαίμων της πορνείας», Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ΄).
Της Όλγας Σελλά
Οδοιπορικό στην εφημερίδα
“Καθημερινή” της 27ης Ιουλίου 2008