Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ιστορία Εξήντα Χρόνια Μετά

Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ιστορία Εξήντα Χρόνια Μετά

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Α’

Μιχαλάκη Ι. Μαραθεύτη

Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα στις 20 Απριλίου 2015

 

Πέρασαν εξήντα χρόνια από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959 για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο αγώνας υπήρξε το  αποτέλεσμα της αλληλουχίας μιας σειράς  ιστορικών γεγονότων, που αρχίζουν από την ελληνική επανάσταση του 1821. Επειδή οι τότε  ιστορικές  συνθήκες δεν επέτρεπαν  στην Κύπρο να λάβει μέρος στην επανάσταση, γι’ αυτό  και η Κύπρος δεν περιλήφθηκε στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που ιδρύθηκε το 1830. Δημιουργήθηκε έτσι το κυπριακό πρόβλημα ως αίτημα για την  ενσωμάτωση της Κύπρου στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

Το κυπριακό πρόβλημα προσλαμβάνει νέα τροπή όταν την οθωμανική κυριαρχία  στην Κύπρο αντικατέστησε το 1878 η βρετανική. Μόλις οι Βρετανοί πάτησαν το έδαφος της Κύπρου ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος τους έθεσε το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα.  Μεγάλες ήταν τότε οι ελπίδες ότι η Μεγάλη Βρετανία θα παραχωρούσε την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως είχε κάνει λίγα χρόνια προηγουμένως, το 1864, με τα Επτάνησα. Η χειρονομία όμως αυτή δεν έγινε ποτέ, επειδή στην πολιτική κυριαρχούσε ακόμη το πνεύμα της αποικιοκρατίας. Η Μεγάλη Βρετανία, για να έχει τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής και ανοιχτή τη δίοδο προς τις Ινδίες, ήθελε να έχει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και της διώρυγας του Σουέζ, κάτι που μόνο με την κατοχή της Κύπρου μπορούσε να εξασφαλίσει. 

Για τον λόγο αυτό, ούτε οι συνεχείς πρεσβείες στο Λονδίνο, ούτε τα υπομνήματα στον Άγγλο Κυβερνήτη, ούτε τα Ψηφίσματα για την Ένωση του 1921 και του 1931 και αργότερα το Δημοψήφισμα του 1950, υπήρξαν  ικανά να μεταβάλουν την αγγλική αδιαλλαξία. Κάποιες ελπίδες δημιουργήθηκαν κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν ο Άγγλος Πρωθυπουργός Τσόρτσιλ,  για να ελκύσει εθελοντές στον αγγλικό στρατό, μιλούσε για την ελευθερία των λαών. Και οι ελπίδες όμως αυτές διαψεύστηκαν, όταν, ενώ συνεχιζόταν ακόμη ο πόλεμος, ο ίδιος ο Τσόρτσιλ απέστειλε  στις 2 Ιουνίου 1941 επιστολή προς τον Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν στην οποία τόνιζε  ‘…Υποθέτω θα ξέρετε ότι υπάρχει στην Κύπρο ένας σημαντικός μουσουλμανικός πληθυσμός ο οποίος υπήρξε πολύ πιστός σε μας και ο οποίος θα δυσαρεστείτο πολύ αν η (Κύπρος) παραδιδόταν στους Έλληνες’.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με τα εκατομμύρια των θυμάτων και τις τεράστιες καταστροφές, οδήγησε στην ίδρυση το 1945 του ΟΗΕ, η Γενική Συνέλευση του οποίου ψήφισε στις 10 Δεκεμβρίου  1948 την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε κάθε λαό να ζει ελεύθερος στη δική του πατρίδα. Την εφαρμογή του δικαιώματος τούτου και στην περίπτωση της Κύπρου ζήτησε από την αγγλική κυβέρνηση ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄. Το αίτημά του απορρίφθηκε και ο Αρχιεπίσκοπος  ζήτησε από την αγγλική κυβέρνηση να οργανώσει δημοψήφισμα για να διαπιστώσει τη θέληση του κυπριακού λαού. Η  αγγλική κυβέρνηση απέρριψε και το αίτημα τούτο, οπότε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος προχώρησε  στην οργάνωση δημοψηφίσματος, που έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1950 και στο οποίο  το  95,7 των ελληνοκυπρίων ψήφισαν την ένωση της Κύπρου με την  Ελλάδα.

Λίγο μετά το δημοψήφισμα, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄ διαδέχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, ο οποίος συνέχισε την ενωτική πολιτική του προκατόχου του. Η Αγγλική  κυβέρνηση  αρνήθηκε να  παραλάβει τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και ούτε ήθελε να συζητήσει για το μέλλον της Κύπρου.  Κατόπιν τούτου, η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή η Κύπρος δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος  και  δεν είχε δικαίωμα να προσφύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, υπέβαλε προσφυγή στον ΟΗΕ για την αυτοδιάθεση της Κύπρου.  Κατά τη συζήτηση που έγινε το 1954 στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών και μετέπειτα Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Άντονι  Ήντεν, αδιαφορώντας για τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε. και  θέτοντας το συμφέρον της  Μεγάλης Βρετανίας πάνω από το διεθνές δίκαιο, τόνισε ότι η Μ. Βρετανία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις αποικίες της.

Στον κυπριακό λαό δεν έμενε τότε άλλη επιλογή για να εκφράσει την αντίδρασή του για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου παρά η καταφυγή στη χρήση αντιστασιακών μέτρων, όπως ήταν οι  μαθητικές διαδηλώσεις, οι εκρήξεις βομβών σε κυβερνητικά κτήρια και ο περιορισμένης μορφής ανταρτοπόλεμος. Άρχισε  έτσι την 1η Απριλίου 1955 ο Αγώνας της ΕΟΚΑ με αρχηγό τον Κύπριο συνταγματάρχη του Ελληνικού  στρατού Γεώργιο Γρίβα Διγενή.  Απαράμιλλος υπήρξε στον αγώνα αυτόν ο ηρωισμός των απειροπόλεμων Κυπρίων αγωνιστών και ανυπέρβλητη η συμπαράσταση που επέδειξε ο κυπριακός λαός. Μέσα από τον αγώνα αυτό μιλούσε η τρισχιλιετής ιστορία της ελληνικής Κύπρου και ο πόθος της ελληνικής ψυχής για ελευθερία.

Οι Άγγλοι, παρά τη μεγάλη υπεροχή τους σε όπλα και στρατό και παρά τα σκληρά μέτρα που χρησιμοποίησαν, τους απαγχονισμούς, τα βασανιστήρια, τις πολυετείς φυλακίσεις, τις μακροχρόνιες κρατήσεις προσώπων χωρίς δίκη, τους αλλεπάλληλους κατ’ οίκον περιορισμούς, τις βίαιες διαλύσεις των μαθητικών και άλλων διαδηλώσεων, δεν μπόρεσαν να καταβάλουν το ξέσπασμα του λαού για την ελευθερία του και κατέφυγαν στη συνήθη τακτική τους του διαίρει και βασίλευε. Προκάλεσαν ως αντίπαλο δέος προς τους ελληνοκυπρίους την  εθνική και στρατιωτική οργάνωση των τουρκοκυπρίων και επανέφεραν  την Τουρκία ως ενδιαφερόμενο μέρος στα προβλήματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Εξόρισαν στις μακρινές Σεϋχέλλες τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριος Γ΄ και τους συνεξορίστους του  και ενέτειναν τον αγώνα εναντίον της ΕΟΚΑ με νέα στρατεύματα και οπλισμό από τη Μεγάλη Βρετανία.

Ύστερα  από έναν άνισο αγώνα τεσσάρων  ετών (1955-1959), ο εξόριστος Αρχιεπίσκοπος, που από το 1957 εγκαταστάθηκε με τους συνεξορίστους του στην Αθήνα, αποδέχτηκε στις αρχές του 1959 τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, στις οποίες κατέληξαν μετά από συνομιλίες η Μεγ. Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία και με τις οποίες η Κύπρος κηρυσσόταν σε ανεξάρτητο κράτος αναγνωρισμένο από τα Ηνωμένα Έθνη με την ονομασία Κυπριακή Δημοκρατία.

Β’

Δυστυχώς από την αρχή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν λειτούργησε ομαλά, για πολλούς λόγους, οι πιο σημαντικοί από τους οποίους είναι οι ακόλουθοι:
α) Η δυσκολία απεγκλωβισμού από τα έντονα αισθήματα του εθνικισμού που διακατείχαν τις δυο κοινότητες, οι οποίες  δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να θέσουν το ενιαίο συμφέρον της Κύπρου πάνω από  το συμφέρον της κοινότητάς τους.
β)  Η έλλειψη των απαραίτητων  θεσμών και γνώσεων που θα βοηθούσαν τις  δυο κοινότητες να λειτουργήσουν ως  ένα ενιαίο κράτος με δυο χωριστές διοικήσεις.
γ) Η πολιτική της Χούντας των Αθηνών, που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα (1967-1974) και προκάλεσε πραξικόπημα στην Κύπρο  μερίδας  των Ελληνοκυπρίων εναντίον του νόμιμου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
δ) Οι πολιτικές βλέψεις της Τουρκίας, που επιδίωκε δια των Τουρκοκυπρίων να ελέγχει  ολόκληρη την Κύπρο, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, και η οποία, με αφορμή το πραξικόπημα,  εισέβαλε στις 20 Ιουλίου 1974 εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Αποτέλεσμα της εισβολής ήταν η κατάληψη από τα τουρκικά στρατεύματα της Βόρειας Κύπρου και  η συγκέντρωση σ’ αυτήν όλων των Τουρκοκυπρίων, ενώ οι Ελληνοκύπριοι αναγκάστηκαν να προσφυγοποιηθούν στις ελεύθερες περιοχές. Οι Τουρκοκύπριοι οργάνωσαν υπό την άμεση παρουσία και επίβλεψη του τουρκικού στρατού το τουρκοκυπριακό κράτος, το οποίο δεν αναγνωρίζεται διεθνώς εκτός  από την Τουρκία, η ύπαρξή του  όμως  επηρεάζει  άμεσα την ενότητα και τη λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά την αποσχιστική πολιτική που η τουρκική κυβέρνηση επιβάλλει στο τουρκοκυπριακό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να είναι αναγνωρισμένη διεθνώς και να συμμετέχει στη διεθνή πολιτική ως  μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ενωμένης Ευρώπης.

Οι πρόσφατες γεωπολιτικές έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο και η ανεύρεση στην κυπριακή θαλάσσια περιοχή κοιτασμάτων φυσικού αερίου και ενδεχομένως πετρελαίου, παρέχουν τις προϋποθέσεις στις δυο Κοινότητες να  αναβαθμίσουν τις σχέσεις τους και να αναδείξουν το  κυπριακό κράτος σε σημαντικό οικονομικό παράγοντα της περιοχής. Η ενδεχόμενη αυτή εξέλιξη  έχει προκαλέσει έντονο το κατακτητικό ενδιαφέρον της Τουρκίας, η οποία προσβλέπει στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην κατάληψη  των  κοιτασμάτων του φυσικού αερίου. Γι’ αυτό και παρεμποδίζει την επιτυχή έκβαση των συνομιλιών μεταξύ των δυο Κοινοτήτων για τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους.

Το κυπριακό πρόβλημα πήρε έτσι μια νέα τροπή και έγινε πρόβλημα διατήρησης της ανεξαρτησίας του από τις επιβουλές της Τουρκίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία όμως δεν έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις επιβουλές αυτές,  γι’ αυτό και στρέφεται για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου  στον Ο.Η.Ε. και σε άλλες ισχυρές χώρες. Δυστυχώς όμως, και παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, το διεθνές δίκαιο εξακολουθεί να παραμερίζεται από το συμφέρον και τη δύναμη των ισχυρών.

Γι’ αυτό και μια από τις πρώτες επιπτώσεις του κυπριακού προβλήματος στη σύγχρονη ιστορία είναι η επαναφορά  του θέματος της  εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Μέχρι πότε θα συνεχίσουν ο Ο.Η.Ε. και η διεθνής πολιτική να κλείνουν τα μάτια και να επιτρέπουν στα πιο ισχυρά κράτη να θέτουν το δικό τους συμφέρον πάνω από το διεθνές δίκαιο; 

Ένα άλλο διεθνές πρόβλημα που ο  αγώνας της ΕΟΚΑ επαναφέρει εξήντα χρόνια μετά, είναι το θέμα της εθνικής καταγωγής των πολιτών και της ενότητας του κράτους. Οι κάτοικοι ενός κράτους ενδέχεται να ανήκουν σε διαφορετικές εθνικές κοινότητες. Στην περίπτωση αυτή τι έχει προτεραιότητα για τη συνοχή  και την ομαλή λειτουργία του Κράτους,  η εθνική καταγωγή ή η ιδιότητα του  πολίτη; Στην Κύπρο, τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι, έδωσαν εξαρχής για ιστορικούς λόγους  προτεραιότητα στην εθνότητα παρά στην πολιτότητα, επιδιώκοντας την ένωση με τις μητέρες πατρίδες, παρά τη δημιουργία ενός αυτόνομου και ανεξάρτητου  κράτους που θα διοικούσαν οι ίδιοι. 

Αλλ’ ενώ οι Ελληνοκύπριοι, λίγα χρόνια μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου  (1959) άρχισαν να κάνουν στροφή από την εθνότητα προς την πολιτότητα, οι Τουρκοκύπριοι συνεχίζουν  να επιδιώκουν την ίδρυση δικού τους ανεξάρτητου κράτους σε  βάρος της ενότητας της Κύπρου, με απώτερο στόχο την ενσωμάτωσή τους στην Τουρκία.

Γ΄

Για τις εξελίξεις αυτές την  ευθύνη φέρει ολόκληρος ο κυπριακός λαός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε εξαιτίας της πολιτικής των δύο πρώτων ηγετών μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, του Αρχιεπισκόπου  Μακαρίου  και του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκντας, που εξαρχής δεν εφάρμοσαν τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Η κατάσταση προσέλαβε  νέα τροπή το 1974 με τον μυστικό ερχομό του Γεωργίου Γρίβα στην Κύπρο, τη διάσπαση των ελληνοκυπρίων αγωνιστών, το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και της επιδίωξης από τους Τουρκοκυπρίους της ένωσης με την Τουρκία.

Τα γεγονότα αυτά έδωσαν  στην Τουρκία την αναμενόμενη αφορμή  να εισβάλει στην Κύπρο,  με αποτέλεσμα τη διαίρεση της Κύπρου σε Βόρεια και Νότια. Στη Βόρεια Κύπρο συγκεντρώθηκαν όλοι οι Τουρκοκύπριοι και ίδρυσαν, με την παρουσία δεκάδων χιλιάδων τουρκικών στρατευμάτων, το δικό τους ψευδοκράτος. Δυστυχώς οι Ελληνοκύπριοι στον Νότο, αντί να συσπειρωθούν και να αντιμετωπίσουν ενωμένοι την τουρκική εισβολή, ανέπτυξαν έναν έντονο κομματισμό που εξουδετέρωσε την  ενότητα που επικρατούσε στην περίοδο του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Φτάσαμε έτσι στο σημείο της διαίρεσης του λαού σε κομματικούς σχηματισμούς και στην ανάπτυξη διαφορετικών πολιτικών στάσεων για το μέλλον της Κύπρου, γεγονός που  διασπά τη  συνοχή και κατ’ επέκταση την ικανότητα για αντίσταση  του ελληνοκυπριακού λαού. 

Παρά τις υπάρχουσες αντίθετες απόψεις, η επίλυση του κυπριακού προβλήματος μπορεί να γίνει  μόνο με την υπέρβαση του εθνοκεντρισμού και τον διάλογο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων  για την επίτευξη ενός κράτους, πλήρως ανεξάρτητου από τις μητέρες πατρίδες και με δική του πολιτική υπόσταση. Ο σχετικός διάλογος έχει ευτυχώς αρχίσει, η εξέλιξή του όμως συχνά διακόπτεται και τα αποτελέσματά του δεν είναι τα αναμενόμενα.

Το  γεγονός τούτο επισημαίνει ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη  του κοινού καλού, δεν έχει ακόμη ωριμάσει πλήρως. Γι’ αυτό και η  επίλυση του κυπριακού επιβάλλει την αλλαγή νοοτροπίας από όλους τους κατοίκους της Κύπρου, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Όλοι οι Κύπριοι καλούνται να αντικαταστήσουν τον παλαιό εθνικισμό με τον προσωποκεντρικό κοινωνισμό, που θέτει το κοινό συμφέρον πάνω από τις  οποιεσδήποτε ατομικές, κομματικές  και   εθνικές επιδιώξεις. 

Οι συνθήκες της ζωής σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές απ’ εκείνες που κυριαρχούσαν την εποχή του Αγώνα. Αν τότε ύψιστη αρετή ήταν ‘το υπέρ ελευθερίας και της πατρίδος θνήσκειν’, σήμερα ύψιστη αρετή είναι η επικράτηση της δικαιοσύνης και του κοινού καλού. Και στις δυο περιπτώσεις απαιτείται ο ίδιος ηρωισμός και η ίδια αυτοθυσία. Στην πρώτη περίπτωση ο πατριώτης αγωνιστής καλείται να είναι έτοιμος να προσφέρει για την ελευθερία της πατρίδας και την ίδια τη ζωή του. Στη δεύτερη περίπτωση ο συνεπής και υπεύθυνος πολίτης καλείται να προσφέρει για την  επικράτηση της δικαιοσύνης και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας τον ατομοκεντρισμό, τον κομματοκεντρισμό και τον εθνοκεντρισμό του, κάτι που δεν είναι καθόλου πιο εύκολο  από τη θυσία της ζωής για την πατρίδα.

Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά τον Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959 για την εθνική ελευθερία, συνεχίζουμε  έναν άλλο αγώνα, έναν αγώνα για την ενοποίηση της Κύπρου και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Αγωνιζόμενοι όμως για μια ενιαία, ελεύθερη και δίκαιη Κύπρο, διαιωνίζουμε συγχρόνως το πνεύμα  του  αγώνα του 1955, προσφέρουμε στεφάνι δόξας στους ηρωικούς του νεκρούς και αποδίδουμε την πρέπουσα τιμή  στους αγωνιστές και σ’ ολόκληρο τον λαό  του 1955. Οι αγώνες ποτέ δεν τελειώνουν, αλλάζουν μόνο μορφή.

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post