“Σὺ που σκοτώθης για το φως” του Νίκου Ορφανίδη

“Σὺ που σκοτώθης για το φως” του Νίκου Ορφανίδη

Ελάχιστα για τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη

και τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό

Σκέφτομαι, με αφορμή το συγκλονιστικό επίγραμμα που έγραψε ο Βασίλης Μιχαηλίδης για τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, αυτή την ποίηση του φωτός, που μας κατέλιπε. Μια ποίηση αγιασμού και χάριτος, έτσι όπως αυτή προβάλλει και αναδύεται μέσα από το πάθος και τη δοκιμασία της Τουρκοκρατίας. Μέσα από τη Μεγάλη Παρασκευή του Γένους ημών. Μέσα από τα πάθη της Ρωμιοσύνης, που είναι, κατά τον Βασίλη Μιχαηλίδη, «Φυλή συνόκαιρη του κόσμου». Ένα Γένος και μια Φυλή, που την «σκέπει από τα ύψη ο Θεός μας.»

Ἀλλά και μια ποίηση του φωτός κατέθεσε και ο ποιητὴς του έθνους ημών, του έθνους των Ελλήνων, Διονύσιος Σολωμός, που εκ νεότητός του περιγράφει την ελευθερία να αναδύεται μέσα από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά και συγχρόνως να είναι όλη μέσα στο φως, αυτό το μυστικό φως  του αγιασμού και της χάριτος:

«Α, το φως που σε στολίζει,


σαν ηλίου φεγγοβολή,


και μακρόθεν σπινθηρίζει,


δεν είναι, όχι, από τη γη.

 Λάμψιν έχει όλη φλογώδη


χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·


φως το χέρι, φως το πόδι,


κι όλα γύρω σου είναι φως.»

(στρ. 94-95)

Σκέφτομαι εκείνο το συγκλονιστικό επίγραμμα που έγραψε ο Μιχαηλίδης για τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό. Το συναντούμε στην προτομή του, εκεί στὴν πλατεία της αρχιεπισκοπής, πάνε τώρα 100 και πλέον χρόνια, απέναντι από το Παγκύπριο Γυμνάσιο που άλλοτε ίδρυσε. Ὄχι τυχαῖα, το επίγραμμα αυτό προτάσσεται της έκδοσης των ποιημάτων του. και σκέφτομαι πως το φως είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

«Συ που σκοτώθης για το φως

σήκου να δης τον ήλιο,

ξύπνα, να δης το  αίμα σου

πώς έγεινεν βασίλειο.»

Για το φως σκοτώθηκε και μαρτύρησε ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, μας υποδεικνύει ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Για τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτό, εξάλλου, μας το ὑπέδειξεν ο ἴδιος ο Κύριος: «Εγὼ φως εἰς τον κόσμον ελήλυθα» και «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» κλπ. Για τον Κύριο, ως νεομάρτυς Χριστοῦ, οδηγήθηκε στό μαρτύριο, ενῷ μπορούσε να αποδράσει. Να διαφύγει μεσα από τα ξένα προξενεία. Για το φως παρεδόθη στὸν δι’ απαγχονισμού θάνατον, στην πλατεία Σεραγίου στή Λευκωσία. Έτσι εισήλθε και ο ἴδιος στὸν τόπο του φωτός, ὁλόλαμπρος, αμέσως μετὰ το μαρτύριό του. Νέφος αγιασμού τον περιέβαλε και παρέλαβε. Νέφος μαρτύρων μας σκέπει, νέφος περικείμενον, που καταλάμπει και μας ευλογεί και μας φυλάσσει. Νεομάρτυς Χριστού, λοιπόν, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, που ομολογεί Χριστόν  εσταυρωμένον, εξερχόμενος του κόσμου τούτου. Πρό του μαρτυρικού θανάτου του. Συγχωρώντας συγχρόνως τοὺς δημίους του και κλείνοντας με εκείνο το συγκλονιστικό:

«Τότες, αρχιεπίσκοπος εψήλωσεν το δειν του

στον ουρανόν, τζι’ εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα,

εφάνην πως επόνησεν που μέσα στην ψυσιήν του,

τζι’ είπέν τα τούν’ τα δκυό λόγια με δκυο σιείλη καμένα:

«Θεέ, που νάκραν δὲν έσιεις ποττέ στην καλωσύνην,

λυπήθου μας τζιαι δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην».

Τζι’ ετρέξασιν τα δρώματα απού το πρόσωπόν του,

απού του ήλιου την πολλήν την καψερήν την αύραν

τζ’ εβάλαν την συρτοθηλειάν ευτύς εις τον λαιμόν του

τζιαι τζιει πκιον ετελειώσασιν τα κάστια που τάβραν.»

Αυτή η εν Χριστῷ πρόσληψη του δράματος της ιστορίας προσδιορίζει τον Βασίλη Μιχαηλίδη ως ένα ποιητή του έθνους των Ελλήνων. Ένα ποιητή ορθόδοξο, εξερχόμενο από τον τόπο και τον τρόπο της καθ’ ημάς μαρτυρικής ανατολής. Από τον ποιητικό τόπο του Διονυσίου Σολωμού που συναντήθηκε επιμόνως με το φως του αγιασμοῦ. Όχι με τους όρους και με τον τρόπο του Δυτικότροπου εθνικισμοῦ. Αλλά με κάποιους ἄλλους όρους, ακατανόητους στους σύγχρονους ορθολογιστές. Ένας ποιητής του φωτός ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Έτσι προσλαμβάνει την τραγωδία της ιστορίας και το Πάθος της Κύπρου. Ορθοδόξως και Χριστιανικώς. Γι’ αυτό καθίσταται διαχρονικός και εθνικός. Ποιητὴς όλων των Ελλήνων, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, που μας οδηγούν με το λαμπερό έργο τους στον τόπο του φωτός.

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

Print Friendly, PDF & Email

Share this post