Ἕνας Ὁμαδάρχης θυμᾶται (Κατασκήνωση Ἁγίου Νικολάου Στέγης 1971, 1972, 1973 καί 1974)
+ Ἀντώνιου Ν. Στυλιανάκη
Ἱεροκήρυκα – Γυμνασιάρχη – Λογοτέχνη
Πρωτοετής φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1970-1971) ἔλαβα μέρος, γιά πρώτη φορά, ὡς ὁμαδάρχης, στήν κατασκήνωση ἀρρένων (γυμνασίων καί λυκείων) τῶν Κατηχητικῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς στόν Ἅγιο Νικόλαο Στέγης. Καλοκαίρι τοῦ 1971. Ἀρχηγός ὁ «γλυκύς» Θεολόγος – Γυμνασιάρχης Τάκης Χριστοφόρου. Ὑπαρχηγός ὁ ἀεικίνητος καί ἀκούραστος, λαμπρός θεολόγος καθηγητής κ. Ἀχιλλέας Ἀχιλλέως. Ὄνομα κατασκηνωτικῆς περιόδου «Δροσοπηγή».
Καλοκαίρι τοῦ 1972. Ὁμαδάρχης καί σ’ αὐτή τήν κατασκηνωτική περίοδο. Ἀρχηγός ὁ πατήρ Γεώργιος Ἀντωνίου. Ὑπαρχηγός ὁ κ. Νίκος Νικολαΐδης, ὁ μετέπειτα Ἐπιθεωρητής Θεολογικῶν Μαθημάτων καί Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὄνομα κατασκήνωσης «Οὐρανούπολη».
Καλοκαίρι τοῦ 1973. Ὁμαδάρχης καί πάλι. Ἀρχηγός ὁ κ. Ἀντώνης Καλογήρου. Ὑπαρχηγός ὁ κ. Νίκος Νικολαΐδης.
Καλοκαίρι τοῦ 1974 – 15 Ἰουλίου. Ὅλοι, παιδιά, ὁμαδάρχες καί ἐθελόντριες γιά τήν κουζίνα, ἀπό τό πρωί, στήν αὐλή τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὁ Χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας κ. Χρυσόστομος (ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄), ἀφοῦ μᾶς χαιρετᾶ εὐλογώντας ὅλους, ξεκινοῦμε ἐσπευσμένα γιά τήν κατασκήνωση. Ἡ αὐλή τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς ἄρχισε νά γεμίζει ἔνοπλους ἀστυνομικούς καί νά παίρνουν θέσεις μάχης. Βγήκαμε μέ τά πούλμαν καί ἀνηφορίσαμε ἀπέναντι πρός τό Μνημεῖο τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα. Πίσω μας ἡ ἐπερχόμενη κόλαση πυρός. Ὁ Ἀρχηγός κ. Ἀντώνης Καλογήρου καί ὁ Ὑπαρχηγός κ. Νίκος Νικολαΐδης δέν εἶναι μαζί μας. Εἶναι σέ ὑπηρεσία γιά θέματα τῆς κατασκήνωσης.
Φθάνουμε στό ἐργοστάσιο τῆς Coca-Cola. Μᾶς ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος ἀπό τή Λευκωσία. Τρία πούλμαν γεμάτα ἐφήβους μέ τούς Ὁμαδάρχες τους κινδυνεύουν στούς πέντε δρόμους. Ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή. Μέ πολλές προσπάθειες ἀποφασίζουμε τή μεταφορά τῶν παιδιῶν σέ ξενοδοχεῖο τοῦ Ἁγίου Δομετίου (Asty Hotel). Μείναμε 2 ἤ 3 μέρες. Δέν ἐνθυμοῦμαι. Ἡ Λευκωσία πνιγόταν σέ καπνούς καί πυροβολισμούς. Μέ πολλούς κινδύνους (ἔξω ἀπό τό ξενοδοχεῖο) καταφέραμε νά στείλουμε μήνυμα (γραπτό μήνυμα λίγων λέξεων) μέ διερχόμενο στρατιώτη στό Ρ.Ι.Κ. (τά τηλέφωνα νεκρά) γιά τούς γονεῖς τῶν παιδιῶν. Εὐτυχῶς τό μήνυμα, τό λακωνικό ἐκεῖνο μήνυμα, τό γραμμένο σέ ἕνα πολύ πρόχειρο χαρτί, χωρίς φάκελο, τό Ρ.Ι.Κ. τό μετέδωσε. Δηλώναμε στό μήνυμα πού βρισκόμαστε καί ὅτι τά παιδιά εἶναι καλά. Σέ μία «ἐκεχειρία» δύο ὡρῶν (ἤ τριῶν) κατέφθαναν «ἐν ἑξάλλῳ καταστάσει» οἱ γονεῖς καί πῆραν τά παιδιά τους…
Εἴχαμε καί τραυματισμένο Ὁμαδάρχη: Μία σφαίρα χτύπησε τόν ἱεροσπουδαστή Σωτήρη Φιλοθέου (σήμερα Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου Μακάριο) στό χέρι. Τόν μεταφέραμε στό Νοσοκομεῖο.
Ἡ «κατασκήνωση» τοῦ 1974 θά μείνει ἀλησμόνητη γιά τό ἀπέραντο ἄλγος ψυχῆς πού ἔντονα βιώσαμε. Ἄλγος ψυχῆς γιά τήν ἐθνική συμφορά πού ἔφερε αὐτό τό ἀδελφοκτόνο μίσος στήν «Κύπρο τήν ἀέρινη τή μακαρία τή γῆ» (Κωστής Παλαμᾶς).
Πνευματικός πατέρας τῆς κατασκήνωσης ἀπό τό 1971 μέχρι τό 1973 ὁ ἀοίδιμος Γέροντας π. Εὐστάθιος Παπαγεωργίου. Μάγειρας ὁ κ. Θεοκλής, ὁ ἄνθρωπος τοῦ λεπτοῦ χιοῦμορ μέ τό ἀληθινό χαμόγελο τῆς καλωσύνης.
Ὁμαδάρχες τῶν περιόδων 1971-1974:
ὁ Παναγιώτης Χάμπας, Φιλόλογος – Καθηγητής,
ὁ Πέτρος Πρωτοπαπάς, Φοιτητής Θεολογίας,
ὁ Παναγιώτης Μαντοβάνης, (ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος),
ὁ Σωτήρης Φιλοθέου, Ἱεροσπουδαστής τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς «Ἀπόστολος Βαρνάβας», τώρα Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Μακάριος,
ὁ Γεώργιος Παναγιώτου, Φοιτητής Θεολογίας,
ὁ Τάκης Κληρίδης, Φοιτητής Οἰκονομικῶν στό Λονδίνο, μετέπειτα Ὑπουργός Οἰκονομικῶν,
ὁ Παναγιώτης Λιασῆς, Φοιτητής Θεολογίας,
ὁ Ἀντώνιος Ν. Στυλιανάκης, Φοιτητής Θεολογίας,
ὁ Λεύκιος Χριστοδουλίδης, Θεολόγος Καθηγητής στήν Ἀγγλική Σχολή Λευκωσίας
ὁ διδάσκαλος κ. Ἀγγελίδης,
ὁ διδάσκαλος Εὐέλθων Χαραλάμπους, μετέπειτα κληρικός Θεολόγος-Λυκειάρχης
ὁ Φοιτητής Θεολογίας Σωτήρης Παπαγεωργίου,
ὁ Μαθηματικός Καθηγητής κ. Χατζηλουκᾶς (ἄν θυμᾶμαι καλά τό ὄνομά του)
καί ἄλλοι πού, δυστυχῶς, δέν μπορῶ νά θυμηθῶ τά ὀνόματά τους.
Ἡ κατασκήνωση στόν Ἅγιο Νικόλαο Στέγης, ἐκεῖνα τά εὐλογημένα καί ἀλησμόνητα χρόνια, ἔδωσε σέ Ὁμαδάρχες καί κατασκηνωτές, ἀλλά καί στά Ἀρχηγεῖα, πιστεύω, βιώματα ὀρθόδοξης, χαρισματικῆς βιοτῆς, τέτοια πού νά ἀντέχουν στόν χρόνο.
Οἱ ὀμορφότερες στιγμές στήν κατασκήνωση ἦταν ἡ ὥρα τῆς βραδυνῆς προσευχῆς μπροστά στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ πού διασχίζει τόν κατασκηνωτικό χῶρο. Τά κελαρύζοντα λιγοστά νερά του μυσταγωγία θεσπέσια! Θυμᾶμαι ἀκόμη μέ δέος ἱερό τά δακρυσμένα μάτια κάποιων ἐφήβων κατασκηνωτῶν μετά τό πέρας τῆς ἀτομικῆς, ἑσπερινῆς προσευχῆς. Κάποιοι ἀπ’ αὐτούς κοσμοῦν σήμερα ὡς κληρικοί (ἄγαμοι καί ἔγγαμοι) ἤ ὡς ἀληθινοί ἐπιστήμονες τό πνευματικό στερέωμα τῆς κατά Κύπρον Μητέρας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.
Δόξα τῷ Κυρίῳ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν.
Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική, τεῦχος 37, Μάιος – Αύγουστος 2017, σελ. 139 -141.