Η βασιλική του Αγίου Επιφανίου στη Σαλαμίνα/Κωνσταντία
Δρ Ανδρέα Φούλια
Βυζαντινολόγου
Η βασιλική του Αγίου Επιφανίου, βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας/Κωνσταντίας (η πόλη μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 332 και 342 επισκευάστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, μετονομαζόμενη προς τιμήν του σε Κωνσταντία). Ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κωνσταντίας και αρχιεπίσκοπος Κύπρου, άρχισε την οικοδόμηση της βασιλικής όταν ακόμα βρισκόταν εν ζωή στα τέλη του 4ου αι. Ο ναός αποπερατώθηκε μετά το θάνατό του (403), ενώ παραμένει άγνωστο πού θα αφιερωνόταν αρχικά η βασιλική. Μετά το θάνατο και την ταφή του εκεί, σύμφωνα με το Βίον του, αυτή αφιερώθηκε στο όνομά του.
Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1890 από αρχαιολογική αποστολή του Βρετανικού Μουσείου, ενώ το 1926 ο G. Jeffery συνέχισε ανασκάπτοντας μερικώς τον κυρίως ναό. Συστηματικότερες ανασκαφές διενεργήθηκαν το 1954 από τον αρχαιολόγο Ανδρέα Δικηγορόπουλο που διάρκεσαν μέχρι το 1959. Τότε αποκαλύφθηκε στο μεγαλύτερό του μέρος το σύμπλεγμα του βαπτιστηρίου που βρίσκεται ανατολικά της βασιλικής. Έκτοτε η βασιλική παραμένει ημιτελώς ανεσκαμμένη, αφού το ανατολικό μέρος του βαπτιστηρίου, ο νάρθηκας, το αίθριο και άλλα προσκτίσματα παραμένουν ανεξερεύνητα.
Η βασιλική του Αγίου Επιφανίου είναι μια από τις μεγαλύτερες που οικοδομήθηκαν ποτέ στην Κύπρο με διαστάσεις 57,50 μ. Χ 35 μ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή αρχικά ήταν επτάκλιτη, όπως και η βασιλική της Χρυσοπολίτισσας στην Πάφο, αφού υπήρχαν έξι κιονοστοιχίες που διαιρούσαν το ναό σε επτά άνισα κλίτη. Το μέσο κλίτος είχε πλάτος 11,40 μ. και κατέληγε στα ανατολικά σε ελεύθερη ημικυκλική αψίδα με σύνθρονο (10,30 μ. Χ 5 μ.), που προστέθηκε κατά την επισκευή που έγινε στη βασιλική κατά τον 6ο αι. Τα κλίτη που βρίσκονταν εκατέρωθεν του κεντρικού, κατέληγαν σε ημικυκλικά αψιδώματα μερικώς εγγεγραμμένα στον ανατολικό τοίχο. Το σύνθρονο έφερε κύκλιο, δηλαδή καλυμμένο διάδρομο μεταξύ του τοίχου της αψίδας και του συνθρόνου, το οποίο εξυπηρετούσε τη διακίνηση των κληρικών κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Παρόμοια κατασκευή στην Κύπρο φέρουν οι βασιλικές της Καμπανόπετρας στη Σαλαμίνα και των Σόλων στη Μόρφου. Η αψίδα του κεντρικού κλίτους επικοινωνούσε με τα παραβήματα μέσω τοξωτών ανοιγμάτων, ένα ιδιαίτερο στοιχείο που υπάρχει και σε άλλες παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Κύπρου, όπως του Αγίου Φίλωνος και της Παναγίας Αφέντρικας στο Ριζοκάρπασο, στους Σόλους, στην Αχειροποίητο στην Κερύνεια κ.α. Από τον νάρθηκα ανασκάφηκε μόνο το νότιο άκρο του, που διαπιστώθηκε ότι κατέληγε σε ημικυκλική εγγεγραμμένη αψίδα όπως, της βασιλικής της Καμπανόπετρας στη Σαλαμίνα, της βασιλική του Αγίου Μηνά στην Αίγυπτο, του βαπτιστηρίου της βασιλικής Λεχαίου στην Ελλάδα, του βαπτιστηρίου του πάπα Σίξτου του Γ΄ στο Λατερανό κ.ά. Κατά την εκτεταμένη επισκευή που έγινε τον 6ο αι. η βασιλική μετατράπηκε σε πεντάκλιτη. Ένας μαρμαρεπένδυτος κιβωτιόσχημος τάφος, που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του δεύτερου νοτίου κλίτους της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, πιθανότατα ανήκει στον άγιο Επιφάνιο.
Νοτίως της βασιλικής υπήρχε ευρύς διάδρομος, ο οποίος οδηγούσε προς το σύμπλεγμα του βαπτιστηρίου στα ανατολικά. Το βαπτιστήριο αποτελείται από δωμάτια, που εξυπηρετούσαν τους πιστούς, που προσέρχονταν για να βαπτιστούν. Υπήρχε αποδυτήριο για αλλαγή των ενδυμάτων αυτών που θα βαφτίζονταν, ευρισκόμενο στα δυτικά του φωτιστηρίου, της αίθουσας δηλαδή που βρισκόταν η σταυρόσχημη κολυμβήθρα όπου γινόταν η τριπλή κατάδυση και ανάδυση. Η σταυρόσχημη κολυμβήθρα έφερε σκαλιά στη δυτική και ανατολική πλευρά της, ενώ ήταν κτισμένη πάνω σε υπόκαυστο που θέρμαινε το νερό της, ένα χαρακτηριστικό που δεν το συναντούμε ξανά στις κυπριακές βασιλικές. Στο νότιο τοίχο του φωτιστηρίου υπάρχει μια ημικυκλική κόγχη, όπου στεκόταν ο επίσκοπος ή ο ιερέας που τελούσε το μυστήριο. Οι προς φωτισμόν προσερχόμενοι κατέβαιναν από τη δυτική πλευρά της κολυμβήθρας και όταν τελείωνε το βάπτισμα ανέρχονταν από τα σκαλιά του ανατολικού σκέλους κατευθυνόμενοι προς το χρισμάριο ανατολικά του φωτιστηρίου, όπου οι νεοφώτιστοι χρίονταν με Άγιο Μύρο. Ακολούθως εισέρχονταν στη βασιλική για να παρακολουθήσουν για πρώτη φορά τη Λειτουργία των Πιστών. Τα βαπτιστήρια στη βασιλική της Αγίας Τριάδας Αιγιαλούσης και του Αγίου Φίλωνος Ριζοκαρπάσου πιθανότατα αντιγράφουν αυτό του Αγίου Επιφανίου, αλλά όμως δεν φέρουν υπόκαυστο.
Η βασιλική ήταν διακοσμημένη με εντοίχια ψηφιδωτά υπολείμματα των οποίων βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές που έκανε ο G. Jeffery, που δυστυχώς όμως χάθηκαν. Από τα αρχικά ψηφιδωτά δάπεδα ελάχιστα έχουν σωθεί, όπως αυτά που βρίσκονται στην αψίδα του βόρειου εσωτερικού κλίτους της βασιλικής και στο διάδρομο που οδηγούσε από τη βασιλική στο βαπτιστήριο. Τα ψηφιδωτά αυτά φέρουν απλό γεωμετρικό διάκοσμο και θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στις αρχές του 5ου αι. Η βάση ενός κίονα ήταν επενδυμένη με μικρά έγχρωμα φολιδωτά πλακίδια, opus sectile, διακόσμηση που δεν συναντάται ξανά στην Κύπρο. Τα λιγοστά ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα που σώζονταν, έχουν σήμερα υποστεί ακόμα μεγαλύτερη φθορά, αφού από το 1974 δεν έχουν δεχτεί καμιά συντήρηση λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής της βόρειας Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα. Πρόσφατα (2021) η Δικοινοτική Επιτροπή για τον Πολιτισμό συντήρησε τα ψηφιδωτά και τα μαρμαροθετήματα.
Μετά την καταστροφή της μεγάλης βασιλικής κατά τις πρώτες αραβικές επιδρομές, ο ναός δεν φαίνεται να επισκευάστηκε ή να ξανακτίστηκε, προφανώς λόγω του μεγάλου κόστους. Ωστόσο στα μέσα του 7ου αι. οικοδομήθηκε ανατολικά των νοτίων κλιτών της πρώτης βασιλικής, στον πλατύ διάδρομο που την ένωνε με το σύμπλεγμα του βαπτιστηρίου, μικρότερων διαστάσεων τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική (μήκος 23,70 μ., πλάτος 12,88 μ.) που έφερε μια ημικυκλική και προεξέχουσα αψίδα. Περιμετρικά της αψίδας εσωτερικά κτίστηκε σύνθρονο, που επικάθησε πάνω σε ψηφιδωτά της πρώτης βασιλικής. Η κεντρική αψίδα είναι σήμερα κατεστραμμένη στο μεγαλύτερό της μέρος. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν κάτω από το βήμα θραύσματα αγγείων, που είναι όμοια με αυτά που βρέθηκαν σε σπηλιά στον Κόρνο και χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 7ου αι. Τέσσερις πεσσοί βάσταζαν τη ξύλινη στέγη, ενώ δεν υπήρχαν παραστάδες. Το μεσαίο κλίτος είχε πλάτος 5,60 μ. από στυλοβάτη σε στυλοβάτη, ενώ τα πλάγια είχαν πλάτος 2,60 μ. Η ξυλόστεγη βασιλική διέθετε νάρθηκα, που περιλάμβανε και το μαρμαρεπένδυτο τάφο του αγίου. Η τοιχοδομία της βασιλικής αυτής αποτελείτο από ημιεπεξεργασμένους πωρόλιθους και σποραδικά σπασμένα κεραμίδια και αργούς λίθους.
Πιθανόν, όταν επέστρεψαν οι κάτοικοι της Κωνσταντίας από τη μετοικεσία τους στην Κύζικο στις αρχές του 8ου αι., όπου τους είχε μεταφέρει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ το 691, επιδιόρθωσαν τη ξυλόστεγη εκκλησία, που προφανώς θα είχε πάθει ζημιές είτε από τις επιδρομές είτε από την εγκατάλειψή της. Αφού πρώτα ενισχύθηκαν οι τετράγωνοι πεσσοί και οι εξωτερικοί τοίχοι, η ξύλινη στέγη αντικαταστάθηκε από καμάρες με τρεις κτιστούς τρούλους στο κεντρικό κλίτος. Ο τρίτρουλλος αυτός ναός θεωρείται ως ο πρώτος του είδους αυτού στο νησί, εγκαινιάζοντας έτσι μια σειρά από κυπριακά πολύτρουλλα μνημεία (Αγία Παρασκευή Γεροσκήπου, Άγιοι Βαρνάβας και Ιλαρίωνας στην Περιστερώνα της Μόρφου, Απόστολος Βαρνάβας στην Έγκωμη, Άγιος Λάζαρος στη Λάρνακα), η καταγωγή των οποίων παραμένει δυσερμήνευτη. Οι μακροί τοίχοι και οι πλάγιες προς τα κλίτη πλευρές των πεσσών ενισχύθηκαν με παραστάδες που έφεραν σφενδόνια, ώστε να αντέχουν τις ωθήσεις της ανωδομής. Τον τάφο του αγίου Επιφανίου προσκύνησε το 723 ο αγγλοσάξων επίσκοπος άγιος Βιλλιβάλδος (Willibaldus), καθ’ οδόν προς τους Αγίου Τόπους. Ο τρίτρουλλος ναός πρέπει να υφίστατο μέχρι και την Φραγκοκρατία, αφού οι δύο πλάγιες εγγεγραμμένες αψίδες, που εν μέρει σώζονται και σήμερα είναι προσθήκη της εποχής αυτής.
Βιβλιογραφία:
H.A. Tubbs, «Excavations in Cyprus 1890. Third Season’s work. Salamis», Journal of Hellenic Studies 12 (1891), 101-103. G. Jeffery, «The basilica of Constantia, Cyprus», The Antiquaries Journal 8 (1928), 344-349. A.I. Dikigoropoulos, Cyprus betwixt Greeks and Saracens, A.D. 647-965, (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο University of Oxford), Lincoln College, Oxford 1961, 182-183. A.H.S. Megaw, «Byzantine Architecture and Decoration in Cyprus: Metropolitan or Provincial?», DOP 28 (1974), 78. Α. Παπαγεωργίου, «Επιφανίου Αγίου βασιλική, Σαλαμίνα», ΜΚΕ 5, 156-157. Ο ίδιος, «L’ architecture Paléochrétiene de Chypre», Corso di cultura sull’arte ravennate e bizantina, 32 (1985), 301-304. Α. Παπαγεωργίου, «Η βασιλική του Αγίου Επιφανίου», ΕΚΜΙΜΚ 8 (2008), 35-58. N. Γκιολές, Ἡ χριστιανική τέχνη στήν Κύπρο ἀπό τόν τέταρτο αἰῶνα μέχρι τόν εἰκοστό, Μουσείον Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2003, 7-9. Α. Παπαγεωργίου, Η Χριστιανική τέχνη στο κατεχόμενο από τον τουρκικό στρατό τμήμα της Κύπρου, Λευκωσία (Έκδοση Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου) 2010, 416-423. Α. Παπαγεωργίου, Α. Φούλιας, «Ταφική αρχιτεκτονική στην Κύπρο, 1ος-10ος αι.», ΕΚΜΙΜΚ 12 (2019), 9-46, ιδίως 24. Α . Foulias, “ The Basilica of St. Epiphanios: Architecture and Chronology ”, S. Rogge, Ch. Ioannou, Th. Mavrojannis (eds.), Proceedings of the Conference, Salamis of Cyprus, History and Archaeology from the Earliest Times to Late Antiquity, Nicosia 21-23 May 2015, Schriften des Instituts für Interdisziplinäre Zypern-Studien, University of Münster, vol. 13, 2019, Waxmann, Münster – New York 2019, σ . 719-729.