Ἀρχιμανδρίτου Τυχικοῦ Βρυώνη, Ἐψηφισμένου Μητροπολίτου Πάφου: Λόγος εἰς τὴν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίαν
Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Σεπτὴ τῶν ̔Ιεραρχῶν χορεία,
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ ἅπαντες ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ συμπροσευχόμενοι Χριστιανοί,
Ἐξοχώτατε Πρόεδρε τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας,
Ἔντιμοι πολιτικοὶ καὶ διοικητικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς μητροπολιτικῆς περιφερείας Πάφου καί άλλων πόλεων της Κύπρου,
Πάλιν χρῖσμα ἐπ’ ἐμέ, καὶ πάλιν Χάρις, καὶ εὐλογία μεγαλυτέρα δίδεται σήμερα σ᾽ ἐμένα τὸν πτωχό, καὶ φορτίον βαρὺ καὶ βαρύτιμον προστίθεται στοὺς ἀσθενικούς μου ὤμους! Ἂν καὶ ἔπρεπε «σιγῇ τιμᾶσθαι τὸ Μυστήριον», κατὰ τὴν θεολόγον τοῦ Γρηγορίου φθογγήν, καθὼς ἡ σιγὴ ἀποτελεῖ τὴν γλῶσσαν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὅπου μέσα σὲ κρυφιομύστιδα σιγὴ θὰ βιώνεται ἡ Θεο-κοινωνία τοῦ ἀφράστου ἐκείνου τοῦ Παραδείσου Μυστηρίου, λύει τὴν σιωπὴν ἡ ἰδική Σας φθογγή, Μακαριώτατε, διὰ νὰ εἰπῶ λίγα λόγια, ἁρμόδια τοῦ παρόντος, καθὼς συνηθίζεται.
Φωνὴ Κυρίου μὲ καλεῖ στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ πνοὴ βιαία μὲ ἔχει ἤδη ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν ταπεινή μου διακονία ὡς Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πάφου. Αὐτὴ σήμερα μὲ ὁδήγησε στὴν εὔανδρη καὶ καλλίπαιδα Λευκωσία, στὸν περικαλλῆ καὶ νεόδμητο Καθεδρικὸ τοῦτον Ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, διὰ νὰ λάβω τὸν τρίτο καὶ μέγιστο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης. Καὶ ἰδοὺ ἐγώ, μὲ συντριβὴ ψυχῆς καὶ καρδίας ἵσταμαι τὴν εὔσημη αὐτὴ ὥρα τῆς προσωπικῆς μου Πεντηκοστῆς ἐνώπιόν σας.
Ἐπειδή, «ἀπὸ Θεοῦ δεῖ ἄρχεσθαι ἡμᾶς» σὲ κάθε περίσταση, αἰσθάνομαι βαθειὰ τὴν ἀνάγκη, κατ᾽ αὐτὴν ἐξαιρέτως τὴν εὐλογημένη στιγμή, νὰ δοξολογήσω καὶ εὐχαριστήσω τὸν Κύριον κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, γιὰ τὶς πολλαπλὲς δωρεὲς καὶ εὐεργεσίες του πρὸς ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο, τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς, ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ζωῆς μου μέχρι καὶ σήμερα, ὁπόταν ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ ἐπέτρεψε νὰ φθάσω στὴν ὥρα αὐτὴ τῆς χειροτονίας μου εἰς Ἐπίσκοπον τῆς ἀποστολοβαδίστου καὶ παναγιοφρουρήτου Ἐκκλησίας τῆς Πάφου, τῆς εὐκλεοῦς αὐτῆς πόλεως καὶ ἐπαρχίας τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἡρωοτόκου πατρίδος μας Κύπρου.
Δοξολογῶ τὸν Ὕψιστον μαζὶ μὲ τὸν μεγάλο μας Θεοφόρον Πατέρα, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν. Αὐτὸν τὸν κορυφαῖο θεολόγο καὶ πνευματοκίνητο ἁγιορείτη ἀσκητή, τοῦ ὁποίου σήμερα πανηγυρικὰ ἄγομεν τὴν μνήμη καὶ στοῦ ὁποίου τὶς πρεσβεῖες προστρέχω, γιὰ νὰ διαφυλάξω ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας καὶ τὸ ἐμπιστευθέν μοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μας λογικόν ποίμνιον ἀπὸ τοὺς προβατόσχημους λύκους.
Καί, ἐφόσον ὁ λόγος περὶ τοῦ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νὰ ἀναφέρουμε ὅτι αὐτὸς ἀποτελεῖ μία ἰδιαίτερη περίπτωση στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία καὶ παράδοση. Πρόκειται γιὰ θεολόγο θεόπτη, ποὺ μέσα στὰ θεόπνευστα ἔργα του ἀνακεφαλαιώνει τὴν οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς μὲ μοναδικὸ συνθετικὸ τρόπο. Κι αὐτό, γιατὶ ὡς θεμέλιο τῆς πνευματικῆς του καταρτίσεως εἶχε τὴν βίωση τῆς θείας χάριτος καὶ τὴν θέωση μέσα στὸ φῶς τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Καί, προικισμένος μὲ ὀξύτατο νοῦ καὶ ἀμφιλαφῆ κατὰ κόσμον παιδεία, μπόρεσε νὰ κινηθεῖ ἄνετα στὸν χῶρο τῆς θεολογίας καὶ νὰ ἐκφράσει μὲ ἀκρίβεια τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ τὴν Ὀρθόδοξη θεραπευτικὴ ἀγωγὴ στὰ σημαίνοντα ἔργα του. Αὐτοῦ τὴν μεσιτεία ἐκζητῶ σήμερα, τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του, γιὰ νὰ δυνηθῶ νὰ ἀκολουθῶ καὶ ἐγὼ καθ’ ὅλη τὴν ἐπισκοπική μου διακονία τὴν ὁδὸ αὐτὴ τῆς καθάρσεως ἀπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη καὶ τὴ μονολόγιστη εὐχή, ποὺ βίωσε καὶ δίδαξε ὁ ἅγιος, καὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἐνυπόστατο φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
Ἀλλά, πῶς κανεὶς νὰ ὁμιλήσει ἐπαξίως, Μακαριώτατε, γιὰ τὸ μέγιστον δώρημα τῆς χάριτος τῆς Ἀρχιερωσύνης, τὴν ὁποίαν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς παρέσχε στὸ ἀνθρώπινο γένος μέσῳ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν διαδόχων τους Ὀρθοδόξων ἀρχιερέων, πρὸς τέλεσιν τῶν ἁγίων Μυστηρίων, σύστασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἁγιασμὸν καὶ σωτηρίαν τῶν πιστῶν; Ὄντως ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη κατάληψη ἡ ἄκρα τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ συγκατάβαση, πῶς οἰκονομεῖ, διὰ μέσου τῶν πηλίνων χειρῶν καὶ τῆς ὑλώδους γλώσσης τῶν λειτουργῶν Του, νὰ ἐπιτελεῖ τὰ ἱερὰ Μυστήρια, «καίτοι παρεστήκασιν Αὐτῷ μυριάδες ἀναμαρτήτων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων»! Δόξα τῷ Θεῷ, τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι!
Πραγματικά, μὲ συγκλονίζει τὸ ὕψος τῆς τιμῆς ποὺ περιποιεῖ στὴν εὐτέλειά μου ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι, δὲν μπορῶ νὰ ἀποκρύψω καὶ τὸν φόβο ποὺ μὲ συνέχει γιὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ἀρχιερατικὸ αὐτὸ ἀξίωμα, ἀναλογιζόμενος τὴν πνευματική μου ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία. Ἀναλογιζόμενος ὅμως τοὺς λόγους τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου πρὸς τὸν ἀπόστολον Τιμόθεον, «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ. μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ’ ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων» (Τιμ. Β´, α´ 7-9), καὶ ὅτι ἡ τοῦ Κυρίου «δύναμις ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Κορ. Β´, ιβ´ 9), λαμβάνω θάρρος, πιστεύοντας ὅτι, ὅπου ἡ χάρις καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ νίκη. Ἄλλωστε ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι χωρὶς Ἐκεῖνον δὲν μποροῦμε νὰ πετύχουμε τίποτα. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄ 5).
Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», ἡ κεφαλὴ ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἐπίκεντρο τῆς λειτουργικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς εὐρύτερα ζωῆς τῆς κάθε ἐπισκοπῆς. Καὶ αὐτὰ ἀκριβῶς ἀναδεικνύουν τὸ ὕψος τοῦ ἀξιώματος ἀλλὰ συνάμα τὴν πολυσήμαντη εὐθύνη τοῦ Ἐπισκόπου ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, μὲ τὴ Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης ποὺ λαμβάνει διὰ τῆς χειροτονίας, μετέχει, χαρισματικὰ πλέον, στὸ τρισσὸ ἀξίωμα τοῦ μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ: Τὸ ἱερατικό, τὸ προφητικὸ καὶ τὸ βασιλικό. Ἔτσι ὁ Ἀρχιερέας εἶναι — πρέπει νὰ εἶναι — καὶ λειτουργὸς τῶν σωστικῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας (ἱερατικὸ ἀξίωμα), διδάσκαλος καὶ τοῦ νοητοῦ ἀμπελῶνος «ἐργάτης ἀνεπαίσχυντος», «ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» (Β´ Τιμ. 2, 15) (προφητικὸ ἀξίωμα), καὶ κριτὴς καὶ διαχειριστὴς πνευματικὸς τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν (βασιλικὸ ἀξίωμα).
Καὶ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἀρχιερατικὸς θρόνος γιὰ ὅσους θέλουν νὰ τὸν τιμήσουν ἀποτελεῖ Γολγοθᾶν καὶ ὅτι ἡ ἐπισκοπικὴ διακονία εἶναι διακονία σταυρώσιμη καὶ μαζὶ ἀναστάσιμη. Στὶς ἡμέρες μας ἰδιαιτέρως ὁ ἐπισκοπικὸς σταυρὸς καθίσταται βαρύτερος, λόγῳ τῆς πολυποίκιλης πνευματικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων, τῆς αὔξησης τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας, τῆς προσπάθειας διείσδυσης ξένων πραγμάτων σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ζοῦμε πράγματι σὲ ἐσχάτους χρόνους, σὲ καιροὺς ἀποστασίας, δηλαδὴ τῆς ἐπιδιωκομένης ἢ καὶ ἐπιβαλλομένης ἄρνησης τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τῆς ψυχῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς Ρωμαίϊκης παράδοσης καὶ ταυτότητάς μας, ὅ,τι ἱερωτέρου καὶ πολυτιμωτέρου ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἡ πολύπλευρη αὐτὴ κρίση καὶ ἡ ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν ἄφησαν ἀπελπιστικὸ κενὸ στὴν ψυχὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ σύγχυση καὶ ἡ ἀμφισβήτηση ἔγιναν γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς μας. Γύρω μας ἑκατομμύρια ἀνθρώπων πληγωμένων, προδομένων, ἀπελπισμένων, ὑψώνουν ἀπεγνωσμένα τὰ χέρια τους καὶ ζητοῦν λύτρωση, καθὼς τὰ ἔχουν δοκιμάσει ὅλα, ζητοῦν πλέον κάτι ἄλλο, τὸ ἕνα, τὸν Ἕνα, «οὗτινός ἐστι χρεία».
Καὶ ἔτσι βλέπουμε τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, μάλιστα πλείστους ὅσους νέους μας, νὰ στρέφονται μὲ λαχτάρα στὴν Ἐκκλησία ὡς τὴν μοναδικὴ ἐλπίδα ποὺ τοὺς ἀπομένει, καὶ νὰ ἀναζητοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως τὸ λέγει ὁ ποιητής, «ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ δίνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη». Καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου, ζητοῦν νὰ βροῦν τὸν ἐκφραστὴ τῆς αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, αὐτὸν ποὺ νὰ δίδει τὴ ζῶσα μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν μεταβαλλόμενο κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σημερινὸς Ἐπίσκοπος χρειάζεται νὰ κατέχει στὸ ἀκέραιο τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση, καὶ νὰ ἀγωνίζεται νὰ τὶς ζεῖ καὶ ἐφαρμόζει μὲ συνέπεια, καὶ ὕστερα νὰ τὶς διδάσκει αὐθεντικὰ καὶ ἄφθονα στὸ ποίμνιό του. Χρειάζεται ἐνόραση καὶ τόλμη, γιὰ νὰ συλλάβει τοὺς παλμοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ ἐνσκύψει μὲ τὴν στοργὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου ἐπάνω ἀπὸ τὶς ἀνοικτὲς πληγὲς τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητος. Χρειάζεται τὴν ἀρετὴ ἁγίου, τὴν σύνεση σοφοῦ, τὴν αὐταπάρνηση μάρτυρος καὶ τὸν κηρυκτικὸ λόγο ἀποστόλου, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς μεγάλης ἀποστολῆς του καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ «τύπος τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α΄ Τιμ. δ΄ 12), ἡγέτης ἀληθινός, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ «εἰς νομὰς σωτηρίους».
Ἐκλεγεὶς καὶ χειροτονούμενος Μητροπολίτης τῆς παλαίφατης ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάφου, καλοῦμαι αὐτόχρημα νὰ ὑπάρξω τηρητὴς ἀκραιφνὴς τῆς μακραίωνος εὐσεβοῦς πατρῴας παραδόσεως, τῆς ἐμμονῆς στὴν ἁγία μας Ὀρθόδοξη πίστη, στὸ φρόνημα καὶ στὸ ἦθος αὐτῆς, καὶ σὲ ὅλες τὶς συναφεῖς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἐκεῖνες ἀξίες, οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴ μοναδικότητα τοῦ κληροδοτηθέντος σ᾽ ἐμᾶς πολιτισμοῦ τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας. Τοῦ πολύπαθου γένους μας, ποὺ στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῶν ὀρδῶν τοῦ Ἀττίλα, ποὺ γιὰ μισὸ περίπου αἰώνα ἔχει μοιράσει δάκρυα καὶ στεναγμοὺς καὶ προσφυγιὰ στὴν εὐλογημένη καὶ ἐσταυρωμένη «Νῆσον τῶν Ἁγίων».
Στὸ σημεῖο τοῦτο, ὁ λόγος τῆς μετὰ Θεὸν εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης μου στρέφεται πρὸς τὴν Μακαριότητά σας, πολυσέβαστέ μοι Ἀρχιεπίσκοπε Κύπρου κ. κ. Γεώργιε. Πρωτίστως, καθότι εἶναι διὰ τῶν ἀρχιερατικῶν σας χειρῶν ὅπου ἀξιώθηκα τῆς χάριτος τῶν δύο πρώτων βαθμῶν τῆς παναγίας Ἱερωσύνης, καὶ σήμερον ἀξιοῦμαι καὶ πάλιν δι᾽ ὑμῶν τῆς Χάριτος τῆς Ἀρχιερωσύνης. Καί, κατόπιν, διὰ τὴν ἐπὶ πολλὰ συναπτὰ ἔτη πνευματικήν σας χειραγώγηση, τὴν πλούσια στήριξή σας πρὸς τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ ἀνοχή σας πρὸς τὶς ἐλλείψεις μου.
Περαιτέρω, εὐγνώμονες τὶς εὐχαριστίες ἀναφέρω καὶ πρὸς τὴν σεβασμίαν τῶν ἱεραρχῶν χορείαν, ἡ ὁποία, συμφωνοῦσα μὲ τὴν ψῆφον τοῦ λογικοῦ τῆς Πάφου ποιμνίου, μὲ ἀνέδειξε διὰ τῆς κανονικῆς της ψήφου Μητροπολίτην τῆς πρώτης τῇ τάξει ἐν Κύπρῳ παλαιφάτου Ἐκκλησίας Πάφου. Ταπεινῶς καὶ υἱϊκῶς δέομαι τοῦ Ἀρχιποίμενος Δεσπότου Χριστοῦ, ὅπως χαρίζει εἰς ὅλους ἐσᾶς τὴν κατ᾽ ἄμφω ὑγείαν καὶ πᾶν ἀπὸ Θεοῦ ἀγαθὸν καὶ καταθύμιον ἐπὶ ἔτη μήκιστα. Καταθέτω ἐνώπιόν Σας τὸν σεβασμὸν διὰ τὴν προσγενομένην στὴν ἐλαχιστότητά μου τιμὴ καὶ ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπόσχομαι ὅτι, τῇ τοῦ Θεοῦ συνεργείᾳ, θὰ ἀγωνισθῶ νὰ «πληροφορήσω» ὡς δεῖ τὴν ἀνατεθεῖσαν εἰς ἐμὲ ἀρχιερατικὴν διακονίαν.
Θεωρώντας τὸν ἑαυτόν μου ὅτι ἔχει ἰδιαιτέρως ἐλεηθεῖ ὑπὸ Θεοῦ, διὰ τῆς ἀναδείξεώς μου εἰς πνευματικὸν πατέρα καὶ ποιμενάρχην τοσοῦτον ἐναρέτου λαοῦ, ἀπευθύνω θερμὸν τὸν χαιρετισμὸν πρὸς τὸ ἐν Πάφῳ ποίμνιόν μου, διαβεβαιώνοντάς το ὅτι, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος μοι, θὰ ἀγωνισθῶ νὰ τιμήσω τὴν ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὸ πρόσωπό μου καὶ θὰ ἀναλώσω γι’ αὐτὸ κάθε ἰκμάδα μου σωματικὴ καὶ πνευματική.
Εὐχαριστίες ἐπιθυμῶ νὰ ἐκφράσω κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ πρὸς τοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς μου, τὸν σεβαστό πατέρα μου Χριστόδουλο, ποὺ ζεῖ στὰ Μέσανα, καὶ στὴν ἀπὸ τριετίας οὐρανοπολίτισσα μητέρα μου Φρειδερίκη, τοὺς πολλὰ κοπιάσαντας γιὰ τὴν ἀνατροφή μου. Καί, ἀκόμη, στὰ πέντε μου αδέλφια, στοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς μου καὶ σὲ ὅλους τοὺς πνευματικοὺς καθοδηγητές μου καὶ πνευματικοὺς πατέρες και διδασκάλους, καθὼς καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ μὲ τὶς ὑποδείξεις τους μὲ βοήθησαν νὰ ὑπερβῶ τὶς ἀδυναμίες μου καὶ νὰ ἀγαπήσω περισσότερο τὴν ἀρετή, τὸ χρηστὸ ἦθος καὶ τὴν προσφορὰ πρὸς κάθε ἐμπερίστατο καὶ χειμαζόμενο συνάνθρωπό μας.
Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Εὔχεσθε ὅπως ἀξιωθῶ ἐν ταπεινώσει τῆς Χάριτος τῆς Ἀρχιερωσύνης πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, χάριτι καὶ οἰκτιρμοῖς καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Τριαδικοῦ ἡμῶν Θεοῦ, πρεσβείαις τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἱκεσίαις τῶν πανευφήμων ἀποστόλων Παύλου, Βαρνάβα καὶ Μάρκου, ἱδρυτῶν τῆς ἐν Πάφῳ καὶ Κύπρῳ ἁγίας Ἐκκλησίας, τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Φιλαγρίου καὶ Ἐπαφρᾶ ἐπισκόπων Πάφου, τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Τυχικοῦ, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα, τοῦ μεγάλου ἱεράρχου ἁγίου Ἐπιφανίου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, τῶν ἐν τῇ Μητροπόλει Πάφου διαλαμψάντων ἁγίων, Ἱλαρίωνος ὁσίου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς διακονητρίας αὐτοῦ καὶ προστάτιδος τῆς Πάφου, ἁγίας Κωνσταντίας, Παναρέτου ἐπισκόπου Πάφου, Νεοφύτου ὁσίου τοῦ Ἐγκλείστου, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.