Πανηγυρικός λόγος του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου για την 25η Μαρτίου 1821
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25Η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821
Εκφωνήθηκε στον καθεδρικό Ναό Αγ. Θεοδώρου Πάφου,
κατά την επίσημη Δοξολογία στις 25.3.2021
Με ύμνους διθυραμβικούς και με εθνικούς παιάνες, οι υμνητές της σημερινής μεγάλης ημέρας του Ελληνισμού, επιχειρούν, εδώ και διακόσια χρόνια, να εκθειάσουν το υπερφυές προγονικό μεγαλούργημα. Μα δεν είναι εύκολη υπόθεση κάτι τέτοιο.
Ο Ισοκράτης επισημαίνει, από την αρχαιότητα, ότι «τα μικρά των πραγμάτων ράδιον τοις λόγοις αυξήσαι, τοις δ’υπερβάλλουσι των έργων, και τω μεγέθει και τω κάλλει, χαλεπόν εξισώσαι τους επαίνους». Τα μικρά γεγονότα μπορείς, επαινώντας τα με τα λόγια, να αυξήσεις τη φήμη τους. Όχι όμως τα μεγάλα και τα μέγιστα, τα οποία δεν μπορούν οι έπαινοι ούτε καν επάξια να περιγράψουν. Κι ένας μεγάλος αγώνας, αδιανόητος για πολλούς άλλους λαούς στην εποχή που διεξήχθη, ένας αγώνας που άλλαξε τον ρουν των Ευρωπαϊκών πραγμάτων, με το να θέσει επί τάπητος το δικαίωμα των εθνοτήτων για αυτοδιάθεση και ελευθερία, και την ισχυρή αμφισβήτηση της Ιεράς Συμμαχίας, ένας αγώνας που στοίχισε τη ζωή στο 1/3 του πληθυσμού των περιοχών που ελευθερώθηκαν, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας βέβαιον ότι είναι αδύνατον να αντικρυσθεί επάξια με λόγους.
Διακόσια χρόνια από την ανεπανάληπτη εκείνη ημέρα, ο χρόνος, ο αυστηρότερος κριτής όλων των πραγμάτων, εξέδωσε την ετυμηγορία του για την ημέρα αυτή. Γι’αυτό και από κάθε γωνιά της, Ελληνικής πατρίδας, καθώς και από τα πέρατα της υφηλίου, χαιρετίζουν με συγκίνηση την ανατολή της 25ης Μαρτίου, της ημέρας της Ελληνικής ελευθερίας, τα εκατομμύρια της φυλής εκείνης, που για τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια προσέβλεψε στο ιδεώδες της ελευθερίας με ειδωλολατρική αφοσίωση .
Διακόσια ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται, σήμερα, από την ημέρα εκείνη, που ένας από τους πολλούς δαδούχους του έθνους, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, κηρύσσοντας, από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, Ευαγγέλια ελευθερίας, στα τέκνα της Ελλάδος, εξαπέλυε τους κεραυνούς της εθνικής εκδίκησης πάνω στα κεφάλια των τυράννων. Άγγελος θεόπεμπτος κι εκείνος, όπως τον «Άγγελον πρωτοστάτην», που κατά την ίδια ημερομηνία, 1821 χρόνια πιο πριν, είχε σταλεί στη Ναζαρέτ, μπήκε στη δουλωμένη ατμόσφαιρα της Ελληνικής γης φέροντας μήνυμα ελευθερίας. Ήταν καιρός πια…
Αιώνες πολλοί προετοίμαζαν την ημέρα αυτή. Πριν καλά- καλά κοπάσει το κονταροκτύπημα πάνω στα τείχη της Βασιλεύουσας, πριν σβήσει η ηχώ των οιμωγών, ο Ελληνισμός, με ολοπόρφυρα τα μάτια ακόμα, προδιέγραφε στόχους και κατευθυντήριες γραμμές για μελλοντική εξόρμηση. Κι έφτασε, ύστερα από τέσσερις αιώνες ανείπωτης συμφοράς, στο ξέφωτο της 25ης Μαρτίου 1821.
Η 25η Μαρτίου βρίσκεται στην πιο ψηλή κορυφή της Ιστορίας μας. Εκεί που ο αέρας είναι αμβροσία. Απ’ εκεί μπορούμε να αγναντέψουμε την πορεία της φυλής μας μέσα στα περασμένα. Να δούμε απ’ εκεί τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα. Να χαιρετίσουμε απ’ εκεί τον Αισχύλο, τον Ηράκλειο, τον Παλαιολόγο, χωρίς να νιώθουμε μειονεκτικά, χωρίς να μας ταπεινώνει ο μεγάλος και ιερός ίσκιος τους. Διότι όπως και τότε, έτσι και τώρα, περισσότερο τώρα, το έθνος δεν συζήτησε ούτε διαπραγματεύτηκε την ελευθερία του. Και προτίμησε αντί ζωής χωρίς ελευθερία, τον θάνατο.
Οι Έλληνες ριγμένοι, από την αρχή της Ιστορίας τους, πάνω σ’ ένα γυμνό και θαλασσόδαρτο βράχο, ολιγάριθμοι, στο κέντρο ενός κυκεώνα ιδεών και λαών, με σύντροφο παντοτινό την φτώχεια, πάλεψαν με τον βράχο και τη θάλασσα, μ’ επίβουλους γείτονες και πλήθος επιδρομέων. Αγωνιστές στον πόλεμο και στην ειρήνη, ταύτισαν το όνομά τους με τη μάχη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία και έδωσαν, θεωρητικά και πρακτικά, προβάδισμα στο πνεύμα κι όχι στην ύλη. Γι’αυτό κι ό,τι γενναίο και υψηλό δημιούργησαν, σε οποιαδήποτε περίοδο της Ιστορίας τους, δεν υπήρξε ψυχική έκρηξη μιας στιγμής, αλλ’ ήταν η συνεχής έκφραση του εσωτερικού ψυχικού τους κόσμου. Ενός κόσμου που εξέφραζε την επιγραμματική διατύπωση του Θουκυδίδη, στον Επιτάφιο του Περικλέους, «εύδαιμον το ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον».
Έτσι κι η επανάσταση του 1821. Δεν ήταν ούτε πράξη της στιγμής, ούτε ένα απλό κίνημα απόκτησης της ελευθερίας ενός υπόδουλου λαού, που συναντά κανείς συχνά στην Ιστορία των λαών. Για τους Έλληνες πρόβαλλε η ανάγκη της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου, ελευθερίας της σκέψης και των ενεργειών του, ελευθερίας της συνείδησης και πίστης σε ορισμένα απαρασάλευτα ιδανικά και αρχές που εδημιούργησε το παρελθόν και η Ιστορική παράδοση. Εκείνοι που είχαν πατρίδα τη μητέρα του πνεύματος θεωρούσαν ύψιστη υποχρέωσή τους τον αγώνα μέχρι θανάτου για την επικράτηση του πνεύματος στον κόσμο.
Δύο ήταν τα κύρια κίνητρα εκείνου του αγώνα της παλιγγενεσίας: Ήταν πρώτα η βαθιά θρησκευτική πίστη των Ελλήνων, η μετουσίωση του χριστιανικού πνεύματος της θυσίας και της εγκαρτέρησης σε πράξη. Πολλές φορές το έθνος ταύτισε την ιστορική του πορεία με τη μαρτυρική επίγεια ζωή του Χριστού. Γι’αυτό και πάντα πίστευε ότι πίσω από τη σταύρωση υπάρχει και η ανάσταση. Η Ορθόδοξη πίστη των Ελλήνων ήταν κάτι παραπάνω από θρησκευτικό δόγμα. Ήταν το πνευματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκινείτο ολόκληρος ο κόσμος τους· μια ακένωτη πηγή θάρρους και ψυχικής δύναμης για τους αγωνιστές της ελευθερίας.
Ήταν ύστερα και το ένδοξο προγονικό παρελθόν που οιστρηλάτησε τον αγώνα για ελευθερία. Οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι και οι 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, είχαν θέσει στερεά το αξιολογικό υπόβαθρο της φυλής. Κι ήταν αδύνατο οι Έλληνες να κωφεύσουν τώρα στη φωνή της Ιστορικής ευθύνης τους. Γι’αυτό , αφού δεν είχαν άλλη επιλογή, θυμήθηκαν τους προγόνους τους. Υπερασπίστηκαν τις ανθρώπινες αξίες και τα ανθρώπινα ιδανικά σε νέες Σαλαμίνες και νέους Μαραθώνες. Στο Χάνι της Γραβιάς, στο Μεσολόγγι, στην Αλαμάνα, στα Δερβενάκια.
Πρωτοπόρος στον αγώνα του 1821, όσο και στα πάμπολλα κινήματα που είχαν προηγηθεί, βρέθηκε πάντοτε η Εκκλησία. Μέσα στους φοβερούς και ασέληνους αιώνες της δουλείας, αυτή στάθηκε το πνευματικό και εθνικό κέντρο της μαρτυρικής φυλής. Το ράσο έγινε, σε πολλές κρίσιμες ώρες, η εθνική σημαία της Ελλάδος. Χωρίς την Εκκλησία και την αδιάκοπη λειτουργική ζωή, χωρίς το κρυφό Σχολειό και τον παπά-δάσκαλο, δεν θα υπήρχε το ’21. Ήταν η Εκκλησία η οποία έριξε τον λαϊκό επαναστατικό χείμαρρο στη σωτήρια κοίτη του.
Με ποταμούς αιμάτων, ο επικός εκείνος αγώνας έδωσε τα πρώτα αποτελέσματά του: Η ελευθερία επανήλθε, έστω και σε μικρό μέρος της Ελληνικής γης. Δεν ήταν τούτο μικρό επίτευγμα. Διατηρήθηκε το ελληνικό έθνος, που κινδύνευε τότε με αφανισμό, ως συγκροτημένο πια κράτος, με κύριο μέλημά του να διασώσει την παλιά του παράδοση, να συνεχίσει τον ελληνικό πολιτισμό και να πετύχει την εδαφική ολοκλήρωσή του. Ταυτόχρονα οδήγησε στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και από άλλους λαούς της Βαλκανικής, περιορίζοντας έτσι την τουρκική κυριαρχία σε έκταση.
Η πιο μεγάλη συνεισφορά της Ελληνική επανάστασης, όμως, στην πολιτική ζωή της Ευρώπης υπήρξε άλλη. Ήταν η κατάρριψη των αρχών της Ιεράς Συμμαχίας και η δημιουργία νέων πολιτικών ηθών, κυρίως δε της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Συνεπώς, η ελληνική επανάσταση του 1821 πέραν του ότι υπήρξε γεγονός τεράστιας εθνικής σημασίας από ελληνικής πλευράς, υπήρξε ταυτόχρονα και γεγονός παγκόσμιας σημασίας, αφού έτρεψε προς άλλη κατεύθυνση την πολιτική πορεία της Ευρώπης.
Εύλογα λοιπόν, σήμερα, οι απανταχού της γης Έλληνες πανηγυρίζουν για τη διακοσιοστή επέτειο της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα τους.
Η φετινή μεγάλη επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη του αγώνα της παλιγγενεσίας πρέπει να αποτελεί για μας κι ένα μάθημα αυτογνωσίας. Μάθημα περισυλλλογής και μνήμης, συναγωγής συμπερασμάτων από την πορεία του αγώνα και τις αντιξοότητες που παρουσιάστηκαν στον δρόμο του. Κύριο μήνυμά του: Το έθνος να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και να μην παραμελεί την στρατιωτική ετοιμότητά του.
Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης έλεγε στον γιο του Αλέξανδρο να μη λησμονεί ποτέ ότι «οι Έλληνες μόνον εις εαυτούς πρέπει να στηρίζωνται όπως γίνωσιν ελεύθεροι». Είναι το ίδιο που είπε, ως απόσταγμα ζωής, και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Είδα τότε ότι ό,τι θα κάμωμεν θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχομε καμιά ελπίδα από τους ξένους». Και πράγματι! Ένα έθνος, στους ιστορικούς του αγώνες για την επιβίωσή του, δεν πρέπει να επαφίεται σε ελπίδες για ξένη βοήθεια. Πάντοτε ο ξένος βοηθά πρώτιστα τον εαυτό του· και σε οποιαδήποτε στιγμή, αν το συμφέρον του κλίνει αλλού, δεν θα διστάσει να αποσυρθεί. Αγωνίζεται κανείς καλά, όταν βασίζεται μόνο στον εαυτό του.
Έτσι και στην περίπτωση του αγώνα της παλιγγενεσίας. Παρόλο που βρέθηκαν κάποιοι φιλέλληνες, μαγευμένοι κυρίως από την αρχαία Ελλάδα, που ενίσχυσαν την προσπάθεια της απελευθέρωσης, καμιά οργανωμένη βοήθεια από ξένους δεν παρουσιάστηκε. Το έργο ήταν έργο των Ελλήνων. Μπροστά στους τάφους όσων θυσιάστηκαν κλίνουμε σήμερα ευλαβικά τα γόνατα και σκορπίζουμε τα δαφνόφυλλα της τιμής και τις μυρσίνες της ευγνωμοσύνης και του θαυμασμού μας.
Το μεγάλο μήνυμα που πέρασε την άνοιξη του 1821, πάνω από τις ελληνικές θάλασσες, δεν άφησε ασυγκίνητη την Κύπρο. Δεν άφησε αδιάφορη καμιάν ελληνική καρδιά, όπου και αν βρισκόταν. Οι φλόγες της ελευθερίας που άναψαν πρώτα στον Μωριά, θρεμμένες με αίμα ηρώων και μαρτύρων, χοροπήδησαν και χύθηκαν ασυγκράτητες μέχρι τα πιο μακρινά ελληνικά βουνά και τις πιο μακρινές ελληνικές θάλασσες και συνήγειραν τους πανέλληνες.
Έτσι ακριβώς δέχτηκε, τότε, και η Κύπρος το μεγάλο μήνυμα. Με την ψυχή όρθια και την καρδιά ξέχειλη από ενθουσιασμό και συγκίνηση. Προπαρασκευασμένη κατάλληλα από την αδιάκοπη επαφή με την ελληνική μητρόπολη, κατηχημένη από τα μυστικά διδάγματα των Φιλικών, μα πιο πολύ οδηγημένη από το δικό της βαθύ εθνικό αίσθημα, διαδήλωσε από την πρώτη στιγμή την αλληλεγγύη της προς τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα και την πίστη της για τη βέβαιη ανάσταση του γένους. Είναι πολλοί οι Κύπριοι που βοήθησαν στην ετοιμασία του αγώνα, συνεργάτες ακόμα και του ίδιου του Ρήγα Φεραίου, αλλά και άλλοι που έπεσαν στα πεδία των μαχών στην Ελλάδα, «υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων», όπως λέχθηκε προσφυώς.
Η Κύπρος πλήρωσε πολύ ακριβά, τη συμμετοχή της στον εθνικό αγώνα. Την 9η Ιουλίου 1821, από την πλατεία Σεραγίου στη Λευκωσία, ανάμεσα στις αγχόνες και τις λαιμητόμους που είχαν στηθεί, πέρασε για μια ακόμα φορά, όχι δυστυχώς τελευταία, η αδάμαστη ελληνική ψυχή της Κύπρου, ντυμένη τον πορφυρούν χιτώνα του μαρτυρίου και φορώντας τον ακάνθινο στέφανο, για να διαλαλήσει ότι οι ρίζες του δένδρου της ελευθερίας είναι βαθιές και τίποτε δεν μπορεί να τις αφανίσει. Και να διαμηνύσει παντού ότι στην Κύπρο η ελληνική ψυχή δεν έσβησε ούτε ποτέ θα σβήσει.
Και σήμερα, παρά το ότι «μέγα πένθος Κύπριδα γαίαν ικάνει», για μισό σχεδόν αιώνα, παρόλο που το 37% της γης μας κατέχεται και μολύνεται από τον Τούρκο, μολονότι οι ναοί μας βεβηλώνονται και κρατούμαστε με τη βία των όπλων μακριά από τις εστίες μας και παρά το ότι η Τουρκία δεν αποκρύβει τον στόχο της για πλήρη κατάληψη και τουρκοποίηση της Κύπρου, γιορτάζουμε με κάθε λαμπρότητα την επέτειο της εθνική μας παλιγγενεσίας. Γιατί κατανοούμε πλήρως, πως μόνο με τον τρόπο αυτό, με τη βίωση των εθνικών ιδεωδών και τον παραδειγματισμό από το παρελθόν, είναι δυνατόν να ματαιωθούν οι τουρκικοί σχεδιασμοί και να επιτευχθεί η απελευθέρωση της πατρίδας μας.
Ο επετειακός εορτασμός της εξέγερσης του έθνους, θα πρέπει να μας υπενθυμίσει και τις άμεσες υποχρεώσεις μας, μέσα στη δίνη των καιρών και στις συνεχείς παγίδες των άσπονδων φίλων μας. Να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της ραθυμίας και τον εθνικό εφησυχασμό.
Ο λόγος του Θουκυδίδη για το δίκαιο και την ισχύν, στον δραματικό διάλογο των Αθηναίων και των Μηλίων, πρέπει να ηχεί αδιάλειπτα στ’αυτιά μας…: «Το επιχείρημα του δικαίου έχει αξία», λέει, «όπου υπάρχει δύναμις προς επιβολή… Όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος παραχωρεί ότι του επιβάλλει η αδυναμία του».
Γι’αυτό και δεν πρέπει χωρίς ενδυνάμωση της Εθνικής Φρουράς, αμυντική θωράκιση και ανανέωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων μας, να συρόμαστε σε διαπραγματεύσεις και άτυπες συναντήσεις, όπου θα συναντήσουμε αφόρητες πιέσεις για νέες υποχωρήσεις. Κι ακόμα, να αντιληφθούμε τη σημασία που έχει η αναβίωση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου- Ελλάδος για την εθνική επιβίωσή μας.
Οφείλουμε να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας και να δώσουμε τη μέγιστη δυνατή προσοχή σ’όλους τους παράγοντες που θα ανατρέψουν τους τουρκικούς σχεδιασμούς και θα εξασφαλίσουν τη συνέχιση της εθνικής παρουσίας μας στην Κύπρο. Σ’αυτούς τους παράγοντες περιλαμβάνονται κυρίως:
- Η εμμονή σε λύση που να διασφαλίζει ξεκάθαρα τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κάθε άλλη λύση οδηγεί στην τουρκοποίηση της Κύπρου και αφανισμό του Κυπριακού Ελληνισμού.
- Η παρεμπόδιση εισόδου στο έδαφος της Δημοκρατίας των παράνομων Μουσουλμάνων μεταναστών, που διοχετεύει η Τουρκία, με σκοπό την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα των ελεύθερων περιοχών, με όλες τις επιπτώσεις στην παιδεία και στην οικονομία της χώρας μας και τη χρησιμοποίησή τους ως πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό μας, σε περίπτωση σύρραξης.
- Η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, που απειλεί, ως νέος Αττίλας, να εκθεμελιώσει ό,τι απέμεινε όρθιο στον τόπο, από την υπόληψη στο εξωτερικό μέχρι και την εκτίμηση του πιο άσημου πολίτη στην Κύπρο.
Θα πρέπει ενωμένοι όλοι στο εσωτερικό μέτωπο, ως ένας άνθρωπος, και σε κοινό μέτωπο με την Ελλάδα, να απορρίψουμε διαδικασίες που σκοπό θα έχουν να προσφέρουν κάλυψη στην κατοχική δύναμη και να την υποβοηθήσουν στην επίτευξη των ανόσιων στόχων της.
Είναι, όντως, δύσκολος και ανάντης ο δρόμος μας προς την εθνική δικαίωση. Δεν έχουμε, όμως, άλλη επιλογή.
Οφείλουμε πρωτίστως εμείς, οι αγωνιζόμενοι Έλληνες της Κύπρου, να παραδειγματιστούμε από τον αγώνα της παλιγγενεσίας. Τετρακόσια έτη δουλείας δεν μπόρεσαν να αποπροσανατολίσουν το έθνος. Αντίθετα· υπήρξαν τετρακόσια έτη συνεχούς προπαρασκευής για την πραγμάτωση της εθνικής του ιδέας. Ας μη μας πτοήσουν, λοιπόν, οι ταλαιπωρίες των 47 ετών κατοχής. Ας κρατηθούμε από την πίστη στον Θεό, τις αρχές και τα ιδανικά μας και θα έρθει και για μας η λύτρωση. Η μακραίωνη θρησκευτική πείρα μας, μάς διδάσκει ότι «ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα».