Η Ανάρτηση καμπάνων στις Εκκλησίες της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία (1571-1878)
Κωστής Κοκκινόφτας
Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου
Η χρήση καμπάνων, κατά τις θρησκευτικές τελετές, είναι αρχαιότατη συνήθεια και συναντάται σε πολλές χώρες, όπως στην Αίγυπτο, την Ασσυρία, την Ελλάδα και την Ιουδαία, όπου οι αρχιερείς τοποθετούσαν μικρές καμπάνες στους μανδύες τους. Αλλού, όπως στη Ρώμη, η χρήση τους ήταν αποσυνδεδεμένη από τη θρησκευτική λατρεία και αποτελούσε το μέσο για τη σύγκληση των δημοσίων συνελεύσεων. Στις χριστιανικές κοινότητες δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο πότε χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, καμπάνες με μικρό σχήμα εμφανίστηκαν από τον 4ο αιώνα, οπότε εκρούονταν κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, ώστε ο λαός να καθίσταται προσεκτικότερος. Όπως υποστηρίζεται, αναρτήθηκαν στους ναούς και γνώρισαν ευρεία διάδοση επί πάπα Ρώμης Σαβιανού, στις αρχές του 7ου αιώνα. Στη συνέχεια, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Μιχαήλ Γ΄ (842-867), ή κατά άλλους τον 11ο αιώνα, τοποθετήθηκαν και στους ναούς των χωρών της Ανατολής. Ο ήχος τους, έκτοτε, προσκαλεί τους πιστούς στις λειτουργίες και αναγγέλλει τα χαρμόσυνα ή πένθιμα γεγονότα της καθημερινής ζωής.
Πριν την τοποθέτηση καμπάνων στους ναούς οι Χριστιανοί εκαλούντο στις λατρευτικές τους συγκεντρώσεις, είτε με προειδοποίηση από την προηγούμενη σύναξη, είτε από τους λεγόμενους λαοσυνάκτες ή θεοδρόμους, οι οποίοι περιέρχοντο τους χώρους, όπου διέμεναν, και τους ειδοποιούσαν. Αργότερα, όταν παρήλθε η εποχή των διωγμών, χρησιμοποιήθηκαν σήμαντρα, που αρχικά ήταν ξύλινα, κυρίως από καρυδιά για το σκληρό και ηχηρό του ξύλου της. Στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από μεγάλα τεμάχια μετάλλου, που είχαν συνήθως τη μορφή ημικυκλικού ελάσματος από σίδηρο ή ορείχαλκο και σπανιότερα από χαλκό, τα οποία εκρούονταν με ξύλινη ή μεταλλική ράβδο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι καμπάνες χρησιμοποιούνταν μαζί με τα σήμαντρα, γεγονός άλλωστε που φανερώνεται και από τον δημώδη θρήνο της άλωσης: Πήραν και την Αγια Σοφιά / το μέγα μοναοτήρι / με τετρακόσια σήμαντρα / και εξηνταδυό καμπάνες / κάθε καμπάνα και παπάς / κάθε παπάς και διάκος.
Στις χώρες της Ανατολικής Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας η χρήση της καμπάνας στους ναούς υπήρξε ιδιαίτερα περιπετειώδης, εξαιτίας της εμφάνισης του Ισλάμ, που επέβαλε απαγόρευση της κωδωνοκρουσίας. Σύμφωνα με τις διατάξεις των προνομίων, που παρεχώρησαν οι Άραβες Μουσουλμάνοι στις χριστιανικές κοινότητες, τις οποίες κατέκτησαν, δεν επιτρεπόταν τόσο η τοποθέτηση σταυρού στους ναούς, όσο και η κωδωνοκρουσία. Παρόμοια στάση τήρησαν και οι πρώτοι Οθωμανοί Τούρκοι, οι οποίοι κατέστρεψαν τα καμπαναριά των εκκλησιών στις περιοχές που καταλάμβαναν. Γι’ αυτό και αμυνόμενοι, όπως π.χ. οι Βενετοί, όταν εγκατέλειψαν τη Ρόδο (1522), το Ναύπλιο (1540) και τη Μονεμβασιά (1540) διαπραγματεύτηκαν και πήραν μαζί τους τα άρματα και τις καμπάνες τους. Εντούτοις υπήρξαν Σουλτάνοι, οι οποίοι επέτρεψαν χρήση καμπάνας σε ορισμένες περιοχές, όπως ο Ορχάν ο Νικητής (1326-1359) στο Άγιον Όρος και ο Μουράτ Β΄ (1421-1451) στην πόλη των Ιωαννίνων. Αλλά και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) επετράπη στους κατοίκους μερικών περιοχών να διατηρήσουν καμπάνες στους ναούς τους, όπως π.χ. στο Ζαγόριο της Ηπείρου, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Κρήτης, στο μοναστήρι της Νέας Μονής και στα μαστιχοχώρια της Χίου και αλλού. Αναφέρονται, όμως, περιπτώσεις, που οι Οθωμανοί εξεμάνησαν από το σχετικό προνόμιο, όπως στην Κοζάνη, όπου επετράπη αρχικά η χρήση καμπάνας στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου, αλλά, το 1728, απαγορεύτηκε τελικά, εξαιτίας των διαμαρτυριών των κατοίκων κοντινών τουρκοχωριών. Στο μεταξύ οι πιστοί των υπόλοιπων περιοχών εκαλούντο στην εκκλησία είτε από τον νεωκόρο, είτε από τον ήχο ξύλινου ή μεταλλικού σήμαντρου, όταν επετράπη το τελευταίο από την Υψηλή Πύλη.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ…
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 5.3.2018