Γιὰ τὸν Θάσο Σοφοκλέους
Νίκου Ορφανίδη
Κάθομαι καὶ γράφω αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα γιὰ τὸν Θάσο, ἕνα μύθο τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας στὴν Κυθρέα. Καὶ σκέφτομαι πὼς ὅλοι ἐμεῖς μεγαλώσαμε μὲ αὐτὲς τὶς μυθικὲς καὶ ἡρωϊκὲς μορφὲς τοῦ ἀγῶνος τοῦ 1955 – 59. Μαζί τους μεγαλώσαμε καὶ μαζί τους νοιώθαμε ὥριμοι ἀπὸ νωρίς, χωρὶς παιδικὴ ἡλικία, μετέχοντας στὸν ἡρωϊσμὸ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ὁ Θάσος ὑπῆρξε μιὰ ἀπὸ τὶς ἡρωϊκότερες μορφὲς τῆς Κυθρέας γιὰ ὅλους ἐμᾶς ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Ἡ σύλληψή του, τὰ βασανιστήρια, ἡ μάνα του ποὺ δὲν τὸν ἀναγνώρισε ἔτσι ποὺ τὸν παραμόρφωσαν οἱ Ἄγγλοι βασανιστές, ἡ δίκη του κι ἡ φυλάκισή του στὴν Ἀγγλία. Μαζὶ μ’ αὐτὰ κι ἡ ζωή του στὸ ἀντάρτικο μὲ τὸν Γρηγόρη Αὐξεντίου. Κι ἡ καταδρομικὴ ἐπίθεση στὸν ἀστυνομικὸ σταθμὸ Λευκονοίκου κι ἡ παροιμιώδης ψυχραιμία τους. Κι ἔπειτα ἡ ἄλλη καταδρομικὴ ἐπίθεση στὸ στρατόπδο τῶν Ἄγγλων στὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο. Κάποτε μοῦ διηγήθηκε τὴ βραδυὰ ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν οἱ Ἄγγλοι κι αὐτὸς μὲ ἕνα ἄλμα βρέθηκε στὰ κλαδιὰ ἑνὸς δέντρου. Ἔτσι τὸν ἔχασαν. Τοῦ ἔμεινε ὅμως ἕνα λευκὸ τσουλούφι στὰ μαλλιά, ποὺ ἔφυγε ὅταν πιὰ γέρασε καὶ ἄσπρισαν ὅλα του τὰ μαλλιά.
Ὁ Θάσος ἀνῆκε στὴν ὁμάδα τῶν φοιτητῶν ποὺ τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ κατέβηκαν στὴν Κύπρο, ἀφήνοντας τὶς σπουδές τους. Μιὰ δράκα νέων, μιὰ δωδεκάδα ὅλοι κι ὅλοι, ποὺ δὲν δίστασαν. ΚΑΡΗ. Κύπριοι Ἀγωνιστές, Ριψοκίνδυνοι Ἡγέτες. Ὅσα πέρασαν τότε κι ὅσα ἔζησαν εἶναι τελικὰ ἀπερίγραπτα.
Θυμᾶμαι τὸν Θάσο ὅταν γύρισε πίσω, ὅταν ὅλη ἡ Κυθρέα τὸν ὑποδέχθηκε ἐκεῖ στὴν εἴσοδο τῆς κωμόπολης στὸ δρόμο μὲ τὰ κυπαρίσσια, τὸν σήκωσαν στοὺς ὤμους ψάλλοντας πατριωτικὰ ἄσματα. Ἀκολούθησε ἡ δοξολογία. Καὶ ὕστερα τὸν ἀκολουθήσαμε ὣς τὸ σπίτι του. Κρατάω τὴ συγκίνησή του ἔτσι ὅπως ἔψαχνε τὸν πατέρα του, ποὺ κοιμήθηκε διαρκοῦντος τοῦ ἀγῶνος.
Μὲ τὸν Θάσο συναντηθήκαμε ἀμέσως μετά, ὅταν πιὰ ἦταν καθηγητὴς μαθηματικῶν στὸ Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ἕνας ἄνθρωπος φιλικός, οἰκεῖος, ἀνθρώπινος. Κι ἀργότερα, δέκα χρόνια μετά, τὸ 1973, ὑπηρετήσαμε μαζὶ στὸ Γυμνάσιο Νεαπόλεως καὶ στὸ τότε προσφυγικὸ Γυμνάσιο Ἀκροπόλεως. Ἄγρια χρόνια καὶ καιροί. Ἦταν τότε ποὺ μιλούσαμε σχεδὸν ψιθυριστά, καταθέτοντας τὴν πίκρα καὶ τὸν καημό μας. Καὶ τὴν ἀγωνία μας.
Ὁ Θάσος ἦταν ποὺ μὲ ὑποδέχθηκε στὴν εἴσοδο τῆς Κυθρέας μὲ τὴν ἐκεχειρία στὶς 23 Ἰουλίου τοῦ 1974. Ἦταν τότε ποὺ πῆγα νὰ δῶ, ἂν ἦταν καλὰ οἱ γονεῖς μου. Δὲν ξαναεῖδα ποτὲ τὴν Κυθρέα.
Γιὰ τὸν Θάσο θὰ μποροῦσα νὰ γράψω πολλά. Τὶς εὐαισθησίες του, τὴν τρυφερότητα τῆς ψυχῆς του, τὰ εἰκαστικὰ καὶ ποιητικά του ἐνδιαφέροντα. Κάποτε φρόντισα καὶ τὸ πρῶτο του βιβλίο. Ἐρχόταν συχνὰ στὸ σπίτι μου, βγαίναμε ἐκεῖνα τὰ χρόνια μετὰ τὴν εἰσβολή.
Ἡ τελευταία μας ἐκτενὴς συνομιλία ἦταν στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 2023. Λίγο πρὶν φύγει. Στὴν τηλεόραση τὸ τρισάγιο καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ στὸ κρησφύγερο τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου. Ὁ Θάσος ἄρρωστος πιά, ἀνέβηκε στὸ Μαχαιρᾶ μὲ τὸ μπαστούνι του. Κάθησε σὲ ἕνα πεζούλι ἔξω ἀπὸ τὴ Μονή, δίπλα ἀπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ ἥρωος φίλου του καὶ συναγωνιστῆ του. Τοῦ σταυραετοῦ τοῦ Μαχαιρᾶ Γρηγόρη. Δὲν μποροῦσε νὰ φτάσει μὲ τὰ πόδια στὸ κρησφύγετο.
«Μὲ τὸν Γρηγόρη κοιμόμαστε πλάτη – πλάτη στὸ κρησφύγετο στὸν Πενταδάκτυλο», μοῦ ἔλεγε κάποτε.
Ἦταν τότε ποὺ τὸν πλησίασε μιὰ κοπελίτσα ρωτώντας τον:
«― Εἶστε ὁ Θάσος Σοφοκλέους;
― Ναί, κόρη μου.
― Νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι;
― Ρώτησέ με ὅ,τι θέλεις.
― Πῶς νοιώθετε σήμερα;
― Κλαίω, κόρη μου.»
Ἔτσι ὅπως ἔκλαιε τὴν πατρίδα του ὁ τυφλὸς Νικηταρᾶς, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὸν Πειραιᾶ, ἕνας ἐπαίτης. Ἔτσι ὅπως ἔκλαιε ὁ Μακρυγιάννης, «σάπιος ἀπ’ τὶς πληγές», ὅταν ἦλθε να τὸν συλλάβει «ὁ μοίραρχος Πτολεμαῖος», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του καὶ καὶ τὸ ποίημα τοῦ Σεφέρη.
Αὐτὰ ὁ Θάσος Σοφοκλέους, ὁ φίλος μου ὁ ἀγαπητός. Ποὺ παρέμεινε ὅμως ἕνας ὑπερήφανος ἀετός. Ὣς τὸ τέλος.
«Θάσο μου», τοῦ εἶπα, «σὲ καμαρώνω. Καὶ ὑποκλίνομαι.»
Ἔτσι ὑποκλίνομαι καὶ σήμερα ἀποχαιρετώντας τον. Καθὼς ἀνεβαίνει ὡς ἀετὸς στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Γρηγόρη Αὐξεντίου καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Μαζὶ καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα του, τοὺς δικούς του καὶ τὴν ἁγιασμένη Κυθρέα.