Επιμνημόσυνος λόγος Υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας κ. Πρόδρομου Προδρόμου στο Ετήσιο Μνημόσυνο Αρχιεπισκόπου Κυπριανού

Επιμνημόσυνος λόγος Υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας κ. Πρόδρομου Προδρόμου στο Ετήσιο Μνημόσυνο Αρχιεπισκόπου Κυπριανού

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
Επιμνημόσυνος λόγος του Υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας  κ. Πρόδρομου Προδρόμου
Ετήσιο Μνημόσυνο Αρχιεπισκόπου Κυπριανού
Κυριακή, 5η  Ιουλίου, Ιερός Ναός Παναγίας Φανερωμένης, Λευκωσία

 

Η ιστορία του ηρωομάρτυρος Αρχιεπισκόπου Κυπριανού συνοψίζει την ιστορία αυτού του τόπου και του λαού του. Άνθρωποι ευσεβείς και φιλότιμοι με έργα ειρηνικής δημιουργίας και με έφεση στην πρόοδο και τα γράμματα, που βρίσκουν απέναντί τους ξένο δυνάστη που μόνιμα θέλει να τους εξαναγκάζει και τους τρομοκρατεί και ακόμα βυθίζει και τον τόπο στο αίμα. Όπως τότε, στις 9 Ιουλίου 1821. Όπως και σήμερα με τη μισή πατρίδα κατεχόμενη, διαρκώς επισείεται επιπλέον απειλή και φοβέρα.

 

Ελληνίδες, Έλληνες,

Τιμούμε σήμερα, σε αυτό τον ιερό χώρο της Παναγίας Φανερωμένης, τη μνήμη ενός από τους μεγαλύτερους εθνικούς ήρωες και μάρτυρες της Κύπρου, του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Ο Κυπριανός πέραν του ότι διακρίθηκε για τις πνευματικές και διοικητικές ικανότητές του οδηγώντας σε σκοτεινούς καιρούς την Εκκλησία της Κύπρου, καταγράφεται ως ένας από τους μεγαλύτερους μάρτυρες της ελευθερίας και της πίστης αυτού του τόπου και ως μορφή οικουμενικής εμβέλειας για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.  

 

Όταν αρχίσαν ή μάλλον «ἂνταν ἀρτζιέψαν οἱ κρουφοί ἀνἐμοι τζ᾽ἐφυσοῦσαν, τζ᾽ἀρκίνησεν εἰς τήν Τουρτζιάν νά κρυφοσυννεφκιάζει, τζιαί πού τές τέσσερις μερκές τά νέφη ἐκουβαλοῦσαν, ὣστι νά κάμουν τον τζαιρόν ν᾽ἀρτζιέφκει νά στιβάζει, εἶσιεν σγιάν εἶχαν οὗλοι τους τζ᾽ἡ Τζύπρου τό κρυφόν της, μές τούς ἀνέμους τούς κρυφούς εἶσιεν τό μερτικόν της».

Το μερτικό αυτό της Κύπρου στην αφύπνιση και την εξέγερση για την ελευθερία ήταν ο Κυπριανός ο Μαχαιριώτης και οι συνεργάτες του.  Όπως και όσοι άλλοι Έλληνες Κύπριοι είχαν από τότε ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχαν δράσει για την απελευθέρωση. Με μεγάλη διορατικότητα το είδε ο Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημά του «9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)»: η Κύπρος μέσα από την ξεχωριστή προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, κατέθετε από τότε το μερίδιο της στην εθνική ελευθερία. 

Η μεγάλη απόσταση από την κυρίως Eλλάδα, η εγγύτητά της Κύπρου προς την Tουρκία και την οθωμανική τότε Aίγυπτο, καθιστούσε αδύνατη την άμεση εξέγερση. Eν τούτοις η Kύπρος δεν υστέρησε. Επικράτησε μια συγκρατημένη στάση, η οποία όμως δεν εμπόδισε τους Κυπρίους να συνεισφέρουν. H ηθική και υλική υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου Kυπριανού και άλλων προκρίτων του τόπου ενίσχυσαν από την πρώτη στιγμή την εξέγερση του Γένους. Είναι γνωστό ότι το 1820 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός συνέβαλε, μέσω του Φιλικού ∆ημήτριου Ίπατρου, δίνοντας  οικονομική βοήθεια. Aλλά και στη διάρκεια του Aγώνα κατ’ επανάληψιν πλοία του επαναστατικού στόλου επισκέφθηκαν την Kύπρο και ανεφοδιάσθηκαν, παίρνοντας μαζί τους εκατοντάδες Κυπριόπουλα που εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις και πολέμησαν παντού στο μέτωπο της ελευθερίας. Πολλοί Κύπριοι πολέμησαν για την ελληνική ελευθερία τότε, στην Αττική, στο Μεσολόγγι και αλλού, σε όλα τα μέτωπα. Έχουμε εξάλλου τη συγκινητική αναφορά στα Aπομνημονεύματα του Στρατηγού Mακρυγιάννη, όπως έχουμε και την κυπριακή σημαία της ελληνικής ελευθερίας που φυλάγεται σε Mουσείο στην Αθήνα

Όταν στις 25 Μαρτίου 1821 ξεσηκώθηκε το Γένος, όταν οι ραγιάδες γύρεψαν να δείξουν στον κόσμον όλο πως η Pωμιοσύνη “δεν εξηλείφτη”, η Kύπρος ήταν ψυχικά έτοιμη να συμμετάσχει στο κάλεσμα της Φιλικής Eταιρείας. Έτοιμη ήταν να σηκώσει τη σημαία της εθνικής επανάστασης. Δεκάδες, ίσως εκατοντάδες, Kύπριοι ήταν κιόλας μυημένοι στη Φιλική Eταιρεία, με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο Kυπριανό, από τον Oκτώβριο 1818. Mέσω διαφόρων συνδέσμων ο Αρχιεπίσκοπος ήταν σε διαρκή επαφή με τον Aλέξανδρο Yψηλάντη. Στα υπόγεια του Παγκυπρίου Γυμνασίου, υπάρχει μια σήραγγα που φαίνεται πως ήταν ο ειδικά διαρρυθμισμένος χώρος που φιλοξένησε τους Φιλικούς όταν βρίσκονταν στην Kύπρο για επαφές. Εκείνη η υπόγεια σήραγγα που ένωνε την τότε Eλληνική Σχολή με την παλαιά Aρχιεπισκοπή, μαρτυρά για την υπόγεια αύρα της Eλληνικής Eπανάστασης που έφτασε αμέσως ίσα με την Kύπρο.

Αυτή την υπόγεια αύρα την υποψιάστηκε όμως ο Τούρκος Κυβερνήτης της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης στο Mωριά, στη Pούμελη και στο Aιγαίο, ο Tούρκος κυβερνήτης είχε καταλάβει πως ο ασίγαστος πατριωτισμός, η φιλοτιμία και  η εγκάρδια αγάπη για τη μητέρα-Eλλάδα, δεν θα αργούσαν να εκδηλωθούν και στην Kύπρο. Φοβήθηκε την αστέρευτη ελληνική φλέβα της Kύπρου, που την ένοιωθε να πάλλεται κάτω από τη φαινομενική ηρεμία και την αυτοσυγκράτηση του πληθυσμού. Έφτιαξε κατάλογο με 486 ονόματα ιεραρχών, προκρίτων και άλλων ηγετικών προσωπικοτήτων του κυπριακού Eλληνισμού και πήρε άδεια από τον Σουλτάνο για να τους θανατώσει. Σκοπός του να τρομοκρατήσει, να βυθίσει τον τόπο σε αίμα, να αφανίσει την κεφαλή της κυπριακής κοινωνίας κι έτσι ακέφαλη να την ξεκόψει από κάθε ιδέα λύτρωσης και λευτεριάς και να την κρατήσει έρμαιο των ορέξεών του.

Aπό τις 9 μέχρι τις 14 Iουλίου του 1821 οι Tούρκοι απαγχόνισαν και αποκεφάλισαν 470 από τις 486 προγραμμένες ηγετικές φυσιογνωμίες της Kύπρου. Με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό που τον απαγχόνισαν στην πλατεία Σεραϊου. Μαζί μαρτύρησαν και οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος. Όπως και πολλοί άλλοι λαϊκοί πρόκριτοι και κληρικοί, αλλά και απλοί άνθρωποι σε όλη την Κύπρο. Μια θηριώδης δολοφονική επιχείρηση ξετυλίχτηκε με απερίγραπτη λύσσα και σκληρότητα. Περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα σε αναφορές Eυρωπαίων προξένων της εποχής εκείνης. «Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα», έγραφε ο Σουηδός περιηγητής Γιάκοπ Mπέργκρεν, «ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Tα στρατεύματα των Οθωμανών δεν άφησαν ψυχή ζωντανή παντού απ’ όπου πέρασαν… H Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα».

Ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός, με υπευθυνότητα φιλόπατρι ηγέτη και πνευματικού πατέρα, προσπάθησε να κρατήσει λεπτές ισορροπίες, υποστηρίζοντας από τη μια την επαναστατημένη Ελλάδα και προστατεύοντας, με τις ενέργειές του, τον ντόπιο πληθυσμό, από την άλλη. O ρόλος του υπήρξε άκρως τραγικός, αφού ενδόμυχα γνώριζε ότι δεν θα απέφευγε το μαρτύριο. Πιθανότατα θα μπορούσε να σώσει την ύπαρξή του, αν αποφάσιζε να διαφύγει. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης παρουσιάζει με συγκλονιστική παραστατικότητα την αγωνιώδη προσπάθεια του Τούρκου Κκιόρογλου να πείσει τον Αρχιεπίσκοπο, τον οποίον εκτιμούσε, να εγκαταλείψει την Κύπρο, για να γλυτώσει από τον εξευτελισμό και τη σφαγή. Η απάντηση του Ιεράρχη ήταν κατηγορηματική: « ∆εν θέλω, Κκιόρογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν, γιατί αν φύω, το κακόν εν’ να γινή περίτου. Θέλω να μείνω, Κκιόρογλου, τζι’ οι άλλοι να γλυτώσουν. ∆εν  φεύκω, Κκιόρογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου. Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου; Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του Πισκόπου »

Ο μεγάλος ηγέτης έμεινε… Δεν διεκδίκησε κάτι που θα εδικαιολογείτο από την  υψηλή θέση του. Αλλά έμεινε κάτω, ανάμεσα και μαζί με το λαό του… Και πήρε έτσι αυτός, ο μεγάλος, το μεγαλύτερο  μερτικό του διωγμού και του θανατικού. H μεγάλη θυσία που βύθισε το νησί μας στον τρόμο, την ερήμωση και το πνευματικό σκοτάδι για αρκετά χρόνια, ενώ αφάνισε σε μεγάλο βαθμό και τον ιθαγενή πληθυσμό, έδωσε και την 9η Iουλίου του Bασίλη Mιχαηλίδη, το κορυφαίο εθνικό ποίημα της Kύπρου.

Παρ’όλα αυτά, οι εκδηλώσεις αλυτρωτισμού δεν έλειψαν στην Κύπρο. Από τον Oκτώβριο του 1821 ο Kυπριανός Θησέας στράφηκε στους Yδραίους πρόκριτους ζητώντας οικονομική βοήθεια για να ξεσηκωθεί η Kύπρος, να αποτινάξει την τουρκοκρατία και να ενωθεί με την Eλλάδα. Eνώ τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους οι ελάχιστοι πρόκριτοι, που γλύτωσαν από τη σφαγή στην οποία επιδόθηκαν οι Tούρκοι, εξέδωσαν στη Pώμη επαναστατική προκήρυξη και ξεκίνησαν διεθνή εκστρατεία για τη συλλογή χρημάτων που χρειάζονταν για επανάσταση στην Kύπρο. Kαι ο Xαράλαμπος Mαλής, γνωστός για το ρόλο του στην Eλληνική Eπανάσταση ζήτησε το 1825 από την προσωρινή ελληνική κυβέρνηση τη στήριξη ενός Kυπριακού Aγώνα και το 1828 ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος ζήτησε από τον Iωάννη Kαποδίστρια να διεκδικήσει την Kύπρο ως μέρος της Eλλάδας.

Ο Κυπριανός Μαχαιριώτης αντίκρυσε το φως της ζωής στον Στρόβολο, το 1756, σε πολύ δύσκολους χρόνους. Διδάσκεται τα πρώτα γράμματα στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, ως δόκιμος. Συνεχίζει τις σπουδές του στο διδακτήριο της Αρχιεπισκοπής, στο Ελληνομουσείο της Λευκωσίας. Το 1782-83 χειροτονείται διάκονος και εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης της Μονής αποστέλλεται μαζί με τον θείο του, Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο, στη Μολδοβλαχία για συλλογή χρημάτων. Οι αρετές και ικανότητές του θα αναγνωριστούν από τον Φαναριώτη Ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος τον θέτει υπό την προστασία του. Αφού χειροτονείται πρεσβύτερος στο Ιάσιο εφημερεύει στον εκεί ηγεμονικό ναό και λαμβάνει ανώτερη  μόρφωση. Η εικοσαετής σχεδόν παραμονή του στις παραδουνάβιες περιοχές, συμπίπτει με τη διάχυση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτές οι αποθησαυρισμένες ιδέες θα καθοδηγήσουν τη μετέπειτα δράση του, οδηγώντας τους ερευνητές να τον χαρακτηρίσουν ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο.

Με το πέρας της αποστολής του, επιστρέφει στην Κύπρο και χάρη στα ταλέντα και τα χαρίσματά του διορίζεται από τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής. Ήταν τότε που ο Κυπριανός χειρίστηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικά την εξέγερση των Οθωμανών κατοίκων εναντίον του Αρχιεπισκόπου και των Ελλήνων της Λευκωσίας. Η συμβιβαστική παρέμβαση του οδήγησε στην αποτροπή βιαιοτήτων εναντίον των ορθόδοξων χριστιανών. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, το 1810, ο Κυπριανός ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και αγωνίζεται, πρωτίστως, για την εξόφληση των δυσβάστακτων χρεών που βάρυναν την Αρχιεπισκοπή. Με την ποιμαντική δράση του αντιμετωπίζει τις κακουχίες της καθημερινότητας που μαστίζουν το ποίμνιό του. Με αποφασιστική παρέμβαση, όταν χρειάστηκε, αντιμετωπίσε τον Ιούλιο 1815 κάποια νεοφανή κινήματα και ψυχοφθόρες αιρέσεις που παρουσιάστηκαν στην πόλη της Λάρνακας. Όντας φορέας προοδευτικών ιδεών, αναδεικνύει τη σημασία της επιστήμης και εκδίδει εγκυκλίους για την αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε συναίσθηση των ευθυνών και της θέσης του ως Εθνάρχη των αλύτρωτων Κυπρίων, καθώς και της ταύτισης της ιστορίας της Εκκλησίας σε όλη την Τουρκοκρατία με τον αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων να διατηρήσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν: την ορθόδοξη πίστη, την ελληνική γλώσσα και την εθνική συνείδησή τους. Αμετάθετος στόχος του ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου. Αλλά, εκτός από πατριωτισμό, διέθετε και σύνεση και διορατικότητα.

Εκτός από πρωτομάρτυρας του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης, που τράβηξε πάνω του και πλήρωσε με τη ζωή του όλη τη μάνητα των Οθωμανών Τούρκων, υπήρξε ένας διορατικός ηγέτης που έδωσε αποφασιστική ώθηση στα ελληνικά γράμματα στην Κύπρο. Οφείλουμε να μην παραλείπουμε αυτή τη διάσταση της φωτεινής προσωπικότητάς του.

Ιδρύοντας το 1812 την Ελληνική Σχολή, ενέγραφε την Κύπρο στη χορεία του ελληνικού διαφωτισμού ο οποίος άνθιζε ήδη στην Ευρώπη. Ουσιαστικά ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός άνοιξε το δρόμο για μια αθόρυβη αλλά τόσο ουσιώδη μορφωτική επανάσταση, η οποία υπήρξε τροφός, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για τους μετέπειτα εμπνευσμένους και τόσο λαμπρούς αγώνες των Ελλήνων Κυπρίων για ελευθερία. Αυτή η Ελληνική Σχολή του Κυπριανού, εξελίχθηκε ως Παγκύπριο Γυμνάσιο, το 1893, στο πρώτο σύγχρονο και πλήρες εξατάξιο σχολείο Μέσης Παιδείας στην Κύπρο. Και στην πορεία αναδείχτηκε ως σύμβολο των ελληνικών γραμμάτων και πραγματικό φυτώριο της λόγιας εθνικής συνείδησης. Αλλά ταυτόχρονα και ως πρωτοποριακό εκπαιδευτήριο, που για περισσότερο από δυο αιώνες καλλιέργησε την επιστημοσύνη. Γι’αυτό και η τιμή που οφείλουμε στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό είναι –αν μπορώ να το πω- διπλή: ως μάρτυρα του λαού και της πίστης μας, αλλά και ως εμπνευστή και ηγήτορα των γραμμάτων και της παιδείας.

 

Δέος μάς διακατέχει σε αυτό το χώρο σήμερα, αφού γνωρίζουμε ότι από τις 9 Ιουλίου 1930, στο πλαίσιο των εορτασμών τότε της εκατονταετηρίδας της ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους (1830-1930), τα ιερά λείψανα των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821 τοποθετήθηκαν εδώ δίπλα, στο Μαυσωλείο που βρίσκεται στον περίβολο του Ναού. Σε αυτή τη γειτονιά της Φανερωμένης που ταυτίζεται με τους αγώνες του λαού μας για εθνική ελευθερία. Αφού από εδώ κοντά ξεκίνησε η λαμπρή πομπή των Οκτωβριανών, το 1931 και εδώ τριγύρω φλογεροί κληρικοί και άλλοι αγωνιστές δραστηριοποιήθηκαν και όρκισαν πολλούς νέους στην Ε.Ο.Κ.Α. και στον αγώνα για την αποτίναξη της βρετανικής αποικιοκρατίας και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ο τάφος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού δεν είναι τόπος θανάτου και θρήνου ή μόνο ένα μνημείο για τη θυσία. Αλλά από μέσα του αναβλύζει νηφαλιότητα και έμπνευση για τη γνώση και τη σύνεση, όπως και δύναμη ελευθερίας. Αποφασιστικότητα για επιμονή στις αρχές και τις αξίες μας. Από το μνημείο αυτό του σεπτού ιεράρχη ας αντλήσει ο καθένας μας αυτογνωσία και διδάγματα πολύτιμα γι’ αυτούς τους και πάλιν χαλεπούς καιρούς. Αφού και σήμερα απειλείται διαρκώς η εθνική επιβίωσή μας, ενώ με πόνο ψυχής αντικρύζουμε αυτές τις ώρες και την επιδεικτική απειλή βεβήλωσης του Ιερού της Αγίας Σοφίας στην Πόλη.

Με τη μνήμη της μεγάλης θυσίας της 9ης Ιουλίου ας προχωρήσουμε με την ευρύτερη ενότητα και μπροστά στους ασταμάτητους πολεμικούς παιάνες και τις απειλές, ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας από κοινωνική και πολιτική συσπείρωση για να στηρίξουμε τις νηφάλιες προσπάθειες της ηγεσίας μας. Μαζί με την Ελλάδα που υφίσταται την ίδια επιβουλή. Μας ενώνει η ιστορική και ηθική μας υποχρέωση, να τιμήσουμε, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη, τους αγώνες και τις θυσίες των ηρώων μας. Ιστορική η ευθύνη μας και έναντι των επερχόμενων γενεών των Ελλήνων της Κύπρου.

Την ψυχή του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων ηρωομαρτύρων αναπαύει ο Ύψιστος. Εμείς, προσευχόμαστε και ζητούμε να μας δώσει δύναμη για να σταθούμε όρθιοι αγώνα που ακόμα δίνει ο λαός μας και είναι ίδιος από την εποχή εκείνη του Ιουλίου 1821. Και να μας αξιώσει να δικαιώσουμε και τη θυσία του Κυπριανού και

την έμπνευση που έδωσε στον εθνικό μας ποιητή, ότι «η ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου». 

 

Αιωνία ας είναι η μνήμη του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων μαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post