Φώτιος ὁ Μέγας, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης, ὁ θαυματουργὸς
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Φώτιος ὁ Μέγας, ὁ τοῦ Τρισηλίου Φωτὸς ἐπώνυμος, ὁ ἰσαπόστολος σαγηνευτὴς τῶν ἐθνῶν, τὸ καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ δόξα τῶν πατριαρχῶν, τὸ κλέος τῆς Βασιλεύουσας, ὁ τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν συνόμιλος, ὁ ὄρχαμος τῶν λογιωτάτων, ὁ ὀξυγράφος κάλαμος τῶν τοῦ Πνεύματος λόγων, ὁ ἀκράδαντος στῦλος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἡ ἀμφίτομος μάχαιρα κατὰ τῶν παπικῶν κακοδοξιῶν καὶ ἔνθεος κόλαφος κατὰ τῆς Δυτικῆς ἐπηρμένης ὀφρύος, ὁ τοῦ πράου καὶ ἀνεξικάκου Δεσπότου Χριστοῦ μιμητής, τὸ ἐκμαγεῖον πασῶν τῶν ἀρετῶν, τὸ εὖχος τῶν ἀσκητῶν, ἡ δόξα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ ἐγκαλλώπισμα τῆς γῆς, ὁ οὐρανομήκης στῦλος τῆς προσευχῆς, ὁ τῶν ἀγγέλων ὁμότροπος, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀρκεστοῦμε σὲ αὐτὰ —«ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» τὰ περὶ τοῦ θεοφόρου τούτου ἀνδρὸς προτερήματα καὶ ἔνθεα κατορθώματα—, «ἐκ ρίζης ἀγαθῆς ἀγαθὸς ἀνέτειλε βλαστὸς» ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐγενεῖς, προπαντὸς δὲ ἀκραιφνεῖς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, τὸν Σέργιο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὑπῆρξε γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κωνσταντινούπολης, στὴν ὁποία ἀντίκρυσε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ὁ τοῦ ἀδύτου Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης θεωρὸς καὶ μυσταγωγός, περὶ τὸ ἔτος 810 μ.Χ.1 . Ὁ πατέρας του εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ σπαθαρίου καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ πατριάρχη (784-806) ἁγίου Ταρασίου, ἐνῶ ὁ ἐκ μητρὸς θεῖος του εἶχε νυμφευθεῖ τὴν ἀδελφὴ τῆς αὐτοκράτειρας ἁγίας Θεοδώρας, ποὺ εἶχε διενεργήσει τὴν ἀναστύλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ἡ παιδικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία τοῦ ἁγίου Φωτίου σημαδεύεται ἀνεξίτηλα ἀπὸ τὶς ἔριδες τῆς β΄ περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας (813-842): Οἱ γονεῖς του τελειώθηκαν μαρτυρικὰ χάριν τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐνῶ ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εἰκονόφιλη στάση του ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους σὲ νεανικὴ ἡλικία, δημεύθηκε ἡ περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε, κατὰ τὴ μαρτυρία καὶ τοῦ ἰδίου στὴν ἐπιστολή του 114 πρὸς τὸ διάκονο καὶ χαρτουλάριο Γρηγόριο: «Ἀνεθεμάτισαν ἡμᾶς χρόνοις μακροῖς πᾶσα σύνοδος αἱρετικὴ καὶ πᾶν εἰκονομάχων συνέδριον, οὐχ ἡμᾶς δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ πατέρα καὶ θεῖον ἡμέτερον, ἄνδρας ὁμολογητὰς Xριστοῦ καὶ ἀρχιερέων σεμνολόγημα· ἀλλ᾽ ἀναθεματίσαντες εἰς τὸν ἀρχιερατικὸν θρόνον ἡμᾶς ἀνήγαγον καὶ μὴ θέλοντας…» 2.
Τόσο καὶ στὴν ἀνωτ. ἐπιστολὴ 114, ὅσο καὶ σὲ σχετικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Bίου τοῦ ὁσίου Eὐθυμίου τοῦ νέου, ποὺ παραθέτουμε στὴ συνέχεια, «ὁ Φώτιος παρουσιάζεται ὡς συγκοινωνὸς τοῦ ὁμολογητῆ πατέρα του, τὸν ὁποῖο ἡ πλειονότητα τῶν συγχρόνων ἐρευνητῶν ταυτίζει μὲ τὸν ὁμολογητὴ Σέργιο ποὺ μνημονεύεται στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως στὶς 13 Mαΐου3, ἀλλὰ πιθανότατα καὶ στὴ Bιβλιοθήκη τοῦ Φωτίου (κώδ. 67). Eἰδικότερα, τὸ συναξάριο τοῦ ὁμολογητῆ Σεργίου ἔρχεται σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὶς προεκτεθεῖσες μαρτυρίες· σ᾽ αὐτὸ ὁ Σέργιος βιογραφεῖται ὡς ‘‘προσκυνητὴς τῶν θείων καὶ σεπτῶν εἰκόνων’’, ὁμολογητὴς ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοφίλου καὶ ἐξόριστος μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του Eἰρήνη καὶ τὰ παιδιά του ποὺ δὲν κατονομάζονται (‘‘συνάμα τῇ γυναικὶ Eἰρήνῃ καὶ τοῖς τέκνοις ὑπερορίζεται’’). Θὰ μποροῦσε δηλ. τὸ συναξάριο αὐτὸ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἕνα «οἰκογενειακὸ» συναξάριο, μὲ τὸ ὁποῖο προβάλλεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ μνήμη ὄχι μόνο τοῦ Σεργίου, ἀλλὰ καὶ τῆς Eἰρήνης καὶ τῶν παιδιῶν τους, δηλ. τοῦ Φωτίου καὶ τῶν ἀδελφῶν του»4.
Ὁ ἅγιος ἔλαβε πλούσια μόρφωση, κλασικὴ καὶ θεολογική καί, μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν πολυποικίλων πνευματικῶν του χαρισμάτων καὶ καταβολῶν, ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς πλέον εὐπαίδευτους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του, χρηματίζοντας διδάσκαλος φιλοσοφίας καὶ θεολογίας στὴν αὐτοκρατορικὴ Ἀκαδημία στὸ παλάτι τῶν Μαγγάνων.
Κατὰ τὴ διάρκεια διπλωματικῆς ἀποστολῆς του στὴ Βαγδάτη (845), συνέταξε ἀπὸ μνήμης καὶ πρὸς χρήση τοῦ ἀδελφοῦ του Ταρασίου τὸ ἔργο Μυριόβιβλος (ἢ Βιβλιοθήκη), δηλαδὴ κριτικὴ ἐπιτομὴ 280 ἔργων παλαιῶν συγγραφέων, πολλὰ τῶν ὁποίων σήμερα δὲν σώζονται, ἀπόδειξη τοῦ εὔρους τῶν γνώσεων καὶ τῆς ἀπέραντης μνήμης του. Ἐπιστρέφοντας, ἕνεκα τῆς αἴσιας ἔκβασης τῆς ἀποστολῆς του αὐτῆς, ἔλαβε τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτασηκρήτη, δηλαδὴ τοῦ πρώτου τῇ τάξει ἐμπίστου γραμματέα καὶ συμβούλου τοῦ αὐτοκράτορα, χωρὶς ὅμως νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἀγαπημένες του μελέτες καὶ τὰ διδακτικά του καθήκοντα.
Μὲ τὴ λήξη τῆς Εἰκονομαχίας, ἀναβιβάσθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Βασιλεύουσας ὁ ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ὁμολογητὴς (843-847), τὸν ὁποῖο μετὰ τὴν κοίμησή του διαδέχθηκε ὁ ἱερὸς Ἰγνάτιος, υἱὸς τοῦ Μιχαὴλ Α´ Κουροπαλάτου ἢ Ραγκαβέ. Ἐξαιτίας τῆς αὐστηρότητας καὶ ἀδιαλλαξίας τοῦ Ἰγνατίου σὲ ἠθικὰ κ.ἄ. ὀλισθήματα, σύντομα ἦλθε σὲ ρήξη μὲ πολιτικοὺς ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὺς ἐπισκόπους, ἕνεκα δὲ τούτου ἀναγκάσθηκε σὲ παραίτηση κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 858 ἀπὸ τὸν πανίσχυρο τότε καίσαρα Βάρδα, θεῖο τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ´. Σὲ διαδοχή του καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ Βάρδα, ψηφίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅλο τὸν κλῆρο τῆς Βασιλεύουσας ὁ ἱερὸς Φώτιος ὡς νέος πατριάρχης, ὁ ὁποῖος μέσα σὲ ἕξι ἡμέρες χειροτονήθηκε «ἀθρόον» ἀπὸ λαϊκὸς σὲ ἀρχιερέα καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 858 ἐνθρονίσθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ ἅγιος βεβαίως, ὅπως σημειώνει σὲ ἐπιστολή του, δὲν εἶχε θελήσει τὴν ἀνάδειξή του αὐτὴ στὸν θρόνο, ἀλλὰ ἐξαναγκάσθηκε πρὸς τοῦτο: «ἐψηφίσθημεν ἀνανεύοντες, ἐχειροτονήθημεν κλαίοντες, ὀδυρόμενοι, κοπτόμενοι…».
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ τοῦ Φωτίου ἐνέτεινε τὴν ἤδη τεταμένη κατάσταση, προκαλώντας ποικίλες ἀντιδράσεις, μάλιστα ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἰγνατίου ἀλλὰ καὶ πολιτικοὺς παράγοντες, ποὺ ὑποδαυλίζονταν ἀπὸ τοὺς παπικούς, οἱ ὁποῖοι τότε εἶχαν ἤδη ἀρχίσει ἔντονες τὶς ἀντιπαραθέσεις μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, τόσο σὲ θεολογικὸ ἐπίπεδο (ἀλάθητο καὶ πρωτεῖο τοῦ πάπα, filioque, κ. ἄ.), ὅσο καὶ τὶς διοικητικὲς διεκδικήσεις καὶ παρεισβάσεις τους σὲ χῶρες τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ὁ Φώτιος ὅμως, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατόν, ἀπέφευγε τὴν ὅποια σύγκρουση, προσπαθώντας νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα καὶ εἰρήνη στὴν ταλανιζόμενη τότε Ἐκκλησία. Παρὰ τὶς προσπάθειές του αὐτές, καὶ ἐπειδὴ τὸ κλίμα τῶν συγκρούσεων ἐντεινόταν, ἀναγκάσθηκε νὰ συγκαλέσει τοπικὴ Σύνοδο τὸ 859, ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Ἰγνατίου καὶ τὸν ἐξόρισε στὴ Μυτιλήνη καὶ κατόπιν στὴ νῆσο Τερέβινθο. Παρόλα αὐτά, οἱ ἀναταραχὲς συνεχίζονταν, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ 861 συγκλήθηκε ἄλλη διευρυμένη Σύνοδος στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μὲ παρουσία καὶ ἐκπροσώπων τοῦ πάπα, ποὺ ἐπονομάστηκε «Πρωτοδευτέρα», μὲ ἐπίσημο στόχο της τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τὴν ὁριστικὴ καταδίκη τὴς Εἰκονομαχίας. Παράλληλα, ἡ Σύνοδος ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ κανονικὸ ζήτημα τῆς ἀντιλεγομένης χειροτονίας τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τὴν ἐγκυρότητα τῆς ὁποίας ἀναγνώρισε μὲ τὴν πλήρη συγκατάθεση καὶ τῶν παπικῶν ἐκπροσώπων.
Ὅμως ὁ τότε πάπας Ρώμης Νικόλαος Δ´ (858-868), ἀλαζόνας καὶ ὑπερφίαλος, δὲν συμφώνησε μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς ἀνωτέρω Συνόδου καὶ ἔλαβε τὸ μέρος τοῦ Ἰγνατίου, χρησιμοποιώντας τὴν περίπτωση γιὰ νὰ προβάλει καὶ ἐπιβάλει καὶ ἐπίσημα, γιὰ πρώτη φορά, τὴν πλανεμένη δαιμονικὴ ἀξίωση τῶν παπῶν τῆς Ρώμης γιὰ ὑπεροχικὴ δικαιοδοσία ἐπάνω σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες τοπικὲς Ἐκκλησίες. Τοῦτο ἀποτελοῦσε διαστρέβλωση τοῦ μέχρι τότε τιμητικοῦ πρωτείου, ποὺ ἀναγνώριζαν οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες στὴν Ἐκκλησία Ρώμης, ποὺ θεωροῦσαν τὸν ἐκάστοτε πάπα «primus inter pares» (πρῶτο μεταξὺ ἴσων) καὶ τίποτα περισσότερο. Ἡ διεκδίκηση τοῦ παπικοῦ πρωτείου συνέπεσε καὶ συμπορευόταν μὲ τὴν ἡγεμονικὴ ἀξίωση τῶν αἱρετικῶν —καὶ ὄχι Ρωμηῶν— Φράγκων νὰ ἀνασυσταθεῖ ἡ Δυτικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ εἶχε διαλυθεῖ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Καρλομάγνου καὶ τὴ συνθήκη τοῦ Βερντὲν (843).
Ὁ Φώτιος δὲν ἔμεινε ἀπαθὴς μπροστὰ στὴν τόση προκλητικότητα τοῦ Νικολάου Δ´ καὶ κατάγγειλε γραπτῶς τοὺς ἀνωτέρω νεωτερισμοὺς σὲ ζητήματα δογματικά, λειτουργικὰ καὶ κανονικοῦ δικαίου. Ἡ ἔνθεη αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ φιλεωσφόρου πάπα, ποὺ ἔγραψε πρὸς ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κατηγορώντας τὸν Φώτιο ὡς μοιχεπιβάτη τοῦ θρόνου, ὡς τάχα δηλαδὴ κάτοχο τοῦ θρόνου τῆς βασιλεύουσας ἐνόσω ζοῦσε ὁ νόμιμος κάτοχός του Ἰγνάτιος, ἀγνοώντας πλήρως τὶς ἀποφάσεις τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τὶς ὁποῖες θεωροῦσε ἄκυρες. Καί, προχωρώντας περαιτέρω, συγκάλεσε τὸ 863 στὴ Ρώμη Σύνοδο τῶν Δυτικῶν ἐπισκόπων, στὴν ἀποία ἀποφασίστηκε ἡ ἐκθρόνιση τοῦ Φωτίου καὶ ὁ ἀφορισμὸς ὅλων τῶν κληρικῶν, ποὺ εἶχε αὐτὸς χειροτονήσει. Μὴ ἀρκούμενος σ᾽ αὐτά, ἀπέστειλε στὴ συνέχεια πλῆθος ἐπιστολῶν πρὸς τὸν στῦλο τῆς ἀληθείας Φώτιο, ὑβρίζοντάς τον χυδαιότατα, στὶς ὁποῖες ὁ πάνσοφος ἀπάντησε μεγαλόψυχα μὲ τὴ σιωπή του.
Πέραν τῶν ἐν λόγῳ ἀγώνων τοῦ Μεγάλου Φωτίου γιὰ διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τῶν κανονικῶν δικαίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ἔναντι τῶν παπικῶν διεκδικήσεων καὶ κακοδοξιῶν (ὅπως τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου, τῆς νηστείας τοῦ Σαββάτου, τῆς χρήσης ἀζύμων στὴ Θεία Λειτουργία ἀντὶ ἐνζύμου ἄρτου, κ.ἄ.), προσπάθησε παράλληλα νὰ ἐκριζώσει τὰ ὑπολείμματα τῶν αἱρέσεων τῶν μανιχαίων καὶ τῶν εἰκονομάχων (Παυλικιανῶν), προχώρησε στὴν ἀνοικοδόμηση πλήθους ναῶν, μονῶν καὶ φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων ποὺ εἶχαν καταστραφεῖ ἀπὸ τὸ μένος τῶν εἰκονομάχων, καὶ ἐπέδειξε ἰδιαίτερη μέριμνα γιὰ τὴ διοργάνωση ἱεραποστολῶν πρὸς ἐκχριστιανισμὸ βαρβάρων λαῶν, μάλιστα τῶν Σλάβων. Ἀπευθύνθηκε τότε στοὺς ἀδελφοὺς ἁγίους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο, λόγιους καὶ ἀσκητές, γιὰ τὴν ἀνάληψη ἐκ μέρους τους ἱεραποστολῆς στοὺς Χαζάρους τῆς νότιας Ρωσίας. Καί, λίγο ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μοραβίας, ἔστειλε τοὺς δύο τούτους ἀδελφοὺς ἐπικεφαλῆς μεγάλης ἱεραποστολικῆς ὁμάδας, τῆς ὁποίας τὸ ἔργο σήμανε τὴν ἀπαρχὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν βαλκανικῶν σλαβικῶν πληθυσμῶν.
Στὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ πάπα Νικολάου Δ´, ποὺ ἔστειλε ἱεραποστόλους στὴ Βουλγαρία —ποὺ εἶχε ὁδηγηθεῖ στὸν Χριστιανισμὸ μὲ ἐνέργειες τοῦ Βυζαντίου (Μεγάλου Φωτίου καὶ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ´)—, ὅπου μάλιστα διέδιδαν τὶς κακοδοξίες τους, ἡ ἀπάντηση τοῦ Φωτίου ὑπῆρξε κάθετη. Ἀρχικὰ ἀπέστειλε μία Ἐγκύκλιον Ἐπιστολὴν πρὸς ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου καταδίκαζε ἔντονα καὶ θεολογικὰ ὅλες τὶς παπικὲς κακοδοξίες καὶ πλάνες τῶν Λατίνων, ἰδιαίτερα δὲ τὸ filoque (= καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ).
Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ βλάσφημο τοῦτο παπικὸ δόγμα περὶ τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρὸς —ὅπως σαφέστατα καθορίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (Ἰω. 15, 26) καὶ ἀποκρυσταλλώθηκε στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως—, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, εἶχε διατυπωθεῖ ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ὡς προσωπική του ἄποψη5. Ἀργότερα ὅμως (τέλη 7ου αἰ. κ. ἑξ.) υἱοθετήθηκε ἀπὸ Φράγκους θεολόγους, ποὺ ἐπιθυμοῦσαν ἐπὶ σκοποῦ νὰ διαφοροποιηθοῦν καὶ διαχωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἑλληνόφωνη Ἐκκλησία καί, κατόπιν, ἀπὸ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, γιὰ νὰ τὸ χειρισθεῖ ὡς δογματικὸ ὄργανο μέσα στὸ πλαίσιο τῶν ἑωσφορικῶν φιλοδόξων της βλέψεων γιὰ καθυπόταξη τῆς καθόλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὁ θεοφόρος Φώτιος συγκάλεσε στὴ συνέχεια (ἔτος 867) διευρυμένη Μεγάλη Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία διακήρυξε τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε αἱρετικοῦ δόγματος, καὶ ἀναθεμάτισε καὶ τὸν πάπα Νικόλαο Δ´ καὶ τοὺς ἱεραποστόλους του στὴ Βουλγαρία. Ἔτσι συντελέσθηκε τὸ πρῶτο ἐπίσημο σχίσμα μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, πρόδρομο τοῦ μεγάλου καὶ ὁριστικοῦ σχίσματος τοῦ 1054.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 867, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Μιχαὴλ Γ´, ἀνέρχεται στὸν θρόνο ὁ Βασίλειος Α´ ὁ Μακεδὼν (867-886), ὁ ὁποῖος δυστυχῶς, ἀγροῖκος καὶ ἄκρως φιλόδοξος, ἐνήργησε ἀνάξια τῆς βασιλείας του: Ἐπέβαλε δυναστικά, ὄχι μόνο νὰ καθαιρεθεῖ ὁ ἱερὸς Φώτιος, νὰ ἐγκλεισθεῖ στὴ Μονὴ τῆς Σκέπης καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸν θρόνο ὁ Ἰγνάτιος, ἀλλά, ἀλίμονο!, ἀνέθεσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης νὰ κρίνει τὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν Φωτίου καὶ Ἰγνατίου, πιστεύοντας νὰ προσοικειωθεῖ μὲ τὸν τρόπο τοῦτο καὶ τὴ Δυτικὴ αὐτοκρατορία. Ἀδράσσοντας τὴν εὐκαιρία ὁ Ἀδριανὸς Β´, διάδοχος τοῦ Νικολάου Δ´, συγκάλεσε ἀμέσως Σύνοδο στὴ Ρώμη τὸ 869, ἡ ὁποία καταδίκασε ἐκ νέου τὸν Φώτιο, κήρυξε ἄκυρη τὴ Σύνοδο τοῦ 867, τῆς ὁποίας τὸν Τόμο τῶν Πρακτικῶν ἔκαυσε δημόσια, καὶ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ σύγκληση Συνόδου στὴν Κωσταντινούπολη.
Ἡ ψευδοσύνοδος αὐτή, τὴν ὁποία οἱ Λατῖνοι θεωροῦν ὡς «Ὀγδόη Οἰκουμενική», συνῆλθε κατὰ τὰ ἔτη 869-870 ἀλλὰ συγκεντρώνοντας λίγους μόνον ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς, κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τῆς δειλίας καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ φόβου τοῦ ἀνηλεοῦς αὐτοκράτορα, καταδίκασαν τὸν φωστῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας Φώτιο καὶ ἐξόρισαν τοὺς ὑποστηρικτές του στὶς ἐσχατιὲς τῆς αὐτοκρατορίας. Τότε, δυστυχῶς, καθαιρέθηκαν ἀναίτια περισσότεροι ἀπὸ διακόσιοι ἐπισκόποι καὶ πλεῖστοι ὅσοι ἱερεῖς. Ὁ ὁμολογητὴς πατριάρχης σύρθηκε ἐξευτελιστικὰ ὡς κακοποιὸς ἐνώπιον τῆς Συνόδου, γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὰ δῆθεν ἐγκλήματά του. Αὐτὸς μεγαλόψυχα σιωποῦσε ἐπὶ μακρὸν μπροστὰ στὶς ἀνυπόστατες κατηγορίες ποὺ τοῦ ἀπέδιδαν, ἐνῶ στό τέλος, λύνοντας τὴ σιωπή, ἀπάντησε χριστομίμητα: «Ὁ Θεὸς ἀκούει τὴ φωνὴ ἐκείνου ποὺ σιγεῖ (γιὰ χάρη Του). Διότι καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπέφυγε τὴν καταδίκη σιωπώντας… Ἡ δικαίωσή μου δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Στὴ συνέχεια ὁ Φώτιος ρίχθηκε γιὰ τρία χρόνια σὲ ἀπαράκλητη φυλακή, ὡς ἄξιος μιμητὴς τῶν τοῦ Χριστοῦ Παθῶν, ὅπου, παρὰ τὴν φιλάσθενη κράση του, ὑπέμεινε ὅλα τὰ δεινά, τὴν ἔλλειψη κάθε φιλικῆς σχέσης, ἀκόμη καὶ τὴ στέρηση τῶν τόσο ἀγαπημένων του βιβλίων, χωρὶς νὰ παραπονεθεῖ ποτέ, οὔτε καὶ νὰ κατηγορήσει τὸν Ἰγνάτιο, ποὺ ἦταν ἐξάλλου ἀναίτιος τῶν κακουχιῶν του αὐτῶν καὶ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία.
Ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκρινε ὅτι ἦταν καιρὸς νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ὁ μακάριος Φώτιος νὰ ἐπανέλθει στὸν θρόνο του. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶχαν ὑπογράψει τῆς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ 870, ἀντιλήφθηκαν, ἔστω καὶ τὴν ἐσχάτη, ὅτι τελικὰ δὲν εἶχαν ἀδικήσει τὸν ἄμεμπτο στῦλο τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ εἶχαν συντελέσει στὴν καθυπόταξη τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στὸν αὐταρχικὸ παπισμὸ τῆς Ρώμης. Κατάφεραν λοιπὸν νὰ πείσουν τὸν αὐτοκράτορα νὰ κηρύξει ἄκυρες τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 870 καὶ νὰ ἀνακαλέσει τὸν Φώτιο ἀπὸ τὴ φυλακή. Ὁ ἅγιος πράγματι ἀνακλήθηκε τιμητικά, καὶ ὁ Βασίλειος τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἐκπαίδευση τῶν τέκνων του.
Ἡ πρώτη ἐνέργεια τοῦ ἀμνησικάκου ἁγίου ὑπῆρξε νὰ συναντήσει τὸν Ἰγνάτιο καὶ νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του. Οἱ δύο θεοφόροι πατριάρχες, θύματα τελικὰ τῶν ἀνταγωνισμῶν τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν μερίδων, ἐναγκαλίσθηκαν μὲ συγκίνηση καὶ συγχωρητικότητα, καὶ ὁ Φώτιος ἄρχισε νὰ προσφέρει κάθε δυνατὴ βοήθεια στὸν ἀσθενοῦντα τότε Ἰγνάτιο, ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν καθημερινά. Καί, μὲ τὴν κοίμηση τοῦ Ἰγνατίου στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877, ὁμόφωνη ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία ἀποκατέστησε τὸν Φώτιο ἐκ νέου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Δὲν πέρασε καιρός, καὶ ὁ Φώτιος ἐνήργησε τὴν ἔνταξη τοῦ Ἰγνατίου στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὰ ἔτη 879-880 συνῆλθε νέα διευρυμένη Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, στὴν ὁποία μετέσχαν 383 Πατέρες, παρουσίᾳ καὶ παπικῶν ἐκπροσώπων. Ἡ Σύνοδος αὐτή, ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἡ ὄντως Ὀγδόη Οἰκουμενική, ἐπικύρωσε τὴν ἀποκατάσταση στὸν θρόνο τοῦ Φωτίου, ἔκρινε ἀντικανονικὴ τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ 870 καὶ ἀποκατέστησε τὴν κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, ἀναθεματίζοντας ταυτόχρονα κάθε νεωτερισμὸ καί, συγκεκριμένα, τὴν ὡς ἄνω προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως. Μὲ τὸν τρόπο τοῦτο ἐκπληρώθηκε ἡ ἐκ μυχίων ψυχῆς ἐπιθυμία τοῦ Φωτίου γιὰ ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης καὶ ἑνότητας στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν ἀρχιερατικὴ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ προσευχή: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς καὶ ἡμεῖς ἕν ἐσμεν». Κι ἀκόμη, ὁ ἅγιος ἀγωνίσθηκε καὶ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο γιὰ συμφιλίωση μὲ τοὺς ἐχθρικὰ διακειμένους πρὸς αὐτὸν, ὅπως τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἰγνατίου.
Ἀλλά, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπεφύλασσε ἀκόμη ἕνα μαρτυρικὸ ἀκανθόπλεκτο στέφανο στὸν ἀθλητὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ ἀνεξικακίας, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ, ἔτι καὶ ἔτι, «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ»: Ὅταν ὁ Λέων Στ´ ὁ Σοφὸς (886-912) ἀνῆλθε στὸν θρόνο, ἀποφάσισε νὰ ἐκδικηθεῖ ἕνα φίλο τοῦ Φωτίου, μὲ τὴν ὑποψία ὅτι τὸν εἶχε καταδώσει γιὰ συνομοσία ποὺ ἑτοίμαζε ἐναντίον τοῦ πατέρα του. Καί, ἀνταποδίδοντας στὸν ἅγιο ἀγνωμονέστατα «ἀντὶ τοῦ μάννα» τῆς πρὸς αὐτὸν διδασκαλίας, «χολὴν» ἄφρονης ἐκδικητικότητας πρὸς αὐτόν, ἐνήργησε τὴν καθαίρεσή του (ἔτος 886) καὶ τὸν ἐγκλεισμό του ὡς κακοποιοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπου ὁ μάρτυρας στὴν προαίρεση γέρων πατριάρχης παρέμεινε ἐπὶ πέντε ἔτη χωρὶς καμμία ἀνθρώπινη παρηγορία, ὑπομένοντας καὶ πάλιν μὲ εὐχαριστία καὶ δοξολογία στὸν Θεὸ τὸν ἄδικο ἐκθρονισμό του. Στὴ μονὴ αὐτὴ ὁ Φώτιος συνέταξε χωρὶς κανένα βοήθημα, ἀλλὰ ἀπὸ μόνης τῆς μνήμης, τὸ κύκνειον ἆσμα του, δηλαδὴ τὸ τελευταῖο του χρονολογικὰ ἔργο Μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ἀνασκευάζει συστηματικὰ τὴν αἵρεση τοῦ filioque, καταδεικνύοντας ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ μόνο τὸν Πατέρα, ὡς Πηγὴν τῆς Θεότητος, καὶ μᾶς ἀποστέλλεται διὰ τοῦ Υἱοῦ, γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει «κοινωνοὺς θείας φύσεως».
Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὸν δρόμο τῶν μακρῶν ἀγώνων ὑπὲρ τῆς Πίστεως καὶ τῆς ὁμολογίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ θεοφόρος Φώτιος μετέστη πρὸς Κύριον στὶς 6 Φεβρουαρίου τοῦ 893, γιὰ νὰ λάβει πολλαπλοὺς τοὺς στεφάνους τῶν καμάτων του παρὰ τῆς δεξιᾶς τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Ἀνταμείβοντας δὲ ὁ Κύριος τοὺς μαρτυρικούς του ἄθλους καὶ στὴ γῆ, εὐδόκησε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἱερωτάτου Φωτίου καὶ ὁ ζωομύριστος τάφος του νὰ ἀναδειχθοῦν πηγὴ ἰαμάτων καὶ παντοίων θαυμάτων στοὺς προσερχόμενους μὲ πίστη σ᾽ αὐτόν, πιστοποιώντας ἄνωθεν τὴν ἔνταξή του ἐν σκηναῖς ἁγίων.
Ἔργα τοῦ θεοφόρου καλάμου τοῦ φωτωνύμου ἁγίου, ἐκτὸς τῶν δύο ἀνωτέρω, ποὺ ἤδη μνημονεύσαμε, δηλαδὴ τῆς Βιβλιοθήκης ἢ Μυριοβίβλου καὶ τῆς Μυσταγωγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς:
Ἀμφιλόχια: Ἔργο ἀπευθυνόμενο στὸν φίλο του Ἀμφιλόχιο, ἐπίσκοπο Κυζίκου, ὅπου ἐπιλύει διάφορες θεολογικὲς καὶ φιλολογικὲς ἀπορίες περὶ 326 περίπου ζητημάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Λεξικόν: Περιλαμβάνει 8000 λήμματα κατὰ ἀλφαβητικὴ σειρά.
Εἰσαγωγὴ ἢ Ἐπαναγωγή: Νομοθέτημα, ποὺ δημοσιεύθηκε ἐπὶ Βασιλείου Α´ τοῦ Μακεδόνος καὶ ἀναφερόταν στὸ Δημόσιο Δίκαιο. Καταργήθηκε ἀργότερα μὲ τὸ ἔργο Πρόχειρος Νόμος.
Πέραν τούτων, ὁ Φώτιος συνέγραψε μεγάλο ἀριθμὸ Ἐπιστολῶν, Ὁμιλιῶν καὶ Λόγων ὑψηλοῦ ἐπιπέδου καὶ μὲ ποικίλο περιεχόμενο.
Ἡ Ἐκκλησία μας τὸν ἐνέταξε κατὰ τὸν 10ο αἰώνα καὶ ἐπίσημα στὸ Ἁγιολόγιο καὶ Ἑορτολόγιό της, ὅπως μαρτυρεῖται ἐμφαντικὰ στὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας6 καὶ στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως7. Σὲ χειρόγραφο μάρτυρα τοῦ πρώτου, ποὺ χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα, τὸν κώδικα Ἱεροσολύμων Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 40, ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ M. Φωτίου καθορίζεται τὴν 6η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καί, ἐπιπλέον, περιγράφεται ἡ τυπικὴ διάταξη τῆς ἑορτῆς του: «Tελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ σύναξις ἐν τῷ προφητείῳ τοῦ ἁγίου προφήτου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου τῷ ὄντι ἐν τοῖς Ἠρεμίας, ἕωθεν ἀπὸ τῆς Mεγάλης Ἐκκλησίας ἐξιούσης τῆς λιτῆς καὶ ἀπερχομένης ἐν τῷ Φόρῳ, καὶ μετὰ τὰς ἐκεῖσε συνήθεις εὐχάς, παραγινομένης ἐν τῇ εἰρημένῃ συνάξει» .
Περαιτέρω, σὲ μικρογραφία στὸν κώδικα Μεγίστης Λαύρας 449 (Δ73), ποὺ χρονολογεῖται τέλη 9ου/ἀρχὲς 10ου αἰώνα, τὸ ἀρχαιότερο χειρόγραφο μὲ τὸ ἔργο Ἀμφιλόχια τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἀπαντᾶται ἡ ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἀρχαιότερη ἀπεικόνιση τοῦ Φωτίου μὲ φωτοστέφανο ἁγιότητας.
Ἀκόμη, ἡ μνήμη του ἐντάσσεται, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, σὲ Μηνολόγια Εὐαγγελισταρίων κατὰ τὴν 6η Φεβρουαρίου8 .
Ἰδιαίτερα σημαντικὴ τυγχάνει ἡ σχετικὴ μαρτυρία στὸν Βίο τοῦ ὁσίου Eὐθυμίου τοῦ νέου († 897), στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε ἤδη προηγουμένως. «Πρόκειται γιὰ τὸ κείμενο ὅπου ἔχει ἐντοπισθεῖ ἡ ἀρχαιότερη καὶ ἴσως ἡ πιὸ σημαντικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητος τοῦ M. Φωτίου, λίγα μόλις ἔτη μετὰ τὸ θάνατό του. Ὁ βιογράφος τοῦ Eὐθυμίου, ἐπίσκοπος Bασίλειος, εἰσάγει στὴν §12 τοῦ Bίου μία ἀρκετὰ ἐκτενὴ παρέκβαση, ὅπου ἐξιστορεῖ τὴν ἄνοδο τοῦ Ἰγνατίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Kωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν μετὰ δέκα ἔτη ἐκθρόνισή του ‘‘ὑπὸ τῶν τότε δυναστευόντων τῇ βασιλεῖ’’… Στὴ συνέχεια περιγράφει τὴ φυγὴ τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῶν Πισσαδινῶν Nικολάου ἀπὸ τὴ Mονή του, πράξη ποὺ ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ μὴν ἔλθει σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία (‘‘ὡς ἀκοινώνητος μείνειεν’’) μὲ τὸ νέο πατριάρχη, τὸν Φώτιο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Bασίλειος προσθέτει: ‘‘καὶ ταῦτα ὀρθοδόξου ὄντος καὶ πάσαις ταῖς ἀρεταῖς ἀπαστράπτοντος τοῦ νέου πατριάρχου· Φώτιος γὰρ ἦν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτῖσι φερωνύμως τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεὶς τῷ Xριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορίᾳ, τούτοις δὴ τοῖς ἀθλητικοῖς ἐκ προοιμίων ἀγῶσι, συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὗ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τό τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοῖς θαύμασι μαρτυρούμενον’’»9.
Παρόλο ποὺ ἡ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα τοῦ Μεγάλου Φωτίου ἀναγνωρίσθηκε ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐχθρούς του, ποὺ εἶχαν ὅμως ἀντικειμενικότητα ἀπόψεων, ἀπὸ ἕνα πολὺ περιορισμένο κύκλο ἀκραίων ἰγνατιανῶν ἢ ἀκόμη καὶ ἀπὸ μόνο ἕνα πρόσωπο, τὸν Νικήτα Δαβὶδ Παφλαγόνα, μεθοδεύθηκε μὲ ὁρισμένα κείμενα, ἀπὸ ἐμπάθεια καὶ μόνον, ἡ δυσφήμηση τοῦ ἀκραιφνοῦς φωστῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας Φωτίου, ποὺ ὁδήγησε στὴν παραμόρφωση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Πιθανῶς γιὰ τοὺς λόγους τούτους νὰ μὴν ἔλαβε ἔκταση ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Φωτίου κατὰ τοὺς ὑστεροβυζαντινοὺς χρόνους. Πάντως ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ κάτι, ποὺ ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἀγαπητὸς καθηγητὴς Πατρολογίας καὶ Ἁγιολογίας στὸ ΑΠΘ, κ. Συμεὼν Πασχαλίδης: «Στὸ πλαίσιο τῆς ζωηρῆς θεολογικῆς κινητικότητος ποὺ ἀναπτύχθηκε κατὰ τὸ 14ο καὶ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰ., οἱ ὁποῖοι σηματοδοτοῦν μία μακρὰ περίοδο δογματικῶν ἀντιπαραθέσεων μεταξὺ τῆς ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς Ἑκκλησίας, ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀναμόχλευση τοῦ ζητήματος τῆς ἁγιότητας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν κανονικότητα τῆς πατριαρχικῆς ἐκλογῆς τοῦ Φωτίου, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Nεῖλος Kαβάσιλας συνέγραψε τὸ ἔργο Περὶ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, ἥτις ἀποκατέστησε Φώτιον τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην εἰς τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως καὶ διέλυσε καὶ τὰ σκάνδαλα τῶν δύο ἐκκλησιῶν, τῆς τε παλαιᾶς καὶ νέας Pώμης. Μὲ τὸ ἴδιο θέμα σώζεται, ἄλλωστε, καὶ ἕνα ἔργο τοῦ ἁγίου Mάρκου τοῦ Eὐγενικοῦ»10.
* * *
Ἡ τιμὴ τοῦ θεοφόρου Φωτίου, παραδόξως ἀφικνύεται ἐνωρὶς στὴν Κύπρο. Στὴ νῆσο ὑπάρχουν ἐννέα ναοὶ καὶ ὀκτὼ ἁγιωνύμια Ἅγιος Φώτιος11, ποὺ ἐκεῖ τιμῶνται συχνὰ οἱ μάρτυρες Φώτιος καὶ Ἀνίκητος (12 Αὐγούστου), χωρὶς νὰ γνωρίζουμε πάντοτε μὲ βεβαιότητα τὸ ποιός ὁμώνυμος ἅγιος ἐτιμᾶτο ἐκεῖ ἀρχικά. Μὲ βεβαιότητα ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τιμᾶται σὲ ὁμώνυμό του ναὸ μεταξὺ Γιαλούσας καὶ Ριζοκαρπάσου στὴν Καρπασία , χρονολογούμενο στὴ σημερινή του μορφὴ στὸν 10ο-12ο αἰώνα, μὲ μεταγενέστερες (15ου/16ου αἰ.) τοιχογραφίες, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων συλήθηκαν καὶ ἀποτοιχίσθηκαν ἀπὸ Τούρκους ἀρχαιοκάπηλους.
Τὴν ἴδια τύχη εἶχε καὶ ἡ ἀρχαιότερη γνωστὴ (πανορθοδόξως;) τοιχογραφία τοῦ ἁγίου στὸ καθολικὸ τοῦ Χριστοῦ Ἀντιφωνητῆ τῆς ἀπὸ χρόνια διαλελυμένης μονῆς στὴν Καλογρέα τῆς Κερύνειας (τέλη 12ου αἰ.). Ἡ τοιχογραφία τοῦ Μ. Φωτίου (ὅπως φαίνεται στὶς σχετικὲς φωτογραφίες ποὺ δημοσιεύουμε ἐδῶ, Εἰκ. 8-9), καταστράφηκε κατὰ τὴν προσπάθεια ἀρχαιοκαπήλων νὰ τὴν ἀποτοιχίσουν γιὰ νὰ τὴν ἐξαγάγουν καὶ πωλήσουν στὸ ἐξωτερικό.
Νὰ εὐχόμαστε, ὁ πολύαθλος βίος τοῦ παμμάκαρος Πατρὸς ἡμῶν Φωτίου τοῦ Μεγάλου, νὰ καταστεῖ ὑπόδειγμα τῆς κατὰ δύναμιν μίμησης ἀπὸ ὅλους μας, ἀπὸ πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, στὴν ὁμολογία τῆς ἀκραιφνοῦς Πίστεως, στὴν ὑπομονὴ τῶν διωγμῶν καὶ συκοφαντιῶν καὶ ἀδικιῶν, στὸ ἱεραποστολικὸ ἄνοιγμα στοὺς ἐγγὺς καὶ στοὺς μακράν, στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Ταῖς τοῦ Μεγάλου Φωτίου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, φώτισον καὶ ἡμῶν τὰ ὄμματα τῶν ψυχῶν καὶ ὁδήγησον ἡμᾶς ἐν τῷ φωτὶ τῶν ἐντολῶν Σου πρὸς τὸ ἀνέσπερον Φῶς τῆς οὐρανίου Σου βασιλείας. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον νέον Μεγάλου Φωτίου
ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ βεβαίως δὲν ἐξαντλεῖ τὰ περὶ τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἀλλὰ πάντως στηρίζεται σὲ σοβαρὲς σχετικὲς μελέτες. Ἀποτελεῖ ἐπιτομὴ τοῦ βίου του, ταπεινὴ ἐκπλήρωση ὀφειλῆς μου στὸν μεγάλο τοῦτο θεοφόρο Πατέρα, τοῦ ὁποίου ἔλαβα τὸ ὄνομα κατὰ τὴν εἰς ἱερομόναχον χειροτονία μου ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου πνευματικοῦ μου πατρός, Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (†2012). Ἰδιαίτερα χρήσιμα γιὰ μᾶς, ὅπου καὶ περαιτέρω βιβλιογραφία, ἦταν τὰ ἑξῆς: Συναξάριο τοῦ ἁγίου στό, Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), τόμ. 6 (Φεβρουάριος), σσ. 69-76· Πασχαλίδης, Συμεών, «Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Μ. Φωτίου καὶ ἡ ἔνταξή του στὸ Ἑορτολόγιο. Καταγραφὴ καὶ ἀνάλυση τῶν φωτιανῶν καὶ ἀντιφωτιανῶν πηγῶν», στό: Mνήμη ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Mεγάλου Φωτίου ἀρχιεπισκόπων Kωνσταντινουπόλεως. Πρακτικὰ Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου (14-17 Ὀκτωβρίου 1993), Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 145-186 [=Πασχαλίδης]· λῆμμα «Φώτιος Α´ ο Μέγας. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», ΜΟΧΕ 12, σσ. 559-561.
1 Ἀπὸ ἄλλους τὸ ἔτος γέννησής του τοποθετεῖται στὸ 820.
2 Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, ἐκδ. B. Laourdas-L. G. Westerink, τ. I, Leipzig 1983, σ. 152 (ἐπ. 114.2-6). Πρβλ. Π. Xρήστου, «Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱεροῦ Φωτίου», EEΘΣΠΘν.σ. [Tμ. Ποιμαντικῆς] 2 (1992), σσ. 22-25.
3Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, ἐκδ. H. Delehaye, Bruxellis 1902, στ. 682.9-20.
4Πασχαλίδης, σσ. 152-153.
5Νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ὁ ἅγιος τοῦτος ἐξέφρασε καὶ ἄλλες κακοδοξίες, δικαιολογήθηκε ὅμως ἐκ τῶ νὑστέρων ἕνεκα τῆς ἀγνοίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καθὼς καὶ τῆς θεολογίας τῶν μεγάλων Ἑλλήνων Πατέρων τοῦ 4ου αἰ., καὶ ἐντάχθηκε στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι διὰ ταῦτα, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα.
6 Mateos, J., Le Typicon de la Grande Église. Ms Sainte-Croix no 40, Xe siècle. Introduction, texte critique, traduction et notes, [OCA 165], τ. I, Roma 1962, σ. 228.6-11.
7Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, ἐκδ. H. Delehaye, Bruxellis 1902, στ. 448.19-23.
8Γιάγκου, Θεόδωρος Ξ., «Ὁ κύκλος τῶν ἑορταζομένων ἁγίων καὶ οἱ Κύπριοι ἅγιοι. Προσέγγιση τῆς τάξεως μὲ βάση τοὺς Κανόνες καὶ τὰ Λεξιονάρια», Κανόνες καὶ Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 117-118.
9 Πασχαλίδης, σσ. 150-151.
10 Ὅπ. ἀν. σ. 174.
11Christodoulou, Menelaos and Konstantinidis, Konstantinos, A complete Gazetteer of Cyprus, τόμ. I, Nicosia 1987, σσ. 60-61.
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 06.02.2021