Ελληνικός, ένας πολιτισμός τού γραπτού λόγου
Ο Γαλιλαίος στο Διάλογό του είχε χαρακτηρίσει το ελληνικό αλφάβητο ως «την πιο μεγάλη ανακάλυψη τού ανθρώπου» αναγνωρίζοντας ότι σε αυτό βρίσκονται τα θεμέλια του ελληνικού και κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Επιχειρώ εδώ να δείξω τον πολιτισμό τής πατρίδας μας από μιαν άλλη σκοπιά, την σκοπιά τής ελληνικής γλώσσας και τής συμβολής της στον ελληνικό πολιτισμό μέσα από την ελληνική γραφή, το ελληνικό αλφάβητο και τα γραπτά κείμενά μας.
Θα ξεκινήσω με μία πάγια γλωσσολογική και πολιτισμική θέση μου σε σχέση με τον πολιτισμό μας που θέτω υπό την κρίση σας. Υποστηρίζω ότι: Αν οι Eλληνες δεν είχαν γνωρίσει πολύ νωρίς την γραφή και δεν είχαν αναπτύξει εγκαίρως σε πρώιμο στάδιο ένα πολύ λειτουργικό και εύκολο στην εκμάθηση και χρήση του αλφάβητο, το ελληνικό αλφάβητο, είναι βέβαιο ότι ο ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος αποτελεί την βάση τού ευρωπαϊκού και γενικότερα τού δυτικού πολιτισμού, όχι μόνο θα ήταν κατά πολύ άγνωστος, (όπως και άλλοι μεγάλοι πολιτισμοί που δεν γνώρισαν γραφή) αλλά κυρίως δεν θα είχε την εξέλιξη που τον ξεχωρίζει ούτε και την επίδραση, εσωτερική και εξωτερική, που άσκησε διαχρονικά εντός και εκτός Ελλάδος.
Και μία δεύτερη θέση μου, άμεσα συνδεομένη με τον ελληνικό πολιτισμό, που την φέρνω πάντοτε στο προσκήνιο: Ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε κατ’ εξοχήν «πολιτισμός τού γραπτού λόγου», κάτι που ούτε το έχουμε συνειδητοποιήσει ούτε είναι καθόλου αυτονόητο.
Είναι πολιτισμός δηλαδή που δεν νοείται έξω από τα κείμενά του, έξω από την έκφραση, την μετάδοση και την διάδοση των πνευματικών κατακτήσεων και προβληματισμών των Ελλήνων σε όλα τα πεδία. Αλλά τα κείμενα δεν υπάρχουν χωρίς την γνώση και την χρήση τής γραφής, και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα ως προς τους χρήστες (όχι προνόμιο των ολίγων), σε πρώιμο χρόνο (τον χρόνο κατά τον οποίο άρχισαν να δημιουργούνται μεγάλα πνευματικά έργα) και, προπάντων, μέσα από ένα οικονομικό, λειτουργικό και αποτελεσματικό σύστημα (δηλαδή απλό, πρακτικό και εύχρηστο αλφάβητο είκοσι τεσσάρων μόνο γραμμάτων). Το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν πέντε (5) γραφές στον ελλαδικό χώρο πριν ακόμη από το ελληνικό αλφάβητο (ιερογλυφική, γραμμική Α, γραμμική Β, Κυπρομινωική, Κυπριακό συλλαβάριο) δείχνει την αγωνία των Ελλήνων να εκφραστούν γραπτώς. Ας το πούμε καθαρά: με εξαίρεση τον Παρθενώνα, τα ερείπια των μεγάλων αρχιτεκτονικών έργων και τα σπαράγματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, και αυτά ακόμη τα έργα γλυπτικής και ζωγραφικής που διέφυγαν την φθορά τού χρόνου ή την κακοποίηση, όλα δεν θα έδιναν ανάγλυφη, ζωντανή και ευρύτερα αισθητή την εικόνα τού ελληνικού πολιτισμού και την βαθύτερη καλλιέργεια τού πνεύματος που τα δημιούργησε, αν δεν είχαν υπάρξει τα κείμενά μας μέσα από την γραφή και το ελληνικό αλφάβητο.
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι Έλληνες δεν έχουμε συνειδητοποιήσει και εκτιμήσει στην πραγματική του διάσταση το γλωσσικό γεγονός που επισήμανε ο NOAM CHOMSKY, παραπέμποντας στον μεγαλύτερο διανοητή τής Αναγέννησης, τον ΓΑΛΙΛΑΙΟ.
Ο Γαλιλαίος στον Διάλογό του ―αυτό επεσήμανε ο CHOMSKY― θεωρεί το ελληνικό αλφάβητο ως «την πιο μεγάλη ανακάλυψη τού ανθρώπου» (αντιγράφω την παραπομπή τού Chomsky) ως: «την ανακάλυψη ενός μέσου με το οποίο κανείς μεταδίδει τις πιο κρυφές του σκέψεις σε οποιοδήποτε άλλο άτομο […] με δυσκολία όχι μεγαλύτερη από αυτή που δημιουργούν οι συνδυασμοί εικοσιτεσσάρων μικρών χαρακτήρων πάνω σε μια κόλλα χαρτί».
Από την κρητομυκηνϊκή γραφή στο ελληνικό αλφάβητο
Μίλησα για την γραφή και το αλφάβητο, την προϋπόθεση τού γραπτού μας πολιτισμού. Προσθέτω με έμφαση από την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας ότι οι Έλληνες τόλμησαν και υποκατέστησαν ένα ατελές και δύσχρηστο σύστημα γραφής που ήδη διέθεταν από τον 15ο αιώνα π.Χ. (την συλλαβογραφική Γραμμική γραφή Β, γνωστή ως «κρητομυκηναϊκή γραφή» από την οποία σώζονται αρκετά αποσπασματικά κείμενα, κατάλογοι κυρίως προσώπων και πραγμάτων, σε πήλινες πινακίδες), για να υιοθετήσουν ένα αλφάβητο ξένο στην προέλευσή του, το λεγόμενο «βορειοσημιτικό» ή «φοινικικό» αλφάβητο. Αυτό όμως το συμφωνογραφικό αλφάβητο δεν το υιοθέτησαν ως είχε∙ δεν το υιοθέτησαν «παθητικά», γιατί δεν θα εξυπηρετούσε την ελληνική γλώσσα, αλλά το επεξεργάστηκαν εις βάθος και άλλαξαν άρδην την υφή του, προσαρμόζοντάς το σταδιακά πλήρως στην δομή τής ελληνικής γλώσσας και επινοώντας το πρώτο πραγματικό αλφάβητο στον κόσμο.
Το κίνητρο που οδήγησε στην αλλαγή γραφής ―στην υποκατάσταση τής συλλαβογραφικής κρητομυκηναϊκής γραφής με την δημιουργία ενός νέου πραγματικού στην υφή του αλφαβήτου― ήταν η άμεση ανάγκη καταγραφής τού πλούσιου προφορικού λόγου των Ελλήνων στην φιλοσοφία, στην ποίηση, στην ιστορία, στο θέατρο, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση και ―ακόμη περισσότερο― ήταν η πιεστική ανάγκη τού πολιτικού συστήματος και τής δημόσιας διοίκησης στην άμεση δημοκρατία για την εξεύρεση ενός λειτουργικού συστήματος καταγραφής και δημοσιοποίησης των νόμων, των αποφάσεων, των ψηφισμάτων, των συμφωνιών κ.λπ.
Αυτό, όμως, μπορούσε να επιτευχθεί μόνο διά τού γραπτού λόγου. Χωρίς την χρήση τού ελληνικού αλφαβήτου, συνδυασμένη με μεγάλη ευκολία στην χρήση του, ο πολιτισμός των Ελλήνων ούτε θα καταγραφόταν, ούτε θα αναπτυσσόταν, ούτε θα γινόταν ευρύτερα γνωστός μέσα και έξω από την Ελλάδα, ούτε θα σωζόταν, ούτε θα διαδιδόταν. Τα ελληνικά κείμενα, γραμμένα όλα με το ελληνικό αλφάβητο, απετέλεσαν μια πολύτιμη πολιτισμική παρακαταθήκη των Ελλήνων, που εξαπλώθηκε με τον Αλέξανδρο, που πέρασε στους Ρωμαίους, που αναδείχθηκε στην Αναγέννηση και που αξιοποιήθηκε στην επιστημονική έκρηξη τού Διαφωτισμού, δίνοντας χιλιάδες ελληνικούς επιστημονικούς όρους, πράγμα που συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Άλλωστε ―μη το ξεχνάμε κι αυτό― στην ίδια γλώσσα, την Ελληνική, και με το ίδιο αλφάβητο, το ελληνικό, γνώρισε ο κόσμος τα Ευαγγέλια, την Θεία Λειτουργία, την Κυριακή προσευχή (το «Πάτερ ημών»), το Σύμβολο τής Πίστεως, την εκκλησιαστική μας υμνογραφία και την πατερική παράδοση, πάνω στα οποία θεμελιώθηκε και διαδόθηκε η χριστιανική μας θρησκεία.
Η καλλιέργεια τής γλώσσας διά τού γραπτού λόγου
Βεβαίως, μιλώντας για γραπτά κείμενα και ελληνική γραφή και ελληνικό αλφάβητο, αναφερόμαστε πάντοτε και άμεσα στην γλώσσα, εν προκειμένω στην ελληνική γλώσσα που δηλώνεται διά τής γραφής. Αλλά η ίδια η καλλιέργεια τής γλώσσας, τουλάχιστον τής Ελληνικής, δεν θα είχε φτάσει ποτέ στον εκφραστικό πλούτο και στο υψηλό επίπεδο καλλιέργειας που την διακρίνει, αν δεν είχε περάσει από την σμίλη τού γραπτού λόγου με προϋπόθεση ένα λειτουργικό αλφάβητο.
Ας φανταστούμε προς στιγμήν τον ελληνικό πολιτισμό χωρίς τα κείμενα τού Ομήρου, τού Πλάτωνος, τού Αριστοτέλους, τού Αισχύλου, τού Σοφοκλή, τού Ευριπίδη, τού Θουκυδίδη, τού Ηροδότου, τού Πλουτάρχου, τού Παυσανία, τού Ιπποκράτους, τού Αρχιμήδη και χιλιάδων άλλων συγγραφέων. Κείμενα μάλιστα που αντιγράφηκαν και διασώθηκαν από μοναχούς αντιγραφείς, από καλόγερους στα χριστιανικά μοναστήρια. Είναι άξιο θαυμασμού και σεβασμού ότι οι Χριστιανοί μοναχοί αντέγραφαν επί χρόνια τα ειδωλολατρικά γι’ αυτούς κείμενα των αρχαίων Ελλήνων, διότι πίστευαν ότι αποτελούν την βάση τού ελληνικού πολιτισμού που σ’ αυτούς έλαχε να διασώσουν και να συνεχίσουν.
Γραμματική, η γλωσσική ταξινόμηση τού κόσμου μας
Και τώρα ένα σημαντικό θέμα, καθοριστικό για την σκέψη, την γλώσσα και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό: οι Έλληνες συνέλαβαν και συνέδεσαν άμεσα την γλώσσα με την γραμματική∙ ταξινόμησαν για πρώτη φορά τον κόσμο που μάς περιβάλλει, τον κόσμο μας, σε γραμματικές κατηγορίες, γνωστές ως «μέρη τού λόγου».
Η σύνδεση μάλιστα τής γλώσσας με την γραφή και τον γραπτό λόγο γενικότερα υπήρξε τόσο έντονη στην ελληνική σκέψη, ώστε η όλη ενασχόληση με την μελέτη τής δομής τής γλώσσας στηρίχτηκε στα γράμματα και ονομάστηκε γραμματική, όρος ο οποίος διά τής Λατινικής (grammatica) πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (grammar, grammaire, Grammatik κ.λπ.).
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην ιστορία τού πνεύματος: Παγκόσμιας σημασίας επίτευγμα τής ελληνικής σκέψης είναι η γλωσσική ταξινόμηση τού κόσμου μας στα λεγόμενα «μέρη του λόγου», που μαθαίνουμε από μικροί στο σχολείο, στην σχολική γραμματική. Αυτό κατορθώθηκε με ένα πρωτοποριακό έργο 19 μόλις (σημερινών) σελίδων τού αλεξανδρινού γραμματικού ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ τού Θρακός (γράφτηκε περί το 100 π.Χ.). Τίτλος: «Τέχνη γραμματική»
[Ας σημειωθεί ότι ο όρος «γραμματική» προέκυψε κατά παράλειψη τού όρου «τέχνη» (στον τίτλο τού έργου «τέχνη γραμματική» που αναφέραμε) και ότι η τεχνολογία ξεκίνησε ως «η γραμματική ανάλυση της γλώσσας» [αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης] και τεχνολόγοι ήταν «οι γραμματικοί και οι διδάσκαλοι τής γλώσσας», όσοι δηλαδή ασχολούνταν και κατείχαν την τέχνη τής γλωσσικής ανάλυσης]
Το σημαντικό για τον πολιτισμό μας γεγονός είναι ότι με το θέμα τής ανάλυσης τής γλώσσας και τής ουσίας τής γραμματικής ασχολήθηκαν πολύ πιο πριν από τους γραμματικούς οι φιλόσοφοι: ο ΠΛΑΤΩΝ, ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, οι ΣΤΩΙΚΟΙ. Σ’αυτή την παράδοση ανάλυσης τής γλώσσας στηρίχθηκε ο κορυφαίος αλεξανδρινός γραμματικός ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ωστόσο είναι ο πρώτος από τον οποίο μάς έχει διασωθεί και παραδοθεί μια πλήρης συστηματική ανάλυση τής γραμματικής δομής τής Ελληνικής. Και το κυριότερο: Είναι αυτός που έδωσε μια πλήρη συστηματική ανάλυση τής δομής τής ελληνικής γλώσσας σε σχέση με τον τρόπο που η γλώσσα αυτή εκφράζει τον κόσμο μας∙ και το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η ανάλυση, ως περιεχόμενο και ως ορολογία, πέρασε στην περιγραφή όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών και επηρέασε διά τής γλώσσας την σκέψη και τον πολιτισμό τής Ευρώπης (ρήμα = verb, όνομα = noun, επίθετο = adjective, επίρρημα = adverb κ.ο.κ.).
Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, λοιπόν, «δάμασε» γλωσσικά ως γραμματική δομή και ως λεξιλόγιο όλη την ανθρώπινη εμπειρία του κόσμου σε «μέρη οκτώ» : «τοῦ δέ λόγου μέρη ἐστίν ὀκτώ· ὄνομα, ῥῆμα, μετοχή, ἄρθρον, ἀντωνυμία, πρόθεσις, ἐπίρρημα, σύνδεσμος».
Ρήματα και Ονόματα είναι οι πυλώνες όχι μόνο τής γλώσσας αλλά και τής σκέψης μας. Ολα τα άλλα (επίθετα και επιρρήματα, προθέσεις και σύνδεσμοι) εξειδικεύουν ―αυτός είναι ο σκοπός τους― τις πράξεις και τα πρόσωπα, τα ρήματα δηλ. και τα ονόματα.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από ομιλία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, κατά την βράβευση τής Γιάννας Αγγελοπούλου και τού Αλμπερτ Μπουρλά στο Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος»
Πηγή: Protagon.gr
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 19.10.2021