Εορτή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου (27 Ιανουαρίου)
Η λαμπρή αυτή προσωπικότητα της Εκκλησίας καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και γεννήθηκε το 347 μ.Χ. Ο πατέρας του λεγόταν Σεκούνδος και ήταν στρατηγός. Η μητέρα του ονομαζόταν Ανθούσα, την οποία η Εκκλησία μας τιμά ως Αγία. Ήταν γυναίκα ευλαβής και κοσμείτο από τις αγίες αρετές του Ευαγγελίου.
Αν και έμεινε χήρα στην ηλικία των 20 ετών, υπέμεινε τη μεγάλη θλίψη και, με τη βοήθεια του Θεού, φρόντισε να αναθρέψει το παιδί της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, μέχρι και την ηλικία των 18 ετών, οπόταν -ο Ιωάννης- βαπτίστηκε από τον Άγιο Μελέτιο Αντιοχείας.
Ο Ιωάννης ήταν μικρόσωμος και λοιπόβαρος. Το κεφάλι του επειδή ήταν μεγάλο φαινόταν ως σαν να αιωρείτο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο και ρυτιδομένο. Οι κόγχες των ματιών του και τα μάγουλα του ήταν βαθουλωμένα, εξαιτίας της έντονης καθημερινής άσκησης και νηστείας. Το χρώμα του ήταν χλωμό. Η μύτη του ήταν μακριά και πλατιά, τα αυτιά του μεγάλα και τα γένια του κοντά και αραιά.
Σπούδασε πολλές από τις επιστήμες της εποχής του στην Αντιόχεια, όπου μαθήτευσε και στη σχολή του σοφιστή Λιβάνιου. Ο Λιβάνιος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από τις επιδόσεις του, που ήθελε να τον αφήσει διάδοχό του. Θεολογική κατάρτιση έλαβε από τον Καρτέριο και τον Διόδωρο Ταρσού στο λεγόμενο Ασκητήριο της Αντιόχειας, αλλά και ο ίδιος μελέτησε πολύ την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Ακόμη σπούδασε και νομικά, αλλά όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αναγνώστης ήδη, κατέφυγε στην έρημο της Αντιόχειας, για πέντε ή έξι χρόνια, προκειμένου να ησυχάσει. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια συμπροσευχόταν μαζί με κάποιο πνευματικό καθοδηγητή, αλλά στη συνέχεια κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο.
Από το σπήλαιο των δακρύων και της άσκησης, ο Ιωάννης επέστρεψε στην Αντιόχεια το 381, οπόταν χειροτονήθηκε διάκονος από τον οικείο Αρχιεπίσκοπο Μελέτιο. Πρεσβύτερο τον χειροτόνησε ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Φλαβιανός, έπειτα από θεία φώτιση. Κατά την ιερατική του διακονία του στην Αντιόχεια ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το έργο της ελεημοσύνης, οργανώνοντας το φιλανθρωπικό έργο. Δείγμα του μεγέθους του φιλανθρωπικού του έργου είναι οι 3.000 και πλέον χήρες και παρθένους που έτρεφε καθημερινά, ο μεγάλος αριθμός ορφανών που στέγαζε και φρόντιζε, η συμπαράσταση του προς τους αρρώστους και η απελευθέρωση πολλών φυλακισμένων. Πέραν από την ελεημοσύνη ασχολήθηκε με τη συγγραφή και το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Η ικανότητά του να ομιλεί στις καρδίες των Χριστιανών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι λόγοι του μεστοί θεολογικών νοημάτων κατάνυσσαν τους πιστούς, που τόσο διψούσαν για αυθυντικό λόγο περί Θεού. «Ρέει χρυσός» από το στόμα του έλεγαν. Ακόμη, αντιμετώπισε με επιτυχία τους διάφορους αιρετικούς της εποχής του, όπως τους Αρειανούς και τους Ευνομοιανούς. Ο ιερός Χρυσόστομος αναδείχτηκε προστάτης ολόκληρης της Αντιόχειας και φύλαξε τους κατοίκους της από βέβαιη σφαγή, αφού έπεισε μέχρι δακρύων τον Αυτοκράτορα να μην υλοποιήσει την απόφασή του να καταστρέψει την πόλη.
Ο Άγιος Ιωάννης χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 397, όταν απέθανε ο Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος. Η φήμη του, το μέγεθος και η συγκρότηση της προσωπικότητάς του δεν άφησαν αδιάφορη την Κωνσταντινούπολη. Στις 15 Δεκεμβρίου, τόσο ο Αυτοκράτορας, όσο και οι κληρικοί τον εξέλεξαν Πατριάρχη της Βασιλεύουσας, θέση την οποία ποτέ ο ίδιος δεν επιδίωξε. Ωστόσο όταν ανέλαβε την διοίκηση του Θρόνου έκανε πολλές τομές και αλλαγές στον χώρο του Πατριαρχείου. Από την αρχή φρόντισε να έχει καλή συνεργασία με τους κληρικούς του, αλλά και επαφή με τον κόσμο. Ίδρυσε αρκετά ευαγή ιδρύματα και ακόμη ενδιαφερόταν να γνωρίσουν το Ευαγγέλιο και οι άλλοι λαοί. Γενικά αφιερώθηκε στην οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας κτίζοντας αρκετά νοσοκομεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, στην κάθαρση του Κλήρου, με διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων η τρίμηνη περιοδεία του στη Μ. Ασία το 401 που έγινε μετά από πρόσκληση και που είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη 6 Επισκόπων ως Σιμωνιακών με απόφαση Συνόδου της Εφέσου, στην αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής για να μπορούν και οι άνδρες που εργάζονταν να εκκλησιάζονται το βράδυ για παράδειγμα, αλλά και στην ιεραποστολή οργανώνοντας αποστολές στη Γοτθία, τη Σκυθία, την Κελτική, την Περσία και τη Φοινίκη.
Μέσα από τα συγγράμματά του διαγράφεται πράος και γλυκύς και προσιτός και επιεικής προς τους συνανθρώπους του. Αναφέρεται στο άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού, στην αξία του ανθρώπου και στη μετάνοια. Όμως, όσο επιεικής ήταν με τους αμαρτωλούς τόσο αμείλικτος απέβαινε προς τους κακοήθεις και κακοπροαίρετους ανθρώπους. Έτσι, ενώ αποδείχτηκε συμπαραστάτης και βοηθός των εμπερίστατων ανθρώπων, όταν αντιμετώπιζε μοχθηρούς ανθρώπους γινόταν αυστηρός μαζί τους, προκειμένου πρώτο να τους προβληματίσει και ύστερα να διαφυλάξει τους αδικουμένους και τους ανήμπορους να αντιδράσουν συνανθρώπους του.
Ο χαρακτήρας του αυτός, όμως, αποτέλεσε αιτία και αφορμή να τον μισήσουν πολλοί, μεταξύ των οποίων και η Αυτοκράτειρα Ευδοξία, γιατί υπεδείκνυε την παρανομία τους. Είναι δε γνωστό ότι η Ευδοξία είχε οικειοποιηθεί το χωράφι μιας πάμφτωχης και βασανισμένης γυναίκας που ήταν και χήρα παράλληλα, γεγονός που θεωρούσε αποτρόπαιο και το καταδίκαζε πολύ έντονα ο Άγιος. Κύριος πολέμιος του ιερού Χρυσοστόμου και υποκινητής της αντίδρασης της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας, απέβη ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Έργο του ήταν η σύγκληση παράνομης συνόδου, στην οποία έλεβαν μέρος λίγοι Επίσκοποι και κληρικοί, που οι περισσότεροι εξ αυτών ενχλούνταν από τη δράση του Αγίου Πατέρα. Η ψευδοσύνοδος καθαίρεσε –τάχα- τον Χρυσόστομο και τον εξόρισε στη Βιθυνία. Ωστόσο, η απόφαση της συνόδου ξεσήκωσε τα πλήθη και γι’ αυτό η Ευδοξία αναγκάστηκε να τον επαναφέρει στην Πόλη, όπου και τον αποκατέστησε στην προτέρα του θέση με συνοδική απόφαση (402). Φαίνεται ότι στην απόφασή της έπαιξαν ρόλο ένα τραγικό γεγονός στο οικογενειακό της περίγυρο, αλλά και ένας σεισμός που συνέβη ενώ ο Ιωάννης περπατούσε τον δρόμο της εξορίας.
Οι φθονεροί εχθροί του, όμως, δεν προβληματίστηκαν και ούτε υποχώρησαν. Με την πρώτη ευκαιρία ανακίνησαν θέμα για εσχάτη προδοσία εκ μέρους του Χρυσοστόμου, γιατί τάχα μιλούσε κατά της απόφασης της Ευδοξίας να στήσει το άγαλμά της στον περίβολο του Ναού της του Θεού Σοφίας. Τότε η Ευδοξία τον με την σύμπραξη της συνόδου εξέδωσε νέο διάταγμα εξορίας, αλλά αυτή τη φορά ο Αρχιεπίοσκοπος Ιωάννης δεν εγκατέλειψε την έδρα του. Η στάση του εξόργισε ακόμη περισσότερο τους «αδελφούς» του, με αποτέλεσμα να αποπειραθούν δύο φορές να τον δολοφονήσουν. Ακολούθως, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του 404, μετά από ενέργειες του Θεοφίλου, αυτοκρατορική φρουρά εισέβαλε εν ώρα Θείας Λειτουργίας στο Ναό, με το δικαιολογητικό ότι οι παρόντες αποτελούσαν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου!
Η λυπηρή αυτή κατάσταση ανάγκασε τον Χρυσόστομο να μείνει έγκλειστος για δύο μήνες, ωσότου εκδόθηκε νέο διάταγμα εξορίας του, μετά από ενέργειες του Ακάκιου. Τότε ο Άγιος παραδόθηκε για να εξοριστεί στην Κουκουσό, ώστε να μην προκληθεί σχίσμα στην Εκκλησία. Σταθμοί στη μαρτυρική του πορεία ήταν η Χαλκηδόνα, η Νικομήδεια, η Νίκαια, η Άγκυρα, η Καισάρεια. Στην Κουκουσό της Αρμενίας έφθασε μετά από ένα 7μηνο ταξίδι, όπου έμεινε 3 χρόνια και έγραψε 204 εξαίρετες επιστολές σε διάφορα πρόσωπα και έγινε πόλος έλξης πολλών χριστιανών, που έσπευδαν να ωφεληθούν από τον Άγιο, αλλά και να του συμπαρασταθούν. Η δημοφιλικότητα του Χρυσοστόμου, όμως, δεν άρεσε στο Παλάτι και στους φθονερούς «αδελφούς» του, γι’ αυτό ο Αρκάδιος διέταξε εξορία του στην Πιτυούντα. Η τρίμηνη πορεία, όμως, λύγισε τον Χρυσόστομο, ο οποίος ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος και από τις κακώσεις τις οποίες του προκαλούσαν οι φρουροί του, κοιμήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου, όπου και ενταφιάστηκε σε ένα μικρό εκεί ναό.
Το τίμιο λείψανό του παρέμεινε στα Κόμανα για 30 χρόνια μέχρι που στις 27 Ιανουαρίου του 438, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, μαθητής του Αγίου, και ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β’ διέταξαν ανακομιδή. Έτσι το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε εν πομπή στην Βασιλεύουσα, στον ιερό νάο των Αγίων Αποστόλων, ενώ οι πιστοί επαναλάμβαναν με ευλάβεια και συγκίνηση: “απόλαβε το θρόνο σου Άγιε”.
Ο άγιος Χρυσόστομος άφησε κληρονομιά πλουσιότατο συγγραφικό έργο. Πραγματείες, λόγοι και επιστολές είναι τα βασικά είδη που συναντούμε στα συγγράμματά του. Κατέγραψε και διαμόρφωσε την μέχρι τότε προφορικά παραδιδόμενη Θεία Λειτουργία και ερμήνευσε αυθεντικά την Αγία Γραφή, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ένας από τους πιο μεγάλους θεολόγους της Εκκλησίας. Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός την Αγία Γραφή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός που μαρτυρεί ο μαθητής του ιερού Χρυσοστόμου Πρόκλος. Σύμφωνα με τον Πρόκλο, λοιπόν, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος ερμήνευε τις Επιστολές του στο αριστερό αυτί του Χρυσοστόμου. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το εν λόγω αυτί του Αγίου ακόμη παραμένει άφθαρτο. Η τιμία του Κάρα διασώζεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου στον Άγιον Όρος.
Οι μελίρρυτοι λόγοι του, αν και λέχθηκαν πριν από 1600 και πλέον χρόνια εξακολουθούν να στηρίζουν και να καθοδηγούν τους πιστούς στην οδό της σωτηρίας. Είναι διαχρονικοί και αντιμετωπίζουν τα αιώνια ερωτήματα, τα θέματα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και τις υπαρξιακές αναζητήσεις κατά τρόπο μοναδικό, ίσως και ανεπανάληπτο.
Η Εκκλησία τελεί τη μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου. Η Ανακομιδή των ιερών του λειψάνων εορτάζεται στις 27 Ιανουαρίου. Επίσης, συνεορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Απολυτίκιο,Ήχος πλ.δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο τό ὓψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Επιμέλεια: π. Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος.