Η αφήγηση ως μεγάλη πνευματική ανάγκη
Παναγιώτης Κ. Περσιάνης
Η σημερινή μεγάλη αύξηση σε όλο τον κόσμο, και φυσικά και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, τόσο σε αριθμό όσο και σε έκταση των τηλεοπτικών σειρών με μυθοπλαστικά θέματα (με κατ’ εξοχήν παράδειγμα τις σειρές της NETFLIX) είναι μία πολύ ισχυρή ένδειξη όχι μόνο της μεγάλης αγάπης και του ευρέος ενδιαφέροντος αλλά και της μεγάλης πνευματικής ανάγκης που νιώθει το παγκόσμιο κοινό για την αφήγηση. Το εκπληκτικό είναι ότι παρά το πλήθος των εφευρεθέντων νέων τρόπων ενημέρωσης (τηλεφώνων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών συσκευών, μέσων κοινωνικής δικτύωσης) η αφήγηση δεν έχασε τη μεγάλη κοινωνική, παιδευτική και ψυχολογική αξία που είχε σε παλαιότερες εποχές. Οι άνθρωποι αναμένουν και σήμερα με την ίδια λαχτάρα να ακούσουν μία αφήγηση προσωπικά ή από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση για να πληροφορηθούν για τη ζωή, τα βάσανα και τις περιπέτειες άγνωστών τους ανθρώπων που μπαίνουν ξαφνικά στη ζωή τους και γίνονται μέρος της καθημερινής πραγματικότητάς τους. Τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες, οι τόποι και τα γεγονότα που παρουσιάζονται στις τηλεοπτικές σειρές γίνονται ξαφνικά μέρος της ζωής τους, εμπλέκονται με τα καθημερινά τους γεγονότα και πολύ συχνά ακούει κανείς γνωστούς του να μιλούν για ανατροπές που έγιναν στις παρουσιαζόμενες από την τηλεόραση σειρές ή για ανυπομονησία τους να πληροφορηθούν την εξέλιξη της ιστορίας στη σειρά που παρακολουθούν. Πολύ συχνά επίσης αστειευόμενοι αναφέρουν μεταφορικά ότι “χάσαμε επεισόδια”, για να δηλώσουν την αίσθηση ενός κενού στην ενημέρωσή τους για πρόσφατες εξελίξεις στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Βέβαια η ανάγκη για αφήγηση υπήρχε πάντοτε και γινόταν πολύ περισσότερο αισθητή η έλλειψή της σε προηγούμενες εποχές, όταν δεν υπήρχαν ο κινηματογράφος και η τηλεόραση και δεν κυκλοφορούσαν πολλά βιβλία με μυθιστορήματα. Οι άνθρωποι ένιωθαν τότε ακόμα πιο βαθιά την ανάγκη να διευρύνουν τον ψυχικό τους κόσμο ακούοντας ιστορίες από ξένους και γνωρίζοντας άγνωστους τόπους και λαούς. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η τελετουργική σχεδόν ατμόσφαιρα και η μεγάλη διάρκεια της συγκέντρωσης που οργάνωσε ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος για να μπορέσουν οι φίλοι και οικείοι του να ακούσουν την αφήγηση των περιπετειών του ξένου (Οδυσσέα) που έφερε από την ακτή η θυγατέρα του Ναυσικά. Την ανάγκη αυτή των ανθρώπων ένιωσαν εκτός από τον Όμηρο και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως οι Ηρόδοτος και Ξενοφών. Γι’ αυτό, όπως είναι γνωστό, ο πρώτος έγραψε για την άγνωστη στους συμπατριώτες του ζωή των “βάρβαρων λαών” που ζούσαν γύρω από την Ελλάδα (Αιγυπτίων, Περσών, Λυδών), ο δε Ξενοφών έγραψε το βιβλίο Κύρου Παιδεία, που θεωρείται ως το πρώτο μυθιστόρημα.
Στην Κύπρο της νεωτερικότητας τον ρόλο του αφηγητή διαδραμάτιζαν οι πολύ αγαπητές σε ολόκληρο το ελληνοκυπριακό κοινό έμμετρες δραματικές ιστορίες του Βασίλη Μιχαηλίδη και τα κυπριακά παραμύθια. Πολύ ενδιαφέρον προκαλούσαν επίσης οι αφηγήσεις των προσκυνητών του Αγίου Τάφου αλλά και των προσκυνημάτων στην Κύπρο. Θυμούμαι έντονα ακόμα και σήμερα, όταν μικρός άκουα στο χωριό μου στη Λύση μία ιστορία για κάποιον Λυσιώτη που είχε πάει σε ένα προσκύνημα και όταν γύρισε δεν αφηγήθηκε σε κανένα, ούτε στη γυναίκα του, τις εμπειρίες του. Η συμπεριφορά του ήταν τόσο παράξενη που έγινε βιράλ και προκαλούσε πολύ γέλιο ανάμεσα στους Λυσιώτες.
Η αξία της αφήγησης υπογραμμίστηκε ακόμα περισσότερο πρόσφατα με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση του 1821 και 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 με αξιοποίηση, μεταξύ άλλων, άγνωστων πηγών προσωπικών μαρτυριών που ανακαλύφθηκαν σε χειρόγραφα. Οι ειδικοί μιλούν για δημιουργία μίας πλούσιας προφορικής ιστορίας που δημιουργεί νέες ευκαιρίες και νέες δυνατότητες για εμπλουτισμό των υπαρχουσών πληροφοριών για σύγχρονα γεγονότα αλλά και για διόρθωση λαθών η παραλείψεων που διαπράχθηκαν στην Ιστοριογραφία.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήταν, πιστεύω, επιβεβλημένο να αξιολογηθεί ο τρόπος διδασκαλίας της Ιστορίας στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και να εξεταστεί η δυνατότητα εισαγωγής της ιστορικής αφήγησης ως σημαντικού συστατικού του μαθήματος της ιστορίας μέσα στην τάξη. Από ό,τι μπορώ να πω για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος αυτού μέχρι το 1992 που είχα τη δυνατότητα πρόσβασης στις σχολικές τάξεις, υπήρχε σοβαρό πρόβλημα στον τρόπο διδασκαλίας. Μέχρι το τέλος της Αγγλοκρατίας επικρατούσε το σύστημα της προφορικής διδασκαλίας του δεδιδαγμένου κεφαλαίου στην αρχή του μαθήματος με κλήση τριών έως τεσσάρων μαθητών κοντά στην έδρα. Οι μαθητές απάγγελλαν το περιεχόμενο του κεφαλαίου ακολουθώντας τη σειρά και το λεξιλόγιο του βιβλίου. Ο καθηγητής συνήθως δεν έμπαινε στον κόπο να υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις για να καθορίσει τι ακριβώς ανέμενε από τους εξεταζομένους. Απλώς σε κάποιο σημείο ζητούσε “να συνεχίσει ο δεύτερος μαθητής” και ύστερα “ο τρίτος” κ.ο.κ. Μετά την ανεξαρτησία και την επίδραση της διδακτικής που επικρατούσε επί Αγγλοκρατίας στα δημοτικά, εισήχθη και στη Μέση η μέθοδος των πολλών ερωτήσεων με το δικαιολογητικό ότι απέτρεπε την παπαγαλία και επέτρεπε την εξέταση όλων των μαθητών του τμήματος με υποβολή ερωτήσεων, ει δυνατό, σε όλους. Από τότε οι μαθητές εξετάζονταν απαντώντας στις ερωτήσεις του καθηγητή με σύντομες απαντήσεις, καμιά φορά μονολεκτικές ή ακόμα και με μισή λέξη.
Πιστεύω πως η εισαγωγή της αφήγησης και της περιγραφής, ιδιαίτερα ορισμένων προσφερομένων και από την καθημερινή πραγματικότητα ενοτήτων (του Παρθενώνα, της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, της τελευταίας μάχης της Βασιλεύουσας κ.ά.) θα αναβαθμίσει το μάθημα και θα δώσει ευκαιρίες στους μαθητές να ασκηθούν στον συνεχή λόγο στον οποίο δυστυχώς η μεγάλη πλειοψηφία τους υστερεί σήμερα πολύ. Προ παντός όμως θα δοθεί η ευκαιρία στους μαθητές να βιώσουν συγκινητικές στιγμές και να χαρούν τη μάθηση και την ομαδική εργασία.
Πηγή: philenews.com