Ομιλία του Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου στην εκδήλωση προς τιμή του Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος κ. Βαρνάβα (6/5/2010)

Ομιλία του Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου στην εκδήλωση προς τιμή του Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος κ. Βαρνάβα (6/5/2010)

Ομιλία στην εκδήλωση προς τιμή του Χωρεπισκόπου
Σαλαμίνος Βαρνάβα
Λευκωσία 6/5/2010
 
Ο ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ – ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΛΗΡΙΚΟΥ*
 
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
 
Δύσκολα οι άνθρωποι τιμούμε κάποιον που βρίσκεται σε ακμή προσφοράς. Είμαστε φειδωλοί σε επαίνους όταν πρόκειται για συνανθρώπους μας που ζουν και δημιουργούν, ιδιαίτερα αν αυτοί, με την ποιότητα της προσφοράς τους, μας επισκιάζουν. Είναι μια απεγνωσμένη κίνηση προστασίας του εγώ μας, προβολής της δικής μας αξίας. Τιμούμε συνήθως τους νεκρούς. Επαινούμε όσους είναι πια ακίνδυνοι για μας.
 
Δεν έχει με κανένα τρόπο αυτό το νόημα η σημερινή εκδήλωση. Ο χρόνος απλώς μας ξεγέλασε. Δεν αναμέναμε ποτέ να έχει τόσο γρήγορη και τόσο καταλυτική επίδραση στις δυνάμεις και τις δυνατότητες του Θεοφιλεστάτου Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος κ. Βαρνάβα. Με την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας, περιμέναμε γρήγορο το ξεπέρασμά της. Κι όταν η κατάσταση επεδεινούτο αναβάλλαμε συνεχώς την πραγματοποίηση μιας εκδήλωσης προς τιμή του. Μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτή την ώρα.  Η αποψινή εκδήλωση δεν συνιστά μιαν απλή φιλοφρόνηση προς κάποιον που δεν μας επισκιάζει πια με την προσωπικότητά του, που δεν θάναι εμπόδιο σε κάποιες μελλοντικές επιδιώξεις μας. Είναι μια επιτακτική ανάγκη για μας. Είναι μια απόκριση σε δικό μας ψυχολογικό αίτημα. Απότιση ελάχιστου οφειλόμενου χρέους.
 
Η αθρόα προσέλευση όχι μόνο από τη Λευκωσία αλλά και από την ύπαιθρο και άλλες πόλεις στην αποψινή τιμητική εκδήλωση για τον Άγιο Σαλαμίνος, αποτελεί την καλύτερη και γνησιότερη αναγνώριση της αξίας και του έργου του τιμώμενου ιεράρχου. Όσοι ελούσθησαν με τα νάματα της θεόπνευστης διδασκαλίας του, όσοι εδιδάχθησαν από τα πολλά και ποικίλα συγγράμματά του, όσοι δέχτηκαν τη λυτρωτική συγχώρηση από το πετραχήλι του, είναι απόψε παρόντες. Και ανυπόκριτα θα επιθυμούσαν αντί να κυκλώνουν το οδυνηρό τροχοκάθισμά του να τον έβλεπαν υγιαίνοντα εν τω μέσω τους.
 
Προσωπικά νιώθω την παρουσία όλων σας να με πιέζει. Και δεν εννοώ μόνον την πρόκληση συναισθηματικής φόρτισης. Εννοώ κυρίως τη συναίσθηση και τον τονισμό της ανάγκης αναζήτησης ορίων μέσα στα οποία θα πρέπει να κινηθώ. Γλαφυροί έπαινοι και ωραιολογίες, πολλές φορές με στοιχεία υπερβολής, όχι μόνον δεν εκφράζουν τη γνησιότητα του ήθους ενός προσώπου, αλλά τη μειώνουν και σε τελευταία ανάλυση την αδικούν κατάφωρα. Παράλληλα, αστοχία προβολής των ορθών διαστάσεων του έργου, οδηγεί σε υποτίμηση της προσφοράς. Με απασχόλησε για μέρες αυτή η διάσταση της αποψινής παρουσίασης. Και προβληματίστηκα ιδιαίτερα στο τι θα πω και πώς θα το πω. Κι έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι αυτά που θα πω δεν συνιστούν υπερβολές επαίνων. Είναι ψηλάφηση της πραγματικότητας.
 
Αν μπορούσε, βέβαια, ο Θεοφιλέστατος να μιλήσει ελεύθερα, θα με απέτρεπε αυστηρά, γιατί δεν επέτρεπε ποτέ σε κανένα να τον επαινεί. Και τον αντικειμενικότερο έπαινο τον εξελάμβανε ως κολακεία. Θα χρησιμοποιήσω, όμως, την ευκαιρία που μου παρέχεται για να εξάρω την προσωπικότητα του ανδρός, όχι για εκείνον, αλλά για μας, για το δικό μας όφελος.
 
Ειδοποιά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του ήταν, διαχρονικά, η σεμνότητα, το ανεπιτήδευτο και ανεπίδεικτο του ήθους του, η λεπτότητα των τρόπων του, το ότι όπως θα έλεγεν ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος «εδείκνυεν εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού εν πραΰτητι σοφίας» (Ιακ. 3, 13). Η μειλιχιότητά του συνδυαζόταν με την «άνωθεν σοφίαν» η οποία είναι «ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους» (Ιακ. 3, 17). Αυτά και άλλα πολλά χαρίσματα, τα οποία επιμελώς έκρυβε, που και εγώ, κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «σιωπώ τα τούτων απορρητότερα, ων ο Θεός μάρτυς», τον κατέστησαν αγαπητό και σεβαστό στον ευσεβή λαό μας.
 
Έμεινε για πάντα απλός και άτυφος. Δεν τον συγκίνησαν πρόσκαιρες απολαύσεις, ούτε παρασύρθηκε από το ρεύμα της φιλαυτίας, της χλιδής και των ανέσεων που προσφέρονται σήμερα. Δεν τον θάμπωσε η αίγλη του αξιώματός του, ούτε και τον μέθυσε η δύναμη της εξουσίας. Η λάμψη του χρυσού όχι μόνο δεν αιχμαλώτισε ποτέ την καρδιά του, αλλά και επέσυρε την περιφρόνησή του. Περιφρονούσε, δεν υπολόγιζε τα χρήματα, αρετή τόσο σπάνια στην υλιστική εποχή μας.
 
Διά τον Κύριον «εφύλαξεν οδούς σκληράς» στη ζωή του. Είχε βαθύτατη συναίσθηση της αποστολής του. Και δεν επέτρεψε σε κανένα να ασεβήσει, με λόγια ή πράξεις, στο υπούργημά του. Εστερείτο, ίσως, πολιτικότητος, αλλ’ η αποφασιστικότητα του προσώπου του ανεπλήρωνε κάθε άλλη ανθρώπινη έλλειψη. Κάποιοι τον είπαν ιδιότροπο ή υπέρμετρα αυστηρό. Μα υπερασπιζόταν αρχές. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τις επιθυμίες ή την κρίση του καθενός. Δεν μπορούσε και ο ίδιος να έχει ελαστική συνείδηση.
 
Γεννημένος στα Πάνω Λεύκαρα τον Ιούλιο του 1931, ο κατά κόσμον Γεώργιος Σολωμός, ευτύχησε να έχει θεοσεβείς γονείς, οι οποίοι τον δίδαξαν «τα ιερά γράμματα» εκ νεαράς ηλικίας και διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Άριστος μαθητής, απόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου, θα μπορούσε να ακολουθήσει οποιαδήποτε επιστήμη. Προτίμησε, όμως, τη θεολογία, αναζητώντας θεωρητικό υπόβαθρο της, λόγω παιδικών βιωμάτων, ευσέβειάς του.
 
Η προσφορά του στην Εκκλησία καλύπτει δύο, κυρίως, τομείς, σε ισάριθμες περιόδους της ζωής του:
Η πρώτη περίοδος, ταπεινή και αθόρυβη, τον βρίσκει, μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του, στην αδελφότητα θεολόγων «Η Ζωή» πρώτα, και αργότερα στον «Σωτήρα». Στις εκδοτικές και ιεραποστολικές προσπάθειες των δύο αυτών αδελφοτήτων πολλά πρόσφερε και ο ίδιος, εργαζόμενος σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, από τη Δράμα μέχρι την Κύπρο. Εκεί συνδέθηκε με μεγάλες προσωπικότητες, όπως τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, του οποίου το ερευνητικό και διεισδυτικό πνεύμα μιμήθηκε, τόσο στα κηρύγματα όσο και στις συγγραφές του. Όντας μέλος της αδελφότητος του Σωτήρα χειροτονήθηκε, στην Κύπρο, διάκονος και ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Ιερά Αρχιεπισκοπή.
 
Το χαρακτηριστικό της ζωής και της δράσης του σ’ αυτή την περίοδο ήταν το κήρυγμα και η διδασκαλία. Δεν άφηνε καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη. Κατηχητικά, Κύκλοι Μελέτης Αγίας Γραφής, ομιλίες σε παγκοινοτικές συγκεντρώσεις, ήταν σε καθημερινή διάταξη. Το κήρυγμά του απλό και κατανοητό. Πολλές φορές και στερεότυπο. Άγγιζε όμως και την πιο σκληρή καρδιά. Δεν είχε φιλοσοφικούς στοχασμούς. Σαν να έλεγε μαζί με τον Απόστολο Πέτρο: «Ου σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν» (Β΄ Πέτρ. 1, 16). Ο λόγος του ήταν κοινοποίηση εμπειρίας, κατάθεση μαρτυρίας, προσφορά βιώματος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μεγάλην αγάπη έδειχνε προς τη νεότητα και ξεχωριστά στο έργο της κατήχησης και των κατασκηνώσεων. Στον συγκεκριμένο αυτό τομέα δημιούργησε, με τη βοήθεια πολλών πνευματικών θυγατέρων του, υποδομή στην οποία για πολλά χρόνια θα στηρίζεται το κατηχητικό έργο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Αναζητώντας μόνιμους συνεργάτες της Εκκλησίας στράφηκε και προς τους σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, στην οποία εξασφάλισε τη δυνατότητα να διδάσκει, αφιλοκερδώς και σε όσους επιθυμούσαν, κατηχητική. Φίλεργος και φερέπονος επεξεργάζετο με επιμέλεια το εύπλαστον των σπουδαστών, σμιλεύοντας αετώματα και λαξεύοντας κιονόκρανα στο πνεύμα και στη βούλησή τους. Συνδυάζοντας γνώση και μεθοδικότητα, πράξη και θεωρία, απέβη πνευματική φρυκτωρία που τους καθοδηγούσε σε πνευματικά λικνίσματα και σε αιωρήσεις του επέκεινα.
 
Δεν ήταν, βέβαια, χωρίς δυσκολίες το έργο και η διακονία του πατρός Βαρνάβα, όπως μετονομάστηκε ο Γεώργιος Σολωμός. Η ιερωσύνη είναι πάντα ένας σταυρικός και ανηφορικός δρόμος. Μια πορεία δύσκολη ανάμεσα σε πολλά εμπόδια και πολλές δοκιμασίες. Πορεία ανηφορική μέσα από την κακία του αιώνος τούτου και το κοσμικό φρόνημα, που πάντα αντιστρατεύεται το φως και την αλήθεια του Χριστού. Ο ιερεύς δεν επιβάλλει την κυριαρχία του πάνω στους ανθρώπους. Προσπαθεί να κερδίσει την αγάπη και το σεβασμό τους. Είναι πατέρας δεν είναι κοσμικός άρχων. Η Εκκλησία δεν  καταδυναστεύει τους ανθρώπους. Βασιλεύει στις ψυχές και στις συνειδήσεις τους. Κι ήταν και είναι το έργο αυτό πάντα επίπονο.
 
Η δεύτερη φάση της προσφοράς του Θεοφιλεστάτου ανάγεται στο αρχιερατικό έργο του. Είναι σ’ όλους γνωστό πως έγινε επίσκοπος «μη βιασάμενος διά την αρχήν, αλλά μάλλον υπό της αρχής βιασθείς». Δεν απέβλεψε ποτέ σε δόξα ανθρώπινη, ούτε σε κατάκτηση αξιωμάτων. Ούτε και τον έθελγε η αρχιερατική μίτρα. Επιθυμούσε να λάβει το «διάδημα του κάλλους εκ χειρός Κυρίου» και όχι την αρχιερατική μίτρα. Εξάλλου ήξερε, πολύ καλά, ότι η έδρα του επισκόπου δεν είναι θρόνος δόξης αλλά τύπος Σταυρού κι ότι ο ανερχόμενος τις βαθμίδες του, πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμος να «πίει» το ποτήριον το οποίο «έπιε» και ο Κύριος. Σε ώρες δύσκολες, όμως, ώρες αποστασίας από την Εκκλησία και προδοσίας αρχών και ιδανικών, ώρες εθνικής μειοδοσίας και επιλησμοσύνης του καθήκοντος, δεν έμεινε απλός θεατής στις κερκίδες. Στο στάδιο κονταροκτυπιόταν με κάθε είδους υπονόμευση ο εθνικός και θρησκευτικός ηγέτης του Κυπριακού λαού, ο Εθνάρχης Μακάριος, και δεν μπορούσε ο αρχιμανδρίτης Βαρνάβας Σολωμός να αρνηθεί την προσφορά υπηρεσιών σε τέτοιες κρίσιμες ώρες. Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός. Γιατί μπορεί, η σιωπή, πολλές φορές, να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή σαν συναίνεση. Πολλάκις  «Ο σιωπών δοκεί συναινείν». Υπάρχουν στη ζωή στιγμές που πρέπει να πει κανείς το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι». Που πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του όχι από τη δίωξη αλλά από τον εξευτελισμό. Να περισώσει την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου. Κι η στιγμή αυτή για τον Βαρνάβα Σολωμό ήταν η ώρα του εκκλησιαστικού πραξικοπήματος που επεχείρησε η Χούντα των Αθηνών μέσω των τριών, τότε, Μητροπολιτών. Με την καθαίρεση των τριών Μητροπολιτών η Εκκλησία χρειαζόταν επισκόπους, είχε ανάγκη από επιτελικά στελέχη. Στην κλήση του Θεού, που εκδηλώθηκε τότε με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, έκρινε πως δεν μπορούσε να αρνηθεί. Παρόλο που η ανταπόκρισή του στο κάλεσμα της Εκκλησίας τού προκάλεσε πολλές θλίψεις, λόγω της αντίθετης γνώμης της αδελφότητος του «Σωτήρα», εν τούτοις δεν έδειξε ποτέ αμφιβολία για την ορθότητα της απόφασής του. Δόθηκε, έτσι, από της πρώτης στιγμής, ολοκληρωτικά στον αγώνα στήριξης του Εθνάρχη. Κι απέδειξε γρήγορα ότι ανέδειξε το αξίωμα που πήρε, δεν τον ανέδειξε εκείνο. Ετίμησε το επισκοπικό αξίωμα, που κατ’ αξίαν περιεβλήθη, το αναβάθμισε, το ελάμπρυνε. Έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του, λόγω της επιτέλεσης του καθήκοντός του, δεν τον φόβιζε ποτέ η γνώμη του κόσμου, ούτε και προσπάθησε ποτέ να συντονίσει τις ενέργειές του με τη θέληση του κόσμου. Δεν είχε φιλοδοξίες, για την υλοποίηση των οποίων θα χρειαζόταν την ψήφο του λαού, – αφού και όταν του προτάθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο θέση μητροπολίτη την απέρριψε, – γι’ αυτό και δεν ήθελε να χαϊδεύει την ακοή του κόσμου. Υπηρετούσε την αλήθεια χωρίς καμιά σκοπιμότητα.
 
Στη φάση αυτή της ζωής του έζησε, ο Θεοφιλέστατος, και το δράμα του λαού μας που δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ένιωσε την άφατη οδύνη αντικρίζοντας το λαό μας να εκδιώκεται, σαν τους πρωτόπλαστους από τον παράδεισο, από τα ευλογημένα χώματά του. Ελληνολάτρης πραγματικός συνειδητοποιούσε πως κανένας λαός δεν ένιωσε τόσο βαθιά τους ραβδισμούς του πόνου και τα αίματα των κακώσεων στο σώμα του, από τα δεινά των αλλεπάλληλων ταπεινώσεων, όσο ο ελληνικός. Και τον έθλιβε βαθύτατα η διαπίστωση πως στη σύγχρονη ιστορική στιγμή, που ο ελληνισμός απειλείται συνεχώς με εδαφική αλλά και πληθυσμιακή συρρίκνωση, κατάντησε και πολιτιστικά ετερόφωτος. Γι’ αυτό και επίμονα ζητούσε, έκτοτε, την επιστροφή στις ρίζες μας, τόσο τις εθνικές όσο και τις θρησκευτικές.
 
Ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος ήταν ο πρώτος ιεράρχης που επέστρεψε στην έδρα του μετά το πραξικόπημα. Ενώ στην Αρχιεπισκοπή βρίσκονταν ακόμα οι καθαιρεμένοι, ο Σαλαμίνος Βαρνάβας, με άμεσο κίνδυνο της ζωής του επέστρεψε στο κτίριο και τα καθήκοντά του. Κι η στάση του εκείνη βοήθησε τα μέγιστα και επιτάχυνε την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο. Θλιβερό προνόμιο του Σαλαμίνος Βαρνάβα ήταν και το ότι αυτός έκλεισε τα μάτια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και τέλεσε το πρώτο τρισάγιο επί της σορού του, εκείνη την θλιβερή αυγή της 3ης Αυγούστου 1977. Για τον διαχρονικό πατριωτισμό του, αρκεί να αναφέρω, απλώς, πως πολύ αργότερα, το 2004,  ήταν ένας από τους τέσσερις μειοψηφήσαντες, στη Σύνοδο Ιεράρχες, που κάλεσαν τον Κυπριακό λαό απερίφραστα να απορρίψει το σχέδιο Ανάν.
 
Στην όλη δράση του Θεοφιλεστάτου συγκαταλέγεται και η συγγραφική προσφορά του. Έχοντας υπόψη του το Γραφικό «Διδακτικόν είναι χρη τον επίσκοπον, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου» (Τίτ. 1,9), δεν αρκέστηκε μόνο στην προφορική διδασκαλία. Δεκαεννέα αυτοτελή βιβλία είναι το συνολικό συγγραφικό του έργο που απευθύνεται στους αγωνιζόμενους πιστούς, συμπλήρωμα του προφορικού κηρυκτικού του έργου. Ένα 20ο βιβλίο, που δεν πρόλαβε να εκδώσει, είναι αυτό που παρουσιάζουμε απόψε.
 
Ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος ήταν ο μαγνητικός πόλος και το πνευματικό αρχέτυπο πολλών. Έγινε ο νυμφαγωγός πολλών ψυχών εις Χριστόν. Είχα το προνόμιο να συνδεθώ μαζί του στενότατα από τον Απρίλιο του 1971, όταν εκείνος ήταν ακόμα ιερεύς και εγώ φοιτητής. Έκτοτε πολλά του οφείλω. Το 1984, μάλιστα, δέχτηκα από τα χέρια του τον πρώτο βαθμό της Ιεροσύνης. Ιδιαίτερα μετά το 1985, όταν επίσκοπος εκείνος και αρχιμανδρίτης εγώ, βρεθήκαμε στον αφιλόξενο και εχθρικό, τότε, για κάθε αντίθετη γνώμη, χώρο της Αρχιεπισκοπής, η συναναστροφή μαζί του υπήρξε πηγή αξέχαστων μαθημάτων αδαμαντίνου εκκλησιαστικού ήθους. Ήταν τύπος και υπογραμμός, εκμαγείον του γνήσιου κληρικού.
 
Κι όταν αργότερα επρόκειτο να γίνω επίσκοπος με προδιάθετε για τις δυσκολίες που θα συναντούσα λέγοντάς μου: «Θα υπάρξουν φορές που θα αισθανθείς τα φίδια της αρχιερατικής ράβδου σου να ζωντανεύουν και να δαγκώνουν την καρδιά σου». Κι ακόμα φρόντιζε να με προειδοποιεί ότι για το έργο του επισκόπου, πέραν από τις προσωπικές ικανότητες χρειάζεται η χάρις. Και η χάρις για να κατοικήσει μέσα μας προαπαιτεί κένωση από τον εγωισμό και τη φιλαυτία, απομάκρυνση από την αυτάρκεια και την αυταρέσκεια.
 
Ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης συνήθιζε να μας λέει, στις παραδόσεις του, ότι η ζωή της Εκκλησίας στη γη αυτή, μοιάζει με την επίγεια ζωή του Κυρίου της. Όπως στην περίπτωση του Χριστού οι θλίψεις και οι ταλαιπωρίες αυξήθηκαν προς το τέλος της ζωής του και κορυφώθηκαν στον Σταυρό, έτσι θα συμβεί και με την Εκκλησία. Το κακό και ο διάβολος θα συνασπιστούν σε μια τελική επίθεση στις μέρες των εσχάτων. Κάτι ανάλογο νομίζω πως συμβαίνει και με την ατομική ζωή πολλών ανθρώπων. Παρά το ότι η ζωή μας ολόκληρη είναι συνυφασμένη με τον πόνο, οι πειρασμοί κι οι αντιξοότητες, οι θλίψεις κι οι ταλαιπωρίες πληθαίνουν για πολλούς στις δυσμές του βίου τους. Αυτό επέτρεψε, στις ανεξιχνίαστες βουλές του ο Θεός, και για τον Άγιο Σαλαμίνος. Κι, έτσι, ο εν λόγω και δυνάμει κηρυκτική πολλή, τώρα βρίσκεται εν ιερά σιγή, άφωνος, «ως ουκ ανοίγων το στόμα», εν ταπεινώσει πολλή. Παρά την βαρύτατη ασθένεια, όμως, η γλυκύτητα της μορφής του με τη χαρακτηριστική πραότητα τής προσωπικότητάς του, παραμένουν αναλλοίωτες. Και μεταδίδουν στον επισκέπτη την ηρεμία και τη χάρη που εκχέουν οι από Θεού χαρισματούχοι, θεοσεβείς και θεοφιλείς.
 
«Τον αγώνα τον καλόν αγωνισθείς, ο Θεοφιλέστατος, τον δρόμον τελέσας και την πίστιν τηρήσας» αναμένει την κλήση προς τους ουρανούς. Κι είμαστε σίγουροι πως ο Θεός θα του απονείμει «τον της δικαιοσύνης στέφανον». Γιατί είναι υπεσχημένο στη Γραφή: «Εί τινος ο έργον μένει, ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται» (Α΄ Κορ. 3, 14). Και πιστεύομεν ότι ο Άγιος Σαλαμίνος «μισθόν λήψεται» γιατί το έργο αυτού μένει και στηρίζει την Εκκλησία.
 
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης βεβαιώνει ότι «Ου μόνον Πέτρος και Ιωάννης και Ιάκωβος στύλοι της Εκκλησίας εισίν, ουδέ μόνος ο βαπτιστής Ιωάννης ο λύχνος ην ο καιόμενος, αλλά πάντες οι δι’ έργων φωστήρες γινόμενοι και στύλοι και λύχνοι λέγονται». Τέτοιος στύλος ανεδείχθη και τέτοιος λύχνος έγινε και ο Θεοφιλέστατος Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Βαρνάβας. Εύχομαι  ο Θεός, μαζί με την θλίψιν και τον πειρασμόν να δώσει και «την έκβασιν του δύνασθαι, τον Θεοφιλέστατον, υπενεγκείν» (πρβλ. Α΄ Κορ. 10,13). Σ’ εμάς όλους δε, εύχομαι να τον έχουμε πρότυπο ζωής και δράσης, ιδιαίτερα στους δύσκολους και θυελλογενείς καιρούς που ζούμε.
 
 
*Ομιλία σε συγκέντρωση προς τιμή του Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος Βαρνάβα, που έγινε στις 6 Μαΐου 2010 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄
 
 
Η ομιλία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας» το 2010 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος), σσ. 265-273.
Print Friendly, PDF & Email

Share this post