Η Μονή της Παναγίας Αμασγού στο Μονάγρι
Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου – Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού
Η ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΜΑΣΓΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΓΡΙ
Tο Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου σχεδίασε πριν από μερικά χρόνια την έκδοση Οδηγών Βυζαντινών Μνημείων, με σκοπό, αρχικά, να καλύψει τα περισσότερα από τα δέκα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία του νησιού μας, που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, και σε μεταγενέστερο στάδιο και άλλα, τα οποία παρουσιάζουν ειδικό ενδιαφέρον. Επρόκειτο για ένα αρκετά φιλόδοξο σχέδιο, αφού έπρεπε να αναζητηθεί ομάδα ειδικών, που να μπορεί να παρουσιάσει, κατά τρόπο έγκυρο και ευσύνοπτο, την ιστορία, την αρχιτεκτονική, τον πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο, τις φορητές εικόνες και τα εκκλησιαστικά κειμήλια των μνημείων αυτών. Έκτοτε κυκλοφόρησαν πέντε Οδηγοί, με πλήθος πληροφοριών και εξαίρετη φωτογραφική απεικόνιση, για τις Μονές της Παναγίας της Φορβιώτισσας στην Ασίνου (2002 και επανέκδοση, σε εμπλουτισμένη μορφή, το 2009) και του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη (2007), καθώς και για τους ναούς του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσα (2004), της Παναγίας Ποδύθου και της Θεοτόκου (ή Αρχαγγέλου) στη Γαλάτα (2005) και της Παναγίας στον Μουτουλλά (2009). Ας σημειωθεί ότι, εκτός από τα ελληνικά, στόχος του εκδοτικού αυτού προγράμματος είναι να κυκλοφορήσουν οι Οδηγοί και σε κάποιες από τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά, χάριν των ξενόγλωσσων επισκεπτών των μνημείων.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην ίδια σειρά ακόμη ένας Οδηγός, που παρουσιάζει την ιστορία, τις ωραιότατες τοιχογραφίες και τις παλαιές φορητές εικόνες της Μονής της Παναγίας της Αμασγού στο Μονάγρι (Λευκωσία, 2012). Αποτελείται από 140 σελίδες και περιέχει μεγάλο αριθμό έγχρωμων και μαυρόασπρων φωτογραφιών, καθώς και αρχιτεκτονικά σχέδια, που έγιναν από τον Διομήδη Μυριανθέα. Για την έκδοσή του συνεργάστηκαν ο φωτογράφος Βάσος Στυλιανού, ο Εκδοτικός Οίκος Εν Τύποις Βούλα Κοκκίνου, που είχε την καλλιτεχνική και τυπογραφική επιμέλεια, και τα λιθογραφεία Καΐλας. Eίναι αξιοσημείωτο ότι στις τελευταίες σελίδες του περιλαμβάνεται γλωσσάρι όρων για την καλύτερη κατανόηση των κειμένων, καθώς και επιλεγμένη σχετική βιβλιογραφία.
Η έκδοση του Οδηγού πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και τη Μητρόπολη Λεμεσού, στην οποία υπάγεται πνευματικά η Μονή. Σε αυτήν προτάσσεται πρόλογος του προέδρου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου, Γιάννη Κυπρή, που επεξηγεί τους στόχους του συγκεκριμένου εκδοτικού προγράμματος, και ακολουθεί χαιρετισμός του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου, όπου παρατίθεται με σαφήνεια η θεολογική διάσταση της έκδοσης και υπογραμμίζεται η δυνατότητα, που παρέχεται στον επισκέπτη, να ερμηνεύσει τις τοιχογραφίες του καθολικού και να αντιληφθεί το βαθύτερο πνευματικό τους νόημα και τη σύνδεσή τους με τον λατρευτικό κύκλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την έκδοση χαιρετίζει επίσης η Ηγουμένη της Μονής Επιφανία, που υπενθυμίζει τη σημερινή δυναμική του μνημείου και τη συμβολή του γυναικείου μοναχισμού στην εκκλησιαστική ζωή του τόπου.
Η ιστορία της Μονής της Αμασγού, όπως και των περισσότερων Mονών του τόπου, χάνεται μέσα στον χρόνο. Όπως πληροφορούμαστε από σχετικό κείμενο του Αρχιμανδρίτη Επιφάνιου Ευθυβούλου, συμπερασματικά οι αρχαιότερες μαρτυρίες για την ύπαρξη της Μονής τη συνδέουν με το πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών του καθολικού της, που χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα. Kατά την περίοδο αυτή, όπως σημειώνει, η Κύπρος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οπότε και ιδρύθηκαν στο νησί μερικά από τα μεγαλύτερα μοναστήρια του, όπως αυτά του Κύκκου, του Χρυσοστόμου, της Αψινθιώτισσας, της Ασίνου, της Αλύπου και άλλα. Από την αρχαία αυτή Μονή σώθηκε σε καλή κατάσταση, μέχρι τις μέρες μας, το καθολικό της, ενώ κάποια από τα μοναστηριακά κτήριά της, που μερικά χρονολογούνταν στην τελευταία φάση του τοιχογραφικού διάκοσμου του ναού, στον 16ο αιώνα, ερειπώθηκαν, και άλλα, όπως αυτά της νότιας πτέρυγας, εξαφανίστηκαν τελείως. Η εγκαταβίωση, όμως, στην περιοχή ομάδας μοναζουσών, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, και η ανέγερση νέων μοναστηριακών καταλυμάτων, επανέδωσε στη Μονή την παλαιά πνευματική της αίγλη.
Ο π. Επιφάνιος παραθέτει και πολλές άλλες πληροφορίες για την ιστορία της Μονής, που μέχρι την εγκατάλειψή της, στα τέλη της Τουρκοκρατίας, ήταν μία από τις δεκάδες ανδρώες Μονές, τις οποίες η ευσέβεια των Κυπρίων της εποχής είχε ανεγείρει σε κάθε περιοχή του νησιού και καταστήσει κέντρα των θρησκευτικών τους αναζητήσεων. Παρουσιάζει επίσης αρκετές πτυχές από την πρόσφατη ιστορία της και τις πολλές προσπάθειες, που καταβλήθηκαν για την επαναλειτουργία της. Ακόμη, αναφέρεται και στα δεκαεπτά μετόχια – ησυχαστήριά της, που λειτούργησαν στις μέρες μας, όπως αυτά του Αγίου Ιωάννη του Μοναγρίτη και των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, όπου εγκαταβιώνει μικρός αριθμός μοναζουσών. Τέλος, ο π. Επιφάνιος μάς υπενθυμίζει ότι η Μονή εορτάζει την 21η Νοεμβρίου, ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου, καθώς και την Τρίτη της Λαμπρής, οπότε και συρρέει πλήθος πιστών για να προσκυνήσει τη θαυματουργό εικόνα της Θεοτόκου.
Στο κυρίως τμήμα του Οδηγού περιλαμβάνεται κείμενο για την αρχιτεκτονική του καθολικού, όπου παρουσιάζεται από τον αρχιτέκτονα Διομήδη Μυριανθέα η τυπολογία του μνημείου και οι διάφορες οικοδομικές του φάσεις. Το κείμενο πλαισιώνεται με έγχρωμες φωτογραφίες της σημερινής μορφής του μνημείου, καθώς και αρκετές μαυρόασπρες από το Αρχείο του Τμήματος Αρχαιοτήτων, που αποδίδουν, κατά παραστατικό τρόπο, τις προγενέστερες εποχές της ιστορίας του. Όπως πληροφορούμαστε σχετικά, ο ναός ανήκει στον τύπο του μονόκλιτου καμαροσκέπαστου, ο οποίος, όμως, έχει και δεύτερη στέγαση από απλή δικλινή ξύλινη στέγη. Αναφέρεται επίσης, ότι είναι κτισμένος από τοπικούς ασβεστόλιθους ακανόνιστου σχήματος, με την τοιχοποιία του να συμπληρώνεται από μικρού μεγέθους χαλικώματα, ενώ δίνονται και πληροφορίες για τις κατά καιρούς επεμβάσεις συντήρησης και αποκατάστασής του.
Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στον ερειπωμένο σήμερα βυζαντινό ναό της Αγίας Μαρίνας στο χωριό Καντού, στην περιοχή όπου, σύμφωνα με τους κτηματικούς κώδικες της Μητροπόλεως Κιτίου, η Μονή της Παναγίας της Αμασγού είχε Μετόχιο και σημαντικές εκτάσεις γης. Το Μετόχιο αυτό επανήλθε στην κυριότητα της Μονής το 1998 και σε αυτό προγραμματίζονται εργασίες αποκατάστασης του ερειπωμένου βυζαντινού ναού του, καθώς και διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου. Ας σημειωθεί ότι πρόσφατες αρχαιολογικές εργασίες αποκάλυψαν γύρω από τον ναό συγκρότημα οικοδομών, μέσα στο οποίο ήταν ενσωματωμένος, ενώ ο καθαρισμός των λιγοστών σωζόμενων σπαραγμάτων του τοιχογραφικού διάκοσμού του, επιτρέπει τη χρονολόγησή του στα τέλη του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Ντόρια Νικολάου, που υπογράφει το σχετικό κείμενο, στα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της ανασκαφής περιλαμβάνονται πέντε βυζαντινά νομίσματα του 11ου αιώνα, που αποτελούν πιθανή ένδειξη για αναγωγή του μνημείου στην περίοδο αυτή.
Το τρίτο κεφάλαιο του κυρίως τμήματος του βιβλίου υπογράφεται από τον αρχαιολόγο Γιώργο Φιλοθέου και αφορά στις τοιχογραφίες του καθολικού, οι οποίες διακρίνονται σε πέντε στρώματα και χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 16ο αιώνα, γεγονός που επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των τεχνοτροπικών τάσεων της βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο σε χρονικό ορίζοντα πέντε αιώνων. Όπως πληροφορούμαστε από το σχετικό κείμενο, οι τοιχογραφίες του καθολικού συντηρήθηκαν μεταξύ των ετών 1969-1972 από το Ίδρυμα Dambarton Oaks των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων, οπότε είχαν επισημανθεί τα τέσσερα αγιογραφικά στρώματα, στα οποία νεότερες έρευνες προσέθεσαν ακόμη ένα. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας του κειμένου, οι τοιχογραφίες του πρώτου στρώματος του καθολικού εντάσσονται στο ρεύμα της κομνήνειας τέχνης των αρχών του 12ου αιώνα και θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα της περιόδου αυτής. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται ο Άγιος Αθανάσιος ο Πεντασχοινίτης, που είναι η παλαιότερη σωζόμενη τοιχογραφία του Αγίου, καθώς και ο Άγιος Σπυρίδων, που απεικονίζεται σε κεντρικό σημείο του καθολικού, στο κέντρο της κόγχης του ιερού βήματος, δείχνοντας, κατά τον τρόπο αυτό, τον μεγάλο σεβασμό των πιστών και τη σημαντική θέση του στην Ορθόδοξη Εκκλησία του νησιού. Σύμφωνα με τον Φιλοθέου, σε αυτή την πρώτη φάση ανήκει πιθανότατα και η κτιστή αγία τράπεζα, που φέρει ζωγραφικό διάκοσμο.
Ακολούθως περιγράφονται οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος, που χρονολογούνται στα τέλη του 12ου – αρχές του 13ου αιώνα, και οι οποίες, εκτός από μορφές μεμονωμένων Αγίων, διασώζουν σκηνές από τον χριστολογικό κύκλο. Η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών αυτών εντάσσεται στην υστεροκομνήνεια τέχνη και μπορεί να συσχετιστεί με τις αντίστοιχες, οι οποίες κοσμούν τον κυρίως ναό της Εγκλείστρας του Αγίου Νεοφύτου. Οι τοιχογραφίες του τρίτου στρώματος ανάγονται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα και έχουν κεντρική παράσταση τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας από τον Άγιο Ζωσιμά στην Οσία Μαρία την Αιγύπτια, που προβάλλει ως πρότυπο μετανοίας. Ακολουθεί η παρουσίαση του τετάρτου στρώματος των τοιχογραφιών, που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα και απεικονίζουν ασκητές Αγίους, όπως τους Αντώνιο, Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη, Σάββα και Νικόλαο, εικονογραφικό πρόγραμμα που είναι συνηθισμένο στα καθολικά Μονών, αφού αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση για τους μοναχούς. Όπως σημειώνει ο Φιλοθέου, το στρώμα των τοιχογραφιών αυτών είναι πολύ καλά διατηρημένο, ιδιαίτερα τα πρόσωπα, γεγονός που επιτρέπει τη λεπτομερή μελέτη και ένταξή του στο πλαίσιο της ύστερης παλαιολόγειας ζωγραφικής. Τέλος, παρουσιάζεται το πέμπτο στρώμα των τοιχογραφιών, που χρονολογείται επακριβώς από σχετική επιγραφή στο έτος 1564 και καλύπτει ολόκληρη την κόγχη του ιερού βήματος, το τόξο στον νότιο τοίχο και άλλα σημεία του κυρίως ναού. Από τις τοιχογραφίες του ξεχωρίζουν η Θεοτόκος Πλατυτέρα με δύο Αγγέλους, η Κονωνία των Αποστόλων, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, που απεικονίζεται σχεδόν σε όλες τις εκκλησίες του νησιού, συνήθως σε υπερφυσικό μέγεθος, και οι Άγιοι Παντελεήμων, Γεώργιος και Μάμας, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα αγαπητοί στους πιστούς. Οι τοιχογραφίες αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο της τοπικής βυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης της εποχής και είναι ένα από τα τελευταία ζωγραφικά σύνολά της, πριν από τον βίαιο τερματισμό της, εξαιτίας της κατάκτησης του νησιού από τους Τούρκους εισβολείς, το 1571.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού του 17ου αιώνα, τις φορητές του εικόνες, που χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 19ο αιώνα, και τα ιερά του σκεύη. Υπογράφεται από τον Έφορο των Συλλογών του Ιδρύματος, αρχαιολόγο Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, ο οποίος έχει και την ευθύνη της έκδοσης της σειράς των Οδηγών. Στο κεφάλαιο αυτό παρουσίαζονται αρχικά τα σχετικά με το τέμπλο του ναού και επεξηγούνται οι θέσεις των διαφόρων εικόνων του. Στη συνέχεια παρουσιάζονται δεκατρείς φορητές εικόνες, καταγράφονται τα ιδιαίτερα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους και ερμηνεύεται η θεολογική σημασία των επιμέρους τους συμβόλων. Από αυτές ξεχωρίζουν η Ανάσταση του Χριστού, η οποία χρονολογείται στο τελευταίο μισό του 12ου αιώνα και που είναι η παλαιότερη, η οποία σώζεται στη Μονή, καθώς και η αμφιπρόσωπη εικόνα της Οδηγήτριας και της Σταύρωσης του 14ου αιώνα, που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ως προσκυνηματική εικόνα. Βέβαια, περίοπτη θέση στην παρουσίαση των εικόνων που διασώθηκαν, ο Χατζηχριστοδούλου αποδίδει στη θαυματουργό αμφίγραπτη προσκυνηματική – λιτανευτική εικόνα της Μονής, που είναι αφιερωμένη στην Παναγία την Οδηγήτρια, πιθανώς του έτους 1569, στο πίσω μέρος της οποίας παριστάνεται η Σταύρωση, η οποία χρονολογείται από σχετική επιγραφή στο έτος 1569. Όπως σημειώνεται σχετικά, η εικόνα αυτή είναι γνωστή στον λαό και με τις ονομασίες Παναγία η Αμασγού, ή Δαμασκού, ή Χρυσαμασγώτισσα, ή Χρυσαμασκού. Τέλος, στο ίδιο κεφάλαιο, παρουσιάζονται και τα δύο από τα σημαντικότερα παλαιά ιερά σκεύη της Μονής, ένα Άγιο Ποτήριο και ένας Άγιος Δίσκος ή Δισκάριο με τον Αστερίσκο, που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Με την κυκλοφορία του βιβλίου για τη Μονή της Παναγίας της Αμασγού το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου επέκτεινε το εκδοτικό του πρόγραμμα στην παρουσίαση και άλλων εκκλησιαστικών μνημείων του τόπου, πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Με κείμενα, που διακρίνονται για τη σαφήνεια, την καλλιτεχνική ανάλυση και την ιστορική τους τεκμηρίωση, το Ίδρυμα έχει συμβάλει στην ανάδειξη των μνημείων αυτών, παρέχοντας, κατά τρόπο έγκυρο, τη δυνατότητα στους επισκέπτες, ντόπιους και ξένους, να γνωρίσουν τον πνευματικό πλούτο του τόπου, όπως αναδεικνύεται από τα τοιχογραφημένα σύνολα και τα άλλα κειμήλιά τους.
Κωστής Κοκκινόφτας