Τά πάθη ὡς τελώνια

του Φώτη Σχοινά

Πέρα ἀπό τή διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τά δαιμόνια ὡς τελώνια ὑπάρχει καί ἡ μυστική διδασκαλία γιά τά πάθη ὡς τελώνια[1] κατά καί μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Τά μή δυνάμενα μετά θάνατον νά ἱκανοποιηθοῦν ψεκτά πάθη δίκην δαιμονίων ταλανίζουν τήν ψυχή κατά καί μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τά ἁμαρτήματα πού διέπραξε καθ’ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του «συστρέφει τήν ψυχήν», δηλαδή συνταράσσουν, ἀνακατεύουν τήν ψυχή. Τά ψεκτά πάθη ἐπιζητοῦν ἱκανοποίηση, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ πλέον νά τά ἱκανοποιήσει.[2]

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι οἱ ψυχές τῶν δικαίων μετά τόν θάνατο προσορμίζονται ὡς ἀσφαλῆ λιμένα στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Ἐνῶ γιά τούς ἐμπαθεῖς ἡ ἀδυνατότητα νά ἱκανοποιήσουν τά πάθη ὡς φλόγα κατακαίει τήν ψυχήν τους: (Μετάφραση Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη): «…Οὕτω νομίζω ὅτι ἡ Γραφή ἐκεῖνα τά ἀμέτρητα ἀγαθά ὑπονοεῖ μέ τό ὄνομα τοῦ κόλπου, εἰς τόν ὁποῖον πάντες οἱ ἐνάρετοι ταξειδιῶται οἱ πλέοντες εἰς τήν θάλασσαν τοῦ παρόντος βίου, ὅταν ἀπό αὐτόν θά ἀπέλθουν προσορμίζουν τάς ψυχάς ὡς εἰς λιμένα ἥσυχον, τόν ἀγαθόν κόλπον. Διά τούς λοιπούς ἡ στέρησις τῶν θεωρουμένων ἀπό αὐτούς ἀγαθῶν γίνεται φλόξ ἡ ὁποία καίει τήν ψυχήν…».[3] Ἡ στέρηση τῶν θεωρουμένων ἀπό αὐτούς ἀγαθῶν εἶναι ἡ ἡδονή ἀπό τά πάθη, τά ὁποῖα δέν μποροῦν πλέον νά ἱκανοποιηθοῦν.

Ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἑρμηνεύοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου γράφει ὅτι ἡ ψυχή τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου ἀκριβῶς γιατί δέν ἦταν προσκολλημένη στίς ἐμπαθεῖς ἡδονές καί ἐν γένει στήν παροῦσα γήϊνη ζωή, ὁδηγήθηκε χωρίς ἐμπόδιο στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ ψυχή τοῦ πλουσίου ἀκριβῶς διότι ἦταν ἐμπαθῶς προσκολλημένη στίς ἐπίγειες-σαρκικές ἡδονές, δέν μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ ἀκόμη καί μετά τό θάνατο ἀπό αὐτές. Γι’αὐτό οἱ πιστοί πρέπει νά περιστέλλουν τίς γήϊνες ἀπολαύσεις καί τά ἁμαρτωλά πάθη, ἔτσι ὥστε νά μή χρειάζεται κάθαρση ἡ ψυχή τους, καί ἀπηλλαγμένη ἀπό τά γήϊνα δεσμά, νά πετάξει ἀνεμπόδιστα στόν οὐρανό. Ἄς δοῦμε τί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (Μετάφραση Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη):«Ἡ μέν ψυχή τοῦ Λαζάρου, λέγει, δέν ἐνδιαφερόταν διά τά παρόντα καί δέν ἐπιστρέφει πρός τίποτε ἀπό ὅσα ἄφησε εἰς τήν γῆν, ὁ δέ πλούσιος εἶναι προσκεκολλημένος εἰς τήν σαρκικήν ζωήν καί μετά θάνατον, ὡσάν ἰξός (=κολλώδης οὐσία, κόλλα), ἀπό τήν ὁποίαν καί ὅταν ἔπαυσε νά ζῇ δέν ἀπηλλάγη, ἀλλ’ἀκόμη φροντίζει διά τήν σάρκα καί τό αἷμα, ἀφοῦ παρακαλῶν νά ἀπαλλαγοῦν οἱ συγγενεῖς του ἀπό τά κακά εἶναι φανερόν ὅτι ἀκόμη δέν ἠλευθερώθη ἀπό τήν σαρκικήν φροντίδα. Νομίζομεν λοιπόν ὅτι ὁ Κύριος αὐτό δογματίζει διά τῶν διηγήσεων τούτων, ὅτι δηλαδή οἱ ζῶντες ἀκόμη ἀπό τήν σαρκικήν ζωήν πρέπει διά τῆς ἐναρέτου διαγωγῆς νά χωρίζονται κατά κάποιον τρόπον καί νά ἐλευθερώνονται ἀπό τήν σχέσιν τῆς σαρκός, ὥστε μετά τόν θάνατον νά μή ἔχουν πάλιν ἀνάγκην ἄλλου θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀποκαθαίρει τά ἀπομεινάρια τῆς σαρκικῆς κόλλης, ἀλλά ὡσάν νά διερράγησαν τά δεσμά τῆς ψυχῆς νά τῆς γίνῃ ἐλαφρός καί εὔκολος ὁ δρόμος πρός τό ἀγαθόν, καί καμμία σωματική ἀγωνία νά μή τήν ἑλκύῃ».[4]

Ἀποτελεῖ βασική ἀντίληψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὅτι, ὅταν καί ἐφ’ὅσον ὁ ἄνθρωπος στήν ἐπίγεια ζωή του εἶναι ὑπέρ τό δέον προσκολλημένος στά ὑλικά ἀγαθά καί ἡδονίζεται στήν ἀπόλαυσή τους, ἡ ψυχή του μετά τόν θάνατο δέν ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν τυραννία τῆς ἀπολαύσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλά τρόπο τινά ποιοῦται (λαμβάνει τό ἰδιαίτερο ποιόν, ἀπό τό ποιόομαι, ποιοῦμαι) ἀπό αὐτά καί πάσχει ἀπό τήν μή δυνατότητα πλέον τῆς εὐχαριστήσεως ἀπό αὐτά. Φέρει δέ ὡς παράδειγμα ὅτι ὅπως κάποιος πού βρέθηκε ἐπί μακρόν σέ βρωμερό μέρος καί ὅταν βρεθεῖ σέ καθαρό ἀέρα δέν ἀπαλλάσσεται ἀπό τή βρῶμα ἀκόμη καί ἄν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό μέρος αὐτό. Ἐπειδή ἡ ψυχή δέχεται τήν ἐπίδραση τῶν παθῶν καί μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, γι’αὐτό  λέγουν μερικοί ὅτι ὅπου εἶναι θαμμένο τό σῶμα, ἐκεῖ ἐπιζητεῖ νά βρίσκεται καί ἡ ψυχή. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο τό Καππαδόκη ἱεράρχη (Μετάφραση Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη): «Ὅποιος γίνῃ ἐντελῶς σαρκικός κατά τήν σκέψιν του, ἀπασχολῶν κάθε κίνησιν τῆς ψυχῆς καί ἐνέργειαν μέ τάς θελήσεις τῆς σαρκός, αὐτός καί ὅταν ἀκόμη ἐξέλθῃ ἀπό τήν σάρκα δέν ἀποχωρίζεται ἀπό τήν σαρκικήν ἐπίδρασιν, ἀλλά ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἀρκετόν διάστημα εἰς τόπους βρωμερούς, καί ὅταν φύγουν καί εἰσέλθουν εἰς καθαρόν ἀέρα ἀκόμη, δέν ἀπαλλάσσονται ἀπό τήν ἀηδίαν τῆς βρώμας, μέ τήν ὁποίαν ἀνεμίχθησαν λόγῳ τῆς μακρᾶς διαμονῆς των εἰς αὐτήν. Οὕτω ὅταν ἡ μεταβολή στραφῇ πρός τόν ἀειδῆ καί λεπτόν βίον δέν εἶναι δυνατόν νά μή προσελκύωνται οἱ φιλόσαρκοι καθ’οἱονδήποτε τρόπον ὑπό τῆς σαρκικῆς δυσωδίας. Ἐξαιτίας τούτου ἡ ὀδύνη τούς ἐνοχλεῖ περισσότερον, διότι ἡ ψυχή καθίσταται ὑλωδεστέρα λόγῳ τῆς καταστάσεως εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκεται. Μοῦ φαίνεται δέ ὅτι συμφωνεῖ μέ τήν ἑρμηνείαν αὐτήν αὐτό τό ὁποῖο λέγεται ὑπό ὡρισμένων, ὅτι πολλάκις φαίνονται ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται τά σώματα σκιαί φαντασμάτων τῶν νεκρῶν. Διότι ἐάν ἀληθῶς συμβαίνῃ τοῦτο, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ψυχή ἦτο προσκεκολλημένη πέραν τοῦ δέοντος εἰς τόν παρόντα σαρκικόν βίον ὥστε καί ἐάν ἀκόμη ἐξέλθῃ τῆς σαρκός νά μή θέλῃ νά ἀποχωρισθῇ καθαρά ἀπό αὐτήν, μήτε νά δεχθῇ τήν πλήρη ἀλλαγήν τοῦ σχήματος μέσα εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀμορφίας, ἀλλά νά παραμένῃ ἀκόμη εἰς τήν σωματικήν μορφήν τοῦ σώματος καί μετά τήν διάλυσιν αὐτοῦ, καί ἐνῷ εἶναι πλέον ἐκτός αὐτοῦ, ὅμως νά ποθῇ νά περιφέρεται εἰς τούς ὑλικούς τόπους καί ἐκεῖ  νά ἀναστρέφεται μετά τῆς ὕλης»[5]

Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι μετά τόν θάνατο ὁ Θεός ἑλκύει πρός ἑαυτόν τήν ψυχή, ὡς συγγενῆ καί μίμημα αὐτοῦ. Ὁ Θεός εἶναι τό ἀρχέτυπο τῆς ψυχῆς, καί ἡ ψυχή εἶναι μίμημα τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ ψυχή εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τά πάθη ἡ προχώρησή της πρός τόν Θεό εἶναι εὔκολη καί εὐχάριστη. Ἐάν εἶναι κατάφορτη ἀπό τήν ὕλη καί τά πάθη ἡ προχώρησή της εἶναι δύσκολη ἕως ἀδύνατη. Μοιάζει ἡ ψυχή μέ τά σώματα πού εἶναι καταπλακωμένα ἀπό τά ἐρείπια ἑνός σεισμοῦ, καί εἶναι κατατρυπημένα καί καταξεσχισμένα ἀπό τά καρφιά καί τά αἰχμηρά ξύλα πού βρίσκονται μέσα στά ἐρείπια. Ἄς δοῦμε τί γράφει ἐπ’αὐτοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος (Μετάφραση Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη): «Ἐπειδή λοιπόν πᾶσα φύσις ἑλκύει τά συγγενῆ της, ὁ δέ ἄνθρωπος συγγενεύει κάπως μέ τόν Θεόν, διότι φέρει εἰς ἑαυτόν μιμήματα τοῦ ἀρχετύπου, κατ’ ἀνάγκην ἡ ψυχή ἕλκεται πρός τό θεῖον καί συγγενές. Πρέπει δέ παντοῦ καί πάντως νά ἀποδοθῇ εἰς τόν Θεόν ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι ἰδικόν του. Ἀλλ’ ἐάν μέν ἡ ψυχή εἶναι ἐλαφρά καί ἀπέριττος, ἀπίεστος ἀπό σωματικά βάρη, τότε ἡ προχώρησίς της πρός τό ἑλκύον γίνεται εὐχάριστος καί εὔκολος. Ἐάν ὅμως εἶναι ἡνωμένη πρός τά ὑλικά μέ τούς ἥλους τῶν παθῶν, τότε πάσχει περίπου ὅ,τι καί τά σώματα τά καλυπτόμενα ἀπό τά χώματα ἐν περιπτώσει σεισμοῦ. Ἄς ὑποθέσωμεν δέ ὅτι ταῦτα δέν εἶναι μόνον ὑπό τό βάρος τῶν προσχωμάτων ἀλλά καί ὅτι ἔχουν διαπερασθῆ ὑπό ὡρισμένων ὀβελῶν (=ξυλίνων καί σιδερένιων ράβδων) καί ξύλων τά ὁποῖα εὑρίσκονται μέσα εἰς τό χῶμα, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι εὔλογον νά ὑφίστανται τά οὕτω διακείμενα σώματα τά ὁποῖα ἀνασύρονται ἀπό τά ἐρείπια ὑπό τῶν συγγενῶν των δι’ ἐνταφιασμόν. Τά σώματα ταῦτα καταφαίνονται ὁπωσδήποτε καί κατασπῶνται καί ὑφίστανται πολλά παρόμοια, διότι λόγῳ τῆς βίας τῶν ἀνασυρόντων τό χῶμα καί τά καρφιά τά καταξεσχίζουν. Μοῦ φαίνεται ὅτι κάτι παρόμοιον ὑποφέρει καί ἡ ψυχή, ὅταν ἡ θεία δύναμις ἑλκύῃ διά φιλανθρωπίαν ἐκεῖνο τό ὁποῖον τῆς ἀνήκει ἀπό τάς ἀλόγους καί ὑλικάς καταπτώσεις. Διότι ὁ Θεός, κατά τήν γνώμην μου, δέν ἐπιφέρει ἐπί τούς ἁμαρτωλούς τάς ὀδυνηράς αὐτάς διαθέσεις ἀπό μῖσος καί ἐκδίκησιν διά τήν κακήν των ζωήν, αὐτός ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ καί ἕλκει εἰς ἑαυτόν πᾶν ὅ,τι χάριν αὐτοῦ ἐδημιουργήθη. Ἀλλά αὐτός μέν προσελκύει τήν ψυχήν διά σκοπόν καλύτερον εἰς ἑαυτόν, τήν πηγήν πάσης μακαριότητος, συμβαίνει δέ ἡ ὀδυνηρά διάθεσις εἰς τό ἑλκυόμενον».[6]

Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ αἰσχύνη ἀπό τίς διαπραχθεῖσες ἐν τῷ βίω ἁμαρτίες θά εἶναι παροῦσα μετά τόν θάνατον. Τά ἴχνη τῶν παθῶν θά εἶναι ἀποτυπωμένα σάν στίγματα ἀνεξίτηλα στίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν καί θά τούς καταντροπιάζουν. Ἰδού τί γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Οἱ γάρ τά φαῦλα πράξαντες εἰς ὀνειδισμόν καί αἰσχύνην ἀναστήσονται, ἐνορῶντες ἐν ἑαυτοῖς τό αἶσχος, καί τούς τύπους τῶν ἡμαρτημένων. Καί τάχα φοβερωτέρα τοῦ σκότους καί τοῦ πυρός τοῦ αἰωνίου ἡ αἰσχύνη ἐστίν, ᾗ μέλλουσι συνδιαιωνίζειν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀεί ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχοντες τά ἴχνη τῆς ἐν σαρκί ἁμαρτίας, οἱνεί τινος βαφῆς ἀνεκπλύτου, τῇ μνήμῃ τῆς ψυχῆς αὐτῶν εἰς τό διηνεκές παραμένοντα». Μετάφραση (Σοφίας Καρακασίδου): «Διότι ἐκεῖνοι πού διέπραξαν τά φαῦλα θά ἀναστηθοῦν διά νά κατακριθοῦν καί ἐντροπιασθοῦν, βλέποντες τό αἶχος εἰς τούς ἑαυτούς των καί τά ἀποτυπώματα τῶν ἁμαρτιῶν των. Καί ἴσως ἡ αἰσχύνη εἶνε φοβερωτέρα ἀπό τό σκότος καί τό αἰώνιον πῦρ, μέ τήν ὁποίαν οἱ ἁμαρτωλοί πρόκειται νά ζήσουν αἰωνίως μαζί, πάντοτε ἔχοντες πρό ὀφθαλμῶν τά ἴχνη τῆς ἁμαρτίας πού διέπραξαν μέ τό σῶμα, τά ὁποῖα παραμένουν εἰς τήν μνήμην τῆς ψυχῆς αἰωνίως ὡσάν κάποιο χρῶμα ἀνεξίτηλον».[7] Κατά τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου τά ἴχνη τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀνεξίτηλα καί θά παρακολουθοῦν τόν ἄνθρωπο πάντοτε ἐπιφέροντας αἰώνια αἰσχύνη. Δέν σβήνουν οἱ διαπραχθεῖσες ἁμαρτίες μέ τόν θάνατο, ἀλλά θά εἶναι πάντοτε παροῦσες στήν μνήμη τῶν ἀνθρώπων προκαλώντας αἰώνια ντροπή καί καταισχύνη.

Ὡσαύτως καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου γιά τά πάθη πού κατατυρρανοῦν τήν ψυχή μετά θάνατον εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων πού ἐκθέσαμε ἀνωτέρω. Σχετικά γράφει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος (Μετάφραση Παναγιώτη Χρήστου): «Ἔλεγε καί ὁ Εὐάγριος ὅτι ὁ γεμᾶτος πάθη ἄνθρωπος πού προσεύχεται νά ἐπισπευθῆ ὁ θάνατός του,  ὁμοιάζει μέ τόν ἄνθρωπο πού παρακαλεῖ τόν τεχνίτη νά τοῦ σπάση γρήγορα τήν κλίνη ἀσθενείας. Διότι διά τοῦ σώματος τούτου περισπᾶται ἡ ψυχή ἀπό τά πάθη της καί παρηγορεῖται∙ τρώγει, πίνει, κοιμᾶται, συνομιλεῖ, ψυχαγωγεῖται μέ φίλους. Ὅταν ὅμως ἐξέλθη ἀπό τό σῶμα, ἀπομονώνεται μέ τά πάθη της καί στή συνέχεια τιμωρεῖται πάντοτε ἀπό αὐτά. Ἀσχολεῖται μέ αὐτά, φλέγεται ἀπό τήν ἐνόχλησί τους καί σπαράσσεται ἀπό αὐτά, ὥστε νά μή μπορεῖ οὔτε νά μνημονεύη τόν Θεό. Εἶναι δέ ἀκριβῶς ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ πού παρηγορεῖ τήν ψυχή, ὅπως λέγει καί στόν ψαλμό, “ἐνθυμήθηκα τόν Θεό κι εὐφράνθηκα” (Ψαλμ. 76,4) καί ὅμως τά πάθη δέν τῆς ἐπιτρέπουν οὔτε αὐτό».[8]

Φέρει δέ τό ἑξῆς χαρακτηριστικό παράδειγμα, τό ὁποῖο ἄς παρακολουθήσουμε μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ Ἀββᾶ (Μετάφραση Παναγιώτη Χρήστου): «Θέλετε νά καταλάβετε τί εἶναι αὐτό πού λέγω μέ ἕνα παράδειγμα; Ἄς ἔλθη κάποιος ἀπό σᾶς νά τόν κλείσω σέ σκοτεινό κελλί, καί νά μή φάγη μόνο τρεῖς ἡμέρες, νά μή πίη, νά μή κοιμηθῆ, νά μή συνομιλήση μέ κανένα, νά μή ψάλη, νά μή προσευχηθῆ, νά μή μνημονεύση καθόλου τόν Θεό, καί νά μέ πληροφορήση τί τοῦ κάνουν τά πάθη∙ καί τοῦτο συμβαίνει τώρα πού εἶναι ἀκόμη ἐδῶ, πόσο μᾶλλον μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τήν παράδοσί της σ’αὐτά καί τήν ἀπομόνωσί της μαζί μέ αὐτά»[9]

Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος τονίζει προσέτι ὅτι ἡ γεμάτη πάθη ψυχή συνοδεύεται καί κατατυραννεῖται ἀνηλεῶς ἀπό αὐτά μετά τόν θάνατο (Μετάφραση Παναγιώτη Χρήστου): «Ἆραγε τί πρόκειται ἡ ἀθλία (ψυχή) νά πάθη ἀπό αὐτά τότε; Μπορεῖτε ἀπό τά ἐδῶ νά ἐννοήσετε κάπως καί τήν θλῖψι ἐκείνη. Ὅταν κάποιος ἔχει πυρετό, τί εἶναι αὐτό πού τόν καίει; Ποιό πῦρ καί ποιά ξύλα δημιουργοῦν ἐκείνη τήν καῦσι; Ἐάν δέ εὑρεθῆ κανείς νά ἔχη σῶμα μελαγχολικό, δύσκρατο, δέν εἶναι αὐτή ἡ δυσκρασία πού τόν καίει καί τόν ταράσσει πάντοτε καί θλίβει τήν ζωή του. Ἔτσι καί ἡ ἐμπαθής ψυχή∙ πάντοτε τιμωρεῖται ἡ ἀθλία ἀπό τήν κακοεξία της, διότι ἔχει πάντοτε τήν πικρή μνήμη καί τήν ἐπωδυνη συνοδεία τῶν παθῶν πού τήν κατακαίουν καί τήν καταφλέγουν παντοτινά».[10]

Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου ἡ ψυχή μετά τήν μετάστασή της ἀπό αὐτό τόν κόσμο, λησμονεῖ τίς βιοτικές μέριμνες καί ὑποθέσεις, ὄχι ὅμως τίς ἐνάρετες καί ἐμπαθεῖς πράξεις. Ἐνθυμεῖται ἐπακριβῶς ὅσα ἔπραξε κατά ἀρετή ἤ κατά πάθος. Ἐνθυμεῖται ἐπακριβῶς ὅσους ὠφέλησε ἤ ἔβλαψε καί ὅσους τήν ὠφέλησαν ἤ τήν ἔβλαψαν (Μετάφραση Παναγιώτη Χρήστου): «Διότι οἱ ψυχές ἐνθυμοῦνται ὅλα τά ἐδῶ, καθώς λέγουν οἱ πατέρες, καί λόγια καί ἔργα καί ἐνθυμήσεις, καί δέν μποροῦν νά ξεχάσουν τίποτε ἀπό αὐτά. Στό ψαλμικό δέ χωρίο, “ἐκείνη τήν ἡμέρα θά ἐξαφανισθοῦν ὅλοι οἱ διαλογισμοί τους“ (Ψαλμ. 145,4) μέ τήν λέξι διαλογισμοί ἐννοεῖ αὐτούς πού ἀνήκουν στόν κόσμο τοῦτο, παραδείγματος χάριν τούς σχετικούς μέ οἰκοδομή, κτήματα, γονεῖς, τέκνα, κάθε δοσοληψία. Αὐτά χάνονται μόλις ἐξέλθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, δέν ἐνθυμεῖται καί δέν φροντίζει γιά κανένα ἀπό αὐτά. Ἐνθυμεῖται ὅμως ὅσα ἔπραξε κατά ἀρετή ἤ κατά πάθος καί δέν λησμονεῖ κανένα ἀπό αὐτά. Ἀλλά καί ἄν ὠφέλησε κανείς κάποιον ἤ αὐτός ὠφελήθηκε ἀπό κάποιον, ἐνθυμεῖται τόν ὠφεληθέντα ἀπό αὐτόν καί τόν ὠφελήσαντα αὐτόν. Ὁμοίως ἐάν ἐβλάβηκε ἀπό κάποιον ἤ αὐτός ἔβλαψε κάποιον, ἐνθυμεῖται πάντοτε καί τόν βλάψαντα αὐτόν καί τόν βλαβέντα ἀπό αὐτόν. Καί τίποτε, ὅπως εἶπα, δέν λησμονεῖ ἡ ψυχή ἀπό ὅσα ἔπραξε στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά τά ἐνθυμεῖται ὅλα μετά τήν ἔξοδο ἀπό τό σῶμα, καί μάλιστα πολύ τρανότερα, πολύ φανερώτερα, ἀφοῦ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τό γήϊνο τοῦτο σῶμα».[11]

Μάλιστα κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀββᾶ ἡ ψυχή ἐνθυμεῖται ὄχι γενικά τήν ἕξη τῶν ἁμαρτιῶν πού διέπραξε, ἀλλά βέβαια καί τό εἶδος τῆς ἁμαρτίας καί τόν τόπο καί τό πρόσωπο μέ τό ὁποῖο ἐνήργησε τήν ἁμαρτία (Μετάφραση Παναγιώτη Χρήστου): «Κάποτε ὡμιλούσαμε μέ κάποιον μεγάλο γέροντα περί τούτου∙ καί ἔλεγεν αὐτός ὁ γέρων ὅτι ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα ἐνθυμεῖται τό πάθος πού ἐνήργησε καί τήν ἁμαρτία καί τό πρόσωπο μέ τό ὁποῖο τήν ἐνήργησε. Ἐγώ δέ τοῦ ἔλεγα∙῾ ἴσως δέν συμβαίνει ἔτσι, ἀλλ’ ἴσως πρόκειται νά ἔχη τήν ἕξι πού ἀπέκτησε ἀπό τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας καί αὐτήν ἐνθυμεῖται᾿. Καί συνεχίσαμε πολύν καιρό τήν συζήτησι γιά τό θέμα τοῦτο θέλοντας νά μάθωμε. Καί δέν ἐπειθόταν ὁ γέρων λέγοντας ὅτι καί ἐνθυμεῖται ἀκόμη καί τό ἴδιο τό εἶδος τῆς ἁμαρτίας καί τόν τόπο καί τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ συναρματήσαντος…Ὅ,τι ἔχει κανείς ἐδῶ, αὐτό ἐξέρχεται μαζί του καί θά τό ἔχη ἐκεῖ».[12]

Ἐδῶ ἀναφύεται τό ἐρώτημα γιατί ἡ ψυχή ἔχει ἐντονότερη τήν μνήμη τοῦ πάθους μετά τόν θάνατο; Δέν εἶναι εὔλογο νά ἔχει ἀμβλύτερη τή μνήμη τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν πού διέπραξε κατά τήν ἐπίγεια ζωή της; Ἡ ψυχή ἔχει σφοδρότερη τήν ἐπενέργεια τῶν παθῶν, διότι στήν παροῦσα ζωή μεσολαβοῦν πολλά πράγματα καί καταστάσεις, ὅπως ὁ χρόνος, ὁ τόπος, ἡ βρώση, ἡ πόση, ὁ γάμος, τά ὑλικά ἀγαθά, οἱ διάφοροι ἐγκόσμιοι θεσμοί, π.χ. ἡ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη, ὁ ἀθλητισμός κἄ., μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ἀμβλύνουν τήν αἴσθηση τῆς ἀστοχίας καί τῶν παθῶν, ἐνῶ στό μέλλοντα αἰώνα δέν μεσολαβεῖ τίποτε μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός θά εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσι (Β´ Κορινθ. 15,28), μέ ἀποτέλεσμα ἡ αἴσθηση τῆς ἀστοχίας καί τῶν παθῶν νά εἶναι ἐντονότερη. Στόν μέλλοντα αἰώνα οἱ ἀγαπῶντες τόν Θεό θά ἐπιτυχάνουν τόν στόχο τους καί θά εὐφραίνονται αἰωνίως. Τοὐνατίον οἱ ἐμφορούμενοι ἀπό τά πάθη δέν θά μποροῦν νά τά ἱκανοποιήσουν, ἀφοῦ δέν θά ὑπάρχει ἡ βρώση, ἡ πόση, τά χρήματα, ἡ γαμική σχέση κλπ, παρά μόνον ὁ Θεός καί, λόγῳ τῆς ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας των (τῆς ἐπιθυμίας πρός τά πάθη) θά ὀδυνῶνται αἰωνίως. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει συναφῶς: «Εἰ δὲ λέγετε, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ (ἐνν. τῷ Ἰούδᾳ) μὴ γενέσθαι ἤπερ γενέσθαι καὶ κολασθῆναι ἀτελευτήτως, φαμέν, ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται. Οὐδὲ γὰρ ἐσθίομεν οὐδὲ πίνομεν οὐδὲ ἐνδυόμεθα οὐδὲ γαμοῦμεν οὐδὲ πλουτοῦμεν οὐδὲ φθόνος ἰσχύει οὐδὲ τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Ἑπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται. Οἱ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ, τουτέστι μόνου τοῦ θεοῦ, ἐπιθυμοῦντες, τοῦ ὄντος καὶ ἀεὶ ὄντος, καὶ τυγχάνοντες εὐφραίνονται κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν, καθ᾿ ἣν τυγχάνουσι τοῦ ἐπιθυμουμένου».[13]

Ἀπό τά ἀνωτέρω συμπεραίνουμε ὅτι μετά τόν θάνατο, τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, τά μή δυνάμενα πλέον νά ἱκανοποιηθοῦν πάθη δίκην τελωνίων κατατυραννοῦν τήν ψυχή πού ἐμφορεῖται ἀπό αὐτά. Στό σημεῖο αὐτό θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων μέ τήν μετάνοια καί τήν καθαρή ἐξομολόγηση οἱ ἁμαρτίες ἀπαλείφονται καί σβήνουν τελείως. Θεωροῦνται ἀπό τόν Θεό ὡς μή γενόμενες.

Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἐργασία καταθέτοντας τά συναφῆ λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου π. Ἱεροθέου: «Τά  ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τί ἀκριβῶς εἶναι τά τελώνια, γιά τά ὁποῖα γίνεται λόγος στά πατερικά κείμενα. Ἀφ’ἑνός μέν εἶναι τά πάθη τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα λόγῳ τῆς μή ὑπάρξεως τοῦ σώματος δέν μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν, καί, φυσικά, αὐτά τά πάθη πνίγουν τήν ψυχή, ἀφ’ἑτέρου δέ εἶναι οἱ πονηροί δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποκτήσει κυριαρχία πάνω στούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους καί εἶναι φυσικό μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς νά ἔχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι, πού κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τους καθάρισαν τήν ψυχή καί τό σῶμα ἀπό ψυχικά καί σωματικά πάθη καί ἔχουν ἐνδυθῆ τόν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος καί ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό, ἀποφεύγουν τήν ἐξουσία τῶν τελωνίων, ἀφοῦ οἱ δαίμονες δέν ἔχουν καμμία ἐξουσία πάνω τους. Ἡ ψυχή τῶν δικαίων ὁδηγεῖται ἐλεύθερη καί ἀπερίσπαστη πρός τόν Θεό, μέ τόν ὁποῖον εἶναι ἑνωμένη».[14]

 

[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, Δ´ ἔκδοση, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβάδεια 1997, σελ. 78 κ. ἑξ.

[2] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 79

[3] Γρηγόριος Νύσσης, Διάλογος περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως 49, μετάφρασις Μητροπολίτου Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, τόμος 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 295

[4] Γρηγόριος Νύσσης, ὅ. π. 51, σελ. 297-299

[5] Γρηγόριος Νύσσης, ὅ. π. 52, σελ. 299-301

[6] Γρηγόριος Νύσσης, ὅ. π. 60, σελ. 311

[7] Μ. Βασιλείου, Λόγος εἰς τόν ΛΓ´ Ψαλμόν 4, μετάφρασις Σοφίας Καρακασίδου, τόμος 5, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 215

[8] Ἀββᾶ Δωροθέου, Περί φόβου τῆς μελλούσης κολάσεως 4, μετάφρασις Παναγιώτου Χρήστου, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 497

[9] Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π. 5, σελ. 499

[10] Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π. 6, σελ. 499

[11] Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π. 8, σελ. 501-503

[12] Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π. 9, σελ. 503

[13] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων 36, 7-18, ἔκδοση B. Kotter, τόμος IV, Βερολῖνο 1981, σ. 373).

[14] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π., σελ. 80.

 

Πηγή: antifono.gr

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα μας: 15.04.2021

Print Friendly, PDF & Email

Share this post