Η συμβολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄ (1865-1900) στη διατήρηση της Ελληνικής Παιδείας στην Κύπρο το 19ο αιώνα. Ένα ιστορικό παράδειγμα για τον Επίσκοπο του 21ου αιώνα

Η συμβολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄ (1865-1900) στη διατήρηση της Ελληνικής Παιδείας στην Κύπρο το 19ο αιώνα. Ένα ιστορικό παράδειγμα για τον Επίσκοπο του 21ου αιώνα

Η συμβολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄ (1865-1900)

στη διατήρηση της Ελληνικής Παιδείας στην Κύπρο το 19ο αιώνα.

Ένα ιστορικό παράδειγμα για τον Επίσκοπο του 21ου αιώνα[1]

Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου

Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου

Μιλώντας για τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ΄[2], το μυαλό μας δικαιολογημένα ανατρέχει σήμερα σε όλους εκείνους τους ιερούς άνδρες, που ο καθένας, με τα προτερήματα και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπείας του, πρόσφερε όλο τον καλό του εαυτό στη διακονία του λαού του Θεού, και αναδείχθηκαν πνευματικοί ηγέτες. Προσευχόμαστε ο Μέγας Αρχιερέας, ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, να τους κατατάξει εν χώρα ζώντων και δικαίων, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος»[3].

Η ευκαιρία για τη συγγραφή της παρούσης μελέτης είναι διπλή. Από τη μια το ετήσιο μνημόσυνο[4] των Ιεραρχών που κατάγονται από την ορεινή κοινότητα Πρόδρομος, της επαρχίας Λευκωσίας, και από την άλλη η πρόσκληση από την οργανωτική επιτροπή για συμμετοχή στον τιμητικό τόμο για το Χρυσό  και το Αργυρό Ιωβηλαίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος. Είχα την ευκαιρία και ευλογία, από ετών να γνωρίζω το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας και ειδικότερα από τον Ιούνιο του 2008[5], όταν έλαβα μέρος για πρώτη φορά στους εορτασμούς προς τιμή του Αποστόλου Παύλου, τα επονομαζόμενα «Παύλεια».

Η ευλογία της παρουσίας των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου και του νεαρού Ιωάννη (του μετέπειτα Ευαγγελιστού Μάρκου) το 45 μ.Χ. στη νήσο Κύπρο, όταν αυτοί ήλθαν από τη Σελεύκεια της Συρίας, έδωσε μια νέα διάσταση στο κήρυγμα και στη διάδοση του Χριστιανισμού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της νήσου, η οποία αναδείχθηκε σε νήσο των Αγίων, των Οσίων και των Μαρτύρων της Πίστεως. Με την παρουσία των Αποστόλων, χειροτονούνται κατά τόπους Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι. Πλέον έχουμε την Αποστολική Εκκλησία. Αποκορύφωμα το μαρτύριο του Αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα, όπου σήμερα βρίσκεται ο τάφος του πλησίον της Ιεράς, Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα. Παραμένει όλος ο ιερός χώρος σκλαβωμένος και ερειπωμένος.

Διάδοχοι του Αποστόλου Βαρνάβα, του «γενναίου Μάρτυρος», ανέλαβαν το πηδάλιο της κατά Κύπρον Εκκλησίας εις τύπον και τόπον του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού[6] και εργάστηκαν ποικιλόμορφα ως ποιμένες και διδάσκαλοι, για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και με δέος να οδηγήσουν το λογικό ποίμνιο σε μονάς σωτηρίους, στους κόλπους της Βασιλείας του Τριαδικού μας Θεού. Τούτο γίνεται και θα συνεχίζεται έως το τέλος της ιστορίας.

Ένα ιστορικό πρόσωπο, ανάμεσα στους περίφημους Ιεράρχες μας, το οποίο αναδείχθηκε αστέρας πολύφωτος όχι μόνο ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου αλλά και ως Ιεράρχης της καθόλου Ορθοδοξίας, είναι ο Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄. Είναι γνωστό, μέσα από την εμπειρία της ζωής της Εκκλησίας μας, ότι ο κληρικός δεν ανήκει ούτε μόνο στον εαυτό του ούτε μόνο στη γενέτειρά του και την επισκοπή του, αλλά στη Μία, Αγία, Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία[7].

Ένας τέτοιος Επίσκοπος, Αρχιεπίσκοπος, Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, ο οποίος παρέμεινε στο στερέωμα της Εκκλησιαστικής ιστορίας της νήσου μας ως μια σπουδαία προσωπικότητα τόσο για την Εκκλησία όσο και για την πατρίδα μας εν γένει, είναι ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄.

Περιβεβλημένος ο Σωφρόνιος με το λαμπρό, πορφυρό, αυτοκρατορικό μανδύα, ο οποίος μέσα στους αιώνες είναι βαμμένος με τα αίματα των μαρτύρων Κυπρίων Ιεραρχών, κράτησε στους ώμους του τα βάσανα και τους καημούς των Κυπρίων.  Οι Ιεράρχες μας, μέσα στους ασέληνους αιώνες σκλαβιάς και τυραννίας, στεφανώθηκαν, εξαιτίας της εν αγάπη θυσίας τους, ως μάρτυρες και ήρωες της πίστεως και της πατρίδας, κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο ως ασπίδα και δόρυ και φορώντας το αρχιερατικό ωμοφόριο, ως καλοί ποιμένες, και τα δύο μαζί, κριτήρια του επισκοπικού αξιώματος και ταυτόχρονα της ευθύνης απέναντι στους κατακτητές και παρηγορώντας τον πονεμένο και απροστάτευτο λαό.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄, συνεχίζοντας σταθερά αυτή την πορεία, αγωνίστηκε από κάθε προσφερόμενη έπαλξη και κατέθεσε το δικό του λιθαράκι στην οικοδόμηση της περαιτέρω πορείας του λαού[8] της νήσου μας μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γεννήθηκε στις 25 Απριλίου του 1825 στο χωριό Πρόδρομος[9]. Γονείς του ήταν ο Παναγιώτης Ιωάννου από το Φοινί και η Χριστίνα Μιχαήλ από τον Πρόδρομο. Σε νεαρή ηλικία, γύρω στα επτά, πήγε στη Μονή Τροοδίτισσας, όπου διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από το θείο του Σκευοφύλακα Χαράλαμπο και κατόπιν έγινε δόκιμος μοναχός. Αργότερα, το 1842 σε ηλικία 17 ετών, πήγε στην Ιερά Μονή Χρυσορροϊάτισσας, όπου χειροτονήθηκε διάκονος από το Μητροπολίτη Πάφου Χαρίτωνα στις 16 Απριλίου 1843[10], προτού αναχωρήσει για τη Μικρά Ασία.

Μετέβη στην Αττάλεια (1843-1845) και μαθήτευσε στην εκεί Ελληνική Σχολή. Στη συνέχεια πήγε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και αργότερα δίδαξε εκεί (1851-1853), ενώ παράλληλα διακονούσε στο Ναό του Αγίου Χαραλάμπους στο Ορθόδοξο Νοσοκομείο της πόλης[11]. Ακολούθως, όπως σημειώνει στην αυτοβιογραφία του, «ὁ πρὸς τὴν παιδείαν ἔρως» τον παρακινεί και μεταβαίνει στο Κλεινό Άστυ, την Αθήνα, και φοιτά στο Β’ Γυμνάσιο Αθηνών, στη Ριζάρειο Ιερατική Σχολή και, με την ηθική και οικονομική στήριξη του φιλοπρόοδου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Α΄ (1854-1865),[12] στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πεπαιδευμένος και καλλιεργημένος, απέκτησε διευρυμένους ορίζοντες. Επέστρεψε, εξοπλισμένος πνευματικά και επιστημονικά, στην Κύπρο το 1861 και επί πενταετία δίδαξε ο ίδιος στην Ελληνική Σχολή στη Λευκωσία, αναλαμβάνοντας και τη διεύθυνση της Σχολής, την οποία ανέδειξε με τη δική του δυναμική προσφορά προς τα γράμματα, τις τέχνες και εν γένει την Ελληνική Παιδεία (1861-1865).

Ο διάκονος και σχολάρχης Σωφρόνιος, ενώ απέρριψε τις ευκαιρίες εκλογής του το 1862 σε Μητροπολίτη Κυρηνείας και το 1864 σε Μητροπολίτη Κιτίου, τελικά διαδέχθηκε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο τον Κύπρου Μακάριο Α΄, ο οποίος εξεδήμησε στις 4 Αυγούστου του 1865 από χολέρα κατά την επιδημία που έπληξε την Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α’ προερχόταν κι αυτός από την κοινότητα του Προδρόμου και ξεκίνησε την εκκλησιαστική του διακονία από τη Μονή Τροοδίτισσας.

Ο Κύπρου Σωφρόνιος ως Πρωθιεράρχης της Κύπρου εργάσθηκε δραστήρια με προσευχή, σύνεση και ταπείνωση, για την πρόοδο της Μεγαλονήσου. Το 1871 υπήρξε υποψήφιος για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Βρέθηκε στο πηδάλιο της Εκκλησίας για τριανταπέντε έτη, από το 1865 έως το 1900. Ενθρονίστηκε τον Οκτώβριο του 1865 από σχολάρχης και διάκονος της Εκκλησίας. Έζησε την Τουρκοκρατία, όπως αυτή εξελίχθηκε μετά τη συμφορά του 1821 και διαχειρίστηκε τη μετάβαση από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς αποικιοκράτες το 1878[13].

Ο Σωφρόνιος, όνομα και πράγμα, διακρινόταν, ως ηγετική πνευματική φυσιογνωμία, για τη σοβαρότητα, τη μεθοδικότητα, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και ιεροπρέπεια, καθώς και τη μεγαλοψυχία. Ενέπνεε το λαό με τη συμπεριφορά του, η οποία πλημμύριζε από αγάπη και συγχωρητικότητα. Κέρδιζε με την οιακοστροφία του την εκτίμηση και το σεβασμό των Χριστιανών ακόμη και των Οθωμανών της Κύπρου. Αυτό το ενδιαφέρον για όλους τους Κυπρίους, Χριστιανούς και Οθωμανούς, φαίνεται στο γεγονός της μεταβάσεώς του στην Κωνσταντινούπολη το 1870 επικεφαλής αντιπροσωπείας Χριστιανών και Οθωμανών. Συναντά το Μεγάλο Βεζίρη και συζητά μαζί του θέματα ποικίλα που ταλανίζουν ολόκληρο το λαό, όπως φορολογικά, κανονισμούς ιδιοκτησίας, ασθένειες, φτώχεια κ.ά. Επίσης, αξιοποίησε την παρουσία του στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, για να βελτιώσει τις συνθήκες του λαού του[14].

Εξαγοραζόμενος τον καιρό, ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, επί του προκειμένου ο Σωφρόνιος, παρηγορούσε και ενίσχυε ηθικά, πνευματικά και υλικά το λαό και παράλληλα αξιοποιούσε κάθε πρόσφορη ευκαιρία, παρά τις διώξεις, τους εξισλαμισμούς, τις βαριές φορολογίες και όλα εκείνα τα μαρτύρια και αιματηρά γεγονότα που υπέστησαν οι Κύπριοι. Στήριζε και φρονημάτιζε το λαό χωρίς ακρότητες, για να παραμείνει στη γη των πατέρων του προσφέροντάς του την πολύπλευρη συμπαράσταση της Εκκλησίας, όπως π.χ. ελάφρυνση από τις άδικες φορολογίες που επέβαλλαν οι κατακτητές, τη δημιουργία ευκαιριών καλλιέργειας της γης κ.ά.

Για όσους από του Ρωμιούς έφευγαν από το νησί, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος δημιουργούσε τις προϋποθέσεις να αισθανθούν ασφάλεια και να επαναπατριστούν, για να παραμείνει η μικρή ζύμη, ώστε να συνεχίζεται η Χριστιανική παράδοση και ο Ελληνικός πολιτισμός των Κυπρίων, παρά τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις, φορολογικές πιέσεις και κάθε είδους δοκιμασίες από μέρους των κατακτητών

Δημιουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος τις ευνοϊκές συνθήκες και τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την καλύτερη υποστήριξη των δικαίων και των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του λαού. Ταυτόχρονα αγωνιζόταν να διασφαλίσει τη διαβίωση των απλοϊκών Κυπρίων στη γη των πατέρων τους, διατηρώντας και βελτιώνοντας τις συνθήκες για τη νεολαία, την Ελληνική παιδεία, τη μόρφωση των κληρικών και την ευρύτερη καλλιέργεια των πανανθρώπινων αξιών του πολιτισμού μας.  Η προσπάθεια του για ίδρυση Ιερατικής Σχολής στην Κύπρο[15] δεν τελεσφόρησε, γιατί σε λίγους μήνες απεβίωσε.

Αντιμετώπισε ο Σωφρόνιος, με μετριοπάθεια και σθένος, όλα εκείνα τα βάσανα και τους καημούς που συσσώρευσε η  Οθωμανική κατάκτηση από το 1571 και η δημιουργηθείσα εξαθλίωση του Χριστιανικού λαού της νήσου. Είναι γνωστό ότι η αρχική αδιαφορία της ηγεσίας των Οθωμανών έναντι της Εκκλησίας μεταστράφηκε με την προσφορά προνομίων, όπως στα μέσα του 17ου αιώνα και το 1858[16], τα οποία η Εκκλησία διαχειρίστηκε συνήθως με σωφροσύνη για τη συντήρηση και επωφελή διαβίωση του Κυπριακού λαού.

Η αναγνώριση του Αρχιεπισκόπου και των Αρχιερέων ως ραγιά-βεκιλήδων (αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Χριστιανών) συνεπαγόταν μεγάλες ευθύνες αλλά και πολλούς κινδύνους[17]. Η έντονη ανάμειξή τους στα προβλήματα του τόπου, η συνεχής μεσολάβησή τους προς την τουρκική διοίκηση και οι μεταβάσεις τους στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσουν μετριασμό στην αυθαιρεσία και στην κακή διοίκηση των Τούρκων πασάδων, γίνονταν πάντοτε με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους[18]. Παρά ταύτα, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ένεκα του κύρους του και της αμφίδρομης αγάπης του με το λαό, κάποτε, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, επισκίαζε με την προσωπικότητά του τον Τούρκο Διοικητή του νησιού. Όπως σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, η Υψηλή Πύλη παραχώρησε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου προνόμια παρόμοια με αυτά που παραχωρήθηκαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη[19].

Ο Σωφρόνιος συνεργάστηκε με το Σαΐτ Πασά,  διοικητή του νησιού, για την καταπολέμηση της ακρίδας το 1870. Τότε, Χριστιανοί και Οθωμανοί γιόρτασαν το γεγονός της επιτυχούς καταπολέμησής της[20]. Η Υψηλή Πύλη παρασημοφόρησε τον Αρχιεπίσκοπο δύο φορές, το 1867 (παράσημο Meğidiye γ΄ βαθμού) και το 1868  (Meğidiye β΄ βαθμού)[21].

Η ευαισθησία του και απέναντι στους Οθωμανούς της Κύπρου φανερώνεται και από τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν κι εκείνοι, αργότερα, μόλις πληροφορήθηκαν την εκδημία του Αρχιεπισκόπου. Οι πρώτοι που έσπευσαν να αποτίσουν φόρο τιμής στο νεκρό σώμα του Εθνάρχη Σωφρονίου ήταν ο Μουφτής και οι Ιμάμηδες της «Χώρας», της Λευκωσίας.

Μετά την ενοικίαση της Κύπρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μεγάλη Βρετανία, κατά τα τέλη Ιουλίου του 1878 έφτασε στη Λευκωσία ο πρώτος Βρετανός Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου Υποστράτηγος Sir Garnet Joseph Wolseley. Ο Σωφρόνιος, ως εκκλησιαστικός και εθνικός ηγέτης του Ελληνικού πληθυσμού της Μεγαλονήσου, τον προσφώνησε «κατά χρέος» με το «ευ παρέστης», βεβαιώνοντάς τον ότι:

 «Η Κύπρος οικείται υπό λαού φιλησύχου και ευαγώγου, όστις δεν αρνείται την καταγωγήν και τους πόθους του, και επιθυμεί να εθισθή εις την οδόν την ευθείαν, εις την οδόν δηλονότι της αληθείας, του καθήκοντος και της ελευθερίας»[22].

Το 1878, υποδέχθηκε τον πρώτο Άγγλο Αρμοστή ως Αρχάγγελο της Ελευθερίας και της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως άρχισε η Ευρώπη να κηρύσσει μετά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789. Όμως, τα γεγονότα πολύ σύντομα έδειξαν το αληθινό πρόσωπο του νέου κατακτητή: δηλ. απομακρυνόταν η ποθητή ελευθερία και η ένωση με τον εθνικό κορμό.

Ακόμη, μερικά παραδείγματα αυτής της πολιτικής ήταν οι συνεχείς δυσβάστακτες φορολογίες, η κατάργηση προνομίων, η ανάμειξη στα εσωτερικά της Εκκλησίας, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε αφανώς ήθελαν να ελέγξουν την Παιδεία του νησιού και να αφελληνίσουν την Κύπρο. Σε αυτές τις προκλήσεις των Βρεττανών, όταν ήδη οι από το πρώτο έτος της Βρεττανικής κατοχής διαμαρτυρίες δεν έφεραν αποτελέσμα, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, η Σύνοδος και όλος ο λαός αντέδρασαν έντονα. Πιο συγκεκριμένα, στο τέλος του 1887 έως τις αρχές του 1888, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας ηγήθηκε παλλαϊκών διαμαρτυριών και συλλαλητηρίων κατά της πολιτικής που επέφερε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση του λαού και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του[23].

Στο πλαίσιο αυτών των αγώνων του, δε θα διστάσει ο Σωφρόνιος να μεταβεί στο Λονδίνο το 1889 για προώθηση του αιτήματος της Ένωσης με την Ελλάδα και για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του τόπου, αλλά και να φθάσει μέχρι τα ανάκτορα της Βασίλισσας Βικτώριας. Μάλιστα δε θα λησμονηθεί ποτέ αυτή η συνάντηση, ένεκα και του πρωτοκόλλου που τροποποιήθηκε ειδικά για τη συνάντηση αυτή. Τόσο η αμοιβαία υπόκλιση και όχι χειροφίλημα της δεξιάς της Βασιλίσσης, όσο και η μη αντικατάσταση της περιβολής του Αρχιεπισκόπου με το ευρωπαϊκό φράκο σχολιάστηκαν πολύ. Έγραψε την επομένη ημέρα η λονδρέζικη εφημερίδα Times ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν «ο λέων της ημέρας».

Σε κάποιες από τις επίσημες συναντήσεις του (Βασίλισσα, Γλάδστωνα κ.ά.) φορούσε τα αρχιερατικά του άμφια, με αποτέλεσμα ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελεύθερων, Γλάδστων, υποδεχόμενος και προσφωνώντας ελληνικά τον Αρχιεπίσκοπο στην οικία του, άνοιξε τις αγκάλες του και αναφώνησε εις επήκοον των παρόντων «χάρμα ἐστὶν ἰδεῖν ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου»[24].

Το 1889, όταν πήγε στο Λονδίνο, για να υποβάλει υπόμνημα για τα προβλήματα του νησιού, συνέβη και ένα άλλο σπουδαίο γεγονός αναγνώρισης για τον πεπαιδευμένο Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο: του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα της Θεολογίας από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης[25].

Η Τουρκοκρατία υποβάθμισε πάρα πολύ την εκπαίδευση του Ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, περιορίζοντας τα σχολεία σε κάποιες Μονές[26]. Τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και κυρίως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται σιγά-σιγά κάποια σχολεία στις πόλεις και κάποια χωριά. Στόχος των περισσοτέρων από αυτά, είτε ήταν κοινοτικά είτε ιδιωτικά, να μάθουν τα παιδιά τα πιο στοιχειώδη: ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και να έχουν θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Σ’ αυτά προστέθηκαν σταδιακά και αλλά μαθήματα, όπως Ελληνική Ιστορία, Γεωγραφία κ.ά. Οι διδάσκαλοι ήταν συνήθως κάποιοι κληρικοί ή λαϊκοί που φοίτησαν κυρίως σε σχολεία των Μονών, αλλά δεν προτίμησαν το μοναχικό βίο και έτσι δεν παρέμειναν στις Μονές. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν το σπίτι του διδασκάλου, αίθουσα της Εκκλησίας ή ενοικιαζόμενη. Κάποτε, το μάθημα γινόταν στον τόπου εργασίας του διδασκάλου ή στην ύπαιθρο, όπου οι μαθητές συχνά βοηθούσαν το διδάσκαλο στις γεωργικές εργασίες του. Όμως, η γενική πεποίθηση του Ελληνικού πληθυσμού ήταν ότι η εκπαίδευση θα έφερνε φως στον τόπο. Πράγματι, οι συχνά ολιγογράμματοι διδάσκαλοι αλλά και όλοι οι άλλοι διδάσκαλοι μαζί με την Εκκλησία κατάφεραν οι περισσότεροι Έλληνες της Κύπρου να παραμείνουν ορθόδοξοι, να γνωρίζουν ότι είχαν προγόνους με λαμπρό Πολιτισμό και Ιστορία και ότι ήταν δικαίωμά τους να ζουν πιο άνετα οικονομικά, ελεύθεροι και χωρίς τις αυθαιρεσίες των Τούρκων[27].

Η Εκκλησία της Κύπρου είχε αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης και ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα (1741) ίδρυσε Σχολή, το Ελληνομουσείο, στη Λευκωσία. Όμως, οι εκθρονίσεις  Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών, οι σφαγές του 1821, η καταπάτηση των προνομίων της Εκκλησίας και η οικονομική αφαίμαξή της από τους Τούρκους κατακτητές συχνά δυσκόλευε τη συνέχιση της λειτουργίας της Σχολής καθώς κα την ίδρυση άλλων σχολείων.

Τα πράγματα για την εκπαίδευση αρχίζουν να αλλάζουν όταν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν ο Πανάρετος (1827-1840, οπότε παύθηκε από τους Τούρκους κατακτητές) και οι διάδοχοί του, κυρίως ο Μακάριος Α΄ και ο Σωφρόνιος Γ΄.

Ο Σωφρόνιος διεύρυνε τις ευκαιρίες προσφοράς του πολύτιμου δώρου της μόρφωσης, για να εξέλθει ο ευρύτερος κοινωνικός ιστός από τη μιζέρια και τον αναλφαβητισμό. Ενίσχυσε τις προϋποθέσεις να μάθουν Ελληνικά γράμματα, την παγκόσμια ιστορία και τον οικουμενικό Ελληνικό Πολιτισμό. Προς επίτευξη του μεγάλου σκοπού της δημιουργίας ευκαιριών ανάπτυξης της Παιδείας των υπόδουλων Κυπρίων, φρόντισε για τη βελτίωση των υπαρχόντων σχολείων και την ίδρυση νέων ιδίως σε χωριά[28].

Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, λόγω της υπηρεσίας του ως σχολάρχης της Ελληνικής Σχολής, γνώριζε τα οικονομικά προβλήματα της εκπαίδευσης και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός σε αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, παρόλο που γι’ αυτόν η εκπαίδευση του λαού ήταν έργο προτεραιότητας, ως έργο Θεού και φιλοπατρίας[29]. Αυτός που ξόδευε τα περισσότερα χρήματα για τα σχολεία στην Κύπρο ήταν η Εκκλησία[30] (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, Μονές, πλούσιοι ενοριακοί ναοί) και οι γονείς. Ασφαλώς υπήρχαν και κάποιες δωρεές κληρικών κυρίως και λαϊκών[31]. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος βοηθά παιδιά των σχολείων, παραχωρώντας τους δωρεάν βιβλία και ψωμί[32]. Επίσης, ζητά βοήθεια από τους Έλληνες του εξωτερικού. Έτσι, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως απέστειλε 20 τουρκικές λίρες το 1872 για τα σχολεία της Λευκωσίας και της Λάρνακας, ενώ κατά την επίσκεψή του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο έτος του δόθηκαν άλλες 10 τουρκικές λίρες[33]. Επίσης, φρόντιζε να εξασφαλίζονται για τα σχολεία δωρεάν βιβλία[34], πλέον εκείνα που αγόραζε.

Ένεκα του ζήλου του για τα ελληνικά γράμματα, συνέβαλε καταλυτικά στην ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου στις 16 Μαΐου το έτος 1893[35]. Επρόκειτο για αναβάθμιση της Ελληνικής Σχολής που ίδρυσε ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και έκλεισε για κάποια χρόνια μετά τον απαγχονισμό του την 9η Ιουλίου το 1821, αλλά επαναλειτούργησε επί Αρχιεπισκόπου Παναρέτου το 1830. Τον ίδιο μήνα, Μάιο του 1893, ίδρυσε και την Επιτροπή Σχολείων Λευκωσίας, της οποίας διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος έως το 1899, και η οποία αργότερα εξελίχθηκε στην Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας[36].

Συγκεκριμένα το 1893, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου και της Κυπριακής Αδελφότητας Αιγύπτου, η οποία αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο οικονομικό συμπαραστάτη του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου στο εκπαιδευτικό του έργο, όταν η Κύπρος βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική Σχολή εξελίχθηκε σε εξατάξιο Γυμνάσιο. Αυτό αναγνωρίσθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως ισότιμο με τα σχολεία Μέσης Παιδείας της Ελλάδας και το 1896 μετονομάστηκε σε Παγκύπριο Γυμνάσιο. Υπήρξε για δεκαετίες πρότυπο σχολείο για όλη την Κύπρο και ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια του Ελληνισμού. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ενδιαφερόταν, όπως και οι προκάτοχοί του, για την αμοιβή των διδασκάλων, διότι τον ενδιέφερε και η ποιότητα της εκπαίδευσης και της μόρφωσης των διδασκάλων. Συνεχής ήταν ο αγώνας του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο των Βρετανών κατακτητών η παιδεία του τόπου[37].

Μέσα στο πολύπλευρο έργο του περιλαμβάνεται και το ενδιαφέρον του για τις κοινότητες και ενορίες. Ανακαίνισε ναούς και έκτισε και εγκαινίασε άλλους σε αρκετές ενορίες και κοινότητες. Επέβαλε τάξη στη διαχείριση  των οικονομικών των Εκκλησιών και διασφάλιση των εισοδημάτων των κληρικών των ενοριών[38].

Προικισμένος από το Δωρεοδότη Χριστό με ποικιλία χαρισμάτων, τα αξιοποίησε κατά το δοκιμότερο τρόπο στο έργο και την πορεία προσφοράς του, ως πνευματικός και εθνικός ηγέτης του κυπριακού λαού.

Το όλο παρουσιαστικό του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου δε δημιουργούσε απλά εντύπωση και ούτε απλά ενέπνεε γοητεία στους άλλους ανθρώπους, αλλά είχε και βάθος και πλάτος περιεχομένου, ώστε να εμπνέει τους πιστούς αυθεντικά. Αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο είχε τη δική του βαρύνουσα σημασία, τόσο στη διαποίμανση του λαού, όσο και στη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια και ανάπτυξη του πολιτισμού. Στηρίζει τη νεολαία, την οποία παρακινεί να οδηγείται με σωφροσύνη στο γάμο σε ώριμη ηλικία και όχι βεβιασμένα και μόνο με ενθουσιασμό[39].

Η φωνή και η ψαλμωδία του ήταν η τέχνη της παρασημαντικής των Αγγέλων, την οποία καλλιεργούσε με περισσή αγάπη και εξέφραζε το λόγο και την ψαλμωδία με σαφήνεια και καθαρότητα.

Η παρουσία του στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως για αντιμετώπιση Πανορθόδοξων ζητημάτων το 1872[40] ήταν δυναμική και καταλυτική χάριν της ορθής κατάρτισης των ανθρώπων, ένεκα της αγάπης του για την Εκκλησία και της μορφώσεως με την οποία είχε καλλιεργήσει και εμπλουτίσει την προσωπικότητά του[41].

Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία για την παρουσία του στην Επτάλοφο Πόλη ανάμεσα στους άλλους Ιεράρχες ως ο Προκαθήμενος της Παλαιφάτου Εκκλησίας με το αρχαιότερο Αυτοκέφαλο (μετά την Πενταρχία) και το μόνο αναγνωρισμένο και επιβεβαιωμένο από Οικουμενική Σύνοδο, ενδεδυμένος με τον πορφυρό μανδύα και κρατώντας ανά χείρας το αυτοκρατορικό σκήπτρο.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος πέθανε ειρηνικά στις 9 Μαΐου[42] του 1900, σε ηλικία 75 ετών. Η κοίμησή του επέφερε παλλαϊκό πένθος ανάμεσα στο λαό, όχι μόνο τους Χριστιανούς αλλά και τους Οθωμανούς της Κύπρου. Διότι τεκμηριώνεται με πολλά γεγονότα η αγάπη του και το απροσωπόληπτο προς κάθε άνθρωπο.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διακρίνει τα πράγματα με σαφήνεια και ρεαλισμό: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διὸ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία».[43]

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄ μάς άφησε τεκμήριο τη δική του παρακαταθήκη για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας. Αρκεί εμείς οι επίγονοι, κληρικοί και λαϊκοί, να έχουμε, σύμφωνα με το Ιερό Ευαγγέλιο και την ιερή παρακαταθήκη του Ναζωραίου, τη διάκριση, τη διορατικότητα, την υπομονή και τη μεθοδικότητα με ενότητα και εν Χριστώ αγάπη, να ερμηνεύουμε τα πράγματα και να αποφεύγουμε όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό τα λάθη του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, καλούμαστε από την ιστορία με θάρρος και αποφασιστικότητα να επεκτείνουμε δημιουργικά τις καλές πράξεις και αποφάσεις των προγόνων μας.

 «Αυτή τη στιγμή, το βλέμμα μας δεν στρέφεται στο κοινό μας παρελθόν, μα στο κοινό μας μέλλον: στα παιδιά μας. Είναι σημαντικό να έχουμε στη σκέψη μας ότι τα παιδιά δεν αποτελούν το κοινό μας μέλλον, αλλά είναι για την ακρίβεια το παρόν επί του οποίου οικοδομείται το μέλλον»[44]

Ο Επίσκοπος του 21ου αιώνα, ο οποίος έχει συνείδηση της ιερής αποστολής του προς την Εκκλησία και το λαό του Θεού, οφείλει να γνωρίζει και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται το μέγεθος και το βάρος της παρακαταθήκης που παρέλαβε από τους προηγούμενους Ιεράρχες, οι οποίοι έζησαν, δημιούργησαν και καλλιέργησαν αυτή την παρακαταθήκη, την ιερά Παράδοση και ιερή κληρονομιά και την παρέδωσαν στους νεότερους και επίγονούς τους.

Αυτή η παρακαταθήκη επιτάσσει στον Ιεράρχη του 21ου αιώνα να λαμβάνει ενημέρωση πολύπλευρη και όχι μονομερή και αναλόγως να προβαίνει σε αξιολόγηση των δεδομένων του σύγχρονου κόσμου που ζούμε, της λεγομένης μεταμοντέρνας εποχής, από όπου κι αν προέρχονται, δόκιμα ή ακόμη κι αν ακούγονται αδόκιμα. Μετά θα ακολουθήσει η αποτίμηση των όποιων μέτρων πρέπει να ληφθούν. Πάντοτε οι ενέργειές του να κινούνται στο πλαίσιο της αγάπης, διάκρισης, ευθύνης, αποφασιστικότητας και απαλλαγμένη από κάθε επίδραση των εφήμερων του κόσμου τούτου.

Ο Ιεράρχης σε κάθε εποχή, ιδιαίτερα σήμερα, οφείλει να είναι σε εγρήγορση πνευματική. Να αφουγκράζεται τις έγνοιες, αγωνίες και φόβους του λαού. Για να γίνει αυτό κατορθωτό, θα πρέπει με μέτρο και διάκριση να εξέλθει από το δικό του στενό χώρο και να βιώσει τη σχέση ανάμεσα στο λογικό ποίμνιο, το λαό του Θεού, γιατί οι λύκοι της κάθε εποχής δεν εξαλείφονται ολοκληρωτικά, αλλά γεννώνται και νέοι και θεριεύουν πολλές φορές. Άλλοτε από αντίδραση, νομίζουμε ότι λόγω κούρασης, τεμπελιάς, αμέλειας και ηττοπάθειας το ποίμνιο, οι άνθρωποι που συναποτελούν την κοινωνία, είναι ευάλωτοι και εύκολοι σε όχι ορθές λύσεις, και καλείται ο Ιεράρχης να αντισταθεί: άλλοτε ως προφήτης, άλλοτε ως σπλαχνικός πατέρας και άλλοτε ως δίκαιος κριτής των πραγμάτων.

Ως προφήτης, που έχει όραμα για το μέλλον και ανοικτούς ορίζοντες, εμπνέοντας το λαό και δη τους νέους για μεγαλύτερη και καλύτερη αγωγή και ανώτερη μορφωτική και ερευνητική ωρίμαση.

Ως σπλαχνικός πατέρας, που αγαπά συγχωρεί, ευλογεί και ξεχνά τα λάθη και όλα τα εφήμερα των ανθρώπων, που είναι απόρροια του κοσμικού φρονήματος και συμπεριφοράς. Την ίδια στιγμή επαινεί το αγαθό και όπου είναι στηλιτεύει, πάντα με δέος, συμπάθεια και πίστη.

Ως δίκαιος κριτής, καλείται να είναι πάντα σταθερός με αγάπη, κατανόηση, και χωρίς να καταργεί το θεσμικό του ρόλο, να θεραπεύει αλλά ταυτόχρονα και να αποδοκιμάζει καλόπιστα τα κακώς κείμενα και συμβαίνοντα. Την ίδια στιγμή να προβάλλει ως λεπτή αύρα αισιοδοξίας το ορθό, το τίμιο, το αληθινό που έχει ως μορφωτική δύναμη η ανθρώπινη κοινωνία και δη οι νέοι κάθε πατρίδας, κάθε λαού και σε κάθε εποχή.

Η διατήρηση και καλλιέργεια, καθώς και η αύξηση της Παραδόσεως, του Πολιτισμού και της ιερής Παρακαταθήκης είναι μεγάλη υπόθεση. Κανείς δεν μπορεί μόνος να φθάσει σε υψηλά επίπεδα. Η επιτυχία χρειάζεται ομόθυμους, αποφασιστικούς και συνεργάσιμους και ασφαλώς επίκληση της θείας Χάριτος εν Αγίω Πνεύματι.

Οι Προκαθήμενοι της Εκκλησίας της Κύπρου, παλαιότεροι και σύγχρονοι, αυτή την ευθύνη και σε αυτές τις θυσίες υποβάλλονταν καθημερινά, ως ηγέτες και προστάτες των Ελληνικών Γραμμάτων, της Ελληνικής Παιδείας και της μόρφωσης των Κυπρίων.

Αν ο καθένας με χαρά και κόπο δρα, για να κάνουμε τη σύγχρονη οικογένεια κατ’ οίκο Εκκλησία, όπως προτείνει ο Απ. Παύλος[45], αν βάζουμε μπροστά στις σκέψεις, αποφάσεις και ενέργειές μας το θέλημα του Θεού, σύμφωνα με το ιερό Ευαγγέλιο, τότε θα ζήσουμε ο καθένας μας την προσωπική του μεταμόρφωση εν Πνεύματι Αγίω[46]. Τότε, ο καθένας θα τοποθετήσει το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα της νέας κοινωνίας, που όλοι μας επιθυμούμε και ποθούμε, για τα παιδιά μας, τον κόσμο ολόκληρο. Τότε όσοι εργάζονται με επιμέλεια και κόπο για την παιδεία, θα έχουν τη μακαριότητα και την ευτυχία, καθώς και την πνευματική αντιμισθία των θυσιών τους για τα παιδιά, τη νέα γενεά. Η αντιμισθία αυτή με τίποτε του κόσμου τούτου δεν εξαργυρώνεται.

Τότε, υπάρχει η ελπίδα ότι η κοινωνία μας, την οποία συναποτελούμε όλοι μας, θα πάει πιο μπροστά, μαζί με εμάς και τις καθάριες επιδιώξεις μας που αντέχουν στο χρόνο, σύμφωνα με την παρακαταθήκη που φέρουμε εντός μας. Πάντα με την ευχή η νέα γενεά να εξελιχθεί και να αναδειχθεί σπουδαιότερη, ικανότερη, αυθεντικότερη και άρα ευτυχέστερη από τη δική μας, διατηρώντας σε υψηλή ποιότητα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής και Χριστιανικής μας ιδιοπροσωπείας.

 

[1] Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στον Τιμητικό Τόμο Μυριώνυμον εὖχος, Τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας κ. Παντελεήμονι ἐπί τῷ χρυσῷ Ἰωβηλαίῳ Ἱερωσύνης (1969-2019) καί τῷ ἀργυρῷ Ἰωβηλαίῳ Ἀρχιερωσύνης (1994-2019), τόμ. Β’, Βέροια 2019, σ. 433-445.

[2]  Για τη ζωή του Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου Σωφρονίου Γ΄, βλ. Ιωάννου Κηπιάδου, Λεπταί Γραμμαί, Λευκωσία 1894, σ. 147-159· Δημοφώντος Ενωτιάδου, Παγκύπριον Λεύκωμα, Λευκωσία 1925, σ. 22α-25· Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, «Εθναρχικός ρόλος της Ορθοδόξου Ιεραρχίας. Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή», Κυπριακαί Σπουδαί, τόμ. ΛΕ΄ (1971), Λευκωσία 1971, σ. 95-141· Aριστείδου Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων 1800-1920, τόμ. Β΄, Λευκωσία 2018, σ. 791.

[3] Εξόδιος Ακολουθία. Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ´.

[4] Κατόπιν προσκλήσεως από την Κοινότητα Προδρόμου της Επαρχίας Λευκωσίας, είχα την ευλογία να τελέσω τη Θεία Λειτουργία στον ιερό ναό του Τιμίου Προδρόμου και να προστώ του Μνημοσύνου όλων των Ιεραρχών που κατάγονται από την κοινότητα. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ΄.

[5] Συμμετείχα στις εργασίες του ΙΔ΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (ΙΔ΄ Παύλεια) στη Bέροια (26-28 Ιουνίου 2008) με θέμα «Ξενοφοβία και φιλαδελφία κατά τον απόστολο Παύλο», καθώς και στις άλλες λατρευτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις ως Εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Κύπρου και του Προκαθημένου αυτής Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου, του οποίου ανέγνωσα το Χαιρετισμό. Κατά το ΙΕ΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο (ΙΕ΄ Παύλεια) στη Bέροια (26-28 Ιουνίου 2009) με θέμα «Η οικογένεια: Παύλεια θεολογία και σύγχρονη θεώρηση», συμμετείχα επιπλέον και με επιστημονική εισήγηση. Θέμα της εισηγήσεως: Η οικογένεια την εποχή των πολυμέσων και του διαδικτύου. Οργάνωση: Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας.

[6] «…ὡς καὶ τὸν ἐπίσκοπον ὄντα  τύπον  τοῦ  πατρός» (Ἰγνατίου Θεοφόρου, Ἐπιστολή Τραλλιανοῖς, ΙΙI 1). «Ἐπεὶ οὖν ἐν τοῖς προγεγραμμένοις προσώποις τὸ πᾶν πλῆθος ἐθεώρησα ἐν πίστει καὶ ἠγάπησα, παραινῶ, ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦ σπουδάζετε πάντα πράσσειν, προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τόπον θεο καὶ τῶν πρεσβυτέρων εἰς τόπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν διακόνων τῶν ἐμοὶ γλυκυτάτων πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃς πρὸ αἰώνων παρὰ πατρὶ ἦν καὶ ἐν τέλει ἐφάνη. Πάντες οὖν ὁμοήθειαν θεοῦ λαβόντες ἐντρέπεσθε ἀλλήλους καὶ μηδεὶς κατὰ σάρκα βλεπέτω τὸν πλησίον, ἀλλ ̓ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ἀλλήλους διὰ παντὸς ἀγαπᾶτε. Μηδὲν ἔστω ἐν ὑμῖν ὃ δυνήσεται ὑμᾶς μερίσαι, ἀλλ’ ἑνώθητε τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τοῖς προκαθημένοις εἰς τύπον καὶ διδαχὴν ἀφθαρσίας.» (Ἰγνατίου Θεοφόρου, Ἐπιστολή Μαγνησιεῦσιν, VI 1-2). Περί του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, βλ. Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τόμ. Α’, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 173-180. Μιχαήλ Δ. Βολονάκη, Παλμοί της Κύπρου, εν Λευκωσία 1913, σελ. 53-58, όπου καταγράφει τον επικήδειο λόγο τον οποίο εξεφώνησε κατά την εξόδιο ακολουθία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου στον Καθεδρικό Ναό.

[7] «Ὅπου ἂν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἂν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία» (Ιγνατίου Θεοφόρου, Επιστολή Σμυρναίοις, VΙΙΙ, 2). Στο σημείο αυτό φανερώνεται η ενότητα των πιστών με τον Επίσκοπο και την Εκκλησία. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτή η εκκλησιολογική αξία και η θεολογική σημασία του ότι ο Επίσκοπος είναι Επίσκοπος της όλης Εκκλησίας.

[8] Ο Επίσκοπος, σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, είναι «ἔπειτα εἰς κεφαλὴν καταστῆναι Χριστοῦ πληρώματος δέξεται χαίρων καὶ προθυμούμενος» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Βʹ. Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καὶ αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν, μετὰ τὴν τοῦ πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα, ϟθ΄: ΡG 35, 501). Σύμφωνα με τον Άγιο Κυπριανό Καρθαγένης, δεν υπάρχει καθαυτό Επίσκοπος εκτός Εκκλησίας αλλ’ ούτε και Εκκλησία άνευ του Επισκόπου (βλ. Ἁγίου Κυπριανοῦ, Ἐπιστολή 69: ΡL, 4C: «episkopum in ecclesia esse, et ecclesiam in episcopo»).

[9] Για το ζήτημα της καταγωγής του μαρτυρεί ο ίδιος ότι γεννήθηκε στον Πρόδρομο (γενέτειρα της μητέρας του) και ότι σε ηλικία τριών ετών εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Φοινί (γενέτειρα του πατέρα του), ενώ στα επτά του εγκαταβίωσε στη Μονή της Τροοδίτισσας κοντά στον εκ μητρός θείο του Χαράλαμπο [βλ. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Eθναρχικός ρόλος της Oρθοδόξου Iεραρχίας. Aρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή, Kυπριακαί  Σπουδαί, τόμος ΛΕ΄ (1971), Λευκωσία 1971, σ. 124]. Στη μελέτη αυτή δημοσιεύονται δύο βιογραφικά κείμενα για το Σωφρόνιο, που γράφτηκαν ύστερα από αφήγησή του (ό.π., σελ. 95-141).

[10] Για τη χρονολογία της χειροτονίας του σε διάκονο αναφέρει ο ίδιος ο Σωφρόνιος και δίδει το έτος 1843 [βλ. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Eθναρχικός ρόλος της Oρθοδόξου Iεραρχίας. Aρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή, Kυπριακαί Σπουδαί τόμος ΛΕ΄ (1971), Λευκωσία 1971, σ. 126], στη μία βιογραφία, ενώ στην άλλη αρχικά αναφέρει ότι χειροτονήθηκε σε ηλικία 17 ετών, δηλαδή έμμεσα επιβεβαιώνει το 1843, αλλά στη συνέχεια αναγράφεται δύο φορές το έτος 1845, μάλλον από παρανάγνωση του εκδότη Θ. Παπαδοπούλλου (ό.π., σ. 115).

[11] Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Αττάλεια συναντήθηκε με Καραμαλήδες, πρβλ. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Eθναρχικός ρόλος της Oρθοδόξου Iεραρχίας. Aρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή, Kυπριακαί  Σπουδαί, τόμος ΛΕ΄ (1971), Λευκωσία 1971, σ. 116-117.

[12] Στυλιανού Πετάση, Ματωμένα χώματα. Τιμημένα ηρωικά ράσα, Λευκωσία 2016, σ. 86. Ανδρέου Ν. Μιτσίδου, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, στο Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Στ΄, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 2011, σ. 767-780. Κωστή Κοκκινόφτα, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Α΄,  Η Δέλτος, τόμος 2, Λευκωσία 2018, σ. 23-26. Υπάρχει μαρτυρία ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Α΄ αναδιοργάνωσε την Ελληνική Σχολή, αυξάνοντας και το διδακτικό προσωπικό της όπως και του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε το Παρθεναγωγείο στη Λευκωσία και το σχολείο στο χωριό του τον Πρόδρομο, και μάλιστα προνόησε να πληρώνεται ο εκάστοτε διδάσκαλος. Ετοίμασε δύο στελέχη της Εκκλησίας, τον Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο και το Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό, βοηθώντας τους να σπουδάσουν στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Είναι συγκινητικό το βιολογικό τέλος του Μακαρίου Α΄. Ενώ το 1865 θέριζε η χολέρα στη Λευκωσία και όλοι έφευγαν, ο Αρχιεπίσκοπος ως καλός ποιμένας παρέμεινε και υπηρετούσε τις θρησκευτικές ανάγκες του λαού έως τις 4 Αυγούστου 1865, οπότε άφησε την τελευταία του πνοή.  Να σημειωθεί ότι η χολέρα έφθασε με καράβια στην Κύπρο. Μάλιστα υπάρχει μαρτυρία ότι έφθασε μέχρι την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αθήνα.

[13] Για να κατανοήσουμε την τραγικότητα της καταστάσεως της μεταβατικής περιόδου, από την ενοικίαση της Κύπρου από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς (1878), μέχρι την προσάρτηση της από τους Βρετανούς (1914), είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε τη χαρακτηριστική διάκριση του πληθυσμού της νήσου, από τους Βρετανούς αποικιοκράτες σε Οθωμανούς και μη Οθωμανούς αντί Έλληνες Χριστιανούς. Ένας άλλος κακόβουλος χαρακτηρισμός,  από δημοσιογράφους της εποχής, για τους Έλληνες Χριστιανούς, ήταν ότι είναι «Φραγκολεβαντίνοι». Ένα από τα πολλά περιστατικά του τρόπου του συμπεριφέρονταν οι Βρετανοί είναι και το ακόλουθο μεταγενέστερο περιστατικό: Όταν ο Κυβερνήτης, μετά το επαναστατικό κίνημα του Οκτωβρίου του 1931, ζήτησε συνάντηση με το Μουφτή και τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ΄, φόρεσε γραβάτα γαλανόλευκη και κάλτσες κόκκινες. Την ίδια χρονική περίοδο οι Βρετανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τις ονομασίες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι.

[14] Γεωργίου Διονυσίου, Μία έκθεση του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου προς την Υψηλή Πύλη (1872). Επετηρίς Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΙΧ (1992), Λευκωσία 1992, σ. 335-360.

[15] Μέγας Κώδιξ Α΄ της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, σ. 371.

[16] Μέγας Κώδιξ Α΄ της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, σ. 313.

[17] Γεωργίου Γεωργιάδη, Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος (1865-1900) και η συμβολή του στην ανάπτυξη σχέσεων προς την Υψηλή Πύλη και τη Βρεττανική Κυβέρνηση (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ), Λευκωσία 1996, σ. 77-83.

[18] Βλ. Kωνσταντίνου Σπυριδάκι, Σύντομος Ιστορία της Κύπρου, εν Λευκωσία 1972, σ. 138, 140. Οπωσδήποτε όμως, με το αξίωμα αυτό που περιβλήθηκαν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και οι λοιποί Αρχιερείς είχαν γίνει πανίσχυροι μέσα στην κυπριακή κοινωνία. Βλ. Ανδρέα Μιτσίδου, Η εθνική προσφορά της Κυπριακής Εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία (1571-1878), Λευκωσία 1971, σ. 6.

[19] Χρυσόστομου Παπαδόπουλου (Αρχιεπισκόπου Αθηνών), Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας (1571-1878), Αθήνησι 1929, σ. 126.

[20] Ανδρέα Τηλλυρίδη (νυν Μητροπολίτου Ναϊρόμπι Μακαρίου), Η ιστορία της ακρίδας στην Κύπρο, Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος ΝΣΤ΄ (1992), Λευκωσία 1993, σ. 82, 107.

[21] Παύλου Χιδίρογλου, Σουλτανικά βεράτια υπέρ του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄, Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος ΛΕ΄ (1971), Λευκωσία, 1971, σ. 153-164. Aριστείδη Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων 1800-1920, τόμ. Β΄, Λευκωσία 2018, σ. 791.

[22] Φίλιου Ζαννέτου, Η Κύπρος κατά τον αιώνα της Παλιγγενεσίας, Αθήνησιν 1930, σ. 28-29.

[23] Στυλιανού Πετάση, Ματωμένα χώματα. Τιμημένα ηρωικά ράσα, Λευκωσία 2016, σ. 87.

[24] Μιχαήλ Δ. Βολονάκη, Παλμοί της Κύπρου, εν Λευκωσία 1913, σ. 53-58.

[25] Ανδρέα Τηλλυρίδη (νυν Μητροπολίτου Ναϊρόμπι Μακαρίου), Ορθόδοξοι Ιεράρχες και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Θεολογία, τόμος 48, Αθήνα 1977, σ. 369.

[26] Λοΐζου Φιλίππου, Τα Ελληνικά Γράμματα εν Κύπρω κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1571-1878), τόμος Α΄, εν Λευκωσία 1930, σ. 33-39, 114.

[27] Ιερωνύμου Περιστιάνη, Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι της Αγγλικής κατοχής, Λευκωσία 1930, σ. 139-191.

[28] Το 1877 λειτουργούσαν στην Κύπρο 67 ελληνικά σχολεία διάφορων βαθμίδων, ενώ το 1879 83: Ανδρέου Ν. Μιτσίδου, Η Εκκλησία της Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, στο Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Ιστορία της Κύπρου Τόμος Στ΄, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 2011, σ. ΧΧΙΧ-ΧΧΧ.

[29] Στυλιανού Πετάση, Ματωμένα χώματα. Τιμημένα ηρωικά ράσα, Λευκωσία 2016, σ. 86.  Η σημασία και η αξία ενός ελληνικού σχολείου στο νησί μας είναι τόσο σημαντική, ώστε θα ήταν δυνατό να την παρομοιάσομε με τη σημασία την οποία έχει το νερό για τη ζωή, όπως έλεγε στους υπόδουλους Έλληνες ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, «Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχεις ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴν χώρα σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσες καὶ ποτάμια, διότι οἱ βρύσες ποτίζουν τὸ σῶμα, τὰ δὲ σχολεῖα ποτίζουν τὴν ψυχή. Καὶ ὡσὰν μάθεις τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος· τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὰς Ἐκκλησίας, ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ μανθάνουν ὀλίγα ἔστω, ἀλλὰ γερὰ γράμματα, ποτισμένα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ποὺ περικλείει μέσα της ὅλα τὰ ἀναγεννητικὰ στοιχεῖα» (πρβλ. Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού, Διδαχές (διδακτορική διατριβή), εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1979, σ. 173, 209-210). Διότι όλα τα μαθαίνουμε στο σχολείο. Αυτή την πίστη και αυτή την προσδοκία είχαν και όλοι οι Προκαθήμενοι της Εκκλησίας της Κύπρου. Προσδοκώντας την ελευθερία και την αναγέννηση του λαού, έκαναν τα πάντα για τη μόρφωσή του. Η γνώση ελευθερώνει τον άνθρωπο από τις φοβίες και τις δεισιδαιμονίες. Η γνώση δίνει στον άνθρωπο την ευκαιρία να αναπτύξει τις δυνάμεις εκείνες που θα τον βοηθήσουν να πολλαπλασιάσει τα τάλαντά του. Να δαμάσει τον άνθρωπο και τα πάθη του με τον «Κυβερνήτη νου».

[30] Λοΐζου Φιλίππου, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, Λευκωσία 1975 (επανέκδοση), σ. 244-245.

[31] Μέγας Κώδιξ Α΄ Αρχιεπισκοπής Κύπρου, σ. 134 και 152 (δωρεά ιερομονάχου Ιωαννικίου μιας οικίας, για να χρησιμοποιηθεί ως «Ελληνομουσείον», 1808), 348, 363, 154 (δωρεά δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου). Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου, Ανέκδοτα έγγραφα περί των Σχολείων Λευκωσίας, Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος ΙΘ΄ (1955), Επιστολή 76, Λευκωσία, 22 Μαΐου 1870, Λευκωσία, 1956, σ. 237͘,  τόμος Κ΄ (1956), Επιστολή 110, Λευκωσία, 1η Φεβρουαρίου 1872, Επιστολή 111, Λευκωσία, 1η Φεβρουαρίου 1873, Επιστολή 140, 6η Φεβρουαρίου 1874, Λευκωσία, 1957, σ. 179-180, 204-205. Λοΐζου Φιλίππου, Τα Ελληνικά Γράμματα εν Κύπρω κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας (1571-1878), τόμος Α΄, εν Λευκωσία 1930, σ. 105-106. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Κώδιξ Σχολείων Λευκωσίας, Κώδιξ Β΄, Κυπριολογική Βιβλιοθήκη 6, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 1991, σ. 432-435, 440-441, 444.

[32] Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου, Ανέκδοτα έγγραφα περί των Σχολείων Λευκωσίας, Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος ΙΘ΄ (1955), Επιστολή 101, Λευκωσία, 14 Φεβρουαρίου 1872, Λευκωσία 1956, σ. 259.

[33] Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου, Ανέκδοτα έγγραφα περί των Σχολείων Λευκωσίας, Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος Κ΄ (1956), Επιστολή 103, εν Κωνσταντινοπόλει, 22 Μαΐου 1872, Επιστολή 109, Λευκωσία, 31 Ιουλίου 1872, Λευκωσία 1957, σ. 175-176, 179.

[34] Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου, Ανέκδοτα έγγραφα περί των Σχολείων Λευκωσίας, Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος ΙΘ΄ (1955), Επιστολή 48, Λευκωσία, 4 Ιανουαρίου 1862,  Επιστολή 89, Αθήναι, 23 Σεπτεμβρίου 1870, Λευκωσία 1956, σ. 188, 242-243.

[35] Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας, Λεύκωμα, Λευκωσία 2017, σ. 23-24, η Ιδρυτική Πράξη της ιδρύσεως του Παγκυπρίου Γυμνασίου: «Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι της πόλεως Λευκωσίας, συνελθόντες σήμερον εν Αρχιεπισκοπή κατόπιν προσκλήσεως της Αυτού Μακαριότητος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου όπως σκεφθώμεν περί συστάσεως Γυμνασίου εν Λευκωσία, απεφασίσαμεν όπως καταβάλωμεν πάσαν προσπάθειαν προς σύστασιν Γυμνασίου ομοίου προς τα εν Ελλάδι υπάρχοντα. …». Την Ιδρυτική Πράξη υπέγραψαν ο Ηγούμενος Κύκκου, 17 πολίτες και τελευταίος υπογράφει ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος με κιννάβαρι.

[36] Kωνσταντίνου Σπυριδάκι, H Iστορία του Παγκυπρίου Γυμνασίου, στο Παγκυπρίου Γυμνασίου, Aναμνηστικόν Λεύκωμα επί τη Πεντηκονταετηρίδι του Παγκυπρίου Γυμνασίου (1893-1943), Παγκύπριον Γυμνάσιον Λευκωσία 1944, σ. 1-43. Επίσης, βλ. Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας, Λεύκωμα, Λευκωσία 2017, σ. 13, 21-22. Ανδρέου Ν. Μιτσίδου, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, στο Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Στ΄, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 2011, σ. 797-798. Το Παγκύπριο Γυμνάσιο αποτελεί το αρχαιότερο σχολείο Μέσης Παιδείας της Κύπρου και το παλαιότερο απ’ όλα τα εκπαιδευτήριά της. Προηγουμένως λειτουργούσε Σχολή, γνωστή ως Ελληνομουσείον (1741), την οποία ίδρυσε ο Αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος. Παράλληλα με το Ελληνομουσείον λειτουργούσε αργότερα Σχολή γνωστή ως Σοφίας Μέγαρον, που ίδρυσε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Το 1812, ως διάδοχος των πιο πάνω Σχολών, ιδρύθηκε νέο σχολείο από τον Εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, που ονομάστηκε Ελληνική Σχολή (Λοΐζου Φιλίππου, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, Λευκωσία, 1975 [επανέκδοση], σ. 234-237). Όπως ανέφεραν αλεξανδρινές εφημερίδες, το 1889 δέκα μέλη της Κυπριακής Αδελφότητας Αιγύπτου πρότειναν να ιδρυθεί με πρωτοβουλία και υλική υποστήριξη της Αδελφότητας πλήρες Γυμνάσιο. Έτσι, τέθηκαν οι βάσεις για ίδρυση του γυμνασίου στη Λευκωσία. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, κατά τη μετάβασή του επικεφαλής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο, είχε την ευκαιρία να ακούσει το 1889 στην Αλεξάνδρεια τις απόψεις της Κυπριακής Αδελφότητας Αιγύπτου για ίδρυση στην Κύπρο Γυμνασίου αναγνωρισμένου από την Ελλάδα. Όμως, δεν εύρισκε αρκετή υποστήριξη στην Κύπρο, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας του τόπου, η οποία επηρέαζε δυσμενώς τη λειτουργία των σχολείων. Βλ. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Κώδιξ Σχολείων Λευκωσίας, Κώδιξ Β΄, Κυπρολογική Βιβλιοθήκη 6, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία 1991, σ. 435-436, 447-448. Έτσι, μόνο μετά από τέσσερα χρόνια κάλεσε συνέλευση πολιτών στη Λευκωσία (Μάιος 1893), η οποία αποφάσισε την ίδρυση Γυμνασίου, ισότιμου μ’ εκείνα της Ελλάδας. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1893 έγιναν τα εγκαίνια του σχολείου, οπότε αναγγέλθηκε ταυτόχρονα και η αναγνώριση του Γυμνασίου από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας. Το 1897 ξεσπά ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Συνολικά 15 μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου κατατάχθηκαν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Το εν λόγω Εκπαιδευτήριο παρείχε και συνεχίζει και σήμερα να παρέχει πάντοτε υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης. Επίσης, αποτελεί ένα εκπαιδευτήριο το οποίο συνέβαλε τα μέγιστα στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Το Παγκύπριο συμμετείχε οργανωμένα με μαθητές του στους Βαλκανικούς πολέμους, καθώς και στον αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-59. Από το Παγκύπριο επίσης αποφοίτησαν επώνυμα στελέχη της πολιτικής και κοινωνικής της Κύπρου κατά τον 20ό αιώνα.

[37] Γεωργίου Γεωργιάδη, Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος (1865-1900) και η συμβολή του στην ανάπτυξη σχέσεων προς την Υψηλή Πύλη και τη Βρεττανική Κυβέρνηση (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ), Λευκωσία 1996, σ. 292-295.

[38] Ανδρέου Ν. Μιτσίδου, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, στο Θεοδώρου Παπαδοπούλλου Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Στ΄, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 2011, σ. 785, 786.

[39] Λοΐζου Φιλίππου, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, Λευκωσία, 1975 (επανέκδοση), σ. 163-164.

[40] Πρόκειται για την Πανορθόδοξο Σύναξη στην Κωνσταντινούπολη, που συγκροτήθηκε το 1872, για την αντιμετώπιση του Βουλγαρικού Σχίσματος. Κατά την εν λόγω Σύνοδο καταδικάστηκαν οι σχισματικοί: Mανουήλ Γεδεών, Έγγραφα πατριαρχικά και συνοδικά περί του Bουλγαρικού ζητήματος (1852-1873), Kωνσταντινούπολη 1908.

[41] Ο γραμματέας του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Γ΄, Φίλιππος Γεωργίου, ο οποίος είχε φοιτήσει στη Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, είχε συνοδεύσει τον Αρχιεπίσκοπο στην Κωνσταντινούπολη και στις διασωθείσες σελίδες του Ημερολογίου του περιγράφει αρκετά γεγονότα από αυτό το ταξίδι. Βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, Η Μονή Κύκκου στο Αρχείο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1634-1878), Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2001, σ. 88-100 (τα σχόλια), σ. 369-397 (το κείμενο).

[42] Με βάση το νέο Ημερολόγιο στις 22 Μαΐου.

[43] Εξόδιος Ακολουθία. Ιωάννου Μοναχού, του Δαμασκηνού, Νεκρώσιμον Ιδιόμελον.  Ήχος γ´.

[44] «At this moment, our eyes are turned not to our common past, but toward our common future: our children. It is important to bear in mind that children do not only represent our future, but that they are in fact the present upon which the future is being built. It is not by chance that in the Gospel, our Lord and Savior Jesus Christ presents children and childhood as an existence open to God—the key to enter His Kingdom. Jesus Christ said, “Let the little children come to me, and do not hinder them, for the kingdom of heaven belongs to such as these.” (Matthew 19:14) Elsewhere, He even stated, “Truly I say to you, unless you change and become like little children, you will never enter the kingdom of heaven.” (Matthew 18:3) »: His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew at the World Children’s Day Celebratory Event (Geneva, Ecumenical Center, 21 November 2018). Τhe newsletter of the Permanent Delegation of the Ecumenical Patriarchate to the World Council of Churches, November 2018.

[45] Ρωμ. ιστ΄ 4, 10-11, 13-14. Κολασ. δ΄ 15, και Α΄ Κορ. ιστ΄ 19.

[46] B΄ Κορ. γ΄ 18 και Ρωμ. η΄ 21, 29.

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post