Επικήδειος λόγος του Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου στον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Βαρνάβα (20.11.2020)

Επικήδειος λόγος του Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου στον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Βαρνάβα (20.11.2020)

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΕΠΙΣΚΟΠΟ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑ

20.11.2020

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

Αναμενόταν από όλους, εδώ και αρκετό καιρό, Μακαριώτατε, Άγιοι αδελφοί, «η παρούσα κατάπαυσις». Δεν παύει, όμως, να’ναι για όλους μας, τους εν  Χριστώ αδελφούς του, αλλά και τον πιστό λαό του Θεού, θλιβερό το γεγονός της εκδημίας του μακαριστού Χωρεπισκόπου  Σαλαμίνος  Βαρνάβα. Εσιώπησε προ πολλού «το εύλαλον στόμα του κηρυκτικού άμβωνος». Αδράνησε, εδώ και χρόνια, «ο κάλαμος γραμματέως οξυγράφου». Ήταν όμως παρών, διδάσκοντας και με τη σιωπή και τις ταλαιπωρίες του. Τώρα που «προσετέθη τοις οικείοις της πίστεως», βιώνουμε τον οδυνηρό χωρισμό.

Εκείνος, απαλλαγμένος από τα του σώματος, «θεωρεί, ήδη, τα του πνεύματος κάλλη». «Νομίμως αθλήσας» (Β΄Τιμ. 2,5), κατά τον Παύλον, και έχοντας πολυχρόνια θετική συμβολή και συνεχή προσφορά τόσο στην Εκκλησία γενικότερα όσο και στην Ιερά Αρχιεπισκοπή ειδικότερα, επορεύθη  προς «πανήγυριν και Εκκλησίαν πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων» και «προσελήλυθε… κριτή Θεώ πάντων και πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» (Εβρ. 12, 23).

Απέρχεται, όντως, του κόσμου τούτου, όχι μόνον «την πίστιν τηρήσας», αλλά και «τον αγώνα τον καλόν αγωνισάμενος» σ’όλη του τη ζωή. Θα μπορούσε, κατά τα ανθρώπινα, κι άλλα πολλά, να είχε προσφέρει, αφού είχε σιγήσει προ 14 περίπου ετών. Έχει, όμως, και η σιωπή τη θέση της στη ζωή μας. Είναι και αυτή τρόπος επικοινωνίας  και μάλιστα ιδιαίτερα  δηλωτικός και έντονος.  Λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος  «Έστιν  ότε η σιγή, μάλλον ωφέλησε λαλιάς». Κι αλλού: «Καιρός του σιγήσαι και καιρός του λαλήσαι».  Και, κατά θεϊκή  παραχώρηση, πολλά μας δίδαξε, με τη σιωπή του, ο μακαριστός.

Γεννημένος στα Πάνω Λεύκαρα στις 8 Ιουλίου 1931, ο κατά κόσμον   Γεώργιος Σολωμός, ευτύχησε να έχει θεοσεβείς γονείς που του δίδαξαν «τα ιερά γράμματα» εκ νεαράς  ηλικίας και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4). Άριστος μαθητής και έχοντας οικονομικό οικογενειακό υπόβαθρο, θα μπορούσε να ακολουθήσει οποιαδήποτε επιστήμη. Προτίμησε όμως τη Θεολογία, αναζητώντας και θεωρητικό υπόβαθρο της, λόγω παιδικών βιωμάτων, ευσέβειάς του.

Η προσφορά του στην Εκκλησία καλύπτει δύο τομείς, σε ισάριθμες περιόδους της ζωής του. Η πρώτη περίοδος, ταπεινή και αθόρυβη, τον βρίσκει, μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του, στην αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή», πρώτα, και αργότερα στην αντίστοιχη αδελφότητα « Ο Σωτήρ». Στις εκδοτικές και ιεραποστολικές προσπάθειες  των δύο αυτών αδελφοτήτων  πολλά πρόσφερε κι ο ίδιος εργαζόμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Δράμα μέχρι την Κύπρο. Εκεί συνδέθηκε με μεγάλες προσωπικότητες, όπως τον Παναγιώτη  Τρεμπέλα,  του οποίου το ερευνητικό πνεύμα μιμήθηκε τόσο στα κηρύγματα όσο και στο συγγραφικό του έργο. Ανήκοντας στην Αδελφότητα Θεολόγων «Ο Σωτήρ», χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄.

Η δεύτερη φάση της προσφοράς του ανάγεται στο αρχιερατικό του έργο. Είναι σ’ όλους γνωστό ότι έγινε Επίσκοπος «μη βιασάμενος διά την αρχήν αλλά υπό της αρχής βιασθείς». Δεν απέβλεψε ποτέ σε δόξα ανθρώπινη, ούτε σε κοσμική αναγνώριση. Ούτε και τον έθελξε η αρχιερατική μίτρα. Επιθυμούσε να λάβει «το διάδημα του κάλλους εκ χειρός Κυρίου» και όχι αρχιερατική μίτρα. Σε ώρες δύσκολες, όμως, ώρες  αποστασίας και προδοσίας, δεν έμεινε απλός θεατής στις κερκίδες. Στο στάδιο κονταροχτυπιόταν, με κάθε είδους υπονόμευση, ο εθνικός και θρησκευτικός ηγέτης του Κυπριακού λαού, ο Εθνάρχης Μακάριος. Και δεν μπορούσε ο αρχιμανδρίτης Βαρνάβας Σολωμός να αρνηθεί την προσφορά υπηρεσιών σε ώρες κρίσιμες. Στην κλήση του Θεού, που τότε εκδηλώθηκε με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, έκρινε πως δεν εδικαιούτο, παρόλο ότι ήταν ελεύθερος και αυτεξούσιος, να πει όχι. Αποδέχτηκε το αρχιερατικό αξίωμα καθιστάμενος, ως Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος, βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.  Παρόλο που η θετική ανταπόκρισή του στο κάλεσμα ευθύνης, που του απηύθυνε ο Θεός, διά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του προκάλεσε πολλές θλίψεις, λόγω της αντίθετης, τότε, στάσης της αδελφότητας του Σωτήρα, εν τούτοις δόθηκε από της πρώτης στιγμής ολοκληρωτικά στον αγώνα στήριξης του Εθνάρχη. Και απέδειξε γρήγορα ότι ανέδειξε το αξίωμα που πήρε, δεν τον ανέδειξε εκείνο. Ετίμησε το επισκοπικό αξίωμα, που κατ’αξίαν περιεβλήθη, το αναβάθμισε, το ελάμπρυνε. Η ύλη δεν τον αιχμαλώτισε ποτέ. Δεν τον αλλοτρίωσε ο πόθος της ιδιοκτησίας. Έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του, λόγω της επιτέλεσης του καθήκοντος, δεν τον φόβιζε η γνώμη του κόσμου, ούτε και προσπάθησε να συντονίσει τις ενέργειές του με τη θέληση του κόσμου. Δεν είχε φιλοδοξίες στις οποίες θα χρειαζόταν την ψήφο του λαού ή των συνεπισκόπων του, για να χαϊδεύει την ακοή τους. Δεν υποκατέστησε ποτέ την αλήθεια του προσώπου του με οποιοδήποτε  προσωπείο.

Στη δεύτερη φάση της ζωής του συγκαταλέγεται και η συγγραφική προσφορά του. Έχοντας υπόψη του το Γραφικό «Διδακτικόν είναι χρή τον Επίσκοπον, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου» (Τίτ. 1, 9) δεν αρκέστηκε μόνο στο προφορικό κήρυγμα. Είκοσι αυτοτελή βιβλία είναι το συνολικό συγγραφικό του έργο, που απευθύνεται στους αγωνιζόμενους πιστούς, συμπλήρωμα του κηρυκτικού του έργου. Εκθέτει σ’αυτό με απλά λόγια μεγάλες αλήθειες, διδάσκοντας τον λαό.

Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του απέναντι στο, επαράτου μνήμης, σχέδιο Ανάν. Όταν ο Μακαριώτατος, ως προεδρεύων τότε της Συνόδου, προσπαθούσε να βρει πλειοψηφία προκειμένου με Συνοδική εγκύκλιο να καλέσουμε τον λαό σε απόρριψη του σχεδίου, ο μακαριστός τοποθετήθηκε ευθαρσώς . «Μπορεί», είπε, «για τους άλλους η Κύπρος να είναι ένα μικρό νησί, για μας, όμως, είναι η πατρίδα μας και δεν μπορούμε να παίρνουμε ό,τι μας δίνουν, χωρίς  καλά-καλά να καταλάβουμε και να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που μας πιέζουν να δεχτούμε. Είναι και θέμα διαφύλαξης της αξιοπρέπειάς μας».

Τα έκδηλα χαρίσματά του ήταν πολλά. Περισσότερα όμως ήταν εκείνα που με ταπείνωση έκρυβε στην καρδιά του. «Πολύς το φαινόμενον, πλουσιώτερος το κρυπτόμενον» κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (Επιτάφιος εις Καισάριον ΒΕΠ τ59,24). Υπήρξε πρότυπο ευσέβειας και αγιότητας. Ταπεινός, πράος, ευγενής, ελεήμων, άνθρωπος προσευχής, εδίδασκε με τη σιωπή του. Η ζωή του ολόκληρη και η παρουσία του στην Αρχιεπισκοπή ήταν μια ακατάπαυστη διδαχή. Για την αρετή δεν έλεγε πολλά. Έπραττε πολλά. Μακριά από κάθε επίδειξη της αξίας του, φύσει ταπεινός, «εκτήσατο τη ταπεινώσει τα υψηλά».

Ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος ήταν ο μαγνητικός πόλος και το πνευματικό αρχέτυπο πολλών. Είχα το προνόμιο να συνδεθώ μαζί του, να δεχθώ από τα χέριά του τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης και να ζήσω μαζί του στο αφιλόξενο τότε περιβάλλον της Αρχιεπισκοπής. Η συναναστροφή μαζί του υπήρξε πηγή αξέχαστων μαθημάτων αδαμάντινου εκκλησιαστικού ήθους και καθαρής πατερικής σοφίας, σε ύφος απέριττο και αθόρυβο. Ήταν ο τύπος και υπογραμμός του γνήσιου κληρικού.

Φυσικά, υπήρξαν και πολλοί που, μολονότι τον άκουσαν και τον συναναστράφηκαν πολύ, έμειναν αδιάβροχοι  από το παράδειγμα και την παρουσία του. Δεν αναγνώρισαν το μέγεθός του, δεν τον άντεξαν, τον απέρριψαν. Μα δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους εκείνους που έχουν κάποιο περιεχόμενο; 

Οι άνθρωποι ερχόμεθα και παρερχόμεθα.  Όση κι αν είναι στη γη η ζωή κάθε ανθρώπου κι όποιο  κι αν είναι το έργο του, έρχεται η ώρα της απέκδυσης «των δερματίνων χιτώνων». Παρήλθεν ήδη εκ της σκηνής του κόσμου τούτου και ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Βαρνάβας. Διαβάζουμε στον ακροτελεύτιο στίχο του 71ου  ψαλμού: «Εξέλιπον  οι ύμνοι Δαβίδ του υιού Ιεσσαί». Εξέλιπον, κατά παρόμοιο τρόπο, σήμερα, και τα έργα του Σαλαμίνος Βαρνάβα.   Τονίζει όμως ο Απόστολος: «Εί τινος το έργον μενεί, ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται» (Α΄Κορ. 3,14). Και πιστεύομεν ότι ο Σαλαμίνος Βαρνάβας «μισθόν λήψεται» παρά του μεγάλου αρχιερέως Χριστού. Γιατί ομολογουμένως η διάθεσή του ήταν αγαθή και αγάπησε τον Χριστόν και την Εκκλησίαν «εκ νεότητος αυτού». Κι έμεινε «πιστός άχρι θανάτου» εις τον αρχηγόν της πίστεως και τελειωτήν Ιησούν (Αποκ.2,10, Εβρ. 12,2). Εξάλλου η πολύχρονη ταλαιπωρία του τι άλλο ήταν παρά συμμετοχή στα παθήματα του Χριστού;

Είναι γεγονός ότι με χαρά και για χρόνια, προσεδέχετο  «την μακαρίαν ελπίδα  και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Τίτ. 2,13). Σήμερα τον συνοδεύει η ευχή της Εκκλησίας «ίνα λάβη τον μισθόν των πιστών και φρονίμων οικονόμων εν τη ημέρα τη φοβερά  της ανταποδόσεως του Κυρίου της δικαίας».

Έχουμε τη βεβαιότητα ότι τώρα που απέβαλε την «εικόνα του χοϊκού» και φορεί  «την εικόνα του επουρανίου», τώρα που συνεχίζει την ιερουργίαν, (όντας) λειτουργός στο ουράνιο θυσιαστήριο, των αγίων συλλειτουργός, θα εύχεται και υπέρ ημών που υπολειπόμαστε στον κόσμο τούτο και θα αισθανθούμε ιδιαίτερα την απουσία του και θα ικετεύει και για τη λύτρωση της πολύπαθης πατρίδας μας.

Αιωνία του η μνήμη.                                        

Print Friendly, PDF & Email

Share this post