Κήρυγμα στη Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης

Κήρυγμα στη Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης

μακαριστού Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Μουσουρούλη 

 

Τό Αἷ­μα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης

«τοῦ­το ἐ­στι τὸ αἷ­μά μου τὸ τῆς και­νῆς δι­α­θή­κης»

 

Εἶ­ναι βρά­δυ τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης. Ὁ Κύ­ριος μέ τούς δώ­δε­κα στό ἀ­νώ­γαι­ον τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ὁ ἥ­λιος ἔ­χει δύ­σει κι ἡ νύ­χτα πέ­φτει σι­γά σι­γά. Μέ­σα στό ὑ­πε­ρῶ­ον μέ τούς ἀ­ναμ­μέ­νους λύ­χνους σι­ω­πή ἀ­πό­λυ­τη ἁ­πλώ­νε­ται. Ἡ φω­νή τοῦ Κυ­ρί­ου ὑ­ψώ­νε­ται ἐ­πι­βλη­τι­κή. Προ­φέ­ρει λέ­ξεις πού πο­τέ μέ­χρι τό­τε δέν εἶ­χαν ἀ­κου­σθεῖ. Μέ­σα σέ ἱ­ε­ρή ἀ­τμό­σφαι­ρα, ἐ­νῶ οἱ μα­θη­τές κυ­κλώ­νουν τήν ἱ­ε­ρή Τρά­πε­ζα, παίρ­νει στά χέ­ρια του ὁ Κύριος τὸν ἄρ­τον, καί εὐ­χα­ρι­στή­σας τόν προ­σφέ­ρει στούς μα­θη­τές του λέ­γον­τας: «λά­βε­τε φά­γε­τε· τοῦ­τό ἐ­στι τὸ σῶ­μά μου». Κι ἔ­πει­τα παίρ­νει στά χέ­ρια του τό πο­τή­ριον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας τό προ­σφέ­ρει λέ­γον­τας: «πί­ε­τε ἐξ αὐ­τοῦ πάν­τες· τοῦ­το ἐ­στι τὸ αἷ­μά μου τὸ τῆς και­νῆς δι­α­θή­κης». Αὐ­τά εἶ­ναι τά λό­για τῆς πα­ρα­δό­σε­ως τοῦ φρι­κτοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.

Ἄς δοῦ­με λοι­πόν ἐ­μεῖς τήν ἱ­ε­ρή αὐ­τή ὥ­ρα για­τί ὁ Κύ­ριος ὀ­νο­μά­ζει τό αἷ­μα του αἷ­μα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καί πῶς αὐτό μᾶς εἰσάγει στήν αἰωνιότητα.

«τοῦ­το ἐ­στι τὸ αἷ­μά μου τὸ τῆς και­νῆς δι­α­θή­κης»

  1. Ὁ Κύ­ριος ὀ­νο­μά­ζει τό αἷ­μα του, τό ὁ­ποῖ­ο θά χύ­σει σέ λί­γο ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό ὡς αἷ­μα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, σέ ἀν­τι­δι­α­στο­λή μέ τό αἷ­μα τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, τῆς συν­θή­κης δη­λα­δή πού σύ­να­ψε ὁ Θε­ός μέ τόν Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό στό ὄ­ρος Σι­νᾶ· ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ Θε­ός πα­ρέ­δω­σε τό νό­μο του καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θά προ­στα­τεύ­σει τό λα­ό του, καί θά τόν κα­τα­στή­σει «λα­όν πε­ρι­ού­σιον, βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα, ἔ­θνος ἅ­γιον». Γιά νά ἐ­πι­κυ­ρω­θεῖ ὅμως ἡ Πα­λαι­ά Συνθήκη χρει­ά­σθη­κε αἷ­μα καί θυ­σί­α, τήν ὁ­ποί­α πρό­σφε­ρε ὁ Μω­ϋ­σῆς σύμ­φω­να μέ τή­ν ἐν­το­λή πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός. Ἀ­φοῦ δη­λα­δή ὁ ἰσ­ρα­η­λι­τι­κός λα­ός εἶ­πε μέ μί­α φω­νή τό ναί στή συν­θή­κη τοῦ Θε­οῦ, ὁ Μω­ϋ­σῆς ἔ­φτια­ξε ἕ­να θυ­σι­α­στή­ριο καί ἐ­κεῖ θυ­σί­α­σε πλῆ­θος μό­σχων. Ἔπειτα ράν­τι­σε μέ τό αἷ­μα τους τό θυ­σι­α­στή­ριο, τό λα­ό καί τό βι­βλί­ο τοῦ νό­μου, καί εἶπε: «Ἰ­δού τό αἷ­μα τῆς δι­α­θή­κης». Αὐ­­­τό ἦ­ταν ἡ σφρα­γί­δα τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Κι ἔ­πει­τα ὁ Μω­ϋ­σῆς ἀ­νέ­βη­κε μα­ζί μέ τόν Ἀ­α­ρών καί τούς ἑ­βδο­μῆν­τα προ­ε­στούς στό ὄ­ρος Σι­νᾶ. Κι ἐ­κεῖ εἶ­δαν ὅ­λοι τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ἕ­να φῶς θεῖ­ο καί ὑπέρλπαμπρο. Εἶ­δαν τό μέ­ρος ὅ­που «ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ».

Ἡ θυ­σί­α ὅ­μως καί τό αἷ­μα τῆς Δι­α­θή­κης ἐ­κεί­νης, ἦ­ταν τύ­πος καί σκιά. Προ­ει­κό­νι­ζε τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς αἰ­ώ­νιος καί ὕ­ψι­στος ἀρ­χι­ε­ρεύς καί ὡς ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ἄ­μω­μος καί ἅ­γιος θά προ­σέ­φε­ρε τόν ἑ­αυ­τό του ὡς θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στη στόν Θε­ό· γιά νά ὑ­πο­γρά­ψει μέ τό Αἷ­μα του αὐ­τό τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, τή σω­τη­ρί­α ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Καί τί θά πεῖ Και­νή Δι­α­θή­κη; Θά πεῖ νέ­α συν­θή­κη, τήν ὁ­ποί­α κα­­τα­δέ­χε­ται νά συ­νά­ψει ὁ Θε­ός μέ μᾶς τούς ἁ­μαρ­τω­λούς καί τι­πο­τέ­νιους, σάν νά ἦ­ταν ἴ­σος πρός ἴ­σον. Συν­θη­κο­λο­γεῖ ὁ ἄ­πει­ρος Θε­ός μέ μᾶς τούς ἀ­σή­μαν­τους ἀποστάτες! Ὁ ἅ­γιος καί ἀ­μό­λυν­τος μέ μᾶς τούς ἄ­θλιους καί ἁμαρτω­λούς. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ αὐ­­­τή ἡ συνθήκη; Ἔ­πρε­πε νά βρε­θεῖ με­σί­της, συμ­φι­λι­ω­τής. Νά λοι­πόν για­τί ὁ Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Νά για­τί ἔ­χυ­σε τό Αἷ­μα του. Ἔ­γι­νε ὁ Κύ­ριός μας μέ τή θυ­σί­α του θύ­της καί θύ­μα καί με­σί­της γιά νά συμ­φι­λι­ώ­σει τόν ἄν­θρω­πο μέ τόν Θε­ό. Ἔ­γρα­ψε τό νέ­ο του νό­μο μέ­σα στίς καρ­δι­ές μας. Τόν ἐ­πι­κύ­ρω­σε ἀ­νε­ξί­τη­λα μέ αἷ­μα Δε­σπο­τι­κό γιά νά εἶ­ναι ἡ νέ­α συν­θή­κη του, ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη αἰ­ώ­νια καί ἀ­νε­ξά­λη­πτη. Καί τό Αἷ­μα αὐ­τό τό τί­μιο, πού χύ­θη­κε ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό, τό πρό­σφε­ρε ὁ Χρι­στός μας ὡς θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στη ὄ­χι στή γῆ σέ κά­ποι­ο ἐ­πί­γει­ο θυ­σι­α­στή­ριο, ἀλ­­­λά στό ὑ­πε­ρου­ρά­νιο θυ­σι­α­στή­ριο, στά ἀ­λη­θι­νά Ἅ­για, ὅ­που «πρό­δρο­μος ὑ­πέρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς». Γι­ά νά εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς ἐκεῖ στόν αἰώνιο θρόνο του.

  1. Πῶς ὅ­μως τό αἷ­μα αὐ­τό τό Δε­σπο­τι­κό τῆς Και­νῆς Δι­­α­θή­κης μᾶς εἰσάγει στήν αἰωνιότητα;

Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχα­ρι­στίας, τό μυστήριο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ εἴ­σο­δός μας στήν αἰω­νι­ό­τητα. Διότι κά­θε φο­ρά πού ὁ Κύ­ριός μας μᾶς κα­λεῖ λέ­γον­τας: «Πί­ε­τε ἐξ αὐ­τοῦ πάν­τες, μᾶς κα­λεῖ νά ἀ­νε­βοῦ­με ὄ­χι πλέ­ον στό ὄ­ρος Σι­νᾶ, ὅ­που «ἔ­στη­σαν οἱ πό­δες αὐ­τοῦ», ἀλ­λά στό θρό­νο τῆς θεί­­ας δό­ξης, στά αἰώνια ἅγια τῶν ἁγίων, στήν αἰώνια Βασι­λεί­α του! Νά γίνουμε ἐπίγειοι ἄγγελοι καί οὐρά­νι­οι ἄνθρωποι. Νά γίνουμε ὅ,τι εἶναι αὐτός, θεοί ἐν μέσῳ θεῶν, αἰώνιοι ἄνθρωποι. Νά ζήσουμε μέσα στό θαῦμα τῆς αἰωνιότητος. Διότι μέσα στόν λειτουργικό χρόνο ὅλα γίνο­ν­­ται ἕνα διαρκές παρόν, ὅλα γίνονται αἰωνια, ἄπειρα. Με­τέχοντας στό μυστή­ριο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἐ­ξερ­χό­μα­στε ἀ­πό τό πα­ρόν, ἀ­πό τόν τό­πο καί τόν χρό­νο καί εἰ­σερ­χό­μα­στε στήν αἰ­ώ­νιο Ζω­ή, ὄχι μέ τήν φαντασία μας, ἀλλά πραγ­μα­τικά.

Αὐτό ζοῦμε καί σήμερα. Βρισκό­μα­στε ἤδη στόν να­ό τοῦ Θεοῦ, στόν ἐ­πί­γει­ο οὐ­ρα­νό, στόν ὁ­ποῖ­ο ὁ ἐ­που­ρά­νιος Θε­ός ἐ­νοι­κεῖ καί ἐμ­πε­ρι­πα­τεῖ. Καί ἐ­μεῖς οἱ μι­κροί καί ἀ­νά­ξιοι στε­κό­μα­στε ἐ­νώ­πιον τοῦ θρό­νου τοῦ Βα­σι­λέ­ως μα­ζί μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁ­γί­ους, οἱ ὁποῖοι δορυ­φο­ροῦν τόν Βασιλέα τῆς κτίσεως με­τά φό­βου καί τρό­μου.

Ὁ Χρι­στός μας, «ὁ ἄρ­τος τῆς Ζω­ῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καταβάς καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ» ἔ­χει κα­τέλ­­θει καί σή­με­ρα ἀ­π’ τόν οὐ­ρα­νό καί εἶ­ναι ἀ­νά­με­σά μας. Κι ἐ­μεῖς μέ τά μά­τια τῆς πίστεως τόν βλέ­που­με, τόν ἀ­κοῦ­με, τόν ψη­λα­φοῦ­με. Σα­γη­νευ­ό­μα­στε ἀ­πό τή θέα τοῦ προ­σώπου του, γο­η­τευ­ό­μα­στε ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α του. Συμ­πο­ρευ­ό­μα­στε σέ κάθε πορεία τῆς ἐπιγείου ζω­ῆς του καί συ­σταυ­ρω­νό­μα­στε μα­ζί του. Με­τέ­χου­με τοῦ Δεί­πνου τοῦ Μυ­στι­κοῦ.

Δι­ό­τι ἡ τέ­λε­σις τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας δέν εἶ­ναι ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου, ἀλ­λά ὁ ἴ­διος ὁ Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος. «Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος τε­λεῖ τό Μυ­στή­ριο, τό ἴ­διο σῶ­μα καί αἷ­μα του προ­σφέ­ρε­ται σέ μᾶς. Ἡ ἴ­δια φω­νή τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­κού­γε­ται, κι ἐ­πι­τε­λεῖ τήν θυ­σί­α», λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος.

Κι ἐμεῖς ἔ­χου­με ἤ­δη συ­να­να­κλι­θεῖ μέ τόν Κύ­ριο καί τούς Δώ­δε­κα. Ἔ­χου­με ἐ­ξέλ­θει ἀ­πό τόν χρό­νο καί τόν τό­πο. Βρι­σκό­μα­στε ἤ­δη στό ἀ­νώ­γαι­ον τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἀξιωνόμαστε «ξενίας δεσποτικῆς καί ἀθα­νά­του τραπέζης ἐν ὑπερώῳ τόπῳ». Ἀ­κοῦ­με ὄ­χι τή φω­­­νή τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως ἀλ­λά τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κεῖ­νος σέ λί­γο θά μᾶς κα­λέ­σει νά τόν κοι­νω­νή­σου­με. Ἐ­κεῖ­νος θά μᾶς προ­σφέ­ρει τό ἄχρα­ν­το σῶ­μα του καί τό τίμιο αἷ­μα του.

Καί πε­ρι­μέ­νου­με. Νά κοι­νω­νή­σου­με, νά πά­ρου­με μέ­σα μας τή ζω­ή, τήν Αἰ­ώ­νιο Ζω­ή. Νά ζή­σου­με τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα «νῦν» καί «ἀ­εί». Πε­ρι­μέ­νου­με τόν Κύ­ριο νά κα­θά­ρει τό­ νοῦ καί τήν ψυ­χή μας. Νά νε­κρώ­σει μέ­σα μας τή φθο­ρά καί τά πά­θη μας. Νά καλ­λω­πί­σει τήν ψυ­χή μας, νά πυ­ρώ­σει τήν καρ­διά μας. Νά πάψουμε νά ὑπάρ­χουμε πλέον ἐμεῖς, νά σβήσουμε, νά χαθοῦμε! Καί νά ζεῖ πλε­όν μέσα μας ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια Ζωή.

******

«τοῦ­το ἐ­στι τὸ αἷ­μά μου τὸ τῆς και­νῆς δι­α­θή­κης»

Ἀ­δελ­φοί, πόνος βαθύς αὐλακώνει τίς ψυχές ποιμένων καί ποιμαινομένων, διότι, καθώς  σέ λί­γο θά ἀνοί­ξει ἡ Ὡραία Πύλη, καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς καλέσει νά ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί του, λόγῳ τῶν ἐκτάκτων συνθηκῶν κάτω ἀπό τίς ὁποῖες διάγου­με, δέν θά μπορέσου­με νά ἀνταποκριθοῦμε αἰσθη­τῶς στήν πρόσκλη­σή Του, κι αὐτό μᾶς πονᾶ, μᾶς ταπεινώνει ἀλλά καί μᾶς ὁδηγεῖ σέ γόνιμη αὐτο­κριτική γιά τή γνώση καί τή στάση μας ἀπέναντι στό μέγιστο τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅταν χάσεις κάτι, τότε τό ἐκτιμᾶς περισσότερο. Μέ βαθιά μετάνοια νά προσ­πέσουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά ζητήσουμε μαζί μέ τήν ἄρση τῆς δοκι­μα­σίας ἐκ τῆς λοιμικῆς νόσου, πού ἐμποδίζει τήν προσέλευσή μας στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, καί τή συγ­γνώμη γιατί δέν κατα­λάβαμε καί ἴσως δέν ἐκτιμή­σαμε ὅπως καί ὅσο πρέπει τί σημαίνει Θεία Εὐχαρι­στία. Καί ὅσοι ἀδελφοί μας ἔχουν ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις γιά τό Μυστήριο, τούς παρακαλοῦμε θερμά νά πλησιά­σουν τόν Χριστό, νά ἀφήσουν τό Φῶς Του νά εἰσέλθει στίς ψυχές καί τίς διάνοιές τους,  καί τότε θά πεισθοῦν ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος», τότε θά δοῦν τά πράγματα δια­φορετικά. Βέβαια στό ἱερό Μυστήριο τόν Χριστό δέν θά τόν δοῦμε μέ τά φυ­σι­κά μας μά­τια. Θά τόν αἰσθανθοῦμε ὅμως μέ τά μάτια τῆς πίστε­ως. Θά γίνουμε  μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου. Θά ‘ρθεῖ ὅμως κάποτε ἡ μεγάλη ὥρα. Ἐκεῖ στή Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν θά τόν με­τα­λαμ­βά­νου­με «ἐ­κτυ­πώ­­τε­ρον», θά τόν κοινωνοῦμε αἰσθη­τό­τε­ρα. Ἐκεῖ θά δοῦ­με τή δόξα του, θά βλέ­που­με αἰωνίως τό ἄρ­ρητον κάλλος τοῦ προσώ­που Του. Ἐκεῖ θά μᾶς με­τα­δί­δει τήν ἀ­πε­­­ρι­ό­ρι­στη μα­κα­ριό­τητα καί λαμ­πρό­τη­τά Του.

Ἄς πε­ρι­­­μέ­­νουμε αὐ­­τό τό μέγα μυ­στήριο μέ πόθο καί λα­χτά­ρα. Κι ἄς τό προγευ­ό­­μα­­στε κά­θε φορά πού προ­σερ­χό­μα­στε στό μυ­στήριο τῆς Και­νῆς Διαθήκης, στό πο­τή­ριο τῆς αἰωνίου Ζω­ῆς.

 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 16.04.2020

Print Friendly, PDF & Email

Share this post