Διάψευση των ποιητών, εκδίκηση του πνεύματος
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Ο ποιητής Νίκος Κρανιδιώτης εκπροσωπεί μια γενιά Ελλήνων της Κύπρου που αγωνίστηκε, θυσιάστηκε, πίστεψε σε αξίες, όπως η φιλοπατρία. Στο ποίημά του «Το χώμα» πιστεύει πως η ιερά αυτή ουσία είναι φορέας της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός μας, ειρηνικού και ελεύθερου, γιατί οι Έλληνες πολίτες αυτού του τόπου «στα κάστρα, στα οδοφράγματα, στέκουν ασάλευτοι, όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος, στέκουν και μάχονται γι\’ αυτή τη γη που τους ανάστησε, στέκουν και πέφτουνε ορθοί στον τόπο που τους γέννησε.»
Ευτυχώς ο ποιητής πέθανε πριν δει τα ανοσιουργήματα. Συμπατριώτες του στα οδοφράγματα δεν μάχονται για τη γη τους αλλά παν να εισπράξουν το αντίτιμο της περιουσίας τους, ξεπουλούν «δικαιωματικά», κατά την άποψή τους, την πατρική γη, κι άλλοι ξενυχτούν στα καζίνα για το πάθος χωρίς μάθος, χάριν… της ειρηνικής συμβίωσης.
Οι ξεπουλητάδες βρίσκουν δικαιολογίες: έχουν ανάγκες, δε βλέπουν λύση, το κράτος δεν τους μπούκωσε όσα ονειρεύονταν, και πολλά άλλα, εξειδικευμένα και δικαιολογητικά «στοχευμένα», κατά τη νεότερη παπαγαλία, όλα εφευρεμένα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων.
Ούτε νέος Θησέας αναμένεται να πνίξει το Μινώταυρο, όπως ελπίζει ο ποιητής στο τέλος του ποιήματος, ούτε και μερικοί νέοι φαίνονται να αντέχουν την αντάρα και τη θύελλα, ούτε τα ιδανικά είναι πια στο λεξιλόγιό τους, θεωρούμενα λόγια απαρχαιωμένα και κενά. («Εγώ φίλε μου πάω και τρώω στην Κερύνεια και δε νιώθω καμιά ενοχή. Δεν είναι συμπατριώτες μας οι άνθρωποι;» το διαδίχτυο γέμει τοιούτου πατριωτισμού!!!)
«Κρατάνε ακόμη, όσοι μείνανε, το χώμα στη σπασμένην απαλάμη τους, το χώμα τ\’ ακριβό που τους ανάστησε.» Αυτά ο ποιητής. «Σπασμένη παλάμη», χωρίς να ξέρει πως ανασυγκολλήθηκε στα οργανωμένα από ξένα κέντρα αποφάσεων σεμινάρια, «το χώμα ακριβό»… σε ευρώ ή σε τούρκικες λίρες.
Δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονταν περισσότερες μέρες στα κατεχόμενα προωθώντας την αγοραπωλησία, εκατομμύρια σε πλαστικό χρήμα διακινήθηκαν για καζίνα και ξενύχτια και ταξίδια στην Τουρκιά.
Ο ποιητής όμως μιλά για αξίες πέρα από την ύλη και την οικονομία. Γιατί ήξερε τι απομένει και από την ύλη και από τα χρήματα, κάτι που όλοι μάθαμε φυτευτά μετά το ευρωκούρεμα!
Οπότε, όσοι ελληνόφωνοι των προσφύγων ξεπουλούν τα ιερά και τα όσια των γονιών και των παππούδων, την Ιστορία του τόπου που είναι θαμμένη στα χώματα αυτά, αποκομίζουν προεισαγωγικά για το κούρεμα ή για το χώμα που σίγουρα θα τους σκεπάσει.
Αξίες για μερικούς απέμειναν μόνο οι υλικές και οικονομικές. Όμως όσο και να διαψεύδονται οι ποιητές, στο τέλος αυτό που μένει αθάνατο είναι το πνεύμα κι όχι τα παρεπόμενα της κουράς.
Όσα κι αν πάρουν οι ξεπουλητάδες, κι όσα κι αν παίξουν στα καζίνα, θα χαθούν, είναι βέβαιο. Όλοι ξέρουμε και μάθαμε την τύχη των χρημάτων. Η πράξη τους όμως στην Ιστορία θα μένει αιώνια στιγματισμένη: «Πολλοί ελληνοκύπριοι ξεπούλησαν τότε στον κατακτητή τις περιουσίες τους ή επεδόθησαν μετά πάθους στα καζίνο και στη συνεργασία με τον εχθρό κι έτσι συνετελέσθη το έγκλημα.»
Οπότε και πάλι το πνεύμα τιμωρεί και εκδικείται στην αιωνιότητα.