Ομιλία του Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης Δρος Κυπριανού Δ. Λούη στη Δοξολογία για την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940

Ομιλία του Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης Δρος Κυπριανού Δ. Λούη στη Δοξολογία για την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940

Ομιλία του Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης Δρος Κυπριανού Δ. Λούη στη Δοξολογία για την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940

 

Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2022, 10:00 π.μ.

Καθεδρικός Ναός Αποστόλου Βαρνάβα, Λευκωσία

 

 

– Εξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας,

– Θεοφιλέστατε, εκπρόσωπε του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Επίσκοπε Καρπασίας Κύριε Χριστοφόρε,

– Εντιμοτάτη Κυρία Πρόεδρε της Βουλής των Αντιπροσώπων,

– Εξοχώτατε Κύριε Πρέσβη της Ελλάδος,

– Κυρίες και Κύριοι,

 

H 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν «μία ημέρα που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας». «Πραγματικώς εγεννήθη μία νέα Ελλάς, όπως την ωνειρεύθησαν οι ποιηταί». Με αυτή τη λακωνική διατύπωση αποτίμησε τη σημασία της αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα ο στρατάρχης Γιαν Κρίστιαν Σματς, πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής κατά την περίοδο 1939-1948.

 

Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι άλλες χώρες της Ευρώπης δεν προέβαλαν οποιαδήποτε αντίσταση στους επιδρομείς, αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο τη συμβολή της Ελλάδας στην εξέλιξη και στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά συναισθανόμαστε το ψυχικό σθένος και το ηθικό μεγαλείο του ελληνικού λαού, που με αυτοθυσία αντιστάθηκε, πολέμησε και αργότερα αντιμετώπισε την πείνα και την εξαθλίωση, χωρίς ωστόσο να παύσει να αντιστέκεται με κάθε διαθέσιμο μέσο.

 

Ήδη οι σχέσεις Ελλάδας – Ιταλίας ήταν τεταμένες, μετά από τον τορπιλισμό του ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» από το ιταλικό υποβρύχιο «Ντελφίνο», έξω από το λιμάνι της Τήνου, τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου 1940, έναν χρόνο μετά από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, στη 1.00 µετά τα µεσάνυχτα, το κρατικό ραδιόφωνο της Ρώµης αναγγέλλει ότι έληξε η περίοδος ανεκτικότητας της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας. Στις 2.50 π.µ. ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επιδίδει στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά τελεσιγραφική διακοίνωση της κυβέρνησής του, στην οποία κατηγορούνταν η Ελλάδα για παραβίαση της ουδετερότητας και προβαλλόταν η αξίωση να παρασχεθεί η συναίνεση προκειµένου να καταληφθούν «ειρηνικά» µια σειρά από στρατηγικά σηµεία της ελληνικής επικράτειας. Η αρνητική απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού, δοσμένη στη διπλωματική γλώσσα με τη φράση «Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεµον» σηματοδότησε την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που άρχισε στις 5.30 το πρωί, με την εισβολή επτά ιταλικών µεραρχιών από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

 

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Έλληνες ξύπνησαν με εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια στο ραδιόφωνο, το οποίο αναμετάδωσε και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν: «Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Έκτακτο ανακοινωθέν. Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου Εδάφους».

 

Από το πρωί, λοιπόν, της 28ης Οκτωβρίου 1940 άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας. Κατά τη «Μάχη της Ελλάδας», που είχε διάρκεια 216 ημερών, πρυτάνευσε η εθνική ομοψυχία, η αποφασιστικότητα και το αγωνιστικό πνεύμα, που συνέτειναν στην πρώτη νίκη των συμμάχων εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Με σημαντικές επιτυχίες τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, «η Ελλάδα πέτυχε να διαλύσει τον μύθο της παντοδυναμίας του Άξονα, ενθάρρυνε αποφασισμένους και διστακτικούς λαούς προς αντίσταση, κατέστρεψε το γόητρο του Μουσολίνι, ενώ καθυστέρησε την προγραμματισμένη επίθεση του Χίτλερ στη Ρωσία».

 

Δεν είναι λίγα τα ημερολόγια των στρατιωτών που πολέμησαν στα βουνά της Αλβανίας, στα οποία αποτυπώνεται το ηρωικό τους φρόνημα αλλά και η αγωνία τους απέναντι στις αντιξοότητες, τις στερήσεις, το κρύο και την πείνα. Στο ημερολόγιο του Γιώργου Ιωαννίδη, Τ.Τ. 235. Σκηνές και εικόνες απ’ τη ζωή του 50 Συντάγματος στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου (1950), διαβάζουμε: «Γενήκαμε αγνώριστοι. Σαν το συλλογίζομαι η καρδιά μου αίμα στάζει. Απορώ με τον άνθρωπο. Πώς τόσο εύκολα αλλάζει. Τον θυμάμαι πριν από τρεις-τέσσερις μήνες. Ίδιος Άρης ο καθένας μας, μ’ όλο το μένος του. Απόφαση, θέληση, ορμή, γιομάτοι. Κι η μόνη μας σκέψη: Πάντα μπρος! Πόσο ζηλεύαμε τα πουλιά, που δεν είχαμε τα φτερά τους; […] Όσο οι μέρες περνούσαν η ζωή μας γινότανε πιο έντονη, με πιο πολύ ενδιαφέρον. Πάντα σε μια κατάσταση γλυκού μεθυσιού βρισκόμαστε. Ανεπαίσθητα όμως, μας ζύγωναν και οι δυστυχίες. Πρώτα ήρταν τα κρυοπαγήματα. Ένα φρούτο άγνωστο. Πριξήματα στα πόδια στην αρχή, κι έπειτα πόνοι. Πόνοι δυνατοί. […] Στο εξής όλα μάς είναι ενοχλητικά. Ο διπλανός μας είναι η αιτία. Ο διπλανός μάς φταίγει. Κι έτσι σιγά σιγά από μέσα μας φεύγει ο άνθρωπος. […] Η πείνα μάς οδηγεί σε σκέψεις άλογες. […] Ό,τι η ταλαιπωρία δεν το κατορθώνει, τ’ αποτελειώνει η σφαίρα, ο όλμος, το αεροπλάνο. Αλλά ότι θα νικήσουμε κανείς δεν μπορεί να μας το βγάλει απ’ το νου».

 

Στο άκουσμα πως η Ελλάδα αρνήθηκε εμφαντικά να παραδώσει γη και ύδωρ στη φασιστική Ιταλία, η ανταπόκριση στην Κύπρο υπήρξε συγκινητική, καθώς οι Έλληνες της Κύπρου ξεχύθηκαν στους δρόμους ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο και κρατώντας τις γαλανόλευκες. Όμως, το νησί μας είχε και τη δική του έμπρακτη συμβολή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τόσο με την εθελοντική κατάταξη Κυπρίων στον Ελληνικό Στρατό όσο και με την ένταξή τους στο Κυπριακό Σύνταγμα και στην Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη. Με βάση τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας, 16624 Κύπριοι στρατιώτες είναι καταγεγραμμένοι στα μητρώα των δύο πιο πάνω κυπριακών στρατιωτικών σωμάτων. Από αυτούς, πάνω από 600 έπεσαν στα πεδία των μαχών και βρίσκονται θαμμένοι σε 56 κοιμητήρια 17 χωρών ανά τον Κόσμο, ενώ χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Επιπλέον, αμέσως μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, διοργανώθηκαν στην Κύπρο έρανοι για τη συγκέντρωση «χρημάτων και κοσμημάτων υπέρ της Ελλάδος». Με εγκύκλιο του τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεόντιου, καλούνταν οι Κύπριοι να προσφέρουν χρυσά κοσμήματα. Σε ένδειξη τιμής για την προσφορά τους θα λάμβαναν «αργυρούν δακτυλίδιον» που θα έφερε την επιγραφή «Εθνικός Αγών, 1940».

 

Τον Απρίλιο του 1941 η Γερμανία αποφασίζει να συνδράμει τους Ιταλούς συμμάχους της. Η εξέλιξη των γεγονότων αποτυπώνεται στους πρωτοσέλιδους τίτλους της εφημερίδας Καθημερινή: «Δευτέρα 7 Απριλίου 1941: Εις τα βουνά της Μακεδονίας γράφεται μια νέα εποποιία ασύλληπτων ηρωισμών. Από της πρωΐας της χθες η Ελλάς και η Νοτιοσλαυία, υποστάσαι απρόκλητον επίθεσιν, ευρίσκονται εμπόλεμοι με την Γερμανίαν. Και η Ιταλία εκήρυξε τον πόλεμον εναντίον της Νοτιοσλαυίας. Τα στρατεύματά μας αμύνονται συγκρατούντα κρατερώς τας θέσεις των. / Σάββατον 12 Απριλίου 1941: Με πνεύμα αδαμάστου μαχητικότητος και με ακλόνητον πεποίθησιν επί την τελικήν νίκην, ο ηρωικός ελληνικός στρατός, βοηθούμενος από τους γενναίους Άγγλους, αντιμετωπίζει τον νέον εισβολέα. / Δευτέρα 28 Απριλίου 1941: Την 8:25 π.μ. της χθες ο γερμανικός στρατός εισήλθεν εις Αθήνας. Πώς συντελέσθη η παράδοσις των Αθηνών και του Πειραιώς εις τας γερμανικάς αρχάς. Εις τον δήμαρχον των Αθηνών ανετέθησαν άπασαι αι εξουσίαι εις την πρωτεύουσαν».

 

Με την πτώση της Κρήτης, στα τέλη του Μαΐου 1941, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό. Η Ελλάδα περιέρχεται σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Η περίοδος της Κατοχής (1941-1944) είναι μία από τις πλέον επώδυνες ιστορικές εμπειρίες του ελληνισμού, που επισώρευσε πολλά δεινά: οικονομική αφαίμαξη, εξαθλίωση, πείνα, στέρηση όλων των ελευθεριών και δικαιωμάτων, τρομοκρατία, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Όπως υπολογίζεται από τους ιστορικούς, «ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στον βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης».

 

Ωστόσο, το φρόνημα του ελληνικού λαού δεν κάμφθηκε κατά τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής. Αντίθετα, ο λαός προέβη σε ενέργειες αντίστασης σε διάφορα επίπεδα. Η Εθνική Αντίσταση, λοιπόν, προσέλαβε πολύ μεγάλες διαστάσεις, με τη συμμετοχή σε αυτήν της πλειονότητας του ελληνικού λαού και ήταν ένδειξη της ισχυρής του βούλησης να μη συμβιβαστεί με τα τετελεσμένα της τριπλής κατοχής της Ελλάδας. Από την άλλη, οι ατομικές και συλλογικές πράξεις αντίστασης συνέτειναν στη διατήρηση υψηλού φρονήματος και του ηθικού των Ελλήνων, μέχρι την απελευθέρωση.

 

H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς να απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Αθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σε ένα κλίμα ενθουσιασμού, που αποτυπώνεται στο πεζογράφημα του Πέτρου Χάρη, Ημέρες Οργής: «Η πρώτη μέρα της λευτεριάς είναι ένα μεγάλο ποτάμι. Βλέπεις στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας μια φουρτουνιασμένη ανθρωποθάλασσα που όλο και μεγαλώνει, όλο και πλαταίνει και γεμίζει την πόλη με τη βουή μιας δύναμης, που θέλει να ξεσπάσει, ν’ αλαφρώσει από την οργή που πολύ την έχει βασανίσει, να γίνει παντού κυρίαρχη και να μη βρίσκει πουθενά εμπόδια».

 

Στις 18 Οκτωβρίου 1944 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου απηύθυνε λόγο προς τον λαό από την Πλατεία Συντάγματος, αμέσως μετά την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Ἀσπαζόμεθα τὴν ἱερὰν γῆν τῆς Ἐλευθέρας Πατρίδος… Οἱ Βάρβαροι, ἀφοῦ ἔβεβήλωσαν, ἐπυρπόλησαν καὶ ἐδήωσαν, ἐπὶ τρία καὶ ἥμισυ ἔτη, πιεζόμενοι πλέον ἀπὸ τὴν συμμαχικὴν νίκην καὶ τὴν ἐθνικήν μας ἀντίστασιν τρέπονται εἰς φυγήν. Καὶ ἡ Κυανόλευκος κυματίζει μόνη εἰς τὴν Ἀκρόπολιν… Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἱστορίας οἱ ἑλληνικοὶ αἰῶνες πανηγυρίζουν τὴν ἐπάνοδον τῆς Ἐλευθερίας εἰς τὴν ἀρχαίαν Πατρίδα της. Καὶ στεφανώνουν τὴν Γενεάν μας. Διότι ὁλόκληρος ὁ Λαός μας ὑπῆρξεν ἀγωνιστὴς τῆς Ἐλευθερίας. Δὲν εὑρίσκεται ἀσφαλῶς εἰς τὴν κατεχομένην Εὐρώπην ἄλλο παράδειγμα τόσης καθολικῆς ἀντιστάσεως καὶ τόσης ἀκλονήτου αἰσιοδοξίας διὰ τὴν τελικὴν Νίκην».

 

Εκεί που ο εχθρός νόμιζε πως η κατάληψη της Ελλάδας θα ήταν ένας περίπατος, οι Έλληνες πέτυχαν το ελληνικό θαύμα, ενωμένοι, με ψυχική ορμή και τόλμη και με οδηγό τους την πίστη και την ελπίδα. Μέσω της αντίστασής τους στον φασισμό και τον ναζισμό πέτυχαν να αλλάξουν την πορεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το αναγνώρισε και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Άντονι Ήντεν, ο οποίος σημείωσε ότι «αν το μεσογειακό σχέδιο του Χίτλερ, που απέτυχε χάρις στη νικηφόρα αντίσταση της Ελλάδας, επιτύγχανε, η επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ρωσίας θα είχε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Οι ήρωες, που έχουν βάψει με το αίμα τους την ιερή γη της Βορείου Ηπείρου, οι μαχηταί της Πίνδου κι οι άλλοι, θα ‘ναι οδηγοί μαζί με τους Μαραθωνομάχους και θα φωτίζουν μέσα στους αιώνες την Οικουμένη.

 

Κυρίες και κύριοι,

 

Σήμερα, 82 χρόνια μετά από την έναρξη του ελληνοϊταλικού αγώνα και από το Έπος της Ελληνικής Αντίστασης στα βουνά της Αλβανίας, αντλούμε πολύτιμα διδάγματα από τη στάση του ελληνικού λαού. Ενός λαού ο οποίος μεγαλούργησε απέναντι στις υπέρτερες στρατιωτικά και οικονομικά δυνάμεις του Άξονα, γράφοντας ανεκτίμητες σελίδες αυτοθυσίας και ανδρείας. Μέσα από αγώνες, κατά τους οποίους οι Έλληνες αποδείχθηκαν αντάξιοι της βαριάς ιστορικής τους κληρονομιάς και έξοχοι συνεχιστές της διαχρονικά έμφυτης ανάγκης των προγόνων τους να διεκδικούν αδιαλείπτως την αξιοπρέπειά τους στο διάβα των αιώνων.

 

Μέσα σε ένα αβέβαιο και ασταθές παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και σε μια περίοδο που ο ελληνισμός δέχεται συνεχείς προκλήσεις και απειλές, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, το ιστορικό ορόσημο του 1940 συνιστά για εμάς πρότυπο αγωνιστικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων μας. Ειδικότερα, εμείς στην ημικατεχόμενη Κύπρο, που ακόμη αγωνιζόμαστε για την επιβίωσή μας στη γη των πατέρων μας, οφείλουμε τιμή και σεβασμό απέναντι στο Έπος του Σαράντα και πίστη σε εκείνες τις αξίες και τις στάσεις που θα μας ενδυναμώσουν στον αγώνα μας. Πρωτίστως, οφείλουμε να αντλούμε θάρρος και ευψυχία και να πιστεύουμε στη δύναμη των δικαίων μας. Με αυτή την ασπίδα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις ποικίλες προκλήσεις, σε στενή συνεργασία με την Ελλάδα και με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, στην ευρύτερη οικογένεια της Ενωμένης Ευρώπης.

 

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!

Ζήτω το Έθνος!

 

Σας ευχαριστώ.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post