Το πνεύμα της αυτοθυσίας του Αγώνα του 55-59
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 55-59
Οι στερνοί λόγοι
των απαγχονισθέντων
φωνή πατρίδας.
ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗ.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ»
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡ. ΓΙΑΓΚΟΥ,
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ – ΑΝΤΕΠΙΣΤΕΛΛΟΝ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ».
Ο απελευθερωτικός Αγώνας του κυπριακού λαού του 1955-59 πέρασε στη ιστορία ως ένα ηρωικό έπος που καταξιώθηκε στη συνείδησή του ελληνισμού. Κύρια γνωρίσματα του Αγώνα εκείνου ήταν το πνεύμα της αυτοθυσίας για την ελευθερία της πατρίδας μας από τον αποικιακό ζυγό,
η αγωνιστικότητα του λαού μας και η χριστιανική υπέρβαση τού φόβου τού θανάτου.
Τούτο το πνεύμα το βρίσκουμε διάχυτο μέσα στις επιστολές των εννέα απαγχονισθέντων εθνομαρτύρων μας, και στα κείμενα των βασανισθέντων Αγωνιστών μας. Αναφέρω μόνο κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα.
ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΥΤΣΟΦΤΑΣ: Απαγχονίστηκε από τους Άγγλους στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, σε ηλικία 20 χρονών, μαζί με το Στέλιο Μαυρομμάτη και τον Ανδρέα Παναγίδη.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1956 έγραφε στη μητέρα του:
«…Έχουμε τις ελπίδες μας στον Πανάγαθο Θεό και πιστεύουμε ότι θα βοηθήσει και σας και μας. Να έχετε όλοι πίστη στον Άγιο Θεό, για να σας βοηθήσει να σταθήτε σαν Ελληνίδες Μητέρες. Μη λυπάσθε γιατί δεν θα με χάσετε. Με αφιερώνετε στην Πατρίδα. Μητέρα πρέπει να είσαι υπερήφανη γιατί είμαι κι’ εγώ ένα παιδί τής Κύπρου, που δίνει το αίμα του για την
Ε λ ε υ θ ε ρ ί α !
Προσεύχομαι στην Υπεραγία Θεοτόκο να Σας δώσει θάρρος και ψυχραιμία, γιατί και Εκείνη έχασε τον Υιό Της. Ο Χριστός σταυρώθηκε, για να μας απαλλάξη από τα δεσμά, από την αδικία και από τον φόβον τού θανάτου. Γιατί φοβάσθε, αφού πιστεύουμε στο αληθινό ΦΩΣ;
Οι μόνες λέξεις που μπορούν ν’ ακούσουν από τα χείλη μας οι δυνάσται είναι αυταί: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ….».
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ: Απαγχονίστηκε από τους Άγγλους στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 σε ηλικία 23 ετών.
Στις 10 Σεπτεμβρίου έγραφε στον αδελφό του:
«… Ο Χριστός μού δίνει δύναμη και θάρρος κι’ έτσι μπορώ να αντιμετωπίσω όλα με πίστη και ελπίδα…»
Στις 18 Σεπτεμβρίου γράφει το τελευταίο γράμμα προς τους γονείς και
τ’ αδέλφια του.
«… Αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρό και γαλήνιο, γιατί έχω μέσα μου τον Χριστό και είμαι βέβαιος ότι θα με βοηθήσει μέχρι τέλους… Θέλω να ξέρετε πως ο υιός σας και αδελφός σας πέθανε με το χ α μ ό γ ε λ ο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερόν όρκο που έδωσε να θυσιαστεί χάριν τής ελευθερίας τής Κύπρου….».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ: Απαγχονίστηκε από τούς Άγγλους στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, μαζί με τον Μιχάλη Κουτσόφτα και τον Στέλιο Μαυρομμάτη. Ήταν ηλικίας 22 χρονών. Ο μόνος έγγαμος απ’ όσους κρέμασαν οι Άγγλοι. Ήταν πατέρας τριών παιδιών.
Έγραφε στον αδελφό του:
«Αυτά τα σκοτεινά κελιά , που άλλοτε ήσαν κελιά της φρίκης και του τρόμου, είναι τώρα κελιά λαμπερά, χαράς και υπερηφάνειας… Περιμένουμε την ημέρα της εκτελέσεώς μας σαν ά γ ι α ώ ρ α τής Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς ! ».
Το τελευταίο « χ α ί ρ ε τ ε » το χριστιανικό « χ α ί ρ ε τ ε » ο Ανδρέας Παναγίδης το απευθύνει στα πεθερικά του και στους κουνιάδους του.
« …Σας στέλλω το τελευταίο μου μήνυμα από τα προπύλαια τού θανάτου… Τώρα που ξέρω ότι σε μια μέρα θ’ αντικρίσω την αγχόνη, έχω διπλάσιο θάρρος από πριν. Ο Χ ρ ι σ τ ό ς είναι πάντα συντροφιά στα κελιά μας! Ο Χριστός μάς γεμίζει την καρδιά με αληθινή χ α ρ ά. Παρακαλούμε τον Θεό να μάς σώσει όχι το σώμα αλλά την ψ υ χ ή !…».
Αναμφίβολα η ευψυχία, η αυτοθυσία και το πνευματικό κάλλος των επιστολών αυτών είναι ανεπανάληπτο και ανυπέρβλητο. Και το μόνο σχόλιο που επιθυμώ να γράψω είναι τούτο: Το πνεύμα των επιστολών αυτών, καθώς και των υπολοίπων απαγχονισθέντων, δεν ήταν λόγοι πίστεως και παρηγοριάς, που γράφτηκαν σε ώρες πνευματικής και εθνικής ανάτασης. Ήταν μια βιωματική χριστιανική και εθνική ιδεολογία, που διαμορφώθηκε στην ψυχοσύνθεσή τους παιδιόθεν, η οποία κράτησε το ηθικό των αγωνιστών ακμαίο και αγωνιστικό μέχρι την αγχόνη! Ήταν η πίστη τους για την αξία τού αγώνα τους προς το ύψιστο ιδανικό που λέγεται ελευθερία και η απόλυτη βεβαιότητά τους για τη μεταθανάτια ζωή, όπως την βρίσκουμε διατυπωμένη μέσα στη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης.
ΕΔΩ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΚΙΒΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΟΚΑ ΚΛΕΟΣ
ΠΩΣ ΤΡΙΚΥΜΙΖΕΙ ΑΝΑΓΛΥΦΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ
ΓΕΥΣΗ ΠΙΚΡΗΣ ΜΕΤΑΛΑΒΙΑΣ ΑΧΡΑΝΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ ΚΑΙ ΝΑΟΣ ΜΕ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΝΕΚΡΑ ΚΟΡΜΙΑ ΤΟΥΣ
ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΔΟΞΟΛΟΓΟΥΝ
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗΣ
ΣΤΑΥΡΟΙ ΚΑΙ ΔΑΦΝΕΣ ΦΥΤΡΩΣΑΝ ΣΤΗ ΓΗ
ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΥ ΝΑΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ,
ΠΕΡΝΑΕΙ ΤΟ ΦΩΣ ΕΠΑΝΩ ΚΑΙ ΡΙΓΕΙ.
ΟΧΙ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ.
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ
Το ίδιο πνεύμα της αυτοθυσίας το συναντούμε και στους αγωνιστές που έπεσαν μαχόμενοι στα πεδία των μαχών για το ίδιο ιδανικό τής ελευθερίας. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου λ.χ. πριν από το ηρωικό ολοκαύτωμά του είπε ευθαρσώς στους συντρόφους του.
«Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω»! «Ο σπόρος που σπείραμε βλάστησε. Άναψε και φούντωσε η φλόγα στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Τίποτε δεν μπορεί πια να την σβήσει. Ο θάνατός μου θα την φουντώσει ακόμα περισσότερο. Η Λευτεριά θα ανατείλει όπου νά ‘ναι λαμπρή…». Ακολούθησε η γνωστή ηρωική του θυσία!
Και κατά τον ποιητή Νίκο Κρανιδιώτη, έγινε
Λαμπάδα τ’ αντρειωμένο {του} κορμί
και Φως που καίει.
Ήλιος που περπατάει στον ουρανό
Κι ανάβει, με το σπαθί της λεβεντιάς
τη νέα Ελπίδα.
{έγινε}
Βάτο φλεγόμενη στη Γη τού Μαχαιρά!
{και}χάραξε με τ’ αναμμένα δάκτυλα
των εικοσιεννιά {του} χρόνων
τής Λευτεριάς Δεκάλογο για τη Φυλή {του}.
Πίσω από τους πεσόντες ήρωές μας, άξιοι τιμής και θαυμασμού είναι οι ηρωικοί γονείς τους, που τους ανέθρεψαν με το μάννα τής φιλοπατρίας και τής αυτοθυσίας. Θαυμάζουμε τον Πιερή Αυξεντίου, ο οποίος, όταν εκλήθη στο στρατιωτικό νοσοκομείο για να αναγνωρίσει τον καμένο γυιο του, έφυγε από εκεί υπερήφανος χωρίς να αφήσει ούτε ένα δάκρυ να κυλίσει από τα μάτια του. Ο Γρηγόρης δεν ήταν για κλάματα. Ήταν ο αξιοθαύμαστος αγωνιστής τής ελευθερίας και της αυτοθυσίας. Γι’ αυτό και σ’ ένα μνημόσυνο του παιδιού του είπε χαρακτηριστικά:
« Είμαι υπερήφανος γιατί έλαχε ο κλήρος στο παιδί μου να δώσει τη ζωή του για την Ελευθερία. Νιώθω υπερήφανος γιατί πόνεσα για την Πατρίδα. Το ξέρω, Πατρίδα μου, πως όλα είναι μικρά μπροστά στο μεγαλείο σου. Όμως έχω δώσει για σένα το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, το παιδί μου. Ας είναι ευλογημένο το όνομά σου».
Παραπλήσια δήλωσε και ο πατέρας του αετού τού Πενταδακτύλου, τού Κυριάκου Μάτση, ο γέρο Χριστοφής:
«Τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου είμεθα υπερήφανοι για τον ηρωικό θάνατο του αγαπημένου μας παιδιού, που ηγωνίσθη με όλη τη δύναμη τής ψυχής του για την ελευθερία του μαρτυρικού μας νησιού. Εύχομαι οι θυσίες των παιδιών μας να φέρουν σύντομα τους καρπούς των».
Πλάι στους υπέροχους αυτούς αγωνιστές αγωνιζόταν και όλος ο λαός. Μαζί τους και οι υπέροχες ελληνίδες, Μάνες και Αδελφές. Η προσφορά τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Αρχηγός τού Αγώνα έγραψε χαρακτηριστικά:
« Η συμβολή τής Ελληνίδος Κυπρίας εις τον απελευθερωτικόν αγώνα υπήρξε εξόχως σημαντική. Με βαθείαν συγκίνησιν αναλογίζομαι την πολύτιμον συνεισφοράν της εις τον αγώνα. Με παραδειγματικήν αυταπάρνησιν ανέλαβε και εξετέλεσε κατά τρόπον αξιοθαύμαστον πάσαν αποστολήν, μη ορρωδήσασα προ ουδενός κινδύνου. Όλαι αι Ελληνίδες των πόλεων και των χωρίων τής Κύπρου δεν υστέρησαν εις πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας».
Και όντως· αρκεί να αναφέρουμε τη Λουκία Παπαγεωργίου με τα έξι παιδιά. Ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και στο περιβόλι της, στο Αυγόρου, διατηρούσε κρησφύγετο, όπου μαζί με τον σύζυγό της φιλοξενούσαν καταζητούμενους αγωνιστές. Και ενώ ήταν έγκυος το έβδομό της παιδί, ηγήθηκε μαχητικής διαδήλωσης εναντίον των Άγγλων με αποτέλεσμα οι Άγγλοι να την πυροβολήσουν και να την δολοφονήσουν.
Οι γυναίκες και κυρίως οι μαθήτριες δρούσαν ως σύνδεσμοι των αγωνιστών, μεταφέροντας την αλληλογραφία ή και διαταγές δια ζώσης. Για την προσφορά τής Ελληνίδας Κυπρίας αρκεί μονάχα να αναλογιστούμε τον πόνο και την αγωνία όλων εκείνων των Μητέρων, των οποίων τα παιδιά τους ήταν φυλακή και βασανίζονταν από τους Άγγλους και Τούρκους βασανιστές για να αποκαλύψουν μυστικά τής οργάνωσης. Αρκεί να αναλογιστούμε τον πόνο και την οδύνη των Μανάδων Εκείνων που τα παιδιά τους καταδικάστηκαν σε θάνατο και επρόκειτο να εκτελεστούν. «… καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2, 35). Είναι η προφητική φράση που είπε ο θεοδόχος Συμεών προς την Παναγία γνωρίζοντας τον πόνο και την οδύνη που θα δοκίμαζε όταν θα έβλεπε τον Υιόν Της να σταυρώνεται σαν κακούργος στο μέσο δύο ληστών. Νομίζω ότι μόνο αυτή η φράση είναι δυνατόν να μας βοηθήσει να νιώσουμε, κατ’ ελάχιστον, την ψυχοσύνθεση των ζυμωμένων με τον πόνο και οδύνη ηρωικών εκείνων Μανάδων τού απελευθερωτικού μας Αγώνα. Αυτό άλλωστε υπέμνησε προς τη Μάνα του και ο Μιχάλης Κουτσόφτας στην τελευταία του επιστολή γραμμένη μία μόνο μέρα πριν από τον απαγχονισμό του.
«Σεβαστή μου μητέρα, χαίρε,
… Φανταστείτε το μεγάλο μαρτύριο τού Σωτήρος, που κρεμάστηκε πάνω στον σταυρό για να σώσει τη δική μας ψυχή. Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον θάνατο, αφού πιστεύουμε στο αληθινό φως. Από τη στιγμή που άκουσα την ώρα της εκτελέσεώς μας, νιώθω την ψυχή μου να είναι γεμάτη από μια αληθινή χαρά…».
Νομίζω ότι θα ήταν παράλειψή μου, πραγματευόμενος το θέμα τής αυτοθυσίας του κυπριακού ελληνισμού, κατά την ένδοξη εποποιία τού 55-59 να μην αναφερθώ στους αγωνιστές εκείνους που υπέφεραν τα πάνδεινα προκειμένου να μην αποκαλύψουν τα μυστικά της οργάνωσης. Για να νιώσουμε – έστω και κατ’ ελάχιστον- τα βάσανα που υπέφεραν οι Αγωνιστές προτιμώ να παραθέσω κάποια αποσπάσματα.
Πρώτα από το συγκινητικότατο βιβλίο του
ΦΡΙΞΟΥ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ «δεν ξέρω…δεν ξέρω τίποτε…
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΠΛΑΤΡΕΣ – ΟΜΟΡΦΙΤΑ- ΛΕΥΚΑ.
Ας σημειώσουμε ότι ο τρομερός MERLIN, που θα συναντήσουμε πιο κάτω ήταν ο πιο φρικτός και χειροδύναμος βασανιστής, αληθινά σαδιστής. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από Ελληνίδα μητέρα και Άγγλο γεωπόνο∙ είναι αυτός που πέτυχε την ομώνυμη παραγωγή των ομφαλοφόρων πορτοκαλιών Μέρλιν. Ο γυιός τους αναδείχτηκε αληθινός γενίτσαρος.
Γράφει ο Φρίξος Δημητριάδης: ΣΕΛ. 128. Τίτλος κεφαλαίου:
«Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου. Ἀπό τίνος δειλιάσω;».
«… Το νέο βασανιστήριο της Ομορφίτας δημιουργούσε το τρομερό και βαρύτατο αίσθημα του πνιγμού. Στη δική μου περίπτωση, πράγματι με αναστάτωσε σε αφάνταστο βαθμό. Επιπλέον όμως, με αυτό το βασανιστήριο, δημιουργήθηκε η αιτία για να προκληθεί μια σοβαρή βλάβη στη σιαγόνα μου. Σε κάποια στιγμή που με βασάνιζαν με το μαρτύριο του πνιγμού, ο σωματώδης και χειροδύναμος Μέρλιν άρπαξε το κεφάλι μου και το γύρισε απότομα δεξιά- αριστερά μερικές φορές. Φαίνεται ότι έσπρωξε πολύ δυνατά την κάτω σιαγόνα της κεφαλής μου και το κακό έγινε. Μ’ εκείνη την απότομη και δυνατή κίνηση βγήκε από τη θέση της η κάτω σιαγόνα, μένοντας στη μια μεριά. Η γλώσσα μου βγήκε έξω από το στόμα και δεν μπορούσα να φωνάξω ή να μιλήσω. Πονούσα τρομερά. Ο Μέρλιν γελούσε συνέχεια και φαινόταν ευχαριστημένος από τη νέα του επιτυχία. Έστριψε ακόμη περισσότερο την εξαρθρωμένη σιαγόνα και προκάλεσε πιο φρικτούς πόνους. Ύστερα τράβηξε απότομα τη σιαγόνα προς την άλλη μεριά και την έβαλε στη θέση της.
Το νέο «πείραμα» με τη σιαγόνα άρεσε στον Μακκάουαν, τον εμπνευστή των «επιστημονικών» βασανιστηρίων, και είπε τού Μέρλιν και το επανέλαβε μερικές φορές. Δηλαδή έβγαζε τη σιαγόνα από τη θέση της και μετά την πίεζε δυνατά προς την αντίθετη κατεύθυνση και πήγαινε στη θέση της προκαλώντας φρικτούς και αφάνταστους πόνους.
Μ’ εκείνες τις συνεχείς εξαρθρώσεις που έκαμαν προξένησαν σοβαρή βλάβη στη σιαγόνα που δεν έμενε στη θέση της. Τότε πήραν δύο μεγάλα δερμάτινα κορδόνια και έδεσαν σφικτά το κεφάλι μου με τη σιαγόνα στη θέση της. Όταν όμως, μετά με κτύπησαν απότομα πάλι βγήκε η σιαγόνα από τη θέση της…».
Ο βαθύτατος θαυμασμός που αισθάνομαι μέσα μου για τους αγωνιστές που πέρασαν από τα φρικτά βασανιστήρια τής Ομορφίτας με παρωθεί εντόνως να αναφερθώ και σ’ ένα άλλο υπέροχο βιβλίο που έχει τίτλο
«ΥΜΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
του Αγωνιστή της ΕΟΚΑ ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Αντιγράφω κάποια αποσπάσματα από το δεύτερο μέρος που έχει τίτλο
«ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΟΚΑ 19955-59», στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται και αυτός στα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη στην Ομορφίτα, από τους ίδιους βασανιστές.
Στο κεφάλαιο «Στη φρίκη τής Ομορφίτας» σελ. 321 γράφει:
«Οι γροθιές έπεφταν βροχή, χωρίς διακοπή, ενώ ταυτόχρονα φώναζαν. «Μίλα ρε σκύλε, μίλα γιατί θα σε σκοτώσουμε. Δεν θα βγεις ζωντανός απ’ εδώ μέσα». Από το ανηλεές γρονθοκόπημα έπεσα στο πάτωμα. Με κτυπούσαν, με κλωτσούσαν, με ποδοπατούσαν.
Σταμάτησαν με παρέμβαση τού Άγγλου ανακριτή, που πρόσταξε να με βάλουν στο γυμνό κρεβάτι των μαρτυρίων. Προηγουμένως μού έδωσαν υγρά σίδερα με ηλεκτροφόρα καλώδια. Άρχισαν να διοχετεύουν ηλεκτρισμό σ’ όλο μου το κορμί. Οι πόνοι ήταν φρικτοί αβάστακτοι. Συγκλονιζόμουν ολόκληρος. Το ρεύμα προκαλούσε τρέμουλο σ’ όλο το σώμα μου. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό, απερίγραπτο, απάνθρωπο… κι ύστερα εφάρμοσαν τα ηλεκτρικά καλώδια στα γεννητικά όργανα και στον ομφαλό μου. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια το φρικτό μαρτύριο. Ήταν ένα μαρτύριο αργού θανάτου. Θανάτου που δεν ερχόταν. Ήταν το πιο φρικτό, το πιο σκληρό, το πιο απάνθρωπο βασανιστήριο. Συνέχισαν μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου. Μ’ έκαναν να συνέλθω και ξανάρχισε το ίδιο μαρτύριο… το κορμί μου ήταν εξαντλημένο, μα η ψυχή δυνατή…
Και τα μαρτύρια ξανάρχισαν. Ξυλοδαρμός, γρονθοκοπήματα, πάλι στην καρκολού, (το σιδερένιο κρεβάτι), πάλι τα ηλεκτρικά καλώδια στα γεννητικά όργανα, ξανά τεχνητός πνιγμός, το βρεγμένο σεντόνι. Να θέλεις να αναπνεύσεις και να μην μπορείς. Να σε πνίγουν σιγά – σιγά χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Το συναίσθημα ήταν απερίγραπτο. Ήταν προτιμότερος ο θάνατος παρά το μαρτύριο του τεχνητού πνιγμού.
Οι βασανιστές γνώριζαν πόσο απάνθρωπο ήταν, αλλά δεν τους ενδιέφερε η ζωή ή ο θάνατος των ανθρώπων, παρά μόνο οι πληροφορίες που ήθελαν. Λιποθυμούσα, επανακτούσα τις αισθήσεις μου κι άρχιζαν τα ίδια. Προσπαθούσαν να με κάνουν να μιλήσω. Ήταν σίγουροι πως γνώριζα πολλά… Δεν ξέρω πόσο διάρκεσαν τα βασανιστήρια…
Κάποια στιγμή με ξαναπήραν στο κελί. Μόλις έφθασα, προσευχήθηκα. Ευχαρίστησα την Παναγία που με βοήθησε να αντέξω τα μαρτύρια. Την παρακαλούσα να με βοηθήσει και στο μέλλον, στα νέα βασανιστήρια, που θ’ ακολουθούσαν ή να με βοηθήσει να πεθάνω. Καλύτερα νεκρός παρά προδότης τής Πατρίδας μου… Ήξερα πολλά… Μα προπάντων ήμουν γνώστης τού Αρχηγείου. Γνώριζα το κρησφύγετο τού Αρχηγού της ΕΟΚΑ. Κι’ η γνώση, είναι τέτοιες στιγμές φοβερό βάρος για κείνους που την κατέχουν.
Έπρεπε ν’ αντέξω όσα κι αν ήταν τα μαρτύρια. Το μεγάλο μυστικό έπρεπε να το πάρω μαζί μου στον τάφο. Είχα χρέος να πεθάνω. Αν πάρεις την απόφαση να πεθάνεις, ήδη έχεις κερδίσει τη μάχη τής ζωής στο αμόνι τής δοκιμασίας».
Πιστεύω ακράδαντα ότι στην τελευταία παράγραφο εμφαίνεται σαφέστατα και η πεμπτουσία τού απελευθερωτικού μας αγώνα. Οι Έλληνες Αγωνιστές, κατά την ένδοξη εκείνη περίοδο, επιδεικνύοντας ένα πρωτοφανές πνεύμα αυτοθυσίας, ήταν αποφασισμένοι να αγωνισθούν μέχρι θανάτου προκειμένου να κερδίσουν το ουράνιο αγαθό τής ελευθερίας τους. Προχωρούσαν απτόητοι στον υπέροχο εκείνο Αγώνα γιατί μέσα τους είχαν ταυτίσει το νόημα τής ζωής τους με το νόημα τής ελευθερίας «κρίναντες τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον τὸ δὲ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον», κατά τον αρχαίο ιστορικό Θουκυδίδη.
Ο ίδιος ο Αγγελόπουλος κρίνοντας την προσφορά του προς τον Αγώνα γράφει.
«Αξιολογώντας την προσφορά μου στον Αγώνα τού 1955-59, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η σημαντικότερη ήταν αυτή των βασανιστηρίων στην Ομορφίτα το καλοκαίρι τού 1958, που παρόλο ότι μαρτύρησα σωματικά και ψυχικά, εν τούτοις κατόρθωσα να διαφυλάξω όλα τα σημαντικά μυστικά που γνώριζα» ( σελ.331).
Με την ίδια εθνοπρεπή παραστατικότητα εξιστορεί τα βασανιστήριά του και ένας άλλος αγωνιστής της Ελευθερίας, ο τομεάρχης της ΕΟΚΑ και
ο πιο στενός συναγωνιστής του Γρηγόρη Αυξεντίου,
ΘΑΣΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
στο γλαφυρό και τεκμηριωμένο βιβλίο του
«ΧΡΟΝΙΑ ΟΔΥΝΗΣ».
Στις σσ. 93-100 γράφει:
«…αφού με ξεγύμνωσαν άρχισαν να με μαστιγώνουν στη ράχη με ειδικό δερμάτινο μαστίγιο, που είχε στην άκρη του τεμάχια σιδήρου. Στίγματα και ουλές διακρίνονται ακόμη ευκρινώς στη ράχη μου. Μετά το μαστίγωμα υποχρεώθηκα να καθίσω σε σκαμνί.
Στη κεφαλή μου φόρεσαν ντενεκεδένιο δοχείο και δεμένο με κουβέρτα το πρόσωπο. Τα χέρια δεμένα και τα πόδια προσδεμένα σε πάσσαλο. Άρχισαν να με κτυπούν με ειδικό μικρό λαστιχένιο μαστίγιο στη ράχη, πάνω από τα γόνατα με ξύλινα γκλόπ και κάτω από τα πέλματα με συρμάτινο μαστίγιο, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν με το σφυρί πάνω στο δοχείο που ήταν τοποθετημένο στο κεφάλι μου. Τα βασανιστήρια αυτά διήρκεσαν πολλές ώρες και οι βασανιστές άλλαζαν βάρδιες. Για μια στιγμή λιποθύμησα κι έγειρα και έπεσα. Μου έριξαν ένα κουβά νερό και περίμεναν να συνέλθω. Τα βασανιστήρια αυτά συνεχίστηκαν επί 4 ημέρες… ένιωθα σωματικά εξαντλημένος και οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Το μόνο που ένιωθα ατάραχο, δυνατό και σταθερό, ήταν το μυαλό μου, που μου κρατούσε τις αποφάσεις οριστικές και ακλόνητες…
Μέσα μου άρχισε έντονα να δημιουργείται η βεβαιότητα ότι ήρθε η ώρα μου να πεθάνω. Ήμουν έτοιμος για όλα… τότε άρχισαν να μου καταφέρουν με λύσσα αλλεπάλληλα κτυπήματα στο πρόσωπο. Άρχισε πάλι η αιμορραγία από το στόμα και τη μύτη. Με κτυπούσαν συνέχεια στο λαιμό και στο σβέρκο με κτυπήματα «Ζίου Ζιτσου», με τρόπο ώστε να περιέλθω σε κατάσταση ημιλιποθυμίας. Ένιωθα τα γόνατά μου να λυγίζουν και για να μην πέσω με υποβάσταζαν από τους ώμους…
… μέσα μου νιώθω νικητής, νιώθω έτοιμος να πεθάνω… νιώθω μια γαλήνη να γεμίζει το είναι μου. Νιώθω να τελειώνουμε. Αγγίζω την εξαΰλωση, την πλήρη πνευματική απελευθέρωση. Νιώθω έτοιμος να πεθάνω, γι’ αυτό και το ζητώ. «Σκοτώστε με».
Ο Merlin όμως μου λέγει με ύφος σαρκαστικό και χαιρέκακο: «Α, μπα, δεν θα σε σκοτώσουμε, καημένε. Έτσι εύκολα νομίζεις θα πεθάνεις… θα πεθαίνεις λίγο –λίγο, όλη μέρα, χωρίς να φας, χωρίς να κοιμηθείς, σαν χοίρος μέσα στα αίματα, στη βρωμιά, στη λάσπη, στο σκοτάδι… τότε πήρα την απόφαση να πεθάνω μόνος μου κι άρχισα να μην δέχομαι καθόλου τροφή… κάθε μια ώρα μπαινόβγαιναν στο σκοτεινό υπόγειο και με κτυπούσαν σ’ όλα τα μέλη του σώματος, ιδιαίτερα στα γεννητικά όργανα. Πολλές φορές έφερναν μαζί τους ένα κύπελλο νερό και με πίεζαν να πιω λέγοντας μου πως ήταν διαταγή, άλλως με απειλούσαν να με βασανίσουν και πάλι. Επίμονα αρνιόμουν να πάρω τροφή ή νερό. «Αν δε το πιεις θα σε τιμωρήσει ο κάπταιν» μού είπε∙ «χύσε το στη γωνιά» του απάντησα.
Το σώμα μου είχε γεμίσει πληγές, πύον, αίματα, λάσπες και άλλες ακαθαρσίες. Παράλληλα ήμουν κυρτωμένος και δεν μπορούσα να ισιώσω το σώμα μου και είχα φρικτούς πόνους στο στομάχι και στα έντερα. Την έβδομη ημέρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε λίγο φως, διαπίστωσα ότι στο δοχείο που χρησιμοποιούσα για αποχωρητήριο είχε πολύ αίμα…» ( Σελ.99)
Αλήθεια, πώς να σχολιάσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο; Την ώρα που ο αγωνιστής στην άνοιξη της ζωής του και των ανθρώπινων ονείρων του, υφίσταται αυτά τα απερίγραπτα βασανιστήρια, ώστε «να δημιουργείται μέσα του η βεβαιότητα ότι ήρθε η ώρα του να πεθάνει… και μέσα του να νιώθει νικητής γιατί νιώθει έτοιμος να πεθάνει και να το ζητεί» και παράλληλα να αισθάνεται ότι «νιώθει μέσα του μια γαλήνη να γεμίζει το είναι του», γιατί κατάφερε να εκπληρώσει το προς την Πατρίδα του χρέος, και πέραν τούτου να νιώθει ότι «αγγίζει την εξαΰλωση και την πλήρη πνευματική απελευθέρωση»… τέτοια βιώματα, τέτοιες εθνικές εξάρσεις, μέσα στην κάμινον των φρικτών βασανιστηρίων… ξεπερνούν τα όρια μιας ιδεατής πατριδολατρίας… ασύλληπτης στα ανθρώπινα μέτρα. Πρόκειται για μια αυτοθυσιαστική πατριδολατρία, που δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο σχολιασμού. Γιατί μέσα μας νιώθουμε πως οτιδήποτε γράψουμε, θα μειώσουμε το ασύλληπτο μέγεθος της αυτοθυσίας τους. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γονατίσουμε μπροστά τους με θαυμασμό και να αναφωνήσουμε με ευγνωμοσύνη:
ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΑΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΑΤΕ
ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΚΑΙ
ΥΠΗΡΞΑΤΕ ΑΞΙΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ
Προσωπικά, αισθάνομαι ευτυχία γιατί γνώρισα και τους τρεις πιο πάνω αγωνιστές και πολλούς άλλους, οι οποίοι μου διηγήθηκα με απλότητα και ταπεινοφροσύνη αυτά και πιο φρικτά ακόμη βασανιστήρια. Όταν είσαι μαζί τους νιώθεις ότι ακολουθείς τα βήματα του Γεωργίου Τερτσέτη… νιώθεις ότι είσαι σε επαφή με τη ζώσα ιστορία της Πατρίδας σου, νιώθεις την ψυχή σου να γεμίζει με εθνική υπερηφάνεια, γιατί η Κύπρος μας γέννησε τέτοια λεβεντόπαιδα που άντεξαν σε τόσα φρικτά βασανιστήρια χάρη του πολυτιμότατου αγαθού που λέγεται ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν φοιτητές, στο άνθος της νιότης και των ανθρώπινων ονείρων τους. Ο Φρίξος Δημητριάδης και ο Θάσος Σοφοκλέους ήταν φοιτητές της Φυσικομαθηματικής Σχολής με καθηγητή τον νυν Ακαδημαϊκό της Αστρονομίας, Γεώργιο Κοντόπουλο, ο οποίος τότε, ως βοηθός το 1954, τους εκπαίδευσε στον ανταρτοπόλεμο, αφού εντάχθηκαν στις περίφημες ομάδες ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες).
Και επειδή, υποθέτω ότι με τις πιο πάνω αναφορές μας στα σκληρότατα βασανιστήρια, θα σχηματίσατε την εντύπωση ότι πρόκειται για «σκληροτράχηλους» άνδρες, ας αναφέρω ότι και οι δύο τους είναι άνδρες με λεπτές και ευαίσθητες ψυχές.
Ο Φρίξος Δημητριάδης, ασχολείτο ιδιαίτερα με την κλασική μουσική και το 1949 διεύθυνε την εκατοσαρανταμελή τετράφωνη χορωδία του Λανιτείου Γυμνασίου που τραγούδησε πολυφωνικά έργα των Χάυντ, Μεντελσον και Σόλωνα Μιχαηλίδη.
Ο δε Θάσος Σοφοκλέους, εκτίοντας, ως ισοβίτης, τη φυλάκισή του σε φυλακές της Αγγλίας και ζώντας ανάμεσα σε κοινούς εγκληματίες του ποινικού Δικαίου, δεν έπαυσε να διαβάζει χριστιανικά βιβλία και να ασχολείται με τη ζωγραφική∙ εκεί μέσα ζωγράφισε ένα πολύ ωραίο πίνακα, στον οποίο παρουσιάζει το χέρι του μέσα από τη φυλακή να ταΐζει τον φτερωτό του φίλο, ένα περιστέρι.
Στη σελίδα 172 γράφει μ’ ένα ύφος που σου θυμίζει Ηλία Βενέζη:
Στεναχωριέμαι όταν {το περιστέρι} αργεί να έλθει, νιώθω ένα κενό, κάτι μου λείπει… το αγαπώ… αυτό ελεύθερο, μπορούσε να πετάξει όπου ήθελε. Εγώ μέσα στο μπουντρούμι των φυλακών… μια μέρα που βαρύ ήταν το κρύο, ήλθε ο φτερωτός μου φίλος και με το ράμφος του μου κτύπησε το τζάμι για να τον δω. Άπλωσα το χέρι μου μέχρι το τζάμι για να τον χαϊδέψω. Όμως μας χώριζε αυτή η λεπτή απόσταση. Δεν με ξεχνούσε. Και το περίμενα Αυτό το άσπρο πουλί. Στην κατάσταση που ήμουν σήμαινε πολλά για μένα… Είχαμε γίνει φίλοι… Του μιλώ κι αυτό με βλέπει στα μάτια. Του είπα πολλά… μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ο φτερωτός μου φίλος χάθηκε. Εγώ τον περίμενα πολύ καιρό. Δεν ξαναφάνηκε όμως… κάνω τη σκέψη να το ζωγραφίσω. Πρώτα το ζωγραφίζω στο μυαλό μου και το κουβαλάω από τότε μέσα μου.
Καθώς γράφω το εν λόγω κείμενο, παραμονή του μεγάλου μας ξεσηκωμού, διέκοψα για λίγο και μίλησα τηλεφωνικώς με τον τομεάρχη της ΕΟΚΑ στην Πάφο, Γιαννάκη Δρουσιώτη, τον ποιο στενό συνεργάτη του Διγενή μέχρι τη σύλληψή του στις 15 Μαρτίου του 1957, ο οποίος μου έδωσε την άδεια να δημοσιεύσω το πιο κάτω συγκλονιστικό γεγονός, το οποίο είναι άγνωστο και για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας.
… Μάρτιος του 1957. Μετά από όλα τα πιο πάνω βασανιστήρια που υπέστη και αυτός στις φυλακές της Ομορφίτας από τον Μακκάουαν και τον χειροδύναμο Μέρλιν, οι ανακριτές τον μετέφεραν στις φυλακές των Πλατρών, σ’ ένα ορεινό χωριό του Τροόδους. Το κρύο ακόμη ήταν πολύ έντονο. Εκεί τον βασάνισαν πολύ σκληρά ο Τούρκος Ταλάτ και ο Άγγλος Σέυβορυ. Όταν και οι δυο τους απέτυχαν επιστράτευσαν και ένα πρώην στέλεχος της ΕΟΚΑ, ο οποίος λύγισε στα βασανιστήρια, πρόδωσε και μετά έγινε – δυστυχώς – και συνεργάτης των Άγγλων. Και αφού απέτυχε και εκείνος να τον πείσει να προδώσει, μεταξύ τους ακολούθησε ο πιο κάτω δραματικός διάλογος:
Προδότης: «Έχω διαταγή να σε κρεμάσω και να σε ρίξω στον παρακείμενο ποταμό. Το ραδιόφωνο θα ανακοινώσει ότι προσπάθησες να δραπετεύσεις και πνίγηκες μέσα στα αφρισμένα νερά του ποταμού…» και του κρέμασε το σχοινί στον λαιμό. «Πρέπει να μιλήσεις γιατί δεν θέλω να σε κρεμάσω, αλλά εσύ δεν μου αφήνεις επιλογή».
Δρουσιώτης: «Κάποτε πολεμήσαμε μαζί για ένα ιδανικό… έσπασες και πρόδωσες… δεν σε κατακρίνω… τσάκισες από τα βασανιστήρια… αλλά τώρα αποφάσισες να γίνεις και φονιάς… και μάλιστα των συναγωνιστών σου…».
Προδότης: «Τώρα εκτελώ εντολές και είμαι υποχρεωμένος να υπακούω…» και άρχισε να τραβάει το σχοινί.
Δρουσιώτης: «Μια στιγμή, περίμενε. Βλέπω ότι είσαι οπλισμένος… τουλάχιστο πυροβόλα με στην καρδιά… με έχετε δεμένο… και να θέλω δεν μπορώ να αντιδράσω».
Προδότης: «Σου είπα ότι εκτελώ εντολές. Μίλα να γλυτώσεις κι εσύ κι εγώ. Γιατί να είμαι μόνο εγώ προδότης… να γίνεις και συ…».
Δρουσιώτης: « Ήδη σε ελέγχει η συνείδησή σου… γι’ αυτό πρόσεξε… αν με κρεμάσεις εκείνα τα ιδανικά που κάποτε υπήρχαν μέσα στην ψυχή σου θα επαναστατήσουν και θα ξεσηκώνονται νύχτα – μέρα και θα σε πνίγουν
σ’ όλη σου τη ζωή… θα είσαι ένας ζωντανός – νεκρός. Θα είσαι ο πιο δυστυχισμένος φονιάς του κόσμου…».
Στο τέλος ο προδότης τον αγριοκοίταξε, έσκυψε το κεφάλι και έφυγε… Μετά οι Άγγλοι φρόντισαν και τον φυγάδευσαν στην Αγγλία, όπως έπραξαν και με άλλους προδότες.
Στη μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή της πατρίδος μας ο λαός μας τροφοδοτούμενος αδιαλείπτως από τις αστείρευτες και βαθύρριζες πνευματικές του πηγές, που είναι ο ζείδωρος Ελληνισμός κατ’ αρχάς, ο ουράνιος και λυτρωτικός Χριστιανισμός αργότερα, κατόρθωσε να τις διατηρήσει μέσα στους αιώνες κρυστάλλινες, ζωογόνες, λαμπροφόρες και καρποφόρες. Εντεύθεν και η προσωνυμίας της ως
«ΗΡΩΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΝΗΣΟΣ».
Μέσα μου επιθυμώ να προτρέψω τους φίλους μου να φροντίσουν να μελετήσουν τα ως άνω βιβλία, καθώς και το βιβλίο του Νικολάου Βασιλειάδη «Εθνομάρτυρες τού Κυπριακού Έπους 1955-59», που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, για να μπορέσουν να βιώσουν ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ και το μεγαλείο των Αγωνιστών τού ένδοξου απελευθερωτικού μας Αγώνα!
Με αυτό το πνεύμα ας γαλουχούμε τα παιδιά μας και τη νέα γενεά.
Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνουμε ένα χρέος προς τη νεότητά μας και προσφέρουμε μια πολύ σημαντική υπηρεσία προς την τλήμονα Πατρίδα μας. Και, παράλληλα, τιμούμε αυτούς που τόσο ηρωικά αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν ή έπεσαν μαχόμενοι για την απελευθέρωσή της.
Μέσα μου νιώθω ότι δρόμος προς την Ελευθερία είναι ακόμη πολύ μακρύς, δαιδαλώδης και δύσβατος. Και θα χρειαστούν πολλές θυσίες και έντονο αγωνιστικό και πατριδολατρικό πνεύμα «μέχρις ὅτου εἰς τὸν ἐθνικὸν ὁρίζοντα ῥοδίσῃ χρυσόπτερος ἶρις ἀγγέλλουσα τὸ φέγγος τῆς ποθεινῆς ἡμέρας τῆς ἐθνικῆς ἀπολυτρώσεως».
Εμείς, μέχρι την άγια, την πολυπόθητη και ερατεινή εκείνη ημέρα,
ας έχουμε
«Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας».
«ΤΩΡΑ ΧΤΥΠΑΕΙ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣ ΤΟ ΑΙΜΑ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΠΙΟ ΣΩΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ:
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΣ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ:
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α
ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΘΑ ΔΑΚΡΥΣΕΙ ΑΠΟ ΧΑΡΑ Ο ΗΛΙΟΣ»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ.
“ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ”
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα 19 Σεπτεμβρίου 2020