Μια γυναίκα που αμάρτησε πολύ

Μια γυναίκα που αμάρτησε πολύ

Ένα σύγχρονο παραμύθι

Μια γυναίκα που αμάρτησε πολύ, μια  «βεβορβορωμένη», ζούσε  κάπου εκεί στις γειτονιές της παράλιας  πόλης, χρόνια πολλά πριν. Ήταν  αποκαταστημένη με σύζυγο και τα τέτοια. Μόλις 30 Μαίων. Ο κύριος  όμως είχε και βίτσια. Απαιτούσε  η θελκτική γυναίκα του να μοιράζεται κάθε φορά τον έρωτα μαζί του, μα και με κάποιον άλλο. Και αυτή παρά τις αντιδράσεις της, δυστυχώς , εξαναγκαζόταν.  Πόνος πολύς στης γυναίκας τα στήθια, διέξοδος καμία. Μια φυλακή το σπίτι και η αίσθηση της ενοχής να βαραίνει την κακόμοιρη σύζυγο.

Τώρα έχει πεθάνει προ πολλού. Κοιτάζει  από ψηλά τη μίζερη ζωή της, τότε που  ζούσε στον κόσμο και στενάζει πικρά. Για τον εαυτό της, για κείνες τις γυναίκειες ψυχές  που τα ίδια έχουν να αντιπαλαίσουν και μένουν, χωρίς να έχουν περιθώριο αντίστασης,  στο ίδιο έργο θεατές – θύματα.

Κι ο αρχάγγελος που πήρε άνωθεν την εντολή να  παραστέκεται στις γυναίκες αυτές, πλησιάζει κάθε τόσο και με περισσή αγάπη σκουπίζει με το μαντήλι του τα δάκρυα της «αμαρτωλής», τον πόνο  της ματωμένης καρδιάς  της. Tης θυμίζει παρόμοια συναξάρια γυναικών που πέρασαν το ίδιο μαρτύριο  και προσπαθεί να γαληνέψει την κατάσταση. Και προς ώρας το πρόσωπο της γυναίκας αυτής ηρεμίζει,  η καρδιά της ξαποσταίνει και η κατάσταση μέσα της ελέγχεται. Τι φρικτό μαρτύριο που πέρασε, μα τώρα αλάφρυνε. Έκλαψε και ο πόνος παραμέρισε προς στιγμή.

Έτσι παθαίνει συχνά η κυρία Ευφροσύνη σαν αναλογίζεται στον άλλο κόσμο τον πρότερο βίο της. Δεν την αφήνει να ησυχάσει ούτε στιγμή. Πώς έγιναν όλα τόσο μαύρα και άραχνα στη ζωή της; Και κείνα τα παιδιά της, που καθώς μεγάλωναν δεν μπορούσε καν να τα κοιτάξει στο πρόσωπο! Και αργότερα η φάση της εφηβείας, με όλα εκείνα τα αναπάντητα ερωτήματα να πλανώνται στο μυαλό και τη σκέψη τους. Άδικη ζωή, απελπισμένη.

Σ\’αυτούς βάλε και τον πρωταίτιο. Εκείνο το θηρίο, το κτήνος. Τον άνδρα που έπνιξε τα όνειρα και τις ελπίδες μιας γυναικείας ευαίσθητης καρδιάς. Διερωτάται, αν καμιά φορά εκεί που κλαίει συναπαντηθεί το απογευματάκι σε κάποια γωνιά της άλλης ζωής μαζί του, τι θα πρέπει να του πεί. Να του πεί…Μα μήπως χρειάζεται καν να του αναφέρει ο,τιδήποτε έγινε; Ευτυχώς που ο Θεός έδωσε λογική, συνείδηση και μνήμη στο κάθε πλάσμα του. Αυτά θα τον αναδείξουν και αυτά θα τον καταδικάσουν, σκέφτεται.

Ώρες- ώρες όμως  την πιάνει μαύρη απελπισία, για όλες τις γυναίκες τις συμπάσχουσες μα και για την ίδια.  Κλαίει γοερά και ζητά με αίσθηση πραγματικής συντριβής το ελέησόν με. Και έρχονται κάτι γυναίκες, μια Μαρία Αιγυπτία και κάτι άλλες, και κλαίνε όλες μαζί και μετά γονατίζουν και με δάκρυα στα μάτια σπογγίζουν με τα μαλλιά τους τα πόδια του Αγαπημένου, κάθε απόγευμα που βγαίνει να περπατήσει στους δρόμους της άλλης ζωής και να συναπαντήσει τους ανθρώπους που είναι πάνω.

Και έτυχε να Τον ακούσει μια μέρα να τις ευλογεί όλες αυτές- και ήτανε πολλές απ\’ότι θυμάται- και να τους λέει: «Αφέωνται οι αμαρτίες σας. Αγαπήσατε πολύ, κλάψατε πολύ, πικραθήκατε πολύ, ΕΞΑΓΙΑΣΤΗΚΑΤΕ ΗΔΗ».

Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ Θεολογίας

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post