Ἅγιος Νεόφυτος, ὁ ἔγκλειστος τῆς Κύπρου ἡσυχαστής

Ἅγιος Νεόφυτος, ὁ ἔγκλειστος τῆς Κύπρου ἡσυχαστής

π. Ἀντωνίου Χαραλάμπους

Θεολόγου

Ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, τό «βλάστημα τῆς μοσκοβολημένης Κύπρου»[2], ἀποτελεῖ καύχημα καί κλέος τῆς τοπικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μέγας ἀσκητής, αὐστηρός νηστευτής, σπηλαιώτης καί ἔγκλειστος -κατά μίμηση τῶν στυλιτῶν ἁγίων- καί τήν ἴδια στιγμή ἡγούμενος μοναστηριοῦ καί πολυγραφότατος συγγραφέας, συγκέντρωνε στό πρόσωπό του αὐτά τά τόσο διαφορετικά χαρίσματα[3], συνδυάζοντας θαυμαστά τήν κοινωνικότητα πρός τούς συνανθρώπους του μέ τήν ἡσυχία. Στήν ἀναζήτηση «τῆς θεογνώστου ἡσυχίας»[4] ὁ ἅγιος Νεόφυτος ἀνάλωσε ὅλες του τίς δυνάμεις ἀπό τήν ἀρχή σχεδόν τῆς μοναχικῆς του ζωῆς καί πρός αὐτήν ἀπέβλεπε, ὅταν ἐπέλεγε τόν τραχύ δρόμο τοῦ ἐγκλεισμοῦ στήν ἔρημη ἐκείνη σπηλιά τῆς Πάφου. Ἡ ἐκλογή τῆς «ἐγκλειστικῆς καί ἠσυχίου ἀγωγῆς»[5], πού μετά τό 1197 ἔγινε αὐστηρότερη, ἀποτέλεσε τό βασικό γνώρισμα τῆς ἄσκησής του καί τοῦ προσέδωσε τόν χαρακτηρισμό «Ἔγκλειστος».

Ὁ δρόμος τῆς ἡσυχίας, ὅπως τόν ἔζησε ὁ ἅγιος Νεόφυτος καί τόσοι ἄλλοι ἀσκητές μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχει διπλό χαρακτῆρα, ἐξωτερικό καί ἐσωτερικό[6]. Ἡ ἐξωτερική ἡσυχία ἀπό τούς διάφορους θορύβους καί φροντῖδες ἐξαρτᾶται κατά μεγάλο βαθμό ἀπό τή διαμονή σέ τόπο ἥσυχο, ὅπου καλλιεργεῖται ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ἀμεριμνία, «τό κάλλιστον τῆς ἡσυχίας θεμέλιον»[7]. Καθώς ὁ ἀσκητής προχωρᾶ στήν πνευματική ζωή καί καλλιεργεῖ ταπεινά τίς ἀρετές, ζώντας σταυρωμένο βίο κατά μίμηση Χριστοῦ καί καθαρίζοντας τήν καρδιά του ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη μέσω τῆς θερμῆς μετάνοιας, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς νήψης, τότε γνωρίζει τήν καλή ἀλλοίωση καί φθάνει στήν ἐσωτερική ἡσυχία, δηλαδή τήν κατάπαυση τῶν λογισμῶν καί τήν καρδιακή εἰρήνη καί ἀγάπη.

Ὁ ἅγιος Νεόφυτος, «ὡς Χριστοῦ μύστης καί μιμητής»[8], συστήνει τήν τήρηση τῆς ἡσυχίας μέ μέτρο καί ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ. «Ὁ Δεσπότης μου Χριστός, ἀναχωρώντας κάποιες φορές σέ ἔρημους τόπους καί ἄλλες φορές περιερχόμενος τήν οἰκουμένη,… μᾶς δίδαξε σύμμετρη διαγωγή, ὥστε νά μή βρισκόμαστε συνέχεια μέ πλῆθος ἀνθρώπων, οὔτε νά μένουμε διηνεκῶς μόνοι», γράφει σέ ἐπιστολή πρός τόν ἱερομόναχο Εὐθύμιο τόν Χρυσοστομίτη[9]. Στήν ἴδια ἐπιστολή τόν συμβουλεύει νά μήν ἐπιδιώξει νά κτίσει ἄλλο κελλί πιό ἥσυχο, μήπως γίνει «περισπασμοῦ ἀφορμή τῆς ἡσυχίας ἡ ἀρχή». Ἀντί αὐτοῦ, τοῦ προτείνει νά παραμείνει στό κελλί του καί ἀφοῦ ἀφαιρέσει ἀπ’ αὐτό ὅ,τι δέν τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο δίνοντας τό σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, νά ὁρίσει τρεῖς μέρες τή βδομάδα κατά τίς ὁποῖες νά ἀναχωρεῖ σέ τόπο πιό ἥσυχο, μελετώντας γιά λίγο, προσευχόμενος, στενάζοντας «περί μνήμης θανάτου» καί ἐνεργώντας μέ ὅποιο τρόπο ἐνισχύσει ὁ Θεός τό ἀσθενές καί πήλινο σῶμα, τήν σκληρή καρδία καί τόν ἄστατο νου[10].

Ἡ ἄσκηση τῆς ἡσυχίας ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν καί ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἀντιμάχεται τή σωτηρία του. Εἶναι συνήθεια τοῦ διαβόλου νά πειράζει τούς ἀνθρώπους γιά νά τούς παρεκκλίνει εἴτε δεξιά, εἴτε ἀριστερά ἀπό τή βασιλική ὁδό, τή σύμμετρη διαγωγή. Ὑποβάλλει στόν ἄνθρωπο λογισμούς γιά νά τόν ὁδηγήσει σέ ἄμετρη ἀγρυπνία καί νηστεία, σέ αὐστηρή ἀναχώρηση, ὥστε νά τόν ρίξει στήν ἀκηδία καί στήν ἀμέλεια[11]. Γι’ αὐτό χρειάζεται ὁδηγός ἔμπειρος στόν πνευματικό ἀγώνα, πού θά μυσταγωγήσει τόν ἄνθρωπο στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὁ πνευματικός πατέρας, ὁ ὁποῖος μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης καί τῆς πνευματικῆς πατρότητας καλεῖται νά ποιμᾶνει «σωτηριωδῶς» κατά μίμηση Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας στόν πνευματικό πατέρα, ὑπακούει στόν ἴδιο τόν Χριστό[12]. Μαθητεύει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί μαθαίνει νά μήν εἶναι «αὐτοδέσποτος καί αὐτοτίμητος»[13], οὔτε νά ἐνεργεῖ μέ βάση τό «ἴδιον θέλημα».

Μέσα ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος μυσταγωγεῖται στό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς. Μέ τήν ἀληθινή προσευχή, πού γίνεται ταπεινά καί καρδιακά, ἀνοίγει ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πρός δάκρυα καί κατάνυξη καί ἀνοίγει ὁ νοῦς του ὥστε νά βλέπει «τά μή ὀρώμενα»[14], σημειώνει ὁ «πύκτης» τῶν νηπτικῶν ἀγώνων Νεόφυτος. Χρειάζεται ἰδιαίτερη φροντίδα γιά τό ἔργο τῆς προσευχῆς, γιατί μέσῳ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Στό ἐρώτημα πῶς μπορεί κάποιος χωρίς μόρφωση νά προσεύχεται, ὁ ἡσυχαστής Ἅγιος ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ προσευχή δέν χρειάζεται πολύπλοκα λόγια, ἀλλά ἁπλότητα καί ταπείνωση καί διδάσκει μερικούς ἁπλούς τρόπους προσευχῆς, τούς ὁποίους μπορεῖ εὔκολα νά ἀπομνημονεύσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα «ἐν αἰσθήσει καρδίας», ὅποια ἐργασία κι ἄν κάνει[15]. Στό ἔργο «Περί τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν» ὁ Ἔγκλειστος προτείνει ὡς τρόπο συχνῆς προσευχῆς τήν ἰκεσία τοῦ ληστή πάνω στόν σταυρό, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Σέ ἄλλο κείμενό του συστήνει ἕνα διαφορετικό τρόπο ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ: «Καλόν δέ καί τό συχνῶς ἐνθυμείσθαι καί λέγειν πρός Θεόν· ‘Κύριε, σῶσον μέ ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου’. Ἐάν γάρ συχνῶς μνημονεύωμεν τοῦ Θεοῦ, συχνῶς καί αὐτός μνημονεύει ἠμῶν καί καθαρίζει τόν νοῦν ἐξ ἀκαθάρτων ἐννοιῶν»[16]. Πρός αὐτό τόν σκοπό τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ βοηθᾶ πολύ καί ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων, καθώς καί ἡ συνεχής μνήμη τῶν σωστικῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἐγκλείστου γιά τήν καρδιακή προσευχή στοιχεῖ μέ τήν προγενέστερη ἀσκητική καί νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ προάγγελο τῆς μεγάλης ἡσυχαστικῆς ἀναγέννησης τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰώνα, πού ἐκφράσθηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά.

Κοινό ἄξονα τῆς νηπτικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ σύνδεση τῆς καρδιακῆς, ἀδιάλειπτης προσευχῆς μέ τή μετοχή στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ἄσκηση τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς δέν αὐτονομεῖται στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀλληλοπεριχωρεῖται καί ἀλληλοσυμπληρώνεται μέ τή μέθεξη στή Θεία Εὐχαριστία[17]. Αὐτό τό φιλοκαλικό, ἐκκλησιαστικό πνεῦμα διακατέχει καί τόν ἅγιο Νεόφυτο. Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἐγκλεισμοῦ του ἔπηξε θυσιαστήριο στό ὄνομα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὥστε νά μήν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τή Θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα, ὅταν προτρέπεται ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο νά ἱδρύσει μοναστῆρι, προκρίνει τή σύσταση κοινοβίου μοναστηριοῦ μέ κοινή ζωή καί κοινή λατρεία· στήν Τυπική Διαθήκη πού συντάσσει, παραγγέλλει στούς μοναχούς του νά μήν παραμελοῦν τίς θεῖες λειτουργίες καί τίς κοινές ἀκολουθίες στόν ναό. Ἐπιπλέον, στά κείμενά του παροτρύνει τούς μαθητές του νά μετέχουν τῆς κοινωνίας τοῦ παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι βέβαια ἀνάξια, ἀλλά προετοιμαζόμενοι μέ γνήσια καί ἔντονη μετάνοια. Συντέμνει, μάλιστα, τόν χρόνο τῶν ἐπιτιμίων γιά τή μετοχή στή Θεία Εὐχαριστία, γράφοντας ὅτι ἐάν θελήσει ὁ ἄνθρωπος νά μετανοήσει γνήσια καί ἐξομολογηθεῖ μέ ταπείνωση, σέ τρείς μόνο μέρες ἀναδεικνύεται μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ἄξιος τῆς θείας κοινωνίας[18]. Ἡ οἰκονομία αὐτή τοῦ Ἐγκλείστου, πού ἐπαναλαμβάνει τή γνώμη τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα (4ος αἰώνας μ.Χ.), δέν καταργεῖ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μιμεῖται τή φιλάνθρωπη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί συμφωνεῖ μέ τό πνεῦμα τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου[19].

Ἡ ἀσκητικολειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας φωτίζει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, καί τόν ὁδηγεῖ στή θέωση, τήν ἐπιφάνεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεός κατά χάριν, μετέχει τοῦ ἀϊδίου φωτός καί καθορᾶ τό ἄρρητο καί ἀκήρατο κάλλος τοῦ Θεού[20]. Τό ἀνέσπερο καί ἀειφανές φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού καταυγάζει «ἐν μιᾷ φωτοχυσίᾳ τά σύμπαντα», φωτίζει τόν ἄνθρωπο, πού μετανοεῖ θερμά καί ἐργάζεται τά ἔργα τοῦ φωτός[21]· «ὁ δέ τοιοῦτος ἔξει τό φῶς, ἐμέ, καί γενήσεται φῶς καί κληρώσεται τό ἀνέσπερον φῶς τῆς ἀθανάτου ζωῆς», ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἡσυχαστής τῆς Ἐγκλείστρας[22]. Τό φωτοειδές περιεχόμενο τῶν συγγραμμάτων καί ὁλόκληρης τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Νεοφύτου[23] φανερώνεται μέ ἐνάργεια σέ μιά ὠραία προσευχή, πού συγκεφαλαιώνει τή νηπτική του διδασκαλία: «φωτί γνώσεως καί συνέσεως καί ἀσφαλείας καί ἐγρηγόρσεως τούς ὀφθαλμούς καί τάς φρένας καί τάς αἰσθήσεις καί τήν καρδίαν καί τήν διάνοιαν ἡμῶν καταφώτισον καί καταλάμπρυνον τῷ ἀρρήτῳ φωτί τοῦ προσώπου σου,… Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν· καί τύχωμεν σωτηρίας αἰωνίου ἐπί τῷ ὀνόματί σου τῷ ἁγίῳ, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις ἅμα τῷ πανταιτίῳ καί συνανάρχῳ Πατρί καί τῷ συναϊδίῳ καί ζωαρχικῷ καί παναγίῳ σου Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αιῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν»[24].

Συνοψίζοντας, ὁ ἡσυχασμός, τόν ὁποῖο μέ τόση ἀφοσίωση ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Νεόφυτος, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀληθινή προσευχή, πού τελεῖται ἀδιάλειπτα στόν χῶρο τῆς καρδίας. Ἡ καρδιακή προσευχή δέν ἀποτελεῖ ἀτομικό κατόρθωμα, ἀλλά ἄθλημα ἐκκλησιαστικό, πού ζωογονεῖται ἐξάπαντος ἀπό τή λειτουργική ζωή τῆς Εκκλησίας, καί μυσταγωγεῖ στή μέθεξη καί κοινωνία μέ τόν ζώντα Τριαδικό Θεό. Αὐτή ἡ φιλοκαλική παρακαταθήκη τοῦ Ἁγίου φωτίζει καί παρηγορεῖ τή σημερινή δύσκολη καί σκαιά ἐποχή καί γίνεται «πνευματική κολυμβήθρα»[25], ὅπου ἀναβαπτίζεται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐπανεύρει τόν τρόπο πού «μετά Θεόν σώζει τόν ἄνθρωπο»[26].

 

[1] Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική, τεῦχος 47, σελ. 440-445.

[2] Φώτη Κόντογλου, Ἀσάλευτο Θεμέλιο, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆνα 1996, σ.

[3] Βλ. ἀρχιμ. Νεοφύτου Ἐγκλειστριώτη, «Ποιμαντική στά σύγχρονα προβλήματα: Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου του Ἐγκλείστου», Ἐπετηρίδα Κέντρου Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου 7 (2006), σ. 267.

[4] Πανηγυρική Α΄, Συγγράμματα, τ. Γ΄, σ.301.

[5] Τυπική Διαθήκη, Συγγράμματα, τ. Β΄, σ. 44.

[6] Βλ. Ἐπισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου, Οἰκουμενικές Σύνοδοι Ἱστορία-Θεολογία-Πράξη, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τροοδιτίσσης, Κύπρος 2018, σ. 666-667.

[7] Βίβλος τῶν Κατηχήσεων, Συγγράμματα, τ. Β΄, σ. 45.

[8] Πανηγυρική Α΄, Συγγράμματα, τ. Γ΄, σ. 436.

[9] «Ὁ Δεσπότης Χριστός μου ἔργῳ μέ ταῦτα ἐδίδαξεν, νῦν μέν ἀναχωρῶν εἰς ἔρημον τόπον, νῦν δέ τῇ οἰκουμένῃ περινοστῶν… ἵνα διδάξῃ ἐμέ σύμμετρον διαγωγήν, καί μήτε τῷ πλήθει συμφύρεσθαι πάντοτε μήτε τῇ μονίᾳ διηνεκῶς διαμένειν…». Συγγράμματα, τ. Ε΄, σ. 442.

[10] «…ἐξέρχου τό πρωΐ πρός ἠσυχώτερον τόπον, διατελῶν τήν ἡμέραν ἐκεῖσε, ψάλλων μικρόν νουνεχῶς, ἀναγινώσκων μικρόν προσηνῶς, εὐχόμενος, μελετῶν, στενάζων περί μνήμης θανάτου, καί ἁπλῶς εἴ τι Θεός ἐνισχύσει τό σῶμα τόδε τό γαιῶδες καί ἀσθενές καί τήν σκληρᾶν καρδίαν καί τόν ἄστατον νοῦν». Ὅ.π., σ. 441.

[11] Ὅ.π., σ. 443.

[12] Βίβλος τῶν Κατηχήσεων, Συγγράμματα, τ. Β΄, σ. 414.

[13] Πεντηκοντακέφαλον, Συγγράμματα, τ. Α΄, σ. 337.

[14] Περί τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν, Συγγράμματα, τ. Α΄, σ. 60.

[15] «Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς διδάξωμεν ἑαυτούς ἐν αἰσθήσει καρδίας συχνάκις λέγειν καθ’ ἑαυτούς· ‘Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου’. Κἄν γάρ ἀροτριᾶ τις, κἄν ποιμαίνει, κἄν ἀμπέλους ἤ κήπους φιλοκαλεῖ, κἄν χειροτέχνης ἐστιν, κἄν ἐπιβεβηκῶς ἐστιν ἴππω, κἄν πεζεύων ὁδοιπορεῖ, δύναται λέγειν· ‘Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου’». Περί τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν, Συγγράμματα, τ. Α΄, σ. 65.

[16] Περί ὑπακοῆς πρός τούς ἑαυτοῦ φοιτητᾶς, Συγγράμματα, τ. Ε΄, σ. 470.

[17] Βλ. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ νοερά προσευχή ἔκφραση ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 177.

[18] Βίβλος τῶν Κατηχήσεων, Συγγράμματα, τ. Β΄, σ. 215.

[19] Ὅ.π., σ. 214.

[20] Πεντηκοντακέφαλον, Συγγράμματα, τ. Α΄, σ. 262.

[21] Ἑρμηνεία κανόνων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Συγγράμματα, τ. Ε΄, σ. 191 καί σ. 194.

[22] Ὅ.π., σ. 192.

[23] Βλ. Ἰωάννη Τσικνοπούλλου, «Συγγραφική τέχνη καί γραφικός πλοῦτος Ἁγίου Νεοφύτου», Κυπριακαί Σπουδαί ΚΓ΄(1959), σ. 64.

[24] Πανηγυρική Α΄, Συγγράμματα, τ. Γ’, σ. 158.

[25] Βλ. Νίκου Νικολαΐδη, «Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος Πατέρας καί διδάσκαλος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Πρακτικά Α΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου. Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ὅ.π., σ. 568.

[26] Τυπική Διαθήκη, Συγγράμματα, τ. Β΄, σ. 43.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post