«Η Κοίμησις της Θεοτόκου» του Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιου Κ. Χατζηγιάγκου
Ἑορτάζει ὁ ὀρθόδοξος χριστιανικὸς κόσμος τὴν κορυφαία θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἡμέρα μᾶς καλεῖ νὰ μιλήσουμε. Ὁ παροιμιαστὴς μᾶς προτρέπει νὰ τιμοῦμε τὴ μνήμη τῶν ἁγίων μὲ ἐγκώμια, μὲ ὕμνους καὶ λόγια ἐπαινετικά· «μνήμη δικαίων μετ’ ἐγνωμίων» (Παροιμ. 10,7). Καὶ ἂν ἀπαιτοῦνται ἐγκώμια κατὰ τὴν μνήμη τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁγίων, πόσο μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ἐγκωμιάσουμε τὴν Παναγία, τὴν ἁγιωτέρα ὅλων τῶν ἁγίων καὶ ἀνωτέρα ὅλων τῶν ἀγγέλων.
Εἶναι ὅμως εὔκολο νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν Παναγία καὶ νὰ τὴν ἐγκωμιάσουμε; Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ ἀρθρώσουμε λόγους ἐγκωμίων, νὰ ὑμνήσουμε καὶ νὰ τιμήσουμε ὅπως πρέπει τὴν πάναγνη κόρη, «τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν» (Μεγαλυνάριο), αὐτὴν ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ εἶναι καθαρώτερη καὶ λαμπρότερη ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ἂν οἱ ἅγιοι θεοφόροι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶχαν καθαρότητα βίου καὶ ἔζησαν σὰν ἐπίγειοι ἄγγελοι, θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο νὰ προφέρει τὸ ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἂν καὶ αὐτὸς ἀκόμα ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, «ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1,19), ποὺ βρίσκεται διαρκῶς μπροστὰ στὸ θρόνο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀντικρύζοντας τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας της καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας της, ἀπορεῖ καὶ ἐξίσταται, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἐγκώμιο ἐπάξιο γιὰ νὰ τῆς ἀπευθύνει, ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ τολμοῦμε καὶ ἔχουμε τὴν ἀξίωσι νὰ τὴν ὑμνήσουμε;
Παρ’ ὅλη ὅμως τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ὑπάρχει καὶ ὁ πόθος ποὺ μᾶς ὠθεῖ νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ ὑμνήσουμε μὲ τὶς φτωχιές μας δυνάμεις τὸ πολυύμνητο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Νὰ ἐκφράσουμε τὸν θαυμασμό μας γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα σὰν μὲ πολύτιμα στολίδια ἦταν περιβεβλημένη καὶ πεποικιλμένη, γιὰ τὸ ἀνυπέρβλητο ὕψος τῆς ἁγιότητος, ποὺ μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό της ἀγώνα κατέκτησε. Νὰ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιατὶ ἔγινε ἡ αἰτία καὶ ἡ πρόξενος τῆς σωτηρίας μας, ἀφοῦ συνέλαβε μέσα της, κυοφόρησε καὶ γέννησε τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, τὸν Χριστό. Νὰ τὴν εὐχαριστήσουμε ἀκόμα διότι μέρα καὶ νύκτα πρεσβεύει καὶ μεσιτεύει στὸν υἱὸ καὶ Θεό της γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἀποτρέπει τὸ ξέσπασμα τῆς δικαίας του ὀργῆς.
***
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Παναγίας ἦταν ἕνα θαῦμα καὶ ἕνα μυστήριο.
Θαῦμα καὶ μυστήριο ὑπῆρξε ἡ γέννησί της ἀπὸ μιὰ ἄγονη στεῖρα καὶ γηραλέα μητέρα καὶ ἀπὸ ἕνα γηραλέο πατέρα.
Θαῦμα καὶ μυστήριο ὑπῆρξε ἡ εἴσοδος της στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ ἡλικία τριῶν μόλις ἐτῶν καὶ ἡ παραμονή της σ’ αὐτὸν γιὰ δώδεκα περίπου χρόνια.
Ἀκόμα μεγαλύτερο θαῦμα καὶ μυστήριο, ἀκατάληπτο καὶ ἀνερμήνευτο, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ εἶδε ὁ κόσμος, ὑπῆρξε ἡ ἄσπορος σύλληψί της. Ἐνῶ ἦταν παρθένος ἀπείρανδρος συνέλαβε μέσα της υἱό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔδωσε ἀπὸ τὰ πάναγνα αἴματά της σάρκα καὶ ὀστᾶ στὸν ἄσαρκο Λόγο. Χώρεσε μέσα της αὐτὸν ποὺ δὲν χωρᾶ ὅλο τὸ Σύμπαν. Γέννησε καὶ ἔδωσε ἀρχὴ στὸν ἄναρχο καὶ ἄχρονο Θεό. Δι’ αὐτῆς «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. 1,14). Ἔτσι μὲ τὸν τόκο της ἔγινε ἡ κλίμακα, διὰ τῆς ὁποίας κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ ἡ γέφυρα ποὺ μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «μεθόριόν (σύνορο) ἐστι κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως… τὸν μὲν Θεὸν ἐποίησε υἱὸν ἀνθρώπου, τοὺς δὲ ἀνθρώπους υἱοὺς Θεοῦ ἀπειργάσατο». Τὸ ἐπίσης θαυμαστὸ εἶναι ὅτι καὶ μετὰ τὸν τόκο της παρέμεινε παρθένος. Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, παρθένος καὶ μετὰ τὸν τόκον, Ἀειπάρθενος. Τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο ἐκφράζει καὶ ὁ στίχος ποὺ ἀναφέρεται στὸ Συναξάριο τῶν Χριστουγέννων: «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ μήτηρ παρθένος· τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;».
Τέλος, θαῦμα καὶ μυστήριο ὑπῆρξε καὶ ἡ Κοίμησί της. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς νὰ ἀπέλθει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, τρεῖς μέρες νωρίτερα ἀπεστάλη σ’ αὐτὴν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὅπως καὶ στὸν Εὐαγγελισμό, καὶ τῆς τὸ ἀνήγγηλε.
Ἡ Παναγία χάρηκε ὅταν ἄκουσε τὴν εἴδησι. Πῆγε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορά. Στὸν δρόμο τὰ δένδρα ἔγερναν ἀπὸ σεβασμό. Μετὰ ἐπέστρεψε, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γείτονες καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσε τὴν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν πάρει κοντά του. Ὅλοι τότε ἄρχισαν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιατὶ θὰ ἔχαναν τὴν κοινὴ μητέρα τους. Ἡ Παναγία ὅμως τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι ἐκεῖ ποὺ θὰ πάει θὰ φυλάττει τόσο αὐτούς, ὅσο καὶ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὶς προσευχές της.
Ξαφνικὰ ἀκούστηκε ἦχος βροντῆς καὶ παρουσιάστηκαν στὸν οὐρανὸ σύννεφα, τὰ ὁποῖα μετέφεραν τοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὅπου βρίσκονταν, στὸ νεκρικὸ κρεββάτι τῆς Θεοτόκου. Ἀφοῦ συνομίλησε μαζί τους, ξάπλωσε στὸ νεκροκρέββατο καὶ προσευχομένη παρέδωσε τὴν παναγία ψυχή της στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, ὁ ὁποῖος ἦλθε συνοδευόμενος ἀπὸ οὐράνιες ἀγγελικὲς δυνάμεις γιὰ νὰ τὴν παραλάβει. Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε στὸ ἐξαποστειλάριο: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
Στὴ συνέχεια ξεκίνησε ἡ νεκρικὴ πομπή πρὸς τὸν τάφο. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος προπορευόταν ψάλλοντας ἐπιτάφια ἄσματα ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι κρατοῦσαν τὸ νεκροκρέββατο. Ἡ πομπὴ ἔφτασε στὸ χωρίο Γεθσημανή, ὅπου καὶ ἔθαψαν τὸ πανάχραντο σῶμα τῆς Παναγίας.
Σύμφωνα μὲ τὴν πίστι τῆς Ἐκκλησίας μας, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν ταφὴ ἄνοιξαν τὸν τάφο καὶ διεπίστωσαν ὅτι ἦταν κενός· τὸ σῶμα τῆς Παναγίας ἔλειπε. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἔγινε αὐτὸ ποὺ λέμε μετάστασις. Δηλαδή, ἡ ψυχὴ τῆς Παναγίας ἐπέστρεψε, ἑνώθηκε ξανὰ μὲ τὸ σῶμα της, τὸ ὁποῖο ἀναστήθηκε, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς.
Τὴν θέσι αὐτὴ ὑποστηρίζουν πολλοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζεται ὅμως καὶ σ’ ἕνα ψαλμικὸ στίχο, ποὺ ἀκούεται συχνὰ στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες τὶς μέρες αὐτές, καὶ ὁ ὁποῖος λέει τὰ ἑξῆς: «Ἀνάστηθι Κύριε εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός σου» (Ψαλμ. 131,8). Δηλαδή, σήκω ἐπάνω Κύριε, ἀναστήσου, γιὰ νὰ πᾶς στὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς σου, στοὺς Οὐρανοὺς· ἐσὺ καὶ ἡ κιβωτὸς ποὺ ἁγιάστηκε μὲ τὴν παρουσία σου, δηλαδὴ ἡ Παναγία μητέρα σου.
Αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο θαῦμα ποὺ συνέβη στὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου. Ὅπως διαβάζουμε καὶ στὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν». Ὁ τάφος καὶ ὁ θάνατος δὲν μπόρεσαν νὰ κρατήσουν τὴν Παναγία. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ νίκησε κι αὐτὴ τὸν θάνατο καὶ μετέστη ζωντανὴ στοὺς Οὐρανούς. Ἡ μετάστασι τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ καὶ προμήνυμα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.
Γι’ αὐτό, ἐνῶ γιορτάζουμε κοίμησι (θάνατο), ἐν τούτοις ἔχουμε χαρά, σὰν νὰ γιορτάζουμε Πάσχα. Χαιρόμαστε διότι ἡ Παναγία μας «πρὸς ζωὴν μεταβέβηκεν». Χαιρόμαστε ἀκόμα, γιατὶ ἐκεῖ στοὺς Οὐρανοὺς ποὺ βρίσκεται δὲν μᾶς ἄφησε, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς σκέφτεται καὶ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ πρεσβεύει μέρα καὶ νύκτα γιὰ μᾶς.
Ἂς τὴν παρακαλέσουμε νὰ δεχτεῖ τὴν νηστεία καὶ τὶς Παρακλήσεις ποὺ κάναμε αὐτὲς τὶς μέρες πρὸς τιμήν της, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, ὅπως προσκυνοῦμε τὴν ἁγία της εἰκόνα ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ἐκεῖ στὸν Παράδεισο νὰ δοῦμε τὸ μακάριο πρόσωπό της, τὸ ὁποῖο νὰ προσκυνοῦμε εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Κ. Χατζηγιάγκου