Ο θησαυρός επιστρέφει στην πατρίδα του
Μετά από 13 χρόνια «ομηρείας» στη Γερμανία μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου, που συλήθηκε από ναούς στα κατεχόμενα, πρόκειται να επαναπατριστεί μετά την απόφαση του Δικαστηρίου του Μονάχου την περασμένη βδομάδα.
Ο επαναπατρισμός ψηφιδωτών, τεμαχίων τοιχογραφιών, εικόνων και άλλων κειμηλίων, που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα, πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιος, γιατί , σύμφωνα με εκτιμήσεις, αναμένεται ότι θα κερδηθεί και η έφεση στην απόφαση, αν τελικά αυτή υποβληθεί από τον διαβόητο Τούρκο αρχαιοκάπηλο Αydin Dikmen, ο οποίος πρωτοστάτησε στην απογύμνωση των χώρων λατρείας στα κατεχόμενα. Το έγκυρο γερμανικό περιοδικό “Der Spiegel” είχε χαρακτηρίσει την υπόθεση ως μια από τη μεγαλύτερη παγκοσμίως κλοπή έργων τέχνης.
Ο εντοπισμός και η κατάσχεση των συλημένων από τον Dikmen έργων βυζαντινής και υστεροβυζαντινής τέχνης έγινε μετά που τον κατέδωσε ο πρώην συνεργάτης και φίλος του, ο Ολλανδός Μichel van Rijn. Οι πρώτες πληροφορίες είχαν δοθεί στην τότε επίτιμη πρόξενο της Κύπρου στη Χάγη Τασούλα Χατζηττοφή, η οποία ενεργούσε κατόπιν οδηγιών του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Α’.
Η βαυαρική αστυνομία, με βάση τις πληροφορίες του Ολλανδού, οργάνωσε μεγάλη επιχείρηση και έκανε έφοδο σε δύο διαμερίσματα του Dikmen στις οδούς Schuetzen Strasse 9 και Αugsburger Strasse 2, στο Μόναχο.
Η επιχείρηση άρχισε το απόγευμα της 10ης Οκτωβρίου 1997 και καταγράφεται στο Αστυνομικό Πρωτόκολλο της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του κρατιδίου της Βαυαρίας, που συνέταξε και υπέγραψε δύο μέρες μετά ο τότε γενικός διευθυντής της και υπεύθυνος της επιχείρησης Ρeter Κitschler.
Όπως αναφέρεται στο Πρωτόκολλο στην επιχείρηση αυτή συμμετείχαν περίπου 70 μέλη της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας.
Στο σχετικό Πρωτόκολλο αναφέρεται ότι στην Schuetzen Strasse 9 άνοιξε την πόρτα ο ίδιος ο Dikmen, ο οποίος συνελήφθη. Ύστερα από έρευνα βρέθηκαν διάφορα έγγραφα, μερικά νοτιαμερικανικά έργα τέχνης, αλλά και φωτογραφίες των αναζητουμένων αρχαίων αντικειμένων από εκκλησίες της Κύπρου.
Σύμφωνα με την καταγραφή Κitschler «μετά από έρευνα ολόκληρου του οικήματος, από έξι ορόφους, στο ρετιρέ και στο υπόγειο, βρέθηκαν 14 πακέτα, ορισμένα από τα οποία ήταν ανοικτά. Στα ανοικτά πακέτα υπήρχαν τοιχογραφίες και ένα ψηφιδωτό που αναζητούνταν. Όλα τα σχετικά αντικείμενα, εμπορικά έγγραφα, λογαριασμοί, κ.λπ., κατασχέθηκαν. Ο Dikmen και τα τεκμήρια μεταφέρθηκαν στην Αστυνομία. Από το διαμέρισμα στην οδό Αugsburger Strasse 2, κατασχέθηκαν δύο εικόνες (περίπου 70 με 90 εκατοστά) και μεταφέρθηκαν στην Αστυνομία».
Λίγες μέρες αργότερα η Αστυνομία έκανε νέα έρευνα, κατά την οποία εντόπισε περίπου 130 εικόνες, άλλα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.
Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα τεμάχια ψηφιδωτών του 6ου αιώνα από την Παναγία Κανακαριά, τα σπαράγματα τοιχογραφιών από την Παναγία Αψινθιώτισσα στο Συγχαρί, όπως το κεφάλι του αγίου Ιγνατίου (14ος αιώνας), τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό της Παναγίας Περγαμιώτισσας στην Ακανθού (12ος αιώνας), τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό Αγίας Σολομονής (9ος αιώνας) και τα σπαράγματα τοιχογραφιών από το ναό του Αντιφωνητή (τέλη 15ου – αρχές 16ου αιώνα). Οι εικόνες χρονολογούνται από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα.
Ο Τούρκος αρχαιοκάπηλος διατηρούσε αναλυτικά αρχεία: φωτογραφίες και σκίτσα πριν από την αποτοίχιση των ψηφιδωτών και τοιχογραφιών, κατά τη διάρκεια της, αλλά και μετά από αυτήν. Επίσης, διατηρούσε αντίγραφα των ψηφιδωτών με σκοπό την πώλησή τους ως αυθεντικών στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων.
Για την επιτυχία της επιχείρησης του Μονάχου είχαν συμβάλει από κυπριακής πλευράς η σημερινή εισαγγελέας της Δημοκρατίας Στέλλα Ιωαννίδη και ο μετέπειτα αρχηγός Αστυνομίας Τάσος Παναγιώτου.
Ο Dikmen προφυλακίστηκε για περίπου ένα χρόνο, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, γιατί τα αδικήματα, για τα οποία είχε συλληφθεί, είχαν παραγραφεί με βάση τη γερμανική νομοθεσία. Μετά την αποφυλάκισή του ο Dikmen προσέφυγε στο Δικαστήριο του Μονάχου και απαίτησε την παράδοση σε αυτόν όλων των έργων τέχνης. Ο δικηγόρος του είχε ισχυριστεί ότι αυτά του ανήκουν αποκλειστικά και ότι τα περισσότερα τα αγόρασε, ενώ άλλα ήταν από καιρό στην κατοχή της οικογένειας του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Νοέμβριοτου 1997 το ψευδοκράτος υπέβαλε αίτημα προς την Ιντερπόλ Wiesbaden για επιστροφή των κατασχεθέντων στην «Τ.Δ.Β.Κ». Οι γερμανικές Αρχές χειρίστηκαν το αίτημα «asa non issue» και ουδέποτε απάντησαν σε αυτό.
Όταν πλέον, λόγω της παραγραφής, δεν ήταν δυνατή η ποινική δίωξη του Dikmen, η Εκκλησία της Κύπρου καταχώρησε το 2004 στο Δικαστήριο του Μονάχου αστική αγωγή εναντίον του. Η αγωγή είχε θετική κατάληξη με την απόφαση της περασμένης βδομάδας. Όλο αυτό το διάστημα την υπόθεση χειριζόταν ο ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας Γιαννάκης Λαζάρου, ο οποίος βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Γερμανούς δικηγόρους, που εκπροσωπούσαν την Εκκλησία της Κύπρου στη δίκη.
Για την απόφαση του Δικαστηρίου καθοριστική ήταν η γνωμάτευση του διακεκριμένου Γερμανού καθηγητή της Βυζαντινολογίας JohannesDeckers, στον οποίο το Δικαστήριο είχε αναθέσει να αποφανθεί κατά πόσο τα κατασχεθέντα έργα τέχνης προέρχονται από την Κύπρο. Ο καθηγητής παρουσίασε με τη χρήση διαφανειών εμπεριστατωμένη μελέτη και κατέδειξε ότι οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά είναι έργα «μαέστρων», όπως τους χαρακτήρισε, Κυπρίων αγιογράφων.
Αριστείδης Βικέτος