Έφυγε πλήρης ημερών ο κορυφαίος αρχαιολόγος Βάσος Καραγιώργης
Απεβίωσε το μεσημέρι της Τρίτης στη Λευκωσία, σε ηλικία 92 ετών ο κορυφαίος Κύπριος αρχαιολόγος, καθηγητής Βάσος Καραγιώργης, που ταύτισε το όνομά του με τις ανασκαφές στην αρχαία Σαλαμίνα. Τον τελευταίο καιρό αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ήταν επί σειρά ετών Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, Διευθυντής του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ακαδημαϊκός στην Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών Κύπρου. Με το αρχαιολογικό και συγγραφικό έργο του ανάδειξε την Κυπριακή Αρχαιολογία στο πλαίσιο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου στις 2μ.μ. στο Κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία. Η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, όπως ανακοίνωσε το ΥΠΠΑΝ.
Το 2018 είχε χάσει την αγαπημένη του σύζυγο, την ελληνίστρια συγγραφέα, ερευνήτρια και αρχαιολόγο Ζακλίν Καραγιώργη- Ζιράρ. Τελευταία του προσφορά στα κοινά η συμμετοχή στην τετραμελή επιτροπή που ίδρυσε την Κυπριακή Ακαδημία Γραμμάτων Τεχνών και Επιστημών.
Από το 1952 έως το 1974 πραγματοποίησε ανασκαφές στο χώρο του σταδίου, γυμνασίου, θεάτρου και αμφιθεάτρου και της νεκρόπολης της Σαλαμίνος της Κύπρου, ενώ από το 1962 μέχρι το 1981 στο αρχαίο Κίτιο. Πραγματοποίησε επίσης ανασκαφές στη νεκρόπολη Αχεράς και Πεντάγυιας, την Πύλα και τον Κοκκινόκρεμο.
Ο Βάσος Καραγιώργης γεννήθηκε στο Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου στις 29 Απριλίου 1929. Τις γυμνασιακές σπουδές του τις πραγματοποίησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στη συνέχεια έλαβε υποτροφία από την Κυπριακή Κυβέρνηση για να σπουδάσει στο University College του Λονδίνου (1948-52) Κλασική Αρχαιολογία και στο Ινστιτούτο της Αρχαιολογίας του ίδιου ιδρύματος Πρακτική Αρχαιολογία. Το 1957 έλαβε Διδακτορικό Δίπλωμα (Ph.D.) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με τίτλο διατριβής: «Η Μυκηναϊκή κεραμική του ζωγραφικού ρυθμού».
Το 1952 διορίστηκε Βοηθός Έφορος του Κυπριακού Μουσείου. Το 1963 διαδέχθηκε τον Πορφύριο Δίκαιο στην θέση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας. Τη θέση αυτή διατήρησε έως την συνταξιοδότησή του, το 1989.
Κατά την περίοδο αυτή το Τμήμα Αρχαιοτήτων πραγματικά άνθισε: Τα μνημεία της Κύπρου αποκαλύφθηκαν και αναδείχθηκαν, ενώ ιδρύθηκαν αρχαιολογικά μουσεία σε όλες τις επαρχίες του νησιού. Με την εξουσία που του έδινε ο Περί Αρχαιοτήτων Νόμος, ο Βάσος Καραγιώργης έδωσε πολλές μάχες για να σώσει αρχαιότητες οι οποίες κινδύνευαν από τη μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη που έφερε η εκτόξευση της τουριστικής βιομηχανίας μετά την Ανεξαρτησία.
Από το 1968 έως το 1971 δίδαξε μαθήματα αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ στον Καναδά. Δίδαξε επίσης σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια ως Επισκέπτης Καθηγητής σε κολλέγια της Οξφόρδης ως Visiting Fellow και ως Directeur d’ Etudes της Ecole des Hautes des Etudes στη Σορβόννη.
Για τη λαμπρή του καριέρα και την προσφορά του στην επιστήμη της αρχαιολογίας, αναγνωρίστηκε και βραβεύτηκε από πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα, καθώς και από ξένες Ακαδημίες, όπως την Ακαδημία Αθηνών, τη Βρετανική Ακαδημία, τη Γαλλική Ακαδημία, τη Σουηδική Ακαδημία, και την Academia dei Lincei (Ιταλίας). Τιμήθηκε, επίσης, με το Βραβείο της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών της Σορβόνης (1966), το RB Bennet Commonwealth Prize (1978), το Βραβείο Ωνάση «Ολύμπια» (1991), το Διεθνές Βραβείο Βενετίας «I Cavalli d’oro di San Marco» (1996).
Τον Μάιο του 2008 ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, του απένειμε τον Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής και το 2011 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Αρχαιολογίας Κύπρου, το ανώτερο βραβείο που απονέμεται από την Κυπριακή Δημοκρατία για τη Διάσωση και Προβολή της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς της Κύπρου. Έχει τιμηθεί με το Παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής από τη Γαλλική Κυβέρνηση, με το Παράσημο Αξίας Πρώτης Τάξεως από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Από το 1974 ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών.
Ο Καραγιώργης υπήρξε διοργανωτής συνεδρίων και συμποσίων αρχαιολογίας στην Κύπρο. Από το 1989 έως το 1992 διετέλεσε σύμβουλος του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργου Βασιλείου. Το 1992 εξελέγη Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ανέλαβε τη διεύθυνση της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας μέχρι το 1996. Από το 1989 έως το 2010 υπήρξε Διευθυντής του Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης», ενώ από το 2013 μέχρι το 2019 ήταν Συνεργαζόμενος Καθηγητής στο Ινστιτούτο Κύπρου.
Το 2016 διορίστηκε ως ένα από τα τέσσερα μέλη της Ιδρυτικής Επιτροπής της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμματων και Τεχνών και από το 2019 ήταν ένα από τέσσερα Μεταβατικά Τακτικά Μέλη της Ακαδημίας.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα καθήκοντά του, συνέγραψε ο ίδιος πέραν των 125 βιβλίων σε διάφορες γλώσσες, και πέραν των 485 άρθρων, που διαβάστηκαν πολύ και θα συνεχίζουν να διαβάζονται όσο υπάρχει η αρχαιολογία. Για την προσφορά του στην επιστήμη έχει λάβει πολλές ακαδημαϊκές και άλλες διακρίσεις, είναι μέλος σημαντικών ευρωπαϊκών και διεθνών αρχαιολογικών εταιρειών και ινστιτούτων και έχει τιμηθεί από ξένες κυβερνήσεις.
Η ανασκαφή της Σαλαμίνας
Η Σαλαμίνα ήταν η πρώτη του μεγάλη ανασκαφή. Επέστρεψε στην Κύπρο από τις σπουδές του το καλοκαίρι του 1952 και στις 12 Σεπτεμβρίου βρέθηκε στη Σαλαμίνα όπου ανέσκαπτε για 22 χρόνια, μέχρι το 1974.
Ο Βάσος Καραγιώργης έφερε στο φως ολόκληρο το κοίλο του θεάτρου της Αρχαίας Σαλαμίνας, ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της ανατολικής Μεσογείου με διάμετρο ορχήστρας 27,5 μέτρα.
Το 1952 ο Άγγλος διευθυντής αρχαιοτήτων αποφάσισε να ανασκαφεί ο χώρος ξανά. Η ανακάλυψη του θεάτρου μερικά χρόνια αργότερα ήταν μία μεγάλη έκπληξη και η ύπαρξή του ήταν εντελώς άγνωστη. Η ανακάλυψή του ήρθε τυχαία, όταν ένα πρωινό, ενώ έκανε τη βόλτα του, ο Β. Καραγιώτης βρέθηκε σε ένα κοίλωμα που ήταν αρκετά περίεργο και υποπτεύτηκε ότι θα πρόκειται για θέατρο. Μαζί με εργάτες έσκαψαν και βρήκαν τις πρώτες κερκίδες με τις οποίες πείστηκαν πως πρόκειται για αρχαίο θέατρο.
«Ένα πρωί που έκανα περίπατο στο δάσος της Σαλαμίνας, βρέθηκα μπροστά σε ένα αφύσικο κοίλωμα. Υπέθεσα ότι πρόκειται για θέατρο. Σκάψαμε με δυο εργάτες μια μικρή τάφρο και βεβαιωθήκαμε. Η ανασκαφή έφερε στο φως το κοίλο του θεάτρου, τη σκηνή. Το αρχαίο αυτό θέατρο θεωρήθηκε σπουδαίο για την περιοχή και αποτέλεσε άλλο ένα σημαντικό μνημείο στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας» ανέφερε ο ίδιος.
Υπήρξε μεγάλος ενθουσιασμός ανάμεσα στους κατοίκους, οι οποίοι την είδαν ως το θέατρο όπου θα γίνονταν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Εκείνη την περίοδο, το 1960-61, η Κύπρος μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της. «Ο κόσμος ήθελε να μάθει περισσότερα για την εθνική του ταυτότητα, έτσι η Σαλαμίνα έγινε ένα εθνικό σύμβολο. Εκεί οι μαθητές του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου διδάχθηκαν αρχαίες τραγωδίες και εκεί έπαιξε το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος».
Σύμφωνα με τον ίδιο, από αρχαιολογικής απόψεως έγιναν κατόπιν πολύ σημαντικότερες αποκαλύψεις. «Εκεί βρήκαμε τη Βασιλική Νεκρόπολη της Σαλαμίνας και φέραμε στο φως τάφους του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ., που μας έδειξαν πως η περίοδος εκείνη μπορούσε θαυμάσια να ονομαστεί ‘Ομηρική’. Τα κτερίσματα των τάφων και τα έθιμα ταφής μοιάζουν καταπληκτικά με αυτά που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Αυτά είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία για την επιστήμη και την αρχαιολογία απ’ ό,τι το ρωμαϊκό θέατρο».
Η πρώτη παράσταση μετά την αποκάλυψη του θεάτρου δόθηκε το 1960 από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Ήταν οι Ικέτιδες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του διακεκριμένου φιλόλογου, αείμνηστου Παναγιώτη Σέργη. Το 1963 το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας ανέβασε τον Αίαντα του Σοφοκλή. Παράσταση έδωσε και το Θέατρο Τέχνης παρόντος του Κάρολου Κουν. Η πρώτη παραγωγή αρχαίου δράματος, που παρουσίασε ο ΘΟΚ στην αρχαία Σαλαμίνα, ήταν ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζίσκου στις 15 Σεπτεμβρίου 1972. Η «Αγία Τηλλυρία», το έργο του συνθέτη Γιώργου Κοτσώνη, σε ποίηση του Σπύρου Παπαγεωργίου ήταν το τελευταίο ελληνικό έργο, που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, τον Αύγουστο του 1973.
Τα χρόνια, που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974, στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας σημειώθηκαν εκτενείς συλήσεις και έγιναν παράνομες ανασκαφές από τον καθηγητή Τζοσκούμ Οζγκιουμέρ του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, ο οποίος επέδειξε αδιαφορία για την ακαδημαϊκή ηθική και τα πνευματικά δικαιώματα των συναδέλφων του, που επί δεκαετίες εργάστηκαν στην αρχαία Σαλαμίνα.
Μετά το 1974, ο Βάσος Καραγιώργης ανέλαβε διεθνή πρωτοβουλία για την καταγγελία των παράνομων ανασκαφών στην Αρχαία Σαλαμίνα. Η μεγάλη του πικρία ήταν όταν χρόνια μετά την εισβολή επισκέφθηκε την «τραυματισμένη» Σαλαμίνα και πλήρωσε εισιτήριο για να εισέλθει στον χώρο που ο ίδιος έφερε στο φως και ανέσκαπτε επί 22 χρόνια.
Στο ντοκιμαντέρ του Πασχάλη Παπαπέτρου «Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου 1952 – 1974, 34 χρόνια μετά» καταγράφηκε η επίσκεψή του στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας, όπου άφησε «ένα μεγάλο μέρος νου και ψυχής». Βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Β. Καραγιώργη, ο οποίος αφηγείτο την ιστορία της ανασκαφής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου από το 1952-1974.
Ήταν μια ακόμη έκφραση πικρίας και πόνου και μια κραυγή οργής για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Κύπρου, η ελληνικότατη, κατά τον Ισοκράτη, Σαλαμίνα.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποχαιρετά τον Βάσο Καραγιώργη
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποχαιρετά τον Ομότιμο Καθηγητή Βάσο Καραγιώργη, τον πρώτο Καθηγητή Αρχαιολογίας και ιδρυτή της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου.
«Ακάματος και ακαταπόνητος, χαρισματικός, με απαράμιλλες ηγετικές ικανότητες, γενναιόδωρος, ευρηματικός και ευφάνταστος, άνθρωπος των έργων και των πράξεων, ομηρικά φιλόξενος, βαθύς γνώστης της κυπριακής, και όχι μόνο, αρχαιολογίας, και με ένα μεγάλο όραμα για την προβολή και μελέτη της πολιτιστικής κληρονομιάς τους τόπου, αφήνει πίσω του τεράστιο και αθάνατο έργο. Άνθρωπος με παιδεία και καλλιέργεια, με στέρεες σπουδές και μια αξεπέραστη επιστημονική παραγωγή, αφήνει πίσω του έργο που θα μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη όλων μας» σημειώνεται.
Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, η πιο μεγάλη μάχη που έδωσε, και κέρδισε, ήταν η ανάδειξη της Κυπριακής Αρχαιολογίας στο πλαίσιο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Με τις αρχαιολογικές του ανασκαφές και τις συνακόλουθες, εντυπωσιακές του ανακαλύψεις (π.χ. την βασιλική νεκρόπολη της Σαλαμίνας, τους μεγαλοπρεπείς ναούς του Κιτίου, τους οικισμούς της Ύστερης Χαλκοκρατίας στην Πύλα και στην Μαα, και πολλές άλλες), τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό των δημοσιεύσεων του, μονογραφιών και άρθρων, και τις συχνές περιοδίες και διαλέξεις του στο εξωτερικό πάνω σε θέματα κυπριακής αρχαιολογίας, εξύψωσε το επίπεδο της αρχαιολογίας της Κύπρου και την προέβαλε στον διεθνή χώρο.
Έτσι δημιούργησε την ευκαιρία να ανοίξει τις πόρτες του νησιού σε διαπρεπείς ξένους αρχαιολόγους για την διεξαγωγή ανασκαφών. Εκείνοι με τη σειρά τους ώθησαν την αρχαιολογία του νησιού μας ακόμα περισσότερο, τη δίδαξαν στα πανεπιστήμια τους και τη συζήτησαν σε διεθνή συνέδρια και επιστημονικές δημοσιεύσεις, παγιώνοντας τον διεθνή της χαρακτήρα και προσανατολισμό. Πολλοί από αυτούς μιλούσαν συχνά για την φιλοξενία που τους επεφύλασσε πάντοτε ο ίδιος στο σπίτι του, μαζί με την σύζυγό του Ζακλίν Καραγιώργη, επίσης επιφανή αρχαιολόγο.
Είναι χαρακτηριστικό για το όραμα του Βάσου Καραγιώργη ότι, όταν το 1974 οι ξένες αποστολές που εργάζονταν στις κατεχόμενες περιοχές βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς ανασκαφή, ο ίδιος φρόντισε να προτείνει στους ξένους αρχαιολόγους νέες θέσεις στις ελεύθερες περιοχές. Οι ξένοι αρχαιολόγοι επέστρεψαν στο νησί για να συνεχίσουν την έρευνα τους στις ελεύθερες περιοχές ήδη την επόμενη χρονιά, όπως συνεχίζουν να κάνουν ακόμα και σήμερα οι διάδοχοί τους. «Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να δείξει τη μεγάλη προσφορά του Βάσου Καραγιώργη στην χώρα του» σημειώνει το Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Όμως ο Βάσος Καραγιώργης δεν σταμάτησε εκεί. Οργάνωσε σειρά διεθνών επιστημονικών συνεδρίων που καταπιάστηκαν με μεγάλη ποικιλία θεμάτων, και που έφεραν διακεκριμένους αρχαιολόγους από όλο τον κόσμο στην Κύπρο, καθιστώντας τους πρεσβευτές του τόπου μας στις χώρες τους. Ήταν πάντοτε πρόθυμος να γνωρίσει νέους αρχαιολόγους και να τους στηρίξει στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους. Εγκαινίασε τη δημοσίευση του ετήσιου «Chronique des fouilles et dècouvertes archéologiques à Chypre» στο γαλλικό επιστημονικό περιοδικό Bulletin de Correspondence Hellenique της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών, και αναβάθμισε το Report of the Department of Antiquities, Cyprus, καθιστώντας το έγκυρο περιοδικό στον διεθνή επιστημονικό χώρο.
Το 1989 διορίστηκε Διευθυντής του Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης», το οποίο υπηρέτησε μέχρι το 2010. Η προσφορά του και από την θέση αυτή ήταν το ίδιο μεγαλόπνοη και εμπνευσμένη. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο ίδρυμα, επανεκτέθηκαν και δημοσιεύτηκαν πολλές σημαντικές συλλογές κυπριακών αρχαιοτήτων που βρίσκονται στα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία του κόσμου (Βρετανικό, Λούβρο, Ερμιτάζ, Μητροπολιτικό, κ.ά.). Μέσα δε από τις υποτροφίες του Ιδρύματος, και με την στήριξη της οικογένειας Λεβέντη, ο Βάσος Καραγιώργης βοήθησε ένα μεγάλο αριθμό νέων αρχαιολόγων, τόσο Κυπρίων όσο και ξένων, να ολοκληρώσουν τις μεταπτυχιακές τους σπουδές και διδακτορικές διατριβές, συχνά με θέματα γύρω από την Κύπρο, προωθώντας την συνέχιση της αρχαιολογικής έρευνας στο νησί.
Από το 1989 έως το 1992, ο Βάσος Καργιώργης διετέλεσε σύμβουλος του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργου Βασιλείου, και από τη θέση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Κύπρου το 1991. Η σχέση του με το Πανεπιστήμιο Κύπρου ήταν πολύ στενή, και σε αυτόν οφείλεται ο πρωταρχικός ρόλος που απέκτησε η αρχαιολογία στο πλαίσιο του πρώτου πανεπιστημιακού ιδρύματος της χώρας.
Το 1992 εξελέγη Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενώ ανέλαβε και τη διεύθυνση της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας μέχρι το 1996. Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, η Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας, που είναι πλέον μέρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, μεγάλωσε και έχει πλέον 10 μέλη ακαδημαϊκού προσωπικού και 17 μεταδιδακτορικούς ερευνητές. Δεν θα είχε δημιουργηθεί χωρίς το όραμα και την καθοδήγηση του Βάσου Καραγιώργη.
Αν και συνταξιοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου το 1996, οι σχέσεις του με το ανώτατο ακαδημαϊκό ίδρυμα της χώρας, του οποίου εξελέγη Ομότιμος Καθηγητής, παρέμειναν στενές. Γι’ αυτό και πήρε τη μεγάλη απόφαση να δωρήσει την προσωπική του βιβλιοθήκη, μια από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές βιβλιοθήκες, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Συνέχισε δε να συνεργάζεται με πολλά από τα μέλη της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας σε ερευνητικά προγράμματα, συνέδρια και δημοσιεύσεις, κάποιες μάλιστα από τις οποίες κυκλοφόρησαν το 2021.
«Η Κύπρος και το Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι σήμερα φτωχότεροι γιατί έχασαν έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του πνεύματος και του πολιτισμού. Ο Βάσος Καραγιώργης έχει όμως αφήσει πίσω του ένα τεράστιο έργο και συνέβαλε τα μέγιστα ώστε να εδραιωθεί η Κυπριακή αρχαιολογία τόσο στον τόπο του όσο και διεθνώς. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου του χρωστά πολλά και θα αναγνωρίζει πάντοτε την παρακαταθήκη που του αφήνει».
Συλληπητήρια από την Κυπριακή Ακαδημία και το ΥΠΠΑΝ
Η Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών εκφράζει τη βαθύτατη θλίψη της για τον θάνατο του Καθηγητή Βάσου Καραγιώργη. «Ο Βάσος Καραγιώργης, ως μέλος της ιδρυτικής επιτροπής για την Κυπριακή Ακαδημία, πρωτοστάτησε στην ίδρυση και τη διαμόρφωση της Ακαδημίας στα πρώτα της βήματα. Ως διακεκριμένος αρχαιολόγος και Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων επί 26 έτη, συνέβαλε καθοριστικά στην έρευνα, ανάδειξη και προβολή της Κυπριακής Αρχαιολογίας στον διεθνή χώρο. Το έργο του θα κρατήσει τη μνήμη του αιώνια και συνεκτικά δεμένη με τη μακραίωνη ιστορία της Κύπρου» σημειώνεται.
Αντιπροσωπεία της Κυπριακής Ακαδημίας θα παραστεί στην κηδεία του. Η Ακαδημία εκφράζει τα ειλικρινή της συλλυπητήρια στην οικογένειά του και στην αρχαιολογική κοινότητα της χώρας.
Βαθύτατη θλίψη εκφράζει και το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, που ανακοίνωσε ότι η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη. «Οραματιστής, βαθύς γνώστης της κυπριακής αρχαιολογίας, ακάματος εργάτης του πνεύματος, αφήνει πίσω του ένα αθάνατο έργο» σημειώνει το ΥΠΠΑΝ.
Πηγή: www.philenews.com