Περὶ κοσμικού φρονήματος
Το κοσμικό φρόνημα της Δύσεως έχει εισέλθει προ πολλού στη ζωή μας. Γι’ αυτό η οδός του Εκκλησιασμού και του αγιασμού και της συνακόλουθης χάριτος, που διαπερνούσε τη ζωή μας μέσα στους αιώνες, έχει προ πολλού αποσυρθεί και εγκαταλειφθεί, στα μέτρα ενός άκρατου Δυτικότροπου ορθολογισμού. Έχει αποχωρήσει εις το όνομα της αποθέωσης δυνάμεως. Ή της ματαίας δόξας. Ή της αναζήτησης του πλούτου και των αγαθών. Κι εμείς έχουμε αφεθεί και θύομεν επιπολαίως προ πολλού στα είδωλα του κόσμου τούτου, αυτού του κόσμου της ματαιότητος και του ψεύδους. Υποκλινόμεθα στους παντοίους και ποικιλόμορφους και ποικιλότροπους άρχοντες του αιώνος. Στα είδωλα των ΜΜΕ. Και στους άθλιους εν πολλοίς πολιτικούς, που υποκλίνονται στον άρχοντα του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό και είμαστε άχαρεις.
Τελούμε, ως αλλοτριωμένοι Νεοέλληνες, προ πολλού καιρού στον τόπο του Δυτικού Φωτισμού. Αυτό είναι η Ευρώπη του κοσμικού και ματαίου φρονήματος. Είτε αυτὴ του εκλιπόντος μαρξισμού ―όσο αυτός εξέλιπε― είτε του απάνθρωπου καπιταλισμού. Γι’ αυτό και οι κοσμοκράτορες και «οι δοκούντες άρχειν των εθνών» επαίρονται για τη νέα τάξη που ανοήτως επέβαλαν, αγνοούντες εκείνο το του Κυρίου: «Η βασιλεία η εμή ουκ εκ του κόσμου τούτου.»
Όλα αυτά που ζούμε συνιστούν την αποθέωση του κοσμικού φρονήματος, την αποδοχή των πειρασμών της ερήμου, αυτών του δαιμονισμού. Στον αντίποδα είναι η αλήθεια του Κυρίου, που είναι τρόπος, πρόταση ζωής εις τον αιώνα. «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ᾽ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. 17,17) ανεφώνησε προ του Πάθους ο Κύριος. Έτσι, για νὰ θυμόμαστε ότι είμαστε όντα πτώσεως.
Τὰ σκέφτομαι όλα αυτά, καθὼς παρακολουθώ τη δεσποτεία του δυτικού τρόπου, που εισέρχεται σκανδαλωδώς στον τόπο της Ορθόδοξης παράδοσης της καθ’ ημάς Ανατολῆς. Καθώς έχουμε εισέλθει στην εποχή του ανίερου και του συνακόλουθου ευτελισμού της ζωής που άλλοτε ζήσαμε, που τη χαρακτήριζε η ιερότητα των πραγμάτων. Και ο εκκλησιαστικός τρόπος του βίου μας.
Κάποτε οι πατέρες μας, που μας απελευθέρωσαν ηγωνίζοντο πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος, όπως μας θυμίζει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Και εκείνο το σύνταγμα, που συνέγραψαν και συνέταξαν, άρχιζε με εκείνη τη φράση: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου Τριάδος (Διακήρυξις Α´ Εθνοσυνελεύσεως εις Επίδαυρον (1822). Όπως κι εκείνη η πρώτη προκήρυξη του υπέρ ελευθερίας αγώνος της Κύπρου που άρχιζε μὲ τη φράση: «Μὲ τὴν βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου του Ελληνισμού…» Με την ενότητα του κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία πορευόμαστε ή συμπορευόμαστε. Τώρα επέρχεται υπογείως ένα αγεφύρωτο ρήγμα, ερήμην των Ελλήνων. Ερήμην του χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας. Έτσι άναυδοι παρακολουθούμε τὰ νέα ήθη που μας προκύπτουν ή μας επιβάλλονται βιαίως.
Σκέφτομαι, έτσι, εκείνο των Γερόντων πως «εκκλησία είναι και ο άνθρωπος.» Κι εμείς είμαστε «ναός του Αγίου Πνεύματος», όπως μας θυμίζει και υποδεικνύει ο απόστολος Παύλος: «Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοὶ έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγὼ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιοὺς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας ουν έχοντες τας επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.»
Όλα αυτά τα περιφρονούμε και τα χλευάζουμε και τα προσπερνούμε, μέχρι σημείου να αποφασίζουμε για την καύση των νεκρών σωμάτων που υπήρξαν και είναι ναός Θεού ζώντος. Έτσι, λοιπόν, καὶ τα μυροβλύζοντα λείψανα των αγίων, που είναι πηγή χάριτος και αγιασμού και σωτηρίας και ιάσεως, τα σώματα των πατέρων μας, τα σώματα και τα λείψανα των μαρτύρων, που εμείς εδώ στην Κύπρο αναζητούμε απεγνωσμένως για να τα ενταφιάσουμε, αποφασίζουμε να τα οδηγήσουμε στην πυρά, ανιέρως και ασεβώς, στα μέτρα μιας χρηστικής και πραγματιστικής Δυτικότροπης, ορθολογίζουσας επιχειρηματολογίας. Μένω εδώ, υπομιμνήσκοντας μονάχα εκείνο το του Κυρίου: «Απόδοτε ουν τα του καίσαρος καίσαρι και τὰ του Θεού τω Θεώ.» (Ματθ. 22. 21). Στώμεν καλώς.
Νίκος Ορφανίδης