Η εκπαιδευτική δράση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού

Η εκπαιδευτική δράση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού

Η Κύπρος της προεπαναστατικής περιόδου χαρακτηρίζεται  από  πνευματική  άνθηση, που συμπίπτει με (και εν πολλοίς οφείλεται από) την αρχιεπισκοπία του Κυπριανού, του απαγχονισθέντος την 9η Ιουλίου 1821. Ο Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στον Στρόβολο. Σε παιδική ηλικία, γύρω στα δέκα του χρόνια, όπως συνηθιζόταν στα μοναστηριακά ήθη του νησιού μέχρι και πριν από μερικές  δεκαετίες, έγινε δεκτός ως δόκιμος στη Μονή Μαχαιρά, με την οποία οι κάτοικοι του Στροβόλου διατηρούσαν ποικίλες σχέσεις και δεσμούς. Την ίδια περίπου εποχή, το 1767, ανήλθε στον  αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας του Αποστόλου Βαρνάβα ο Χρύσανθος, ο οποίος ηγήθηκε της κυπριακής Εκκλησίας για 43 έτη, μέχρι το 1810, και η ζωή του συνδέθηκε καθοριστικά και με την πορεία του Κυπριανού.

Ένα πρώτο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τον Κυπριανό από τους υπόλοιπους σύγχρονους  συμπατριώτες του ανώτερους  κληρικούς ήταν η πνευματική καλλιέργεια και παιδεία (Και ο προκάτοχός του, Χρύσανθος, υπήρξε προστάτης των ελληνικών γραμμάτων, αλλά δεν ευτύχησε να έχει τη μόρφωση του διαδόχου του). Ο Κυπριανός, ως μοναχός, πήρε την πρώτη βασική μόρφωσή του στο μοναστήρι του Μαχαιρά και στη συνέχεια στο Ελληνομουσείο της  Λευκωσίας  (1768-1771). Σύμφωνα με  τη μαχαιριώτικη παράδοση, στο σχολείο της  Μονής  Μαχαιρά δίδαξε, γύρω  στο 1768, ένας μη κατονομαζόμενος  μαθητής  του Ευγένιου Βούλγαρη. Μεγάλος σταθμός στη ζωή του ήταν η μετάβασή του στη Μολδοβλαχία και η παραμονή του εκεί για μια περίπου εικοσαετία, στο διάστημα 1783-1802, συνοδεύοντας τον ιερομόναχο Χαράλαμπο (Μαχαιριώτη), και αφού πρώτα χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο (1783). Στη Μολδοβλαχία χειροτονήθηκε  πρεσβύτερος και σύμφωνα με βιβλιογραφικές αναφορές που δεν έχουν επιβεβαιωθεί από αρχειακά τεκμήρια, παρακολούθησε στην Ακαδημία του Ιασίου μαθήματα φιλοσοφίας, λογικής, φυσικής, κοσμογραφίας, ψυχολογίας, μαθηματικών, κ.ά., εκτελώντας  παράλληλα και καθήκοντα ιερέως και πνευματικού στην  αυλή του ηγεμόνα και προστάτη του, Μιχαήλ Σούτσου (Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Μαχαιρά, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ο Μάρτυρας της πίστεως και της πατρίδος. Αρχείον κειμένων, Κύπρος 2009, σελ. 34).

Την περίοδο που βρισκόταν ο Κυπριανός στο Ιάσιο, οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αποτελούσαν  ακμαία κυψέλη των ελληνικών  γραμμάτων, υπό την  προστασία των Φαναριωτών ηγεμόνων, αλλά ζούσαν και τις μεγάλες περιπέτειες του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787-1792. Ο Μαχαιριώτης μοναχός, την επαύριον της γαλλικής επανάστασης, ήλθε σε επαφή και με τις νέες  ιδέες, απέκτησε  γερή μόρφωση, είχε την ευκαιρία να μελετήσει σε  σπουδαίες βιβλιοθήκες  και, πιθανότατα, γνώρισε προσωπικά μεγάλες μορφές του νεοελληνικού διαφωτισμού όταν, την ίδια περίοδο, ο Ρήγας  Βελεστινλής  ζούσε ακόμη στο Βουκουρέστι. Σίγουρα, αφού η βασική αποστολή του Κυπριανού στη Μολδοβλαχία, όπως και του μοναχού (αρχιμανδρίτη πια) Χαράλαμπου, ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για τη Μονή της Παναγίας  του Μαχαιρά, ο κατοπινός  Αρχιεπίσκοπος θα ταξίδεψε αρκετά. Υπενθυμίζουμε ότι το Ιάσιο ήταν κοντά τόσο στα σύνορα της αυστριακής επικράτειας, όσο και στη Ρωσία, την Οδησσό και τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Προφανώς για να φτάσει εκεί πέρασε  από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, ενώ στη Μολδοβλαχία σίγουρα γνώρισε και συνδέθηκε και με αρκετούς Αγιορείτες μοναχούς. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή την περίοδο, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, οι πιο πολυταξιδεμένοι Κύπριοι ήταν μοναχοί, κυρίως της Μονής Κύκκου. Οι Κύπριοι καλόγεροι, απεσταλμένοι των  Μονών τους για ζητείες (εξ ου και «ζητειάνοι») κινούνταν με άνεση σε έναν γεωγραφικό χώρο που περιλάμβανε την Κωνσταντινούπολη, τη Βενετία, τη Βλαχομπογδανία, τη Φιλιππούπολη, τις ρωσικές παράλιες  πόλεις, την  ενδοχώρα του Ευξείνου Πόντου και τη Γεωργία, τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη, τη Λάρισα και «την Εύριπο», την Αδριανούπολη και τη Θράκη, την Αίγυπτο, τη Σμύρνη, την Προύσα, την Έφεσο, τη Μυτιλήνη, τη Ρόδο και την Κω, την Αττάλεια, τα Ιεροσόλυμα και τη Συρία, την Άγκυρα, την Καισάρεια και το Ικόνιο. Από εκεί έφερναν στην Κύπρο δωρεές, αφιερώματα και νέες ιδέες και αντιλήψεις, ενώ, ιδιαίτερα στην Ανατολή, στήριζαν τους απομακρυσμένους χριστιανούς στην πατρώα πίστη, μοιράζοντας βιβλία και χάρτινες εικόνες και στην  καραμανλίδικη γραφή. Η Κύπρος και η Εκκλησία της, στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας, παρέμεναν κιβωτοί του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Προσωπογραφία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού ως ιερομονάχου. Φιλοτεχνήθηκε στο Ιάσιο, το 1801. Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Μαχαιρά

 

Επιστρέφοντας στην  Κύπρο το 1802 ο Κυπριανός χειροθετήθηκε σε Οικονόμο, από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, και τα αμέσως επόμενα χρόνια καθιερώθηκε στα εκκλησιαστικά και πολιτικά πράγματα του τόπου. Από το 1804 εγκαταστάθηκε στην Αρχιεπισκοπή με επιθυμία του γηραιού και με κλονισμένη υγεία Χρυσάνθου, και διαδραμάτισε πυροσβεστικό και σωτήριο ρόλο στις εξεγέρσεις του 1804 και του 1806 στην ταραγμένη δεκαετία του 1800, που ολοκληρώθηκε με τον αποκεφαλισμό, τον Μάρτιο του 1809, του δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Ο Κυπριανός επέδειξε τις σπάνιες διοικητικές, διπλωματικές και οργανωτικές ικανότητες που τον χαρακτήριζαν, αναλαμβάνοντας και διεκπεραιώνοντας μεγάλο μέρος των καθηκόντων και εθναρχικών υποχρεώσεων του Χρυσάνθου. Την Άνοιξη του 1810 ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και ο ανιψιός του Κιτίου Χρύσανθο εξορίστηκαν στην Εύβοια όπου, λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1810), ο προκαθήμενος της κυπριακής Εκκλησίας απεβίωσε. Αντικαταστάτης του ήταν ο Κυπριανός. Χειροτονήθηκε επίσκοπος στις 30 Οκτωβρίου 1810 και ενθρονίστηκε στην Αρχιεπισκοπή, από τον Σιναίου Κωνστάντιο.

Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου Αρχιεπισκόπου ήταν η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας. Η ιδρυτική πράξη της Σχολής, τον Ιανουάριο του 1812, συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες γραπτές πηγές του ελληνικού διαφωτισμού στην Κύπρο. Στο βαρυσήμαντο αυτό κείμενο, ανάμεσα σε άλλα, ο Κυπριανός εξηγεί τη σημασία της αγάπης και του χρέους για την υπεράσπιση της πίστης και της πατρίδας: «Θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ πατρίδος είπεν  ένας των επτά της Ελλάδος σοφών, καθ’ ότι οι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζόμενοι, και υπό Θεού στεφανούνται και παρά τοις ανθρώποις εγκωμιάζονται.» Δεν  είναι τυχαίο ότι το ίδιο, γνωστό, ρητό θα χρησιμοποιούσε, ελαφρώς παραλλαγμένο, εννιά χρόνια αργότερα στον τίτλο της πρώτης του επαναστατικης προκήρυξης ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τον  Φεβρουάριο του 1821: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Τόσο η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, από τον Κυπριανό, όσο και το πάθος για την ελευθερία, που όπλισε τον Υψηλάντη και τους άνδρες του, υπήρξαν προϊόντα της ίδιας φιλοπατρίας και επαναστατικής προδιάθεσης και προετοιμασίας.

Η πρώτη σελίδα της Ιδρυτικής Πράξης της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας (του κατοπινού Παγκυπρίου Γυμνασίου), της Πρωτοχρονιάς του 1821. Την υπογράφει, στην τρίτη σελίδα ο Κυπριανός (Μέγας Κώδιξ, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου)

Στην  ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Σχολής του 1812 ο Κυπριανός διαπίστωνε «ότι η ημετέρα πολιτεία της καθ’ ημάς νήσου Κύπρου πάσχει μέγαν αυχμόν  παιδείας, και έλλειψιν  ελληνικών  μαθημάτων, τα οποία είναι το μόνον μέσον οπού στολίζουσι τον ανθρώπινον νουν, και οπού αποκαταστήνουσι τον άνθρωπον άξιον των όντι άνθρωπον». Ώστε «οι παίδες της πολιτείας» να μορφώνονται και να γίνονται «άνδρες  θεοσεβείς, φρόνιμοι, πολιτικοί, χριστοήθεις, δίκαιοι, φιλοπάτριδες, φιλέμποροι, οπού να ημπορούσι να προσπορίζωνται τα συστατικά της ζωής αυτών με τρόπους δικαιοσύνης». Και συνέχιζε, εξηγώντας τον ζήλο του για την ελληνική παιδεία:

Παρώτρυνε δε ημάς εις τούτο το ευσεβές και θέαρεστον έργον, ναι και ο ζήλος της πατρίδος, ως  έφημεν, και το απαραίτητον ημών  χρέος, αλλά και αι εξ αμάξης  λαλούμενοι κατά των Κυπρίων  ημών  αναρίθμητοι εκείναι κατηγορίαι, ων αυτήκοοι πολλάκις  εν  πολλοίς  εγενόμεθα. Καθότι εις όσους περιήλθομεν τόπους και ξένας επαρχίας, άλλο δεν ηκούομεν, παρά μίαν αδιάκοπον ρύμην  κατηγοριών εις τους  Κυπρίους ημάς, ότι τα παραμικρότερα νησία, και αι παραμικρότεραι πολιτείαι, έχουσι κοινά σχολεία συστημένα, και μία περίφημος Κύπρος, ένα κοινόν μουσείον, καν των γραμματικών, δεν είναι άξιοι να συστήσωσι, διά να σπουδάζωσι τα παιδία της πολιτείας  και να ρυθμίζωσι καν την  βάρβαρον γλώσσαν τους. Αλλά πηγαίνεις και βλέπεις μίαν αμάθειαν εις όλους  γενικώς, και εις  ιερωμένους, και εις λαϊκούς.

Ο Κυπριανός είχε ήδη φροντίσει για την ανέγερση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, απέναντι από το κτήριο της Αρχιεπισκοπής, σε «παξέν» που είχε δωρίσει ο μητροπολίτηε Κυρηνείας Ευγένιος στη Μονή Μαχαιρά, και παραχώρησε η Μονή για το σχολείο. Δικαιολόγησε την επιλογή της τοποθεσίας, «όπως η σχολή ευρισκομένη κατά το μέσον της πολιτείας, δέχεται ως εκ περιφερείας εις το κέντρον από όλην την Λευκωσίαν ευκολώτερα όλους τους μαθητάς». [Βλ. μια από τις πρώτες δημοσιεύσεις της ιδρυτικής πράξης της Ελληνικής Σχολής του Κυπριανού, Λοΐζος Φιλίππου, Τα ελληνικά γράμματα εν Κύπρω κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας (1571-1878), Λευκωσία 1930, τόμ. Α’, σσ. 93-97] Διαφωτιστικές λεπτομέρειες για το διδακτικό προσωπικό και το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθημάτων της Ελληνικής Σχολής  Λευκωσίας δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί. Τον Μάρτιο του 1820, πάντως, ο ιερομόναχος Ιλαρίων ο Κύπριος, στη γνωστή επιστολή του από τη Σάμο προς τον Νικόλαο Θησέα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, γράφει [τεύχ. 17 (1 Σεπτεμβρίου 1820), σ.σ. 519-521 ], αναφερόμενος στον Κυπριανό και στη Σχολή της Λευκωσίας:

(…) μόλις ανέβη εις  τον υψηλόν  της αρχιερωσύνηε βαθμόν ο καλός καγαθός ούτος ποιμήν, και πάραυτα ανήγειρε σχολείον Ελληνικόν, διά να διασκεδάση το ζοφερόν σκότος της αμαθείας, το οποίον  ημαύρωνε  τον νουν του εμπιστευθέντος ει αυτόν λογικού ποιμνίου διά της παιδείας την  έλλειψιν  και αφ’ ου εσύστησε διδάσκαλον  με νουν αγαθόν και παιδείαν  Ελληνικήν εστολισμένον, εισήγαγεν εις αυτό και της Ιταλικής και της νέας Μουσικής την διδασκαλίαν.

Η προσφορά και το ενδιαφέρον του Κυπριανού για το ποίμνιό του δεν σταμάτησε εδώ: Ενίσχυσε οικονομικά, το 1819, και τη νεοσύστατη Ελληνική Σχολή Λεμεσού (Βλ. αναλυτικά πιο κάτω), δώρισε σε πολλούς ναούς του νησιού βιβλία, εκκλησιαστικά αντικείμενα και εικόνες. Από τα αντίδωρα στη γενέτειρά του, ξεχωρίζει η γενναιόδωρη συμβολή του στην ανακαίνιση και επέκταση του ιστορικού κεντρικού ναού του Στροβόλου, της Παναγίας  της Χρυσελεούσας, το 1817, η ανέγερση του ναού του Αγίου Γεωργίου, η ίδρυση σχολείου και η υδροδότηση της περιοχής. Η συνολική προσφορά του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού στην  κυπριακή ιστορία έχει αποτιμηθεί επιγραμματικά από τον  καθηγητή Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη (Κυπριακή  Λογιοσύνη, σελ. 178): «Τα σχετικά κείμενα του Αρχιεπισκόπου, ιδίως η ιδρυτική εγκύκλιος της Σχολής της Λευκωσίας, αποτελούν σημαντικότατα μνημεία της ιστορίας της ελληνικής παιδείας στην Κύπρο και απηχούν την αφομοίωση ιδεών του Διαφωτισμού στην πολιτική και κοινωνική σκέψη της ορθόδοξης ιεραρχίας του νησιού Η συνεισφορά του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού επισφραγίστηκε με την υπέρτατη θυσία του στις 9 Ιουλίου 1821, όταν ο προκαθήμενος της Εκκλησίας πορεύτηκε ως κορυφαίος του μαρτυρίου στην εκατόμβη που προκάλεσε η μανία του Οθωμανού κυβερνήτη εξαιτίας της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.»

Η Ελληνική Σχολή Λεμεσού ήταν το πιο σημαντικό εκπαιδευτήριο που εμφανίστηκε κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης στην Κύπρο και επιβεβαιώνει την πνευματική άνοιξη που σημειώθηκε εκείνη την εποχή στο νησί. Και εδώ ο ρόλος του Κυπριανού ήταν καθοριστικός: Όπως έγραφε στους πολίτες της Λεμεσού, τον Αύγουστο του 1819, αναγγέλλοντας τη γενναιόδωρη χρηματική συνδρομή του προς την υπό ίδρυση Σχολή, σε ένα κείμενο που συνέδεε τα αγαθά της παιδείας με την καλλιέργεια του ήθους: «Πολύ χαίρομεν, τέκνα, και υπερχαίρομεν, δι’ ην  εξελέξασθε  αγαθήν  μερίδα· και αντί παντός άλλου προετιμήσατε των υιών σας τον φωτισμόν και την παιδείαν, εξ ης πηγάζει αναμφιβόλως παν αγαθόν.»

Μια ομάδα φωτισμένων  Λεμεσιανών  (Δημήτριος Χαραλαμπίδης, Νικόλαος Φραγκούδης, Λαμπριανός   Χατζηϊωάννου και ιερομόναχος   Ιωαννίκιος) ανέλαβαν  ως έφοροι να συγκεντρώσουν  τις συνδρομές των φιλόμουσων συμπολιτών τους, αλλά και Λευκωσιατών  και Σκαλιωτών εύπορων  κατοίκων, ώστε να λειτουργήσει το σχολείο, που στεγάστηκε στο κτήριο της Μητρόπολης Κιτίου, στη Λεμεσό. Η Λεμεσός ευτύχησε, σε αντίθεση με τη Λευκωσία, στην επιλογή του διευθυντή της Ελληνικής Σχολής. Με τις ευλογίες του Κυπριανού, σχολάρχης Λεμεσού ορίστηκε ο Δημήτριος Θεμιστοκλής (Λεμεσός, 1792 – Λάρνακα, 1848), «φιλέλλην  και φιλόπατρις», κατά τον  Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, κατά γενική ομολογία ένας από τους πιο μορφωμένους Κυπρίους της εποχής του, με  σπουδές κοντά σε σπουδαίους δασκάλους στη Σχολή των  Κυδωνιών και το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, όπου δίδαξε κιόλας, τα μαθηματικά, «μετά καρποφορίας και ζήλου πολλού» από το 1817 μέχρι το κλείσιμο του Γυμνασίου (Σοφοκλής Κ. Οικονόμος, Τα σωζόμενα φιλολογικά συγγράμματα  Κωνσταντίνου πρεσβυτέρου και Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τόμ. Α’, Αθήνα 1871, σελ. κστ’). Η αναγκαστική επιστροφή στη γενέτειρά του, αφού το Φιλολογικό Γυμνάσιο έκλεισε τον Ιούλιο του 1819, λόγω των ταραχών και των «λαϊκών» αντιδράσεων  [βλ. Φίλιππος Ηλιού (μετάφρ. Ιωάννα  Πετροπούλου), Κοινωνικοί  αγώνες και διαφωτισμός: η  περίπτωση  της Σμύρνης, 1819, Αθήνα 1986], ήταν ένα απροσδόκητο δώρο για τους Λεμεσιανούς. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, και για τις αδυναμίες και τις σιωπές της κυπρολογικής βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα, ότι ο πρώτος Κύπριος βιογράφος του, μαθητής και ανεψιός του, Γεώργιος I. Κηπιάδης, αναφέρει (Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών, Αλεξάνδρεια 1888, σελ. 51) ότι ο Θεμιστοκλής εγκατέλειψε τη Σμύρνη εξαιτίας «της βροτολοιγού πανώλους»… Στη Λεμεσό δίδαξε μέχρι το καλοκαίρι του 1821, όταν οι ιουλιανές σφαγές τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Λάρνακα, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί γεννήθηκαν και τα παιδιά του, από τον γάμο του με την περικαλλεστάτην, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, Μαρουδιά Α. Βοντιτσιάνου. Από τους μαθητές του Θεμιστοκλέους, επιφανέστερος αποδείχθηκε ο Νικόλαος I. Σαρίπολος, ο οποίος διετέλεσε οικότροφός του στη Λάρνακα, το 1833. Βέβαια, όπως γράφει ο διαπρεπής Έλληνας νομικός [Αριάδνη Σαριπόλου (επιμ.), Αυτοβιογραφικά  Απομνημονεύματα  Νικολάου I. Σαριπόλου, Αθήνα 1889, σελ. 15] είχε ήδη διδαχθεί στα χρόνια της φυγής της οικογένειάς του στην Τεργέστη όσα άκουε από τον Δ. Θεμιστοκλή στη Λάρνακα…

Μια από τις άμεσες συνέπειες της έλευσης του Δ. Θεμιστοκλέους στη Λεμεσό, το καλοκαίρι του 1819, και την ίδρυσην της  Ελληνικής  Σχολής, ήταν η εγγραφή στην ίδια πόλη δέκα συνδρομητών στο περιοδικό «Ερμής ο Λόγιος», στο κορυφαίο προεπαναστατικό περιοδικό – κύριο έντυπο του νεοελληνικού διαφωτισμού. Είναι ένας αριθμός συνδρομών σε κυπριακή πόλη, σε ελληνικό φιλολογικό περιοδικό, που θα ζήλευαν πολλά σύγχρονα έντυπα… Στο περιοδικό, που εκδιδόταν  στη Βιέννη από φίλους του Αδαμάντιου Κοραή, δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1820 μια επιστολή του      «Ιλαρίωνος ιερ. (ομονάχου) του Κυπρίου» προς τον Νικόλαο Θησέα, που ανήγγελλε «εις το πανελλήνιον» την  ίδρυση του σχολείου της Λεμεσού, «διά να μάθωσιν οι φίλοι της Ελλάδος ότι ουδέ οι Κύπριοι ηξίωσαν να μείνωσιν  ασυντελείς εις τον καλόν περί παιδείας του ελληνικού γένους αγώνα». Και συνέχιζε ο επιστολογράφος (Ιλαρίων Ιερ. ο Κύπριος προς Νικόλαο Θησέα, Σάμος, 25 Μαρτίου 1820, Ερμής ο Λόγιος, τόμ. Ι΄, τεύχ. 17 (1 Σεπτεμβρίου 1820), σς. 519-521):

Η τάξις  των  μαθημάτων έγινε κατά μίμησιν του Φιλολογικού της Σμύρνης Σχολείου. Διδάσκαλος  εκαλέσθη νέος πεπαιδευμένος και φιλάρετος, ο συμμαθητής μου και συμπατριώτης  μας Δημήτριος  Θεμιστοκλής, μαθητεύσας  πρώτον εις των Κυδωνιών το Σχολείον, και έπειτα εις την φιλολογικήν  της  Σμύρνης σχολήν, όπου τελειώσας  θαυμάσια των μαθημάτων του την σειράν, εδίδαξε  προς καιρόν  τα μαθηματικά. Τώρα αγωνίζεται τον καλόν  αγώνα εις  καλλιέργησιν της  εμπιστευθείσης εις αυτόν  φυτείαν, διά να δείξη γρήγορα τους αγαθούς της καρπούε προς τέρψιν  των  σοφών  του διδασκάλων, και χαράν των ομογενών μας. (…) Οι φίλοι της παιδεύσεως του γένους κρίνουσιν αξίους κοινής  ευγνωμοσύνης  τους όσοι λόγω ή έργω βοηθούσι τον φωτισμόν της πατρίδος.

Οι «αγαθοί καρποί» της Ελληνικής Σχολής της Λεμεσού φάνηκε να πνίγονται στο αίμα και στη φρίκη των σφαγών του Ιουλίου του 1821. Όμως ο σπόρος που πρόλαβε να ριχτεί θα καρποφορούσε. Παρά τη διακοπή της λειτουργίας της Σχολής, από το 1821, το εκπαιδευτήριο της Λεμεσού (όπως και της  Λευκωσίας) επαναλειτούργησε στη δεκαετία του 1830, και το 1870 θα έμπαινε στην οδό της  αναδημιουργίας και στην πιο χρυσή του εποχή, με διευθυντή τον Ανδρέα Θεμιστοκλέους, γιο του Δημητρίου που συνέχισε το πατρικό έργο και αναδείχθηκε ως η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της κυπριακής εκπαίδευσης στην Αγγλοκρατία, πρωτοπόρος, πρωταγωνιστής και σύμβολο του ενωτικού κινήματος. Ευτύχησε πριν  πεθάνει, να δει την Ελληνική Σχολή Λεμεσού να αναγνωρίζεται από το ελληνικό υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως πλήρες Γυμνάσιο, το 1915-1916, και ενώ είχε ήδη παραδώσει τη γυμνασιαρχία στον  επί θυγατρί γαμπρό του, Αργυρό Δρουσιώτη (διηύθυνε το σχολείο μέχρι το 1940). Όπως και το Παγκύπριο Γυμνάσιο που διαδέχθηκε την  Ελληνική Σχολή της κυπριακής πρωτεύουσας το 1893, έτσι και η Ελληνική Σχολή Λεμεσού (το κατοπινό Λανίτειο) απέδωσαν, τελικώς, πλούσιους καρπούς: αυτούς του φωτισμού, της παιδείας και της  φιλοπατρίας σε ένα σκλαβωμένο νησί, όπως τους είχε οραματιστεί ο Αρχιεπίσκοπος  Κυπριανός το 1812-1819.

Μερική άποψη της πρόσοψης του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία. Κτίστηκε στη θέση της Ελληνικής Σχολής που ανήγειρε ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, το 1812.

 

Κύπριοι στη Σχολή των Κυδωνιών και στη Σμύρνη

 Είναι γνωστό ότι στη Σχολή των  Κυδωνιών, την εποχή της ακμής της, στη δεκαετία του 1810, σπούδασαν δύο τουλάχιστον Κύπριοι: ο Δημήτριος Θεμιστοκλής (1792-1848) και ο κατόπιν  μητροπολίτης Μεσημβρίας Σαμουήλ (1782-1855). Επίσης είναι γνωστό ότι, λίγα χρόνια προηγουμένως, σίγουρα πριν από το 1808 όταν υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Τεργέστη, είχε  σπουδάσει εκεί και ο Νικόλαος Θησεύς. Ίσως, κατά τον Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη (Κυπριακή Λογιοσύνη, σ.σ. 258-259) καί ο Αντώνιος Τεϊρμεντζόγλου στο διάστημα 1811-1814.

Μελετώντας, όσο γίνεται συστηματικά, τους καταλόγους συνδρομητών των ελληνικών βιβλίων της δεκαετίας του 1810, εντόπισα σε επτά βιβλία και άλλους Κύπριους κληρικούς και λαϊκούς μαθήτες της Σχολής των Κυδωνιών και της Σμύρνης [Βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου, «Νεότερα στοιχεία για τους Κύπριους σπουδαστές των Σχολών των Κυδωνιών και της Σμύρνης στην προεπαναστατική περίοδο (1815-1820)», περ. Μικροφιλολογικά, 47 (Άνοιξη 2020), σ.σ. 11-15]. Πρόκειται, συνολικά για τους εξής:

Δημήτριος Γεωργίου ή  Γεωργιάδης ή  Θεμιστοκλής, συνδρομητής και στα επτά βιβλία (1815, 1816, 1818, 1819 και 1820), στα τέσσερα πρώτα ως μαθητής της Σχολής Κυδωνιών, στο πέμπτο ως μαθητής του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης και στα δύο τελευταία (του Σχολάρχη του Φιλολογικού Γυμνασίου, Κ. Κούμα) ανάμεσα στους συνδρομητές της Σμύρνης. Ο κατοπινός πρώτος διευθυντής της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού ήταν ο μόνος που επέμενε  να δηλώνει (σε τέσσερα βιβλία) όχι μόνο το νησί του, αλλά και την πόλη του (εκ Λεμεσσού ή εκ Λεμισσού).

Ανδρέας X. Δαβίδ, συνδρομητής σε δύο βιβλία (1818 και 1820). Δεν  αναφέρεται ρητά ότι σπούδαζε  στο Γυμνάσιο Σμύρνης, όμως καταγράφεται με τους άλλους συμπατριώτες του μαθητές του Γυμνασίου. Δεν  πρόκειται για τον επιφανή δημογέροντα της Λεμεσού, Ανδρέα Δαβίδ Πτολεμαίο, συνιδρυτή και συνδρομητή της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού, ο οποίος καρατομήθηκε στις 10 Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία. Προφανώς είναι ο κατοπινός συμβολαιογράφος στη Σύρο για τον οποίο έδειξε ο Γεώργιος Σ. Φραγκούδης (Ιστορία  και γενεαλογία της μεγάλης κυπριακής οικογένειας Φραγκούδη και των συγγενικών οικογενειών, Αθήνα 1939, σ.σ. 63-66) ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο από τον σφαγιασθέντα του 1821. Για αυτό εξάλλου, θεωρώ ότι υπογράφει προσθέτοντας και το πατρώνυμο (X). Εντοπίζουμε την πολιτογράφησή του, χωρίς το πατρώνυμο πια, στο Δημοτολόγιο της Ερμούπολης, το 1834. Ήταν τότε 31 ετών, και καταγράφεται ότι είχε γεννηθεί στην  Κύπρο. Εξελίχθηκε σε έναν από τους πρώτους και σημαντικότερους συμβολαιογράφους της Σύρου, στις απαρχές του ελληνικού κράτους.  

Ιλαρίων (Πασχάλη) ιεροδιάκονος, συνδρομητής και στα επτά βιβλία, στα τέσσερα πρώτα ως μαθητής της Σχολής Κυδωνιών, στο πέμπτο ως μαθητής του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης και στα δύο τελευταία ανάμεσα στους συνδρομητές της Σμύρνης. Είναι, αναμφίβολα, ο «Ιλαρίων Ιερ. ο Κύπριος», ο συντάκτης της επιστολής από τη Σάμο στις 25 Μαρτίου 1820, «Προς τον  Λόγιον  κύριον  Νικόλαον  Θησέα», που δημοσιεύθηκε στον «Λόγιο Ερμή» το 1820, όπου επαινεί και τον συμμαθητή του, Δ. Θεμιστοκλή, πρώτο διδάσκαλο της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού, και στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Το πατρώνυμο Πασχάλη μας επέτρεψε την ταύτιση με τον αρχιμανδρίτη Ιλαρίωνα Πασχαλίδη, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1821 υπογράφει μαζί με άλλους Κύπριους φυγάδες τη γνωστή διακήρυξη «των εν  Ευρώπη διασωθέντων Κυπρίων». Στη συνέχεια ήταν  εφημέριος, μέχρι το τέλος του 1840 όταν απεβίωσε, της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Άμστερνταμ, όπου ανέπτυξε  πλούσια εκκλησιαστική, εκπαιδευτική και εθνική δράση, όπως αναλύω σε ειδική υπό έκδοση μελέτη. Μεταθανατίως, τμήμα της βιβλιοθήκης του κατέληξε ως δωρεά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας. Ο Ιλαρίων είχε δύο αδέλφια, τον Σέργιο και τον Δημήτριο, αγωνιστή στην επανάσταση του 1821. Ο Σέργιος ήταν  παππούς του μεγάλου πολιτευτή της Λευκωσίας κατά τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας, Πασχάλη Κωνσταντινίδη, και του φιλόλογου Ευστάθιου Κωνσταντινίδη, και προπάππος του νομικού Νεοπτόλεμου Πασχάλη [Βλ. «Μηλιά Κωνσταντινίδου», εφημ. Κύπριος (Λευκωσία), 31 Δεκεμβρίου 1905. Ευχαριστώ  τον  φίλο ιστορικό ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα για την υπόδειξη της νεκρολογίας της Κωνσταντινίδου].

Ιωαννίκιος ιεροδιάκονος, συνδρομητής σε πέντε βιβλία (έτη 1815, 1816, 1818, 1819 και 1820), ως  μαθητήε στις Κυδωνίες για τα τρία πρώτα και στους καταλόγους της Σμύρνης, για τα υπόλοιπα δύο. Όπως υποστηρίζω σε ανακοίνωσή μου («Κύπριοι κληρικοί στη Μακεδονία και στο Άγιον  Όρος, 1800-1830») σε πρόσφατο συνέδριο (Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2021), πρόκειται, πιθανότατα, για τον  κατοπινό αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο Βατοπαιδινό, από τον Πεδουλά. Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης ο Ιωαννίκιος διετέλεσε αρχιγραμματέας της Ιεράς  Κοινότητας, στις  Καρυές, και αρκετά χρόνια αργότερα ήταν «πρωτεπίτροπος», δηλαδή πρωτεπιστάτης της Αθωνικής  πολιτείας. Για πολλά χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1854, ήταν επόπτης των  βατοπαιδινών  κτημάτων  στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. (Για τη θητεία του εκεί, βλ. την πλούσια αλληλογραφία του, π. Δημήτριος Στρατής, Αρχειακά έγγραφα Ιωαννικίου Βατοπαιδινού του Κυπρίου (±1871), Ιερά Μεγίστη Μονή   Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2005.) Μετά την  επιστροφή του στο Άγιον Όρος δώρισε  χρήματα για την  αγιογράφηση και κτηριακό εξωραϊσμό της Μονής Βατοπαιδίου, όπως υποδεικνύει και μια καλογραφημένη αφιερωματική επιγραφή του 1858, στο ιστορημένο προστώο, στην είσοδο της  Μονής, για τον «κτήτορα και φιλοΐστορα» «Ιωαννίκιο (…) ιθαγενή της Κύπρου»… Παράλληλα, ο Ιωαννίκιος  δώρισε  χρήματα και βιβλία για την Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, επιδεικνύοντας το ενδιαφέρον του για την παιδεία του νησιού, στην περίοδο της νέας εκπαιδευτικής αναδημιουργίας, υπό τον Μακάριο Α’, ενώ απέστειλε αφιερώματα και στον ναό του Τιμίου Σταυρού, στη γενέτειρά του, τον Πεδουλά.

Ιωαννίκιος, έξαρχος του Αγ. Κύπρου (Κυπριανού), συνδρομητής  σε  ένα βιβλίο (1816), ως  μαθητής  της  Σχολής Κυδωνιών. Πρόκειται για τον κατοπινό (1840-1849) Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωαννίκιο. Δεν  ήταν γνωστό ότι πέρασε από τη Σχολή των Κυδωνιών, υποθέτουμε  ότι υπήρξε μαθητής για διάστημα μερικών  μηνών. Κατά το 1821 διέφυγε των  ιουλιανών σφαγών και κατέληξε στην Ευρώπη, όπου έζησε για αρκετά χρόνια. Τον Δεκέμβριο του 1821 ήταν ανάμεσα στους Κύπριους φυγάδες που υπέγραψαν τη διακήρυξη «των εν Ευρώπη διασωθέντων Κυπρίων».

Σαμουήλ ιεροδιάκονος, συνδρομητής σε τρία βιβλία (έτη 1816 και 1819) ως μαθητής της Σχολής Κυδωνιών, όπου γνωρίζουμε ότι σπούδαζε από το 1811 «για οκτώ  περίπου έτη». Όπως  αναφέρθηκε, πρόκειται για τον κατόπιν Μεσημβρίας Σαμουήλ (1782-1855), μαθητή στις Κυδωνίες των Γρηγόριου Σαράφη, Βενιαμίν ΛέσΒιου και Θεόφιλου Καΐρη, Σχολάρχη της Μεγάλης του Γένους Σχολής για τρεις περιόδους (1820-1830, 1836-1844 και 1845-1846) και σπουδαίο εκκλησιαστικό λόγιο του 19ου     αιώνα. (Βλ. την αυτοβιογραφία του στο Μανουήλ Ι. Γεδεών, Χρονικά της Πατριαρχικής Ακαδημίας Ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής, 1454-1830, Κωνσταντινούπολις 1883, σ.σ 194-199).

 

Θεωρώ ότι ο σημαντικός για τις μέχρι τώρα γνώσεις μας και τα δεδομένα της εποχής αριθμός των  Κυπρίων μαθητών στην  Αιολίδα κατά το 1815-1820 οφείλεται κατά κύριο λόγο στον  άνεμο αναδημιουργίας και την εκπαιδευτική άνοιξη που έφερε η άνοδος του Κυπριανού στον  αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου, αλλά και η λειτουργία της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας. Οι συγκεκριμένοι Κύπριοι σπουδαστές είναι βέβαιο ότι είχαν αφουγκραστεί τα επαναστατικά μηνύματα της εποχής. Εξάλλου είχαν, οι πέντε  από αυτούς, ανάμεσα σε άλλους σπουδαίους δασκάλους, και τον Θεόφιλο Καΐρη, φλογερό επαναστάτη του 1821, ασχέτως εάν στην περίπτωση του Δ. Θεμιστοκλέους οι Κύπριοι βιογράφοι του το αποσιώπησαν (Βλ. κυρίως, Γ. I. Κηπιάδης, Απομνημονεύματα, σσ. 50-54), προφανώς λόγω της  μεταγενέστερης καταδίκης ως αιρετικού, του «θεοσοφιστή» Ανδριώτη διαφωτιστή. Όπως αναφέρθηκε ήδη, δύο από αυτούς, ο Ιλαρίων Πα- σχαλίδης και ο Ιωαννίκιος Βατοπαιδινός, είναι ανάμεσα στους δωρητές της Βιβλιοθήκης της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας. Ο Ιλαρίων, επίσης, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο, τον  έξαρχο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, συνυπέγραψαν τη διακήρυξη των Κυπρίων φυγάδων, και την  καταγγελία των τουρκικών σφαγών, τον Δεκέμβριο του 1821, κάνοντας έκκληση στις Κυβερνήσεις των  χριστιανικών λαών της Ευρώπης να βοηθήσουν τον αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου. Σε  μια παράγραφο της διακήρυξης, τονιζόταν ότι οι τραγικές σκηνές του Ιουλίου του 1821 είχαν  ισχυροποιήσει ηθικά τους εθνικούς πόθους των νησιωτών, κοινούς με τους «λοιπούς αδελφούς  ημών Έλληνας» (I. Κ. Περιστιάνης, Γενική  Ιστορία  της νήσου Κύπρου. Από των  αρχαιοτάτων  χρόνων  μέχρι της αγγλικής κατοχής, Λευκωσία 1910, σσ. 779-781﮲ Ιερά Μονή Μαχαιρά, Αρχείον κειμένων, σελ. 378).

Τα παραπάνω νέα στοιχεία μάς βοήθησαν να εντοπίσουμε τέσσερις Κύπριους ανάμεσα στους 15 Έλληνες σπουδαστές της Σχολής Κυδωνιών που υπέγραψαν μαζί με τον  Ambroise Firmin Didot (ο οποίος τότε ακριβώς υιοθέτησε το όνομα Ανάχαρσις), την «ογδόη Ελαφηβολιώνος» του 1817, το γνωστό «Ψήφισμα» με το οποίο αποκήρυτταν την «χύδην και αγοραίαν  (φωνήν)», ως  πάντη ανοίκειον ημίν τοις των Ελλήνων εκείνων απογόνοις» και αποφάσισαν  «ηνίκ’ αν  συνώμεν, ελληνιστί πάντας ημάς συνδιαλέγεσθαι καταναγκάζειν». [Βλ. την πρώτη δημοσίευση στο ανυπόγραφο βιβλίο (του Ambroise Firmin Didot), Notes dun voyage fait dans le Levant en 1816 et 1817, Παρίσι χ.χ. (1826), σελ. 386], Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό κείμενο, τόσο για τη στροφή προς την αρχαιότητα και τον  εθνικό προσδιορισμό στις παραμονές της επανάστασης όσο και ως προς το γλωσσικό ζήτημα. Το κείμενο υπέγραψαν  με τα δυο τους ονόματα, το χριστιανικό και το αρχαιοελληνικό που υιοθέτησαν, και οι Κύπριοι σπουδαστές Ιωαννίκιοε – Αριστείδης, Δπμήτριος – Θεμιστοκλής, Σαμουήλ  – Νικίας  και Ιλαρίων – Ξενοφών. Γνωρίζαμε ότι ο Σαμουήλ (ο κατόπιν  Μεσημβρίας) ήταν  ο «Νικίας» του Ψηφίσματος των  Κυδωνιών και ότι ο Δημήτριος υιοθέτησε οριστικά το επίθετο Θεμιστοκλής στις  Κυδωνίες [Χρυσόστομοε Παπαδόπουλοε, Η Εκκλησία Κύπρου επί Τουρκοκρατίας (1571-1878), Αθήνα 1929, σελ. 108], καθώς μέχρι τότε υπέγραφε ως Γεωργίου ή Γεωργιάδης  ή Σκαραμπέος. Οι άλλοι δύο δεν  είχαν ταυτιστεί μέχρι το άρθρο μας. Στο «Ψήφισμα» αναφέρονται και οι τότε  σχολαρχούντες  «του Ελληνομουσείου Κυδωνιών», οι Θεόφιλος (Καΐρης), Γρηγόριος (Σαράφης) και Ευστράτιος (Πέτρου ή Πετρίδης). Πέρα από το «Ψήφισμα», που η οριστική υιοθέτηση του επιθέτου από τον  Θεμιστοκλή δείχνει τη σοβαρότητα της δέσμευσης, οι μαθητές της Σχολής Κυδωνιών εκείνη την  περίοδο διδάχθηκαν και ανέβασαν και οι ίδιοι την «Εκάβη» του Ευριπίδη και τον «Φιλοκτήτη» αλλά, ριψοκινδυνεύοντας αρκετά, και τους «Πέρσες» του Αισχύλου. Παράλληλα, όπως καταγράφει ένας  άλλος Γάλλος φιλέλληνας, ο  διπλωμάτης κόμης  Marcellus,  μαζί με τους στίχους του  Αισχύλου («ω  παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας  (…)»),  έψαλλαν  και  τον  θούριο  του Ρήγα (Βλ. Γεώργιος Σακκάρης, Ιστορία  των  Κυδωνιών, Αθήνα 1920, σ.σ  70-72  Αξίζει  να  προστεθεί  ότι ο Σακκάρης, που είχε  γεννηθεί στις Κυδωνίες, υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης στο Παγκύπριο Γυμνάσιο για ένα χρόνο, κατά το 1914-1915).

Του Πέτρου Παπαπολυβίου

 

Δημοσιεύτηκε στον πρώτο αφιερωματικό τεύχος της εφημερίδας «ο Φιλελεύθερος» με τίτλο «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Το τίμημα και η συμβολή της Κύπρου», Χορηγός: C.A. Papaellinas, σ. 9-16.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post