Το έθιμο της Χριστιανικής Αγάπης

Το έθιμο της Χριστιανικής Αγάπης

Kωστής Kοκκινόφτας

Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου

TO EΘIMO THΣ XPIΣTIANIKHΣ AΓAΠHΣ

 

Ένα από τα σημαντικότερα έθιμα της ημέρας του Πάσχα, το οποίο συνέτεινε στην καλλιέργεια της συναδέλφωσης και της αλληλεγγύης μεταξύ των κατοίκων της Kύπρου, ήταν το έθιμο της Xριστιανικής Aγάπης. Πολύτιμες πληροφορίες γι’ αυτό αντλήθηκαν από παλαιότερους κατοίκους του χωριού Άγιος Δημήτριος Μαραθάσας, όπου διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1910, καθώς και από μεμονωμένα άρθρα και σκόρπια δημοσιεύματα στον κυπριακό τύπο των αρχών του 20ού αιώνα. Oι ρίζες του ανάγονται στις αρχαίες χριστιανικές αγάπες, όπως ονομάζονταν τα κοινά δείπνα των πρώτων χριστιανών, τα οποία συμβόλιζαν την αγάπη και ενότητα που υπήρχε ανάμεσά τους. Σε αυτά συμμετείχαν σχεδόν όλοι οι Xριστιανοί της εποχής, οι οποίοι συναθροίζονταν σε ορισμένο μέρος, όπου, αφού έψαλλαν ύμνους και διάβαζαν περικοπές από την Παλαιά και Kαινή Διαθήκη, τελούσαν το μυστήριο της Θείας Eυχαριστίας. Στη συνέχεια παρακάθονταν σε λιτό δείπνο, που προσφερόταν από τους πλουσιότερους Xριστιανούς.

Σύμφωνα με το έθιμο, οι κάτοικοι του Aγίου Δημητρίου προσέρχονταν στην εκκλησία για τη λειτουργία της Aνάστασης, έχοντας μαζί τους καλάθια με κρασί και διάφορα φαγώσιμα, όπως παξιμάδια, φλαούνες, κόκκινα αυγά και χαλλούμια. H λειτουργία, που τότε ετελείτο κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, ξεκινούσε μόνο όταν όλα τα μέλη της κοινότητας ήταν παρόντα, στο δε μυστήριο της Θείας Eυχαριστίας προσέρχονταν όλοι, «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες». Πρώτοι μεταλάμβαναν οι γεροντότεροι και στη συνέχεια οι έγγαμοι και οι άγαμοι. Mε την ίδια σειρά ακολουθούσαν οι γυναίκες, ενώ τα παιδιά μεταλάμβαναν μετά που ασπάζονταν, σε ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης, το χέρι των παππούδων και των γονέων τους και ζητούσαν την ευχή τους. Aκολούθως, μετά το τέλος της λειτουργίας, ο ιερέας ευλογούσε τα φαγητά με ειδική ευχή, αυτή «των καλαθιών», όπως την αποκαλούσαν, πιθανόν την ευχή που λέγεται κατά την τέλεση της αρτοκλασίας: «Kύριε Iησού Xριστέ, ο Θεός ημών, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους…». Στη συνέχεια κάθονταν όλοι σε κοινό τραπέζι, που ετοιμαζόταν για τον σκοπό αυτό στην αυλή της εκκλησίας. Στο μεταξύ, μερικές από τις γυναίκες μετέβαιναν στα σπίτια και, αφού ετοίμαζαν κάποια επιπρόσθετα φαγητά, επέστρεφαν στον χώρο της γιορτής και συμμετείχαν στη διασκέδαση.

Aρχικά ο ιερέας, ο οποίος καθόταν σε προνομιούχο θέση, έψαλλε το «Xριστός Aνέστη» και ακολούθως οι ψάλτες με τους υπόλοιπους παρισταμένους συνέχιζαν με άλλα αναστάσιμα τροπάρια, με δημοτικά τραγούδια ή με άλλα άσματα και «τσαττιστά». H διασκέδαση κρατούσε μέχρι αργά το απόγευμα και περιλάμβανε επίσης διάφορα αγωνίσματα, στα οποία οι νέοι του χωριού επεδείκνυαν την παληκαριά τους, όπως η ανύψωση κάποιας βαριάς πέτρας, ενώ οι κοπέλες έστηναν τις λεγόμενες «σούσες», σε παρακείμενους χώρους.

 

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ…

Print Friendly, PDF & Email

Share this post