Στην άκρη της απελπισιάς
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Πρέπει να αφεθούμε στην απελπισία μας, με την πίστη πως ύστερα από αυτήν θα χαράξει κάπου ένα φωσάκι. Να εμβαπτιστούμε στα βάθη της ΑΟΣ μας και να μαυροφορέσουμε, να σκοτιστεί ο ήλιος και να μη φέξει το φεγγάρι, να σταθούν προσοχή με μάτια δακρυσμένα και στα πετρελαιοειδή βουτηγμένα και μαραγκιασμένα. Η μικρή μου χώρα δέχεται προσβολές της ύπαρξής της, της ιστορικής της υπόστασης, της αξιοπρέπειάς της και η προσπάθεια των δικών μας είναι –δυστυχώς- να μην απελπιστούν οι πολίτες μας αλλά να στραφούν αλλού οι διαλογισμοί τους, με λόγια αερικά και εκμαυλιστικά, με εκατομμύρια επενδύσεις κι ανέμους στο γουδοχέρι. Κι όμως η απελπισία πρέπει να βάψει το κατάμαυρο, να καταπλακωθεί στο ζόφο, για να ανατείλει το φως.
Οι οχτροί μας, γεννήματα εχιδνών, με τη δύναμη των όπλων, των κανονιοφόρων, των τορπιλοβόλων, όφεις και σκορπιοί και πάντα τα ερπετά, απομυζούν από τη γη μου τους χυμούς της, ρουφούν το αίμα της, το αίμα των παιδιών μας, το μέλλον τους, ξεραγκιάρηδες να γυρνούν στα ξένα για να βρουν το καρβέλι, αλήτες και πένητες, μιας χώρας ευλογημένης κι από δικούς και ξένους καταδικασμένης. Κι όμως οι γηγενείς μπορούμε να ζωοποιηθούμε, φτάνει να αφεθούμε στην απελπισία μας. Μπορούμε να αναγεννηθούμε, αν συλλάβουμε τη βαθιά σημασία της θλίψης και του απελπισμού στην κατάστασή μας.
Οι νεοσουλτάνοι, της παρανομίας ηγεμόνες, άρχοντες του ψεύδους, της καταπάτησης των εδαφών και θαλασσών μας, δοξολογημένοι από τους παθόντες, ανυψωμένοι στις εικόνες των ειρηνοφίλων, με τα κανόνια στραμμένα στα εδάφη και στις θάλασσές μας, με τις ψυχές της ρυπαρότητας και της αρπαγής, καταραμένοι γείτονες, αδικούντες ηδονίζονται, ψευδορκούντες αγάλλονται, καταβροχθίζοντες το ξένο βιος χορεύουσιν ακαταπαύστως, επαγγελλόμενοι την ειρήνη και τα μηδενικά προβλήματα ψεύδονται ασυστόλως διαψευδόμενοι, αεί πεινώντες και διψώντες την αδικία, άνυδρες πηγές της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς, βόθρος ανοιχτός ο λάρυγγάς τους, μπαγίς, νταβούτογλου, έρογλου κι ερντογάν, με μικρό το αρχικό του ονόματός τους γράμμα.
Κι εμείς; Μπορούμε να μιλούμε για την πίστη στην πατρίδα μας χωρίς έργα, ή με τα έργα μας θα δείξουμε την πίστη μας; Πού είναι οι ένοπλες δυνάμεις μας; Πού είναι το αμυντικό μας δόγμα; Πού βρίσκονται οι σύμμαχοί μας στην Ευρώπη, πού καθεύδει ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, γραμματείς και φαρισαίοι του, πού υπνώττει και στρέφεται η οργή των νέων μας για την καταπάτηση των δικαιωμάτων μας, εκτός από τα ποδοσφαιρικά με τις εμφύλιες βόμβες μολότωφ; Γιατί ανεχόμαστε να μας παραπλανούν με δικαιώματα που δεν καταπατούνται; Για να ξεχάσουμε τα δικά μας δίκαια που κατακουρελιάστηκαν; Γιατί μας ρωτούν αν καταπατείται το δικαίωμά μας να θρησκεύουμε και δε ρωτούν αν μας καταβρόχθισαν το σπίτι και την περιουσία, αν δεν μας αφήνουν να κυκλοφορήσουμε στον τόπο μας, αν κατασκόρπισαν στους ανέμους τα ιερά και τα όσιά μας, αν μετέτρεψαν τους ναούς μου και τα νεκροταφεία μας σε γήπεδα, και ουρητήρια και καφενεία της πορνείας; Γιατί δε μας ρωτούν για τα καταπατημένα μας δικαιώματα και μας ρωτούν για ανύπαρκτα προβλήματα; Μας θέλουν τυφλούς και κωφούς , να μας σέρνουν όπου θέλουν, για να πέσουμε στο βόθυνο, χωρίς οδηγό οι πρόσφυγες, χωρίς εκπρόσωπο το μεγάλο Όχι;
Έτσι μετέτρεψαν και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, να σκέφτονται πως είναι οι ίδιοι ξενόφοβοι και ρατσιστές, την ώρα που είναι οι παθόντες και ταφέντες στην ίδια τη χώρα τους, με τα δικαιώματά τους πατσαβούρες για σφουγγάρισμα. Φορτωμένοι ενοχές άλλων, υποβιβάζονται στα ίδια τα μάτια τους.
Κι όμως, ας τους διδάξουμε την απελπισία. Μην τους παραπλανούμε με ψευδοπροβλήματα, άσχετα από τη μοίρα τους σ’ αυτή τη γη.
Αφήστε τα παιδιά μας κι εμάς και τα εγγόνια μας να οργιστούμε και να απελπιστούμε, ίσως ανατείλει το φως.