Έζησα μια ζωή για κάποιον άλλο
Γεννήθηκα μια μέρα του χιλιαεννιακόσια τίποτα. Ήταν ένα πρωινό της Τρίτης μέρας της βδομάδας. Έτσι μου\’παν. Αργότερα το είδα γραμμένο με μολύβι στο ερμάρι του υπνοδωμάτιου της πατρικής οικίας μου. Απ\’εκεί η ζωή μου άρχισε να κυλά στις ράγες της καθημερινότητας. Με σύμμαχο την αμυδρή μου μνήμη θυμάμαι θαμπά τα παιδικά μου χρόνια. Σταμπαρισμένα με το χαρακτηριστικό της φτώχειας και της ανέχειας. Στη συνέχεια η είσοδος στην εφηβεία με τα σκαμπανεβάσματα της ηλικίας. Μεταπτώσεις του τύπου αισιόδοξος- μελαγχολικός, αποφασισμένος να αλλάξω τον κόσμο- τρομερά βαριεστημένος να μετακινηθώ από τη θέση μου.
Και απ\’εκεί ντουγρού για το στρατό. Τόπος υπηρεσίας: εξορία. Κάποια φαλακρά υψώματα πεταγμένα αρκετά μακρυά από τα οικεία χώματα της πόλης μου, απέναντι ο εχθρός και από πάνω το απέραντο του ουράνιου θόλου. Ώρες, μέρες, μήνες απομόνωσης, συντροφιά με βιβλία και αναμνήσεις ή σκέψεις και ελπίδες για το μετά.
Οι σπουδές που ακολούθησαν δεν είχαν κάτι το συναρπαστικό. Όλα γενικά καλά. Μαζική συγκατοίκηση, τόμοι βιβλίων προς αποστήθιση, όλα προαπαιτούμενα για εξασφάλιση εισόδου σε μια σίγουρη εργασία. Και η ράγια να κατευθύνει τη ζωή. Συζυγικός βίος, απόκτηση παιδιών, αγώνας για μεγάλωμα και αρχές και ό,τι συνήθως απαιτείται. Υστερα κύλησαν τα χρόνια. Πασπάλισμα των μαλλιών με την άσπρη σκόνη του χρόνου. Ρυτίδωμα του προσώπου. Ρόζοι στα χέρια. Κατάπτωση. Και ξαφνικά πέθανα.
Βρέθηκα στην άλλη άκρη. Στον ακριβώς απέναντι φράκτη. Μόνος με συντροφιά τις σκιές. Μα έλα που ώρες-ώρες έβλεπα τα πράγματα καθαρότερα.
Και τότε ξανάδα τη γέννησή μου. Ναι• ήταν Τρίτη μεσάνυκτα. Μα δίπλα εκεί είδα δύο ψυχές με πρόσωπα λαμπερά. Κρατούσαν ο ένας το χέρι του αλλουνού. Ήταν ανακουφισμένα από τη χαρά της δημιουργίας, χαρούμενα γιατί ήρθε στον κόσμο ένας νέος άνθρωπος. Και μετά κοίταξα μέσα από το θαμπό τζάμι του μυαλού και είδα τα παιδικά χρόνια. Ήτανε φτωχά μα- τώρα τόβλεπα καθαρότερα- όχι άχαρα. Το πλαίσιο χαρούμενο: Φωνές και γέλια, ατμόσφαιρα πρόσφορη για τους πετροπόλεμους με τους φίλους, για τις ατέλειωτες νυκτερι νές συζητήσεις που γίνονταν στα στενά, κάτω απ΄το αμυδρό φως των μικρών ασήμαντων δρομίσκων της γειτονιάς. Και ο στρατός μια εμπειρία ωρίμανσης. Μέσα στις ατέλειωτες ώρες σμιλεύονταν πτυχές του είναι μου, που ίσως τότε δεν τις αξιολόγησα καθώς έπρεπε. Στις σπουδές κύτταξα καλύτερα και αναζήτησα να αφουγκραστώ τους παλμούς της καρδιάς μου. Έβαζα στο νου τον κόσμο των γνώσεων. Προεκτεινόμουν στην ευρυχωρία της των σπουδών του επιστητού. Και ένιωθα περίφημα, αλλά τότε ούτε που το εκτίμησα. Και η συζυγική σχέση και η εργασία, μια προσφορά χάριν των άλλων. Τι διαφορετικά που φάνταζαν όλα. Φάνταζαν όμορφα ΤΩΡΑ, ΤΩΡΑ που είχα κιόλας πεθάνει.
Γιατί όμως δεν τα είχα συνεκτιμήσει όλα αυτά τον καιρό που τα όριζα; ΠΩΣ άφησα να μου ξεφύγουν και εγώ να γίνω ένας παθητικός θεατής των δεδομένων της δικής μου πορείας, με αρκετή δόση μελαγχολίας στις αξιολογήσεις μου; ΕΖΗΣΑ μια ζωή ίσως για κάποιον άλλο, ένα παραπλήσιο εαυτό μου, πάντως όχι για μένα. Συμμετείχα σ\’ένα παιχνίδι σαν βαριεστημένος παίκτης. Σαν να μην ήταν το παιχνίδι που έπαιζα, το παιχνίδι ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ζωής.
Να έτσι όπως συμβαίνει σε όλους μας. Να γεννιόμαστε κάποτε, να ζούμε κάπου και να πεθαίνουμε χωρίς να έχουμε προλάβουμε καν να ζήσουμε.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ Θεολογίας