Επικήδειος λόγος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου, Τοποτηρητού του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Β΄
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
12.11.2022
«Βέλος θανάτου παρήλθεν ουδείς των θνητών» – δεν ξέφυγε κανένας τον θάνατο, λέγει ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Κι ήταν φυσικό «ουδέ τον Αρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον τον Β΄, τούτο παρελθείν δυνατόν».
Όσο κι αν η ασθένεια ήθελε να μας προδιαθέσει για το επερχόμενο τέλος, το συνεχές δημιουργικό σφρίγος του μακαριστού δεν μας επέτρεπε να αντιληφθούμε κάτι τέτοιο. Και βρεθήκαμε ανέτοιμοι για το «ορώμενον θέαμα», «την παρούσαν κατάπαυσιν».
Ο θάνατος είναι σημείο οριακό για κάθε ζωντανή ύπαρξη, περιορίζει και εξαντλεί τη ζωή, ορίζει το εγκόσμιο «είναι», οριοθετεί το παρόν «υπάρχειν».
Χωρίς το άπλετο φως της Αναστάσεως και της Χριστιανικής διδασκαλίας θα καταλήγαμε κι εμείς στο ερώτημα και στην απάντηση του Πινδάρου: «Τί δέ τις; Τί δ’ ού τις; Σκιάς όναρ άνθρωπος» (δηλ. «Τί είναι κάποιος; Τι δεν είναι; Όνειρο μιας σκιάς ο άνθρωπος»). Για μας, όμως, που κατέχουμε την αληθινή πίστη, έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο μακαριστός πολιτογραφήθηκε, τώρα, οριστικά και μόνιμα, στην επουράνια και αχειροποίητη Ιερουσαλήμ, διατελεί εν «πανηγύρει και εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων…» και καταυγάζεται από το φως της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος. Επαληθεύεται σ’ Αυτόν εκείνο το οποίο λέγει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος για τους μετά την Χάριν ζώντας ευσεβώς: «Ουκέτι γη εί και εις γήν απελεύση, αλλά τω ουρανίω συναφθείς, προς ουρανόν αναληφθείση».
Προπέμποντας σήμερα τον αοίδιμον Αρχιθύτην και Αρχιποίμενά μας στην αιωνιότητα και οδηγώντας το σώμα του στην, μέχρι της κοινής αναστάσεως, προσωρινή διαμονή του, ανέλαβα, εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου, να πω τον προσήκοντα λόγο, προς τιμήν του. Έχω την πεποίθηση ότι τα έργα τα οποία επετέλεσε και οι τομές τις οποίες επέφερε στη διοίκηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας μας, στα δεκαέξι έτη της Αρχιεπισκοπείας του, είναι πολύ ανώτερα κάθε λόγου και κάθε εγκωμίου. Εν τούτοις, ακολουθώντας την παράδοση, θα προσπαθήσω, όσο μπορώ αντικειμενικά, να περιγράψω την προσφορά του μεγάλου νεκρού στην Εκκλησία, την κοινωνία και την πατρίδα.
Συνήθως ένα πλέγμα ενοχής αλλά ταυτόχρονα και υποκρισίας μας ωθεί σε υπερβολές όταν εκφωνούμε έναν επικήδειο. Είναι σαν να απολογούμαστε στον εγκωμιαζόμενο για όσα παραλείψαμε να κάνουμε ή και όσα απαράδεκτα κάναμε ή για το πώς συμπεριφερθήκαμε σ’ αυτόν, όσο ζούσε, τώρα που ο ίδιος είναι ακίνδυνος και κάθε αναφορά σ’ αυτόν δεν μας στοιχίζει τίποτα. Τη συμπαράστασή μας, όμως, την χρειαζόταν όσο ζούσε ο μακαριστός. Τώρα που πέθανε, αυτό που θα θέλει, τη διάρκεια, δεν είμαστε εμείς που θα του την εξασφαλίσουμε, αλλά το έργο του και ο μεγάλος, ο αδυσώπητος κριτής, ο χρόνος.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β ήταν από τους ανθρώπους που μετρούν την Ιστορία με αστρικά έτη και τη ζωή τους με τον πήχη της ευθύνης. Η εξέταση των έργων του μαρτυρεί την πολύπλευρη και πολύμοχθη δράση του.
Το πέρασμά του από τον κόσμο τούτο δεν ήταν, όπως λέει ο ποιητής, σαν πάτημα «διαβάτη ανυπόμονου, που φάνηκε στην άμμο μιαν αυγή, άγριο το κύμα πέρασε τη νύκτα και το σβεί». Ήταν πέρασμα διαβάτη που τ’ αχνάρια του χαράχθηκαν βαθιά, άσβηστα, δημιουργικά. Ούτε κι ήταν κάτοπτρο που ανακλούσε ιδέες άλλων. Ήταν εστία φωτεινή που εξέπεμπε δικές του ιδέες. Κατόρθωνε να συλλαμβάνει το νόημα των καιρών και τα σύγχρονα προβλήματα με τις κεραίες της αιωνιότητας. Σε όποιο χώρο κι αν έτυχε να βρεθεί στα 81 χρόνια της επίγειας ζωής του και όποιο αξίωμα κι αν κατείχε, του Ηγουμένου Αγίου Νεοφύτου, του Μητροπολίτη Πάφου, δεν παρέμεινε απλός θεατής. Απ’ όπου πέρασε άφησε σαφή τα ίχνη της διάβασής του. Ιδιαίτερα ως Προκαθήμενος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του χαρακτήρα του. Θα περάσουν αιώνες για να ξεφύγει, αν μπορέσει να ξεφύγει, η Εκκλησία της Κύπρου από την σκιά του.
Μερικοί, αυτοί που αντικατέστησαν τη σοφία με τη γνώση και που τώρα αντικαθιστούν τη γνώση με την πληροφόρηση, τον είπαν ολιγογράμματο, ξεχνώντας ότι τελικό και αήττητο όπλο δεν είναι ούτε η γνώση ούτε η πληροφόρηση, αλλ’ η σοφία και η πίστη. Σοφία για την αξιολόγηση των εκάστοτε δεδομένων. Πίστη στον Θεόν, «τον εγείροντα τους νεκρούς και καλούντα τα μη όντα ως όντα», αλλά και πίστη σε αξίες και στη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός σκοπού.
Μπορεί ο λόγος του να μην ήταν χειμαρρώδης. Ήταν πάντα όμως απλός, επίκαιρος∙ ανακουφιστικός, όχι θορυβώδης∙ περιεκτικός, όχι πομπώδης και κενός. Το απροσποίητο ύφος και το ακέραιο ήθος του αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά της βαριάς προσωπικότητάς του.
Κοπίασε με ανιδιοτέλεια κι αναλώθηκε με ζήλο, πορευόμενος πολλές φορές στο μεθόριο της αμφισβήτησης, και της αποδοκιμασίας και πραγματοποίησε έργο που κανένας από τους προκατόχους του δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Πρώτο και μέγιστο έργο του, η αποκατάσταση της Ιεράς Συνόδου, ως Συνόδου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Από τον 12ο αιώνα, που οι Λατίνοι κατέλυσαν την 14μελή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, ουδείς άλλος Αρχιεπίσκοπος επεχείρησε αποκατάστασή της. Το πέτυχε ο Χρυσόστομος ο Β΄. Αρχιεπισκοπή, 9 Μητροπόλεις και 3 Επισκοπές, θεσμοθετημένες από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, με συγκεκριμένα όρια, αποκατέστησαν το κύρος της Εκκλησία μας μέσα στην Πανορθόδοξη Οικογένεια και της έδωσαν τη δυνατότητα επίλυσης όλων των αναφυόμενων σ’ αυτήν προβλημάτων, χωρίς την ανάγκη εκζήτησης βοήθειας από αλλού.
Δεύτερο χρονολογικά, αλλά εξίσου σημαντικό έργο της Αρχιεπισκοπείας τού προκειμένου νεκρού είναι η ίδρυση του Φορέα μισθοδοσίας, ενοριακού κλήρου. Αρκετά τα εκατομμύρια ευρώ που η Αρχιεπισκοπή καταβάλλει κάθε χρόνο ώστε οι ιερείς και των κοινοτήτων, σε όλες τις Μητροπόλεις, που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνονται από αυτές, να έχουν τον ίδιο μισθό παγκύπρια, ανάλογα με τη μισθολογική κλίμακα στην οποία κατατάσσονται.
Η Θεολογική Σχολή, το τρίτο του μεγάλο έργο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας είναι και η ύπαρξη σ’ αυτήν Σχολής ανωτάτου επιπέδου στην οποία να μορφώνονται οι κληρικοί της αλλά και η οποία να γίνεται πόλος θεολογικών συζητήσεων. Η προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄ για ίδρυση Θεολογικής Σχολής δεν ευοδόθηκε λόγω του Πραξικοπήματος και της Εισβολής. Την έφερε εις πέρας ο Χρυσόστομος ο Β΄.
Η ανέγερση της Φοιτητικής Εστίας στη Λεμεσό, με πέραν των 300 δωματίων – διαμερισμάτων, πλήρως εξοπλισμένων για τους άπορους φοιτητές, που γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων και οικιών, ήταν το επόμενο μεγάλο του έργο. Πολλά τα εκατομμύρια που διατέθηκαν, αλλά το έργο θα διαλαλεί την παντοτινή μέριμνα της Εκκλησίας για το ποίμνιό της.
Επισφράγιση του όλου έργου του, ήταν ο μεγαλοπρεπής αυτός Καθεδρικός ναός, που τιμάται επ’ ονόματι του Απ. Βαρνάβα, ιδρυτή και προστάτη της Εκκλησίας μας.
Πράγματι θα περάσουν πολλοί αιώνες για να ξεφύγει η Εκκλησία της Κύπρου από την σκιά του. Μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, που θα παραμείνει για πάντα ως ο ακάματος διεκδικητής των εθνικών δικαίων του Κυπριακού λαού, η Ιστορία θα καταγράψει και τον Χρυσόστομο τον Β΄ ως τον μεγαλύτερο εκκλησιαστικό μεταρρυθμιστή και τον ακάματο εργάτη για κατοχύρωση των κοινωνικών δικαίων και διεκδικήσεων του λαού του. Κανένας άλλος, όση μόρφωση κι αν είχε, κι όσους ακαδημαϊκούς τίτλους κι αν διέθετε, δεν άφησε πίσω του τέτοιο έργο!
Ο Θεός τον είχε προικίσει με γρήγορη αντίληψη, καθαρή και πλατιά σκέψη, εκπληκτική αυτοκυριαρχία και επίμονη επιδίωξη των στόχων του. Είχε και την συναίσθηση ότι κουβαλούσε στους ώμους του όλη την κληρονομιά των προκατόχων του και το χρέος να φανεί αντάξιός της. Γι’ αυτό και, παρόλο ότι είναι δύσκολο να υπάρξει ακροβασία χωρίς ίλιγγο, ο μακαριστός έμεινε πάντα ο ίδιος. Άτυφος και προσγειωμένος. Ούτε και παρασύρθηκε από τους ανέμους ή τις κολακείες. Δεν υποδούλωσε πουθενά το πνεύμα του, ούτε κι έγινε κανενός συμφέροντος υπήκοος ή υπηρέτης. Δεν υπέκυψε ούτε σ’ όσους τον λοιδορούσαν ούτε και σ’ όσους έμμεσα τον απειλούσαν. Πολύ περισσότερο σ’ εκείνους, κι ήταν πολλοί, ιδιαίτερα αυτοί, που του έδειχναν, σε κάθε βήμα τους, την ευλυγισία της σπονδυλικής τους στήλης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, άξιο προσοχής, του εκλιπόντος ήταν και η συναίσθηση εκ μέρους του της πανορθόδοξης ευθύνης του για «ευστάθεια των αγίων του Θεού Εκκλησιών» και αποφυγή ερίδων και διενέξεων. Πανθομολογούμενος ο συναινετικός αλλά μη αφιστάμενος της μακραίωνης Ορθόδοξης παράδοσης, ρόλος του στη μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας στην Κρήτη. Κι ακόμα, η με κάθε τρόπο και έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, στήριξη του Πρώτου της Ορθοδοξίας στο πολυεύθυνο έργο του. Ήταν ένας συγκυρηναίος, συμπαραστάτης του μεγάλου Κυρηναίου της εποχής μας. Μοναδική η φιλία καθώς και η αλληλοεκτίμηση που είχαν αναπτύξει ο Παναγιώτατος και ο μακαριστός. Απόδειξη και η παρά τις πολλές αντικειμενικές δυσκολίες επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Κύπρο για να αποδώσει φόρο τιμής στον Προκαθήμενό μας και δικό του φίλο.
Μα και οι Προκαθήμενοι των πρεσβυγενών Πατριαρχείων και των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών με τις δηλώσεις τους ομολόγησαν και το ενδιαφέρον αλλά και την βοήθεια που δέχθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο τον Β’. Με τις δηλώσεις τους μας υπενθύμισαν τα όσα οι Πράξεις των Αποστόλων περιγράφουν για την κοίμηση της φιλανθρώπου Ταβιθάς, παρουσιάζοντας τις χήρες και τα ορφανά να επιδεικνύουν «ιμάτια και χιτώνας» και «όσα εποίει μετ’ αυτών ούσα η Δορκάς».
Κι ήρθε η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας της υγείας του. Εκεί έδειξε ήθος απροσμέτρητο, πνευματικότητα και κουράγιο, που θαύμασαν ακόμα και οι χειρότεροι εχθροί του. Πολλούς που δεν κέρδισε κατά τη διάρκεια της ζωής του, τους κέρδισε όταν βρέθηκε στο κατώφλι του θανάτου.
Ο Μάρκος Αυρήλιος απευθυνόμενος στον θάνατο έλεγε: «Θάττον έλθοις ώ θάνατε, μη που και αυτός επιλάθωμαι εμαυτού». Είθε να έλθεις γρήγορα θάνατε, μήπως ξεχάσω ποιος είμαι. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι ικανός να συναναστρέφεται τον θάνατο. Όχι μόνο για να μάθει να μην τον φοβάται, αλλά, κυρίως, για να μάθει να φοβάται τη ζωή, να αποφεύγει τις εκτροπές της. Η εξουσία, και μάλιστα η απόλυτη, για όποιον την ασκεί, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος αλλοίωσης της αυθεντικότητάς του. Όποιος υπακούει, είναι λιγότερο εκτεθειμένος στον μεγάλο αυτό ανθρώπινο κίνδυνο απ’ όποιον διατάσσει. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος είχε μνήμη θανάτου. Εφάρμοζε συνεχώς το «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι». Γι’ αυτό κι έχει καταξιωθεί στη συνείδηση των πιστών ως ο άνθρωπος ο οποίος υπέμεινε την ασθένεια με καρτερία απαράμιλλη και μίλησε για τον πόνο με τρόπο βιωματικό και θεολογικό, αναζητώντας ό,τι μπορούσε να προσφέρει η ιατρική επιστήμη για να τον απαλύνει, αλλά και διερευνώντας, ταυτόχρονα, με Ιώβειο ήθος και το βαθύτερο μήνυμα του Θεού.
Ο πόνος και οι ταλαιπωρίες αντέχονται καλύτερα αν βρεις νόημα που υπερβαίνει την καταστροφικότητά τους κι αν αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά τις αναπόφευκτες υπαρξιακές προκλήσεις. Κι ο μακαριστός είχε μόνιμα στραμμένη την προσοχή του στην «Άνω Ιερουσαλήμ» και «την ζωήν την μένουσαν εις τον αιώνα». Η μεγάλη πίστη εκδηλώνεται όχι τόσο στην ικανότητα να κάνεις κάτι, όσο στην ικανότητα να υποφέρεις κάτι.
Ο ηρωισμός με τον οποίο αντιμετώπισε, για τέσσερα και πλέον χρόνια, το επερχόμενο με οδυνηρά μηνύματα τέλος, είναι ανεπανάληπτος. Η ψυχική του δύναμη στάθηκε ακατάβλητη, σχεδόν υπεράνθρωπη. Ποτέ δεν ξεστόμισε φθόγγον παραπόνου ούτε και πρόφερε λέξη πόνου σε κανένα μας, που τον συναντούσαμε πνίγοντας τον δικό μας φόβο. Δεν αμφιβάλλουμε ότι, ο από τη φύση του πρόσχαρος αυτός άνθρωπος, πάλευε τραγικά με τη βαριά ασθένειά του κι ότι η ζωή του είχε πάρει πια, ανεπανόρθωτα, τη γεύση του θανάτου. Το δικό μας πικρό προαίσθημα, δεν μπορεί παρά να ήταν και δικό του προαίσθημα, όσο κι αν το συγκάλυπτε με την ηρωική ενατένιση της νόσου.
Ακόμα και σ’ όλη την επώδυνη περίοδο της ασθένειάς του, δημιουργούσε. Προσπαθούσε, ίσως να βρει ένα λόγο ύπαρξης. Ακόμα κι όταν τον είχε κυκλώσει ο θάνατος, κι όταν είχε ακουμπήσει το χέρι στον ώμο του, μεριμνούσε για όλα. Ακόμα και την ώρα που έφευγε για το τελευταίο ταξίδι του για το Ισραήλ, με πήρε τηλέφωνο για τον Καθεδρικό ναό που σχεδιάζουμε στην Πάφο και όπου συναντήσαμε τόσες δυσκολίες. Μόλις έλθω στην Πάφο, μου είπε, θα φροντίσω να συναντηθούμε με το Δήμαρχο. Δεν μπορεί η πόλις του Αποστολικού Κηρύγματος, μου είπε, να μην έχει έναν Καθεδρικό ναό.
Χάρη στην ασύλληπτη αυτή ευψυχία του έμεινε στη ζωή πολύ περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζαν οι γιατροί. Δεν ξέρω με ποιαν ερμηνεία φωτίζει η Επιστήμη παρόμοια ανθρώπινα φαινόμενα. Εκείνο που μπόρεσα να διαπιστώσω είναι πως η πάλη του με τον θάνατο στέκεται σαν ένα μεγάλο ορόσημο στη ζωή του. Και θα πρέπει, νομίζω, να μελετηθεί από τους βιογράφους του. Και το χαρακτηριστικότερο: Παρά την σοβαρή ασθένειά του δεν περιέπεσε σε αμετροέπεια ούτε σε παλιμπαιδισμό. Παρέμεινε μέχρι τέλους «ανεπαίσχυντος» για την «καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος του Χριστού».
Αποτιμώντας σήμερα νηφάλια το έργο του, δεν θα λέγαμε ότι ο Χρυσόστομος ο Β΄ είναι ήρωας. Κατάφερε όμως κάτι που είναι σημαντικότερο από τους ηρωικούς άθλους. Άφησε έργο στο οποίο θα υποκλίνονται οι αιώνες. Και μας δίδαξε ότι ο άνθρωπος δικαιώνει το πρόσκαιρο πέρασμά του από τον κόσμο αυτό εργαζόμενος για το κοινό καλό. Για εκείνον ο πυρετός της δημιουργίας δεν έπεσε ποτέ σε χαμηλές θερμοκρασίες. Και το σημαντικότερο δεν υπήρξε πολιορκητής της δόξας ούτε και αναλώθηκε ποτέ σε επιδείξεις ματαιοδοξίας.
Απεδείκνυε καθημερινά, με τη ζωή του, ότι δεν ανυψώνουν τον κληρικό τα οποιασδήποτε μορφής και αξίας επιθέματα αλλά η εσωτερική δύναμη της προσωπικότητάς του. Τα επιθέματα, άλλωστε, είτε είναι μεγαλοπρεπείς στολές, είτε λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις, είτε βαρύγδουποι βερμπαλιστικοί λόγοι, στο τέλος «ξεγυμνώνουν» τον κούφιο και επιπόλαιο άνθρωπο και τον ευτελίζουν. Αντίθετα ο πηγαία ταπεινός άνθρωπος είναι εκείνος που δίνει αξία στα επιθέματα, γιατί ακριβώς κι αυτά χάνονται, όσο μεγαλόπρεπα και αν είναι, κάτω από τη φωτεινότητα του προσώπου του.
Στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Β΄ ισχύει πλήρως ο λόγος του Απ. Παύλου ότι ο Θεός επιλέγει τα φαινομενικώς «ασθενή …. και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσηται πάσα σαρξ ενώπιον του Θεού» (Α΄ Κορ. 1,28-29). Η Ιστορία δεν εγγράφει στις δέλτους της εκείνους που επιμελώς αυτοπροβάλλονται, αλλά τους ταπεινούς οι οποίοι πραγματοποιούν μεγάλο έργο με αφανή τρόπο. Μπορεί, εν ζωή, να μην βραβεύονται από Πανεπιστήμια και διεθνείς οργανισμούς. Μα τα βραβεία δεν είναι πάντα ο καλύτερος δείκτης υπεροχής. Την υπεροχή θα την δείξει ο χρόνος και το έργο που θα μείνει στους αιώνες.
Θα ’ταν αφύσικο ένα τέτοιο έργο και ο δημιουργός του να μην έβρισκαν επικριτές. Λέγεται, πολλάκις, ότι τα ψηλά πλατάνια και τις υψικόρυφες δρυς προσβάλλει συνήθως η ορμή των κεραυνών. Κι οι μεγάλες και υψηλές αρετές έχουν φοβερούς επικριτές και απηνείς πολέμιους. Εξάλλου, είναι γνωστό πως μόνο τα σημαντικά και μεγάλα έργα γεννούν αρνήσεις. Τα μέτρια και τα ασήμαντα δεν δημιουργούν καμίαν αντίδραση. Κι οι μετριότητες δεν ξεσηκώνουν θύελλες στο πέρασμά τους. Περνούν απαρατήρητες. Ο Χρυσόστομος ο Β΄ πήρε από την αρχή της εμφάνισής του στη δημόσια ζωή τέτοιες δόσεις χολής, που φαίνεται πως είχε πάθει μιθριδατισμό για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Αυτό βοήθησε τα μέγιστα στην πραγμάτωση των έργων του.
Θα αδικούσα τον μεγάλο μας νεκρό αν τέλειωνα την αναφορά μου σ’ αυτόν, χωρίς να αναφερθώ στη στάση του γύρω από το εθνικό μας θέμα. Στην ακραία αυτή Ελληνική γη, στη γωνιά αυτή των νότιων συνόρων του Έθνους, οι αρχαίες Νύμφες, ο Τεύκρος, ο Αγαπήνορας, οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου, ο μεσαιωνικός Διγενής εχάραξαν, με το πέρασμά τους, την εθνική ταυτότητα του τόπου. Κι οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος καθώς και ολόκληρη η στρατιά των αγίων μας, συνήψαν τον Χριστιανισμό με την Ελληνική πατρίδα. Έτσι, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησία αναλαμβάνει ρόλο σημαντικό στη διατήρηση της παιδείας και της εθνικής αυτοσυνειδησίας του λαού.
Αν σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, σε καιρούς δύσκολους, το ράσο κάθε κληρικού γινόταν εθνική σημαία, τούτο συναντάται σε μεγαλύτερο βαθμό στην Κύπρο, την απομακρυσμένη γεωγραφικά από τον εθνικό κορμό και στην οποία η Εκκλησία παρέμενε για αιώνες πολλούς, ο μόνος εθνικός θεσμικός φορέας, υπεύθυνος για την διατήρηση της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Ανάμεσα στους κληρικούς κάποιοι ξεχώριζαν λόγω και της θέσης που κατείχαν και της ιδιοσυγκρασίας τους.
Ως Μητροπολίτης Πάφου όρθωνε πάντα το ανάστημά του εναντίον κάθε απαράδεκτης διευθέτησης του Κυπριακού που θα οδηγούσε σε τουρκοποίηση της Κύπρου. Σ’ αυτή την περίοδο, ως προεδρεύων της Ιεράς Συνόδου, ηγήθηκε και της αντίδρασης εναντίον του σχεδίου Ανάν. Μα και στη 16ετή περίοδο της αρχιεπισκοπείας του παρέμεινε η αυθεντική εκκλησιαστική φωνή προάσπισης των εθνικών μας δικαίων. Ένιωθε, παρά την ύπαρξη σήμερα συγκροτημένου κράτους, που έχει την κύρια ευθύνη προάσπισης των συμφερόντων του λαού, ότι η Εκκλησία δεν απέβαλε την ευθύνη που απορρέει από τον εθναρχικό της ρόλο για υπόδειξη της ορθής πορείας προς την εθνική αποκατάσταση. Ο ρόλος αυτός θα τερματισθεί μόνο με την απελευθέρωση του τόπου και την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλου του γηγενούς πληθυσμού της Κύπρου.
Ο θάνατός του, βρίσκει, δυστυχώς, την εθνική μας υπόθεση στην πιο δύσκολη καμπή της. Με την Τουρκία να μην αποκρύβει τις βλέψεις της επί όλης της Κύπρου και την πλευρά μας να μην έχει σταθερούς στόχους και μονολιθική επιδίωξή τους. Μακάρι το αγωνιστικό πνεύμα του μακαριστού να μας αφυπνίσει από τον εθνικό λήθαργο για ανασύνταξη δυνάμεων και επιδίωξη της απελευθέρωσης του τόπου μας. Εκείνος, κατά τον ποιητή, με τα σταυρωμένα χέρια του θα περιμένει να κτυπήσουν οι καμπάνες της απελευθέρωσης. Θα είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση γι’ αυτόν και η δικαίωση των αγώνων του.
Λέγεται πως είναι μοίρα των ανθρώπων να κατανοούν τους άλλους όταν τους στερηθούν. Και να διαπιστώνουν ότι ήσαν πολύ ανόητοι που άφησαν ανεκμετάλλευτες ώρες και μέρες κοντά σε τέτοιους ανθρώπους. Δεν συνέβη, βέβαια, αυτό μ’ εμάς και τον μακαριστό. Μέρες και νύχτες, ώρες ατέλειωτες, αντλήσαμε από την πείρα του, διδαχτήκαμε από τη σοφία του. Νιώθουμε, ωστόσο, ότι πολλά θα είχαμε ακόμα να ωφεληθούμε από αυτόν. Ευχαριστούμε τον Θεό που μας τον χάρισε για τόσα χρόνια να μας διδάσκει και με τον λόγο του, κυρίως όμως με το παράδειγμά του.
Τώρα η ζωή μας θα συνεχίσει χωρίς αυτόν, αλλά με την μορφή του ζωντανή στη μνήμη μας και την παρουσία του ενεργό. Η σφραγίδα που έβαλε στην πορεία της Εκκλησίας μας είναι ανεξίτηλη και η ευλογία που δεκτήκαμε από τη ζωή του ανεκτίμητη. Τον προπέμπουμε με τις ευχές όλων «ίνα λάβη τον της δικαιοσύνης στέφανον».
Αιωνία του η μνήμη!