Η Παναγιά από ψηλά παρακολουθούσε (Στέλιου Παπαντωνίου*)
Η Παναγιά από ψηλά παρακολουθούσε. Στην ποδιά της ο μικρός Χριστός. Μισοσκόταδο στο ναό της Μεγάλης του Θεού Σοφίας. Με πεντακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες, πεντακόσια πενήντα έξι χρόνια από την τελευταία λειτουργία. Με τον πατριάρχη δεξιά και τον τελευταίο Έλληνα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Και τότε, στην άλωση, από ψηλά παρακολουθούσε. Πόσο αιμοβόροι μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι, ακόμα και μέσα σε ναό. Κρατούσε και τότε σφιχτά το Χριστό, αν κι έζησε και χειρότερα, τη σταύρωσή Του. Τότε όμως ακόμα δεν ήξερε πώς ήταν η ανάσταση.
Ο Βαρούχ Ομπάμα μπαίνει στο ναό. Μεγάλη η κουστωδία. Βασικός συνοδός ο Ερντοάν. Μόνο που δεν ξέρει εγγλέζικα. Δυσανασχετεί συνεχώς και το δείχνει. Πρέπει να’ χουν κι ένα γνώστη της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής. Να’ χει μελετήσει ιδιαίτερα το Υψηλό, να μιλήσει στο φιλοξενούμενο, να του αναλύσει την τέχνη. «Να του μιλήσει για τον τουρκικό πολιτισμό», θέλει ο Ερντοάν. Ο κύριος αρχαιολόγος αδυνατεί. Για την Αγιά Σοφιά ο λόγος, κι ύστερα για το αντίγραφο, το Μπλε Τζαμί. Η ισλαμική τέχνη.
Ο Βαρούχ, ο επονομαζόμενος ευλογημένος, ακούει με ενδιαφέρον. Η Παναγία από ψηλά παρακολουθεί. Προς στιγμή, η ματιά του Προέδρου τη συλλαμβάνει. « Όπου και να πάω με παρακολουθεί η Παναγιά. Κάνω πως δε βλέπω, δεν ακούω. Άλλοι κόσμοι φτερουγίζουν εδώ. Ρωμιοί σφαγμένοι, αρμένηδες σφαγμένοι, μια χώρα για την Ευρώπη με τόσο αίμα κι άδικο στα σωθικά. Και πώς να τα σβήσει; Όσο κι αν κρύβομαι δεν κρύβομαι. Όσο κι αν άλλα προεκλογικά λέω, αλλού τα συμφέροντα οδηγούν.»
Ο Πατριάρχης δεν περιμένει το Βαρούχ στο πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης ζει στην Κωνσταντινούπολη πεντακόσια πενήντα έξι χρόνια από την κατάληψη του Βυζαντίου από τους Τούρκους. Σειρά πατριαρχών αγωνίζεται, πάσχει, προσπαθεί να ισορροπήσει καταστάσεις, να επιβιώσει, να σωθεί η Ρωμιοσύνη.
Ο Πατριάρχης επισκέπτεται τον Πρόεδρο στο ξενοδοχείο του. Δώδεκα λεπτά.
Όσο κι αν είσαι Πρόεδρος της Αμερικής δεν μπορείς να καταλάβεις το βάθος της ιστορίας των παθών και των δεινών και προπάντων του χρέους αλλά και το θαύμα ενός Οικουμενικού Πατριάρχη μες στην Πόλη, εκτός αν βυθιστείς μέσα στην Μαύρη Ιστορία σου, οπότε θα συλλάβεις τον πόνο και το δάκρυ της δικής σου φυλής που ανέβασες εσύ εκεί ψηλά. Και θα καταλάβεις.
Ο Βαρούχ της Μαύρης Φυλής του τον πόνο και το δάκρυ, ο Οικουμενικός Πατριάρχης της Ρωμιοσύνης τον πόνο και το δάκρυ. Κι εμείς…
Τριάντα πέντε χρόνια στην προσφυγιά, την αδικία, την άγνοια, τον εγκλωβισμό. Χειροτερεύοντας τις συμπεριφορές, αυτοεμπαιζόμενοι για να κερδίζουμε ψηφοφόρους ή καταθέτοντας στα τούρκικα καζίνα κι ανεχόμενοι. Περιμένοντας ποιος θ’ ανεβάσει τον ελληνισμό του τόπου εκεί που του αξίζει. Ποιος δε θα γονατίσει στις απάνθρωπες πιέσεις, ποιος δε θα ξεπουλήσει την ελευθερία, ανταλλάσσοντάς την με ψευδεπίγραφα δικαιώματα. Ποιος θα ξαναδεί ολοκάθαρο το πρόβλημά μας κι όχι με τη σκουριά των χρόνων. Ποιος θα ξαναπεί την εισβολή εισβολή, τη λευτεριά λευτεριά, χωρίς μαλάματα.
Κι αν ένας δεν μπορεί μόνος, πού είναι οι Έλληνες; Το δίκαιο δεν φτάνει να υπάρχει. Με λαγαρό μυαλό και λόγο πρέπει πρώτα ο ίδιος ο αδικημένος να το δει, να συστρατεύσει τις δυνάμεις και να το διεκδικήσει.
Δυστυχώς προς το παρόν, δίχως τη δική μας χείρα, η Αθηνά αδυνατεί στη σύγχυση. Κι η μεγάλη βδομάδα επεκτείνεται.
* Ο Στέλιος Παπαντωνίου είναι φιλόλογος