«Το Πάσχα του καλοκαιριου» του Νίκου Ορφανίδη
Γυρίζω και πάλι, μέρες πού ’ναι, στο Πάσχα του Καλοκαιριού, στην εορτή της Κοιμήσεως γυρίζω, και στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με τα ξωκκλήσια και τους πανηγυριστές του, που πλημμύριζαν τα βουνά και τα δάση. Γυρίζω ξανά σε εκείνο το ανεπανάληπτο διήγημά του «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου» και σκέφτομαι τον σφύζοντα Ορθόδοξο πληθυσμό των διηγημάτων του, τον πανηγυρίζοντα και εορτάζοντα, μέσα στη χαρά, λαό των ορθοδόξων Χριστιανών. Σ’ αυτὸν τον λησμονημένο κόσμο επιστρέφω, ένα κόσμο που παραμένει πάντοτε στο φως κι ας τον επισκίασε η ανοησία και η ευδαιμονιστική επιφάνεια κι η αλλοτρίωση που μας δέρνει.
Σκέφτομαι πως θα άξιζε τον κόπο να αναζητήσουμε στον Παπαδιαμάντη τα διηγήματα εκείνα με τους πανηγυριστές, τις φιλακόλουθες γυναίκες και τους φτωχοὺς και ταπεινούς ιερείς. Γιατί ο πληθυσμός του Παπαδιαμάντη είναι πληθυσμὸς της πανηγύρεως και της χαράς, πληθυσμός χαρμόσυνος, που έμαθε να εορτάζει την χαρά της Αναστάσεως, που έμαθε να ευλαβείται τους αγίους του, που πάντοτε τον σκέπουν, μεσιτεύοντας στον Κύριο. Και εξόχως την Υπεραγία Θεοτόκο. Κι ακόμα πληθυσμός της χαρμολύπης, όπως την ανέδειξε η Ορθόδοξη παράδοση και εμπειρία ζωής. Έτσι και ο πρωταγωνιστής του διηγήματος Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας ζει στην κατάσταση του πένθους και της χαράς.
Σκέφτομαι αυτόν τον κόσμο που τον προλάβαμε οι περισσότεροι, με τις φιλακόλουθες γυναίκες, τους ταπεινούς εκείνους πιστούς με τὶς λαμπάδες τους. Έτσι συνέρρεε ο κόσμος της Κύπρου στον εορτάζοντα Απόστολο Ανδρέα, στο άκρο εκείνο της Κύπρου, με τη χαρακτηριστική Χερσόνησο να μας δεικνύει τον τόπο της αγιασμένης καθ’ ημάς Ανατολής, των παθών αλλά και της ασκήσεως και της ερήμου. Έτσι και στους άλλους ναούς και μοναστήρια μας, στην Τροοδίτισσα και στον Μαχαιρά και στον Κύκκο, με τα παλιά λεωφορεία και τα καλάθια που κουβαλούσαμε και τις λαμπάδες. Έτσι πήρε κι ο πατέρας μου τὶς λαμπάδες του να τις ανάψει στους λεηλατημένους ναούς, και τα μοναστήρια μας, θυμάμαι που ανεβήκαμε τα σκαλάκια του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Κερύνεια.
Ἐπιστρέφω, λοιπόν, σε εκείνο το ανεπανάληπτο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου», ένα διήγημα Ορθοδόξου πανηγύρεως, αλλά και χαρμολύπης και αντιγράφω αυτά τα ελάχιστα εις παραμυθίαν πάντων ημών:
«Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον, εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρὸς ναΐσκος υπήρχε, και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζῃ ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμέν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων…
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν, διά να κλαύση και να πη τον πόνον του. Ήτον κτήμά του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτον ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον και είχε καλάς εικόνας, και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν, σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν του· ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχεν αναφανή εις τα μέρη αυτά.
Ήτον η προπαραμονή της εορτής, ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ᾿ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών, και ο παπα-Νικόλας, ο συμπέθερός του. Εις τον παπα-Νικόλαν ο Φραγκούλας έδιδε διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παπὰς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδαν αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ᾿ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλας ως εισόδημα ιδικόν του…
Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν… Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, ὅσοι ήσαν ως αυτὸς τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας, ήρχοντο τας ημέρας αυτὰς να εύρωσι, διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος, αναψυχήν και παραμυθίαν… Τον παλαιὸν καιρόν, πρὸ τού Εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι και των δύο ενοριών ήρχοντο εις τον ναὸν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν᾿ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ όλον τον Δεκαπενταύγουστον…»
Νίκος Ορφανίδης